Ο Ευριπίδης, οι μύθοι, οι μαντείες και οι θεοί
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τις σωζόμενες τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών και θελήσει να ανιχνεύσει τις αντιλήψεις τους για τους μύθους, τις μαντείες και τους θεούς, θα διαπιστώσει πως, τόσο ο Αισχύλος όσο και ο Σοφοκλής, στέκονται με απεριόριστο σεβασμό απέναντί τους και πιστεύουν πως τα πάντα εξαρτώνται από αυτούς και κυρίως από τη θέληση του πανίσχυρου Δία, του πατέρα των θεών και των ανθρώπων, ενώ διαφορετική είναι η άποψη του νεότερου της τριάδας, του Ευριπίδη.
Ο τελευταίος, επηρεασμένος προφανώς και από τις ανατρεπτικές ιδέες των σοφιστών, φροντίζει να εκφράσει στο έργο του τις προσωπικές του απόψεις, ανασύροντας στην επιφάνεια την αλήθεια από το ζόφο του μύθου και της σκοπιμότητας. Δεν πλησιάζει τους μύθους της ελληνικής ιστορίας με το δέος των ομοτέχνων του, διορθώνει όμως τις χονδροειδείς λαϊκές ιδέες τους για τους θεούς, αρνείται την αξιοπιστία του θρησκευτικού μύθου ή και αποδέχεται το μύθο όπως αυτός έχει. Όσον αφορά τη θέση του απέναντι στους θεούς στέκεται με κριτική διάθεση και ανάλογα αποφαίνεται για τις ενέργειές τους ή τις απόψεις που έχουν γι’ αυτούς οι άνθρωποι.
Είναι γνωστό πως οι Θεοί εμφανίζονται στα έργα του Ευριπίδη σχεδόν με την ίδια συχνότητα, που εμφανίζονται και στα έργα των δύο άλλων τραγικών. Αυτό όμως δε σημαίνει και ταυτότητα απόψεων για τους θεούς του Ολύμπου.
Στον Αισχύλο οι θεοί είναι φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια των ηρώων και είναι παρόντες σε όλες τις τραγωδίες του, ενώ οι ήρωες ενεργώντας σαν γεναία, μένουν πιστοί στις θεϊκές εντολές. Όποιος από τους ήρωες αθετεί τη θέληση των θεών ή την περιφρονεί δεν αποφεύγει την τιμωρία.
Ζευς τοι κολαστής των υπερκόμπων άγαν
φρονημάτων έπεστιν, εύθυνος βαρύς.
Γιατί βαρύς κριτής στέκει από πάνω ο Δίας
που την υπέρμετρη έπαρση σκληρά κολάζει.(Πέρσες 827-8).
Το ίδιο σεβαστοί είναι οι θεοί και στο Σοφοκλή, όπου οι ήρωες, προσηλωμένοι κι αυτοί στις επιταγές τους, ενεργούν και πράττουν το δέον γενέσθαι. Η Αντιγόνη, στην ομώνυμη τραγωδία, προχωρεί στην ταφή του Πολυνείκη, γιατί έτσι επιτάσσει ο θεϊκός άγραφος νόμος.
ΑΝΤ.....κείνον εγώ θάψω×
καλόν μοι τούτο ποιούση θανείν×
φίλη μετ’ αυτού κείσομαι, φίλου μέτα,
όσια πανουργήσασα....(Αντιγόνη 71-73)
ΑΝΤ. ...Εκείνον εγώ θα τον θάψω. Θα είναι ωραίο για μένα κάνοντας τούτο να πεθάνω. Αγαπημένη θα βρίσκομαι για πάντα μαζί με τον αγαπημένο μου, αφού κάμω θεάρεστη πράξη...
Στον Ευριπίδη οι θεοί είναι παρόντες σε όλα του τα έργα, αλλά οι ήρωές του κατευθύνονται από ισχυρά συναισθήματα και επιπλέον κρίνουν τους θεούς, τους μύθους και τους χρησμούς, αναζητώντας την αλήθεια. Η κριτική αυτή για τους θεούς και το μύθο έδωσε στον Ευριπίδη το όνομα του άθεου, κάτι αβασάνιστο και άδικο γι’ αυτόν και τους ήρωές του.
Οι ήρωές του, πίσω από τα μυθικά τους ονόματα, ενεργούν και σκέφτονται ως απλοί άνθρωποι. Δε σημαίνει ότι απορρίπτουν τους θεούς, αντίθετα πολλές φορές εξανίστανται για τις άδικες κατηγορίες που απευθύνουν σκόπιμα οι άνθρωποι ή οι μύθοι εναντίον τους. Γι αυτό δεν αποδέχονται άκριτα το μύθο, την μαντεία ή την παράδοση για τους θεούς, αλλά αναζητούν την αλήθεια, που κρύβεται μέσα στους μύθους και τις μαντείες. Αγωνιούν καθημερινά και αναζητούν κάποιες απαντήσεις-λύσεις στα προβλήματά τους. Οι θεοί είναι κοντά τους ανά πάσα στιγμή και επηρεάζουν τη ζωή τους, αλλά πολλές φορές αδυνατούν να τους κρίνουν σωστά και τους αδικούν, όχι πάντα.
Ο ποιητής, που γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει τη σκέψη του ανθρώπου, φροντίζει με κάθε τρόπο να το πετύχει, ελπίζοντας να καταστήσει τουλάχιστον το άνθρωπο περισσότερο προσεκτικό, δύσπιστο στους μύθους και τη μαντεία, να του ανοίξει τη σκέψη και το μυαλό.
Οι αντίπαλοί του, που τον βλέπουν να πρωτοτυπεί και να αγωνίζεται να αλλάξει τη νοοτροπία του ανθρώπου με διάφορα μέσα, τον κρίνουν αυστηρά και σχεδόν υποτιμητικά, όταν τον κατηγορούν πως απομυθοποιεί κάποια θέματα και επιλέγει κουτσούς και ζητιάνους ως ήρωες στις τραγωδίες του. Χαρακτηριστική είναι η κριτική του Αισχύλου, που φέρεται στους Βατράχους του Αριστοφάνη (841-842) να μέμφεται τον Ευριπίδη και να τον αποκαλεί: συλλέκτη φλυαριών του δρόμου (στωμολιοσυλλεκτάδη), ποιητή των φτωχών ανθρώπων και ράφτη κουρελιών, ενώ ο Αριστοφάνης, που επιδοκιμάζει τη θέση του Αισχύλου, τον κατηγορεί για το ίδιο πράγμα.
Ουκ ετός χωλούς και πτωχούς ποιείς (Αριστ.Αχαρνής στ.411)
Όχι, επομένως, χωρίς λόγο κάνεις κουτσούς και φτωχούς ήρωες.
Ο Ευριπίδης, πράγματι ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά του και την ξεχωριστή σκέψη τους αντιπάλους του. Τους προσπερνά όμως πάντα με αδιαφορία, χαράσσοντας το δικό του ξεχωριστό δρόμο, γιατί επιδιώκει να κινητοποιήσει την αδρανούσα σκέψη του ανθρώπου, να οξύνει την κρίση του, ώστε να μην αποδέχεται αβίαστα και άκριτα όσα η παλιότερη ποιητική παράδοση εμφανίζει ως θέσφατα και να τον κρατά δέσμιο στις συνήθειες και στα λατρευτικά της έθιμα. Πιστεύει πως η τυφλή και άκριτη αποδοχή όλων αυτών εμποδίζουν την αναζήτηση της αλήθειας και έτσι διαιωνίζουν την αμάθεια, την πρόληψη και το θείο φόβο. Θέλει να τους πείσει πως όσα τους δίδαξαν ως τώρα για τους θεούς τα έπη του Ομήρου, ο Ησίοδος, οι λυρικοί ποιητές και άλλοι, δεν ανταποκρίνονται όλα στην αλήθεια και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην αποδοχή τους ή την απόρριψή τους.
Οι θεοί του Ολύμπου, οι οποίοι ζουν ευτυχισμένοι εκεί επάνω, είναι πλασμένοι με ανθρώπινες διαστάσεις, με προτερήματα και ελαττώματα, όπως και οι άνθρωποι. Αυτή την πίστη ο ποιητής θέλει να ανασκευάσει, γι’ αυτό θα πρέπει ο άνθρωπος να γνωρίζει και τα αρνητικά τους στοιχεία, που έρχονται σε αντίθεση με την ιδιότητα του θεού, όπως είναι η σκληρότητά τους, η ζηλοφθονία και η εκδικητικότητα. Ερίζουν κι αυτοί μεταξύ τους και φθονεί ο ένας τον άλλο. Πολλή αταξία δέρνει και τους ουρανούς. Με άλλα λόγια η αταξία και η σύγχυση που επικρατεί στη γη, στο χώρο των θνητών, επικρατεί και στον Ουρανό, το χώρο των θεών.
ΙΦΙ.΄Αι στο καλό, όνειρο μου× ψεύτικο ήσουν
ΟΡΕ.Σαν τα πετούμενα όνειρα άλλο τόσο
ψεύτες κι οι θεοί, που αυτούς σοφούς τους λένε.
Και μες στα θεία και μες στ’ ανθρώπινα όλα
πολλή θολούρα× Αυτόν ένα τον θλίβει
αν κι έχει γνώση, πίστεψε μαντείες
και χάθηκε× όσοι ξέρουν, ξέρουν πώς.(Ιφιγ. εν Ταύροις 569-575)
Μεγάλη θολούρα και σύγχυση διαπιστώνει ο Ορέστης πως υπάρχει μέσα στα ανθρώπινα και στα θεϊκά. Ψεύτες είναι και οι θεοί και οι μαντείες.
Ο ποιητής με τον τρόπο αυτό εκφράζει τις δικές του απόψεις, μόνο που τις διατυπώνει με το στόμα του Ορέστη. Είναι μια έξυπνη επινόηση κι αυτή σε καιρούς, που άλλοι οδηγήθηκαν στο θάνατο για τις ιδέες τους αυτές. Ο Ευριπίδης όμως, που έχει άλλη αντίληψη για τους θεούς, γιατί τους θέλει τέλειους και όχι πλάσματα με ατέλειες και κακίες, αποφαίνεται πως δεν μπορεί οι θεοί να μοιάζουν σε όλα με τους ανθρώπους, αφού τότε τι θεοί θα ήταν αυτοί. Αν πάλι οι θεοί είναι κακοί, δεν είναι θεοί. Έτσι αντιλαμβάνεται αυτός την έννοια του θεού και έτσι θέλει να πιστεύει και ο πολίτης της εποχής εκείνης, δηλαδή ένα θεό δίκαιο, ενάρετο, κοντά στον άνθρωπο, βοηθό και συμπαραστάτη του στις ανάγκες του.
΄Αλλωστε, δεν έχει καμιά αξία, κατά τον Ευριπίδη, αν οι θεοί ευνοούν τους ανθρώπους ή όχι, γιατί στην πραγματικότητα η στάση τους δεν επηρεάζει καθόλου την μελλοντική τους πορεία, αφού αυτή εξαρτάται από τους ίδιους και τη γνώση με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή και τα προβλήματά της. Αυτό που προέχει στη ζωή του άνθρωπου είναι η δική του θέση και όχι οι ψευδολογίες των μύθων και των χρησμών.
Σε άλλο σημείο της τραγωδίας του Ιφιγένεια εν Ταύροις ο ποιητής είναι αποκαλυπτικός απέναντι στην ψευδολογία των χρησμών. Παίρνει θέση απέναντι σε μια παράλογη συνήθεια, σε ένα έγκλημα που τελείται με την έγκριση μιας θεάς, και αναρωτιέται μαζί με την ηρωίδα, την Ιφιγένεια, αν είναι δυνατόν μια θεά, όπως η Άρτεμη, να ζητά ανθρωποθυσία στο βωμό της, για να φυσήξουν ούριοι άνεμοι και να αποπλεύσει ο στόλος των Αχαιών από την Αυλίδα. Αυτό είναι παράλογο και δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της θεότητας. Τις ανθρωποθυσίες στην περίπτωση αυτή τις επιβάλλει ο Θόας στους ξένους, που φτάνουν στη χώρα του, για να την προφυλάσσει από ανεπιθύμητους επισκέπτες. Αυτή είναι η αλήθεια.
Άλλωστε, η Άρτεμη, με την επέμβασή της, αποδεικνύει πως δεν εγκρίνει την ανθρωποθυσία, γι’ αυτό και σώζει την Ιφιγένεια, αφήνοντας στο βωμό για θυσία ένα ελάφι!
ΙΦΙ. Μ’ έσωσε πες του η Άρτεμη× έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα×αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου
το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι×
η θεά μ’ έφερε εδώ.(Ιφιγ..εν Ταύροις783-786)
Συμπέρασμα: δεν μπορεί το θείο να είναι αιμοσταγές και παράλογο. Είναι μια θέση ξεκάθαρη του ποιητή, την οποία καλεί να ασπαστεί και ο άνθρωπος της εποχής του. Οι θεοί δεν μπορεί να είναι παράλογοι ούτε όμως και κακοί. Αρνείται κατηγορηματικά να πιστέψει στον παραλογισμό και στην κακότητα των θεών η Ιφιγένεια και αποφαίνεται:
ΙΦΙ.Τα της θεού δε μέμφομαι σοφίσματα
ήτις βροτών μεν ην τις άψηται φόνου,
ή και λοχίας ή νεκρού θίγη χεροίν,
βωμών απείργει, μυσαρόν ως ηγουμένη
αυτή δε θυσίαις ήδεται βροτοκτόνοις.
ουκ έσθ’ όπως έτεκεν αν η Διός δάμαρ
Λητώ τασαύτην αμαθίαν κτλ.
Της θεάς μας οι εξυπνάδες δε μου αρέσουν×
αν με τα χέρια ένας θνητός αγγίξει
φόνου αίμα ή και λεχώνα ή πεθαμένον,
τον διώχνει, ως μολυσμένο, απ’ το βωμό της,
κι αυτή θυσίες ανθρώπων την ευφραίνουν.
Αδύνατο η Λητώ, του Δία το ταίρι,
να γέννησε ένα τόσο ανόητο πλάσμα.
Ούτε όσα λένε για τα ταντάλεια δείπνα,
πως τάχα θεοί γευτήκανε τις σάρκες
του παιδιού του, πιστεύω× οι ντόπιοι πάλι,
νομίζω, είν’ αιμοβόροι και ζητούνε
στους θεούς να ρίξουν τα’ άγριο φυσικό τους×
κανένας, λέω, θεός κακός δεν είναι. (Ιφιγ. εν Ταύροις 380-390)
Η Ιφιγένεια πιστεύει ακράδαντα πως ο θεός δεν είναι κακός, ενώ όσα λέγονται για την κακότητα των θεών τα θεωρεί δημιουργήματα των ανθρώπων, για να καλύψουν δικές τους αδυναμίες και ροπές.
Αξίζει να παρακολουθήσουμε τη θέση του ποιητή, που διατυπώνεται δια του στόματος της Εκάβης τη φορά αυτή για τους θεούς στην τραγωδία Τρωάδες. Η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας, αποκρούοντας τον ισχυρισμό της Ελένης ότι δηλαδή η Ήρα και η Αθηνά προκάλεσαν τον τρωικό πόλεμο, αρνείται να δεχτεί τον ισχυρισμό της, γιατί πιστεύει πως η Ήρα δεν ήταν τόσο ανόητη, ώστε να παραδώσει στους βάρβαρους το Άργος, ούτε η Παλλάδα Αθηνά να σκλαβώσει την Αθήνα στους Φρύγες (Πέρσες). Μια τέτοια πράξη από τις θεές θα ήταν επαίσχυντη, ανήθικη και εντελώς παράλογη.
ΕΛΕ. Οι τρεις θεές τον Πάρη πήραν για κριτή τους.
το δώρο της Παλλάδας στον Αλέξανδρο ήταν
πως θα του δώσει την Ελλάδα να υποτάξει
τους Φρύγες οδηγώντας. Η Ήρα του ’ταξε ότι
θα βασιλέψει στην Ασία και στης Ευρώπης
τα σύνορα, αν ο Πάρης προτιμούσε εκείνη. (Τρωάδες 925-933)
Αυτός είναι ο μύθος κατά την άποψη της Ελένης, τον οποίο όμως η διαψεύδει η Εκάβη.
ΕΚΑ.Πρώτα τις θεές θα υπερασπίσω και θα δείξω
ότι στα λόγια της Ελένης αλήθεια δεν υπάρχει.
Εγώ νομίζω πως ποτέ δεν έφτασε η Ήρα
σε τέτοιο παραλογισμό ούτε η παρθένα
Παλλάδα, που στους βαρβάρους η μια τους το Άργος
να παραδίνει κι η Παλλάδα την Αθήνα
στους Φρύγες να σκλαβώνει, αφού ήρθανε στην Ίδη
στην ομορφιά ν’ αγωνιστούνε για παιχνίδι.
......Ανέμυαλες τις θεές μην παρασταίνεις
το λάθος σου για να στολίσεις, δε θα πείσεις τους γνωστικούς.(Τρωάδες 969και εξής)
Κι εδώ ο ποιητής μέσω της Εκάβης υποστηρίζει πως ο μύθος είναι πλασμένος έτσι, για να δικαιολογήσει κάποιες πράξεις, κάποια γεγονότα και επομένως κρύβει μέσα του ψευτιά και σκοπιμότητα.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τους μύθους με επιφύλαξη, όπως είναι και ο μύθος που αναφέρεται στην συνεύρεση του Θυέστη με τη γυναίκα του Ατρέα και την άλλη μέρα το διακήρυξε ως μέγα κατόρθωμα, γεγονός που εξόργισε το Δία.
ΧΟ.Και τότε ο Δίας τους δρόμους των άστρων ξεστράτισε τους λαμπρούς και το φέγγος του ηλίου, και της λευκόθωρης αυγής με φλόγα θεόσταλτη καίει τις χώρες της Δύσης...Λένε, μα εγώ δεν το πιστεύω πως το χρυσό πρόσωπό του ο ήλιος ο φλογερός απέστρεψε, αλλάζοντας δρόμο, για να έρθει η δυστυχία στο γένος των ανθρώπων και να βρει τιμωρία ένας θνητός, ο Θυέστης. Οι μύθοι ετούτοι οι φοβεροί για το καλό είναι των ανθρώπων. Τους κάνουν να λατρεύουν τους θεούς.(Ηλέκτρα708 και εξής)
Ο Χορός της τραγωδίας αποφαίνεται ότι δεν πιστεύει πως ο Δίας ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό, γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει τον παραλογισμό του Δία, πολύ δε περισσότερο, όταν και ο ίδιος έχει διαπράξει πολλές φορές κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό καταλήγει στην άποψη πως οι φοβεροί μύθοι έχουν πλαστεί για το καλό των ανθρώπων και αποσκοπούν στη λατρεία των θεών.
Ο Ευριπίδης, από όσα αναφέραμε, δεν καταφέρεται ούτε αμφισβητεί τα γεγονότα του μύθου αλλά τους ήρωές του, την πίστη τους σ’ αυτούς, τα κίνητρά τους και τις ανθρώπινες δράσεις. Στους ανθρώπους ρίχνει το βάρος και την ευθύνη των πράξεών τους. Αυτοί οφείλουν να ξεδιαλύνουν μέσα τους τι είναι σωστό να κάνουν, για να βελτιώσουν τη ζωή και το μέλλον τους. Μεγάλη θολούρα και σύγχυση υπάρχει στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων και πρέπει κάποτε να φωτισθεί αυτό το ομιχλώδες τοπίο.
Υπάρχει όμως και ένα ακόμη ερώτημα, εάν και κατά πόσο ειλικρινείς είναι οι θεοί απέναντι στους ανθρώπους; Οι θεοί κάποτε εξαπατούν σκόπιμα τους ανθρώπους ή όχι;
Εφόσον ο άνθρωπος πιστεύει στην ακεραιότητα του θεού, τότε η απάτη δε συνάδει με τη θεότητα. Η απάτη και η κακότητα δεν είναι ίδιο του θεού, αλλά την αποδίδουν στο θεό οι άνθρωποι, για να δικαιολογήσουν δικά τους ανομήματα. Το θέμα όμως της απάτης είναι γνωστό ακόμη από τα έπη του Ομήρου, το χρησιμοποιεί όμως και ο ποιητής στις τραγωδίες του, για να καταδείξει το ευμετάβλητο στο χαρακτήρα των θεών. Κάτι που καθρεφτίζεται στη στιχομυθία μεταξύ Αγγελιαφόρου και Μενέλαου στην τραγωδία Ελένη.
ΑΓΓ. Γι’ αυτήν, την Ελένη, δεν πολεμούσαμε στην Τροία;
ΜΕ .Όχι×οι θεοί μας είχαν ξεγελάσει και μια νεφέλη αχνή βάλαν μπροστά μας.
ΑΓΓ.Τι λες; Για μια νεφέλη τόσοι αγώνες;
ΜΕ. Της Ήρας ήταν έργο κι από αμάχη τριών θεαινών εγίναν όσα εγίναν.
ΑΓΓ.Κα είναι αυτή η γυναίκα σου στ’ αλήθεια;
ΜΕ.Ναι, αυτή είναι×σου το λέω και πίστεψέ το.
ΑΓΓ. Ω κόρη μου, μυστήριο ο θεός είναι
κι ανεξερεύνητος. Μπορεί να κάμει
τις τύχες των ανθρώπων άνω-κάτω.
Τίποτε δεν είναι σταθερό…(θυμίζει τα πάντα ρει του Ηράκλειτου).
Τώρα διαπιστώνω πόσο είναι
κακόπιστη και ψέματα γεμάτη
η μαντική... κουταμάρα είναι να πιστεύεις
πως οι οιωνοί ωφελούνε τους ανθρώπους
… κανένας δεν πλούτισε χωρίς να κοπιάσει×
ο νους και η γνώση αυτά είναι
ο πιο καλός απ’ όλα μάντης.
(Ελένη στ.703-737)
Ο τρωικός πόλεμος δεν έγινε για την Ελένη. Ήταν ένα παιχνίδι των θεών. Θυσιάστηκαν τόσοι άνθρωποι, πολεμώντας για ένα σύννεφο, για μια νεφέλη όπως λέει, για ένα άδειο πουκάμισο μιλά ο Σεφέρης. Γι’ αυτό ο ποιητής συμβουλεύει πως ψεύτικοι είναι και οι οιωνοί και οι μαντείες. Επομένως, εκείνο που έχει αξία στη ζωή δεν είναι τα τερτίπια των θεών και οι ψεύτικες μαντείες, αλλά το ανθρώπινο μυαλό, η γνώση και ο αγώνας για να διακρίνει την αλήθεια από το ψεύδος, από τη σκοπιμότητα, από την παραπλάνηση.
Βέβαια, είναι ανάγκη να σημειώσουμε πως ο ποιητής από την εισαγωγή στην τραγωδία του Ελένη αμφισβητεί τις δοξασίες που λένε πως ο Δίας φέρνει τη βροχή και ότι η Ελένη είναι κόρη του Δία, αφού αμέσως μετά σε αντίλογο διαψεύδει την άποψη αυτή, λέγοντας πως τα σύννεφα ρίχνουν τη βροχή, ενώ η Ελένη είναι κόρη της Λήδας και του Τυνδάρεω και όχι του Δία, όπως ο μύθος παραδίδει. Όσον αφορά στο ζήτημα της Ελένης, αν δηλαδή την άρπαξε ο Πάρης, ξεκαθαρίζει την άποψή του, λέγοντας πως δε χάθηκαν στον τρωικό πόλεμο τόσοι άνθρωποι για την Ελένη, αφού εκείνη ποτέ δεν πήγε στην Τροία! Και αναρωτιέται πόσο κουτό είναι να πιστεύει κανείς σε χρησμούς και παραδόσεις, αφού τίποτε το σταθερό δεν μπορεί να υπάρξει στη ζωή.
Η αναζήτηση μιας αψεγάδιαστης ιδέας του θεού είναι μια αναζήτηση που εναπόκειται στον αναγνώστη, χωρίς να σημαίνει πως μένει αμέτοχος ο ποιητής, γιατί κι αυτός φροντίζει να δώσει απαντήσεις μέσα από τους μύθους και την πραγματικότητα που ζει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος παρακολουθεί με προσοχή τις παραστάσεις στη γιορτή των μεγάλων Διονυσίων και τις άλλες. Η ιδέα ενός συμπονετικού θεού ενυπάρχει στον άνθρωπο. Την διατυπώνει ο Ιππόλυτος στην ομώνυμη τραγωδία, λέγοντας: τους γαρ ευσεβείς θεοί θνήσκοντας ου χαίρουσι (1339), ενώ ο Ηρακλής, σημειώνει πως οι θεοί είναι αυτοί που κρατούν την τύχη του καθενός στα χέρια τους:
ΗΡ,Απ’ τα δεινά οι θεοί μας ξαλαφρώνουν×
την τύχη αυτοί μόνον κρατούν του καθενός.
Αλλά όταν ακούει από το Θησέα, ως παρηγοριά στον πόνο του, να του λέει.
ΘΗ. Κανείς θνητός μήτε θεός δεν έχει μείνει απ’ την τύχη απείραχτος, αν λένε των ποιητών τα λόγια την αλήθεια. Με γάμους άνομους δεν έχουν σμίξει; Δεν ατίμασαν για την εξουσία τους γονιούς δένοντάς τους μ’ αλυσίδες; Αξένοιαστοι στον Όλυμπο όμως ζούνε παρά τα σφάλματά τους. Κι εσύ που είσαι θνητός, σαν τι θα πεις ότι τα πάθη δε θες να τα υποφέρεις κι αυτοί θέλουν;
ΗΡΑ. Αχ, είναι έξω ετούτα από τις συμφορές μου× Εγώ θαρρώ πως οι θεοί δε στέργουν παράνομα να σμίγουν μήτε πάλι ν’ αλυσοδένουνε τους άλλους κι ούτε το πίστεψα ποτέ και θα το πιστέψω. Ο θεός δεν έχει ανάγκη από κανέναν, αν είναι αληθινός×των ποιητών οι μύθοι πανάθλιες ψευτιές εξιστορούνε. (Ηρακλής Μαινόμενος 1314 και εξής).
Ο αληθινός θεός δεν έχει ανάγκη από κανένα ούτε επηρεάζεται από τις ψευτιές των μύθων.
Ο Ευριπίδης, αν και ασχολείται με τους μύθους και τους θεούς, τον ενδιαφέρει κυρίως η ποιότητα της φύσης τους και το νόημα της συμπεριφοράς τους.(Λέσκυ).
Τέλος, με τον από μηχανής θεό δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δέχεται τη θετική παρέμβαση των θεών στα ανθρώπινα και να δίνει λύσεις ο θεός εκεί που δεν μπορεί να τις δώσει το ανθρώπινο μυαλό. Επομένως, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι θεοί απουσιάζουν από το έργο του Ευριπίδη, αντίθετα είναι αυτοί που εμφανίζονται στις τραγωδίες του, παίζουν το ρόλο τους και αφήνουν στον άνθρωπο να κρίνει την αλήθεια, αλλά πάντα κλείνουν την υπόθεση της τραγωδίας, εμφανιζόμενοι στη σκηνή, για να δώσουν λύσεις αποδεκτές. Ο Ευριπίδης δεν τους αρνείται επίσημα, αλλά και δεν επιτρέπει παρανοήσεις για τους θεούς, στους οποίους οι άνθρωποι πιστεύουν και τους θέλουν δίκαιους, ενάρετους και φιλικούς.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τις σωζόμενες τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών και θελήσει να ανιχνεύσει τις αντιλήψεις τους για τους μύθους, τις μαντείες και τους θεούς, θα διαπιστώσει πως, τόσο ο Αισχύλος όσο και ο Σοφοκλής, στέκονται με απεριόριστο σεβασμό απέναντί τους και πιστεύουν πως τα πάντα εξαρτώνται από αυτούς και κυρίως από τη θέληση του πανίσχυρου Δία, του πατέρα των θεών και των ανθρώπων, ενώ διαφορετική είναι η άποψη του νεότερου της τριάδας, του Ευριπίδη.
Ο τελευταίος, επηρεασμένος προφανώς και από τις ανατρεπτικές ιδέες των σοφιστών, φροντίζει να εκφράσει στο έργο του τις προσωπικές του απόψεις, ανασύροντας στην επιφάνεια την αλήθεια από το ζόφο του μύθου και της σκοπιμότητας. Δεν πλησιάζει τους μύθους της ελληνικής ιστορίας με το δέος των ομοτέχνων του, διορθώνει όμως τις χονδροειδείς λαϊκές ιδέες τους για τους θεούς, αρνείται την αξιοπιστία του θρησκευτικού μύθου ή και αποδέχεται το μύθο όπως αυτός έχει. Όσον αφορά τη θέση του απέναντι στους θεούς στέκεται με κριτική διάθεση και ανάλογα αποφαίνεται για τις ενέργειές τους ή τις απόψεις που έχουν γι’ αυτούς οι άνθρωποι.
Είναι γνωστό πως οι Θεοί εμφανίζονται στα έργα του Ευριπίδη σχεδόν με την ίδια συχνότητα, που εμφανίζονται και στα έργα των δύο άλλων τραγικών. Αυτό όμως δε σημαίνει και ταυτότητα απόψεων για τους θεούς του Ολύμπου.
Στον Αισχύλο οι θεοί είναι φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια των ηρώων και είναι παρόντες σε όλες τις τραγωδίες του, ενώ οι ήρωες ενεργώντας σαν γεναία, μένουν πιστοί στις θεϊκές εντολές. Όποιος από τους ήρωες αθετεί τη θέληση των θεών ή την περιφρονεί δεν αποφεύγει την τιμωρία.
Ζευς τοι κολαστής των υπερκόμπων άγαν
φρονημάτων έπεστιν, εύθυνος βαρύς.
Γιατί βαρύς κριτής στέκει από πάνω ο Δίας
που την υπέρμετρη έπαρση σκληρά κολάζει.(Πέρσες 827-8).
Το ίδιο σεβαστοί είναι οι θεοί και στο Σοφοκλή, όπου οι ήρωες, προσηλωμένοι κι αυτοί στις επιταγές τους, ενεργούν και πράττουν το δέον γενέσθαι. Η Αντιγόνη, στην ομώνυμη τραγωδία, προχωρεί στην ταφή του Πολυνείκη, γιατί έτσι επιτάσσει ο θεϊκός άγραφος νόμος.
ΑΝΤ.....κείνον εγώ θάψω×
καλόν μοι τούτο ποιούση θανείν×
φίλη μετ’ αυτού κείσομαι, φίλου μέτα,
όσια πανουργήσασα....(Αντιγόνη 71-73)
ΑΝΤ. ...Εκείνον εγώ θα τον θάψω. Θα είναι ωραίο για μένα κάνοντας τούτο να πεθάνω. Αγαπημένη θα βρίσκομαι για πάντα μαζί με τον αγαπημένο μου, αφού κάμω θεάρεστη πράξη...
Στον Ευριπίδη οι θεοί είναι παρόντες σε όλα του τα έργα, αλλά οι ήρωές του κατευθύνονται από ισχυρά συναισθήματα και επιπλέον κρίνουν τους θεούς, τους μύθους και τους χρησμούς, αναζητώντας την αλήθεια. Η κριτική αυτή για τους θεούς και το μύθο έδωσε στον Ευριπίδη το όνομα του άθεου, κάτι αβασάνιστο και άδικο γι’ αυτόν και τους ήρωές του.
Οι ήρωές του, πίσω από τα μυθικά τους ονόματα, ενεργούν και σκέφτονται ως απλοί άνθρωποι. Δε σημαίνει ότι απορρίπτουν τους θεούς, αντίθετα πολλές φορές εξανίστανται για τις άδικες κατηγορίες που απευθύνουν σκόπιμα οι άνθρωποι ή οι μύθοι εναντίον τους. Γι αυτό δεν αποδέχονται άκριτα το μύθο, την μαντεία ή την παράδοση για τους θεούς, αλλά αναζητούν την αλήθεια, που κρύβεται μέσα στους μύθους και τις μαντείες. Αγωνιούν καθημερινά και αναζητούν κάποιες απαντήσεις-λύσεις στα προβλήματά τους. Οι θεοί είναι κοντά τους ανά πάσα στιγμή και επηρεάζουν τη ζωή τους, αλλά πολλές φορές αδυνατούν να τους κρίνουν σωστά και τους αδικούν, όχι πάντα.
Ο ποιητής, που γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει τη σκέψη του ανθρώπου, φροντίζει με κάθε τρόπο να το πετύχει, ελπίζοντας να καταστήσει τουλάχιστον το άνθρωπο περισσότερο προσεκτικό, δύσπιστο στους μύθους και τη μαντεία, να του ανοίξει τη σκέψη και το μυαλό.
Οι αντίπαλοί του, που τον βλέπουν να πρωτοτυπεί και να αγωνίζεται να αλλάξει τη νοοτροπία του ανθρώπου με διάφορα μέσα, τον κρίνουν αυστηρά και σχεδόν υποτιμητικά, όταν τον κατηγορούν πως απομυθοποιεί κάποια θέματα και επιλέγει κουτσούς και ζητιάνους ως ήρωες στις τραγωδίες του. Χαρακτηριστική είναι η κριτική του Αισχύλου, που φέρεται στους Βατράχους του Αριστοφάνη (841-842) να μέμφεται τον Ευριπίδη και να τον αποκαλεί: συλλέκτη φλυαριών του δρόμου (στωμολιοσυλλεκτάδη), ποιητή των φτωχών ανθρώπων και ράφτη κουρελιών, ενώ ο Αριστοφάνης, που επιδοκιμάζει τη θέση του Αισχύλου, τον κατηγορεί για το ίδιο πράγμα.
Ουκ ετός χωλούς και πτωχούς ποιείς (Αριστ.Αχαρνής στ.411)
Όχι, επομένως, χωρίς λόγο κάνεις κουτσούς και φτωχούς ήρωες.
Ο Ευριπίδης, πράγματι ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά του και την ξεχωριστή σκέψη τους αντιπάλους του. Τους προσπερνά όμως πάντα με αδιαφορία, χαράσσοντας το δικό του ξεχωριστό δρόμο, γιατί επιδιώκει να κινητοποιήσει την αδρανούσα σκέψη του ανθρώπου, να οξύνει την κρίση του, ώστε να μην αποδέχεται αβίαστα και άκριτα όσα η παλιότερη ποιητική παράδοση εμφανίζει ως θέσφατα και να τον κρατά δέσμιο στις συνήθειες και στα λατρευτικά της έθιμα. Πιστεύει πως η τυφλή και άκριτη αποδοχή όλων αυτών εμποδίζουν την αναζήτηση της αλήθειας και έτσι διαιωνίζουν την αμάθεια, την πρόληψη και το θείο φόβο. Θέλει να τους πείσει πως όσα τους δίδαξαν ως τώρα για τους θεούς τα έπη του Ομήρου, ο Ησίοδος, οι λυρικοί ποιητές και άλλοι, δεν ανταποκρίνονται όλα στην αλήθεια και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην αποδοχή τους ή την απόρριψή τους.
Οι θεοί του Ολύμπου, οι οποίοι ζουν ευτυχισμένοι εκεί επάνω, είναι πλασμένοι με ανθρώπινες διαστάσεις, με προτερήματα και ελαττώματα, όπως και οι άνθρωποι. Αυτή την πίστη ο ποιητής θέλει να ανασκευάσει, γι’ αυτό θα πρέπει ο άνθρωπος να γνωρίζει και τα αρνητικά τους στοιχεία, που έρχονται σε αντίθεση με την ιδιότητα του θεού, όπως είναι η σκληρότητά τους, η ζηλοφθονία και η εκδικητικότητα. Ερίζουν κι αυτοί μεταξύ τους και φθονεί ο ένας τον άλλο. Πολλή αταξία δέρνει και τους ουρανούς. Με άλλα λόγια η αταξία και η σύγχυση που επικρατεί στη γη, στο χώρο των θνητών, επικρατεί και στον Ουρανό, το χώρο των θεών.
ΙΦΙ.΄Αι στο καλό, όνειρο μου× ψεύτικο ήσουν
ΟΡΕ.Σαν τα πετούμενα όνειρα άλλο τόσο
ψεύτες κι οι θεοί, που αυτούς σοφούς τους λένε.
Και μες στα θεία και μες στ’ ανθρώπινα όλα
πολλή θολούρα× Αυτόν ένα τον θλίβει
αν κι έχει γνώση, πίστεψε μαντείες
και χάθηκε× όσοι ξέρουν, ξέρουν πώς.(Ιφιγ. εν Ταύροις 569-575)
Μεγάλη θολούρα και σύγχυση διαπιστώνει ο Ορέστης πως υπάρχει μέσα στα ανθρώπινα και στα θεϊκά. Ψεύτες είναι και οι θεοί και οι μαντείες.
Ο ποιητής με τον τρόπο αυτό εκφράζει τις δικές του απόψεις, μόνο που τις διατυπώνει με το στόμα του Ορέστη. Είναι μια έξυπνη επινόηση κι αυτή σε καιρούς, που άλλοι οδηγήθηκαν στο θάνατο για τις ιδέες τους αυτές. Ο Ευριπίδης όμως, που έχει άλλη αντίληψη για τους θεούς, γιατί τους θέλει τέλειους και όχι πλάσματα με ατέλειες και κακίες, αποφαίνεται πως δεν μπορεί οι θεοί να μοιάζουν σε όλα με τους ανθρώπους, αφού τότε τι θεοί θα ήταν αυτοί. Αν πάλι οι θεοί είναι κακοί, δεν είναι θεοί. Έτσι αντιλαμβάνεται αυτός την έννοια του θεού και έτσι θέλει να πιστεύει και ο πολίτης της εποχής εκείνης, δηλαδή ένα θεό δίκαιο, ενάρετο, κοντά στον άνθρωπο, βοηθό και συμπαραστάτη του στις ανάγκες του.
΄Αλλωστε, δεν έχει καμιά αξία, κατά τον Ευριπίδη, αν οι θεοί ευνοούν τους ανθρώπους ή όχι, γιατί στην πραγματικότητα η στάση τους δεν επηρεάζει καθόλου την μελλοντική τους πορεία, αφού αυτή εξαρτάται από τους ίδιους και τη γνώση με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή και τα προβλήματά της. Αυτό που προέχει στη ζωή του άνθρωπου είναι η δική του θέση και όχι οι ψευδολογίες των μύθων και των χρησμών.
Σε άλλο σημείο της τραγωδίας του Ιφιγένεια εν Ταύροις ο ποιητής είναι αποκαλυπτικός απέναντι στην ψευδολογία των χρησμών. Παίρνει θέση απέναντι σε μια παράλογη συνήθεια, σε ένα έγκλημα που τελείται με την έγκριση μιας θεάς, και αναρωτιέται μαζί με την ηρωίδα, την Ιφιγένεια, αν είναι δυνατόν μια θεά, όπως η Άρτεμη, να ζητά ανθρωποθυσία στο βωμό της, για να φυσήξουν ούριοι άνεμοι και να αποπλεύσει ο στόλος των Αχαιών από την Αυλίδα. Αυτό είναι παράλογο και δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της θεότητας. Τις ανθρωποθυσίες στην περίπτωση αυτή τις επιβάλλει ο Θόας στους ξένους, που φτάνουν στη χώρα του, για να την προφυλάσσει από ανεπιθύμητους επισκέπτες. Αυτή είναι η αλήθεια.
Άλλωστε, η Άρτεμη, με την επέμβασή της, αποδεικνύει πως δεν εγκρίνει την ανθρωποθυσία, γι’ αυτό και σώζει την Ιφιγένεια, αφήνοντας στο βωμό για θυσία ένα ελάφι!
ΙΦΙ. Μ’ έσωσε πες του η Άρτεμη× έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα×αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου
το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι×
η θεά μ’ έφερε εδώ.(Ιφιγ..εν Ταύροις783-786)
Συμπέρασμα: δεν μπορεί το θείο να είναι αιμοσταγές και παράλογο. Είναι μια θέση ξεκάθαρη του ποιητή, την οποία καλεί να ασπαστεί και ο άνθρωπος της εποχής του. Οι θεοί δεν μπορεί να είναι παράλογοι ούτε όμως και κακοί. Αρνείται κατηγορηματικά να πιστέψει στον παραλογισμό και στην κακότητα των θεών η Ιφιγένεια και αποφαίνεται:
ΙΦΙ.Τα της θεού δε μέμφομαι σοφίσματα
ήτις βροτών μεν ην τις άψηται φόνου,
ή και λοχίας ή νεκρού θίγη χεροίν,
βωμών απείργει, μυσαρόν ως ηγουμένη
αυτή δε θυσίαις ήδεται βροτοκτόνοις.
ουκ έσθ’ όπως έτεκεν αν η Διός δάμαρ
Λητώ τασαύτην αμαθίαν κτλ.
Της θεάς μας οι εξυπνάδες δε μου αρέσουν×
αν με τα χέρια ένας θνητός αγγίξει
φόνου αίμα ή και λεχώνα ή πεθαμένον,
τον διώχνει, ως μολυσμένο, απ’ το βωμό της,
κι αυτή θυσίες ανθρώπων την ευφραίνουν.
Αδύνατο η Λητώ, του Δία το ταίρι,
να γέννησε ένα τόσο ανόητο πλάσμα.
Ούτε όσα λένε για τα ταντάλεια δείπνα,
πως τάχα θεοί γευτήκανε τις σάρκες
του παιδιού του, πιστεύω× οι ντόπιοι πάλι,
νομίζω, είν’ αιμοβόροι και ζητούνε
στους θεούς να ρίξουν τα’ άγριο φυσικό τους×
κανένας, λέω, θεός κακός δεν είναι. (Ιφιγ. εν Ταύροις 380-390)
Η Ιφιγένεια πιστεύει ακράδαντα πως ο θεός δεν είναι κακός, ενώ όσα λέγονται για την κακότητα των θεών τα θεωρεί δημιουργήματα των ανθρώπων, για να καλύψουν δικές τους αδυναμίες και ροπές.
Αξίζει να παρακολουθήσουμε τη θέση του ποιητή, που διατυπώνεται δια του στόματος της Εκάβης τη φορά αυτή για τους θεούς στην τραγωδία Τρωάδες. Η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας, αποκρούοντας τον ισχυρισμό της Ελένης ότι δηλαδή η Ήρα και η Αθηνά προκάλεσαν τον τρωικό πόλεμο, αρνείται να δεχτεί τον ισχυρισμό της, γιατί πιστεύει πως η Ήρα δεν ήταν τόσο ανόητη, ώστε να παραδώσει στους βάρβαρους το Άργος, ούτε η Παλλάδα Αθηνά να σκλαβώσει την Αθήνα στους Φρύγες (Πέρσες). Μια τέτοια πράξη από τις θεές θα ήταν επαίσχυντη, ανήθικη και εντελώς παράλογη.
ΕΛΕ. Οι τρεις θεές τον Πάρη πήραν για κριτή τους.
το δώρο της Παλλάδας στον Αλέξανδρο ήταν
πως θα του δώσει την Ελλάδα να υποτάξει
τους Φρύγες οδηγώντας. Η Ήρα του ’ταξε ότι
θα βασιλέψει στην Ασία και στης Ευρώπης
τα σύνορα, αν ο Πάρης προτιμούσε εκείνη. (Τρωάδες 925-933)
Αυτός είναι ο μύθος κατά την άποψη της Ελένης, τον οποίο όμως η διαψεύδει η Εκάβη.
ΕΚΑ.Πρώτα τις θεές θα υπερασπίσω και θα δείξω
ότι στα λόγια της Ελένης αλήθεια δεν υπάρχει.
Εγώ νομίζω πως ποτέ δεν έφτασε η Ήρα
σε τέτοιο παραλογισμό ούτε η παρθένα
Παλλάδα, που στους βαρβάρους η μια τους το Άργος
να παραδίνει κι η Παλλάδα την Αθήνα
στους Φρύγες να σκλαβώνει, αφού ήρθανε στην Ίδη
στην ομορφιά ν’ αγωνιστούνε για παιχνίδι.
......Ανέμυαλες τις θεές μην παρασταίνεις
το λάθος σου για να στολίσεις, δε θα πείσεις τους γνωστικούς.(Τρωάδες 969και εξής)
Κι εδώ ο ποιητής μέσω της Εκάβης υποστηρίζει πως ο μύθος είναι πλασμένος έτσι, για να δικαιολογήσει κάποιες πράξεις, κάποια γεγονότα και επομένως κρύβει μέσα του ψευτιά και σκοπιμότητα.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τους μύθους με επιφύλαξη, όπως είναι και ο μύθος που αναφέρεται στην συνεύρεση του Θυέστη με τη γυναίκα του Ατρέα και την άλλη μέρα το διακήρυξε ως μέγα κατόρθωμα, γεγονός που εξόργισε το Δία.
ΧΟ.Και τότε ο Δίας τους δρόμους των άστρων ξεστράτισε τους λαμπρούς και το φέγγος του ηλίου, και της λευκόθωρης αυγής με φλόγα θεόσταλτη καίει τις χώρες της Δύσης...Λένε, μα εγώ δεν το πιστεύω πως το χρυσό πρόσωπό του ο ήλιος ο φλογερός απέστρεψε, αλλάζοντας δρόμο, για να έρθει η δυστυχία στο γένος των ανθρώπων και να βρει τιμωρία ένας θνητός, ο Θυέστης. Οι μύθοι ετούτοι οι φοβεροί για το καλό είναι των ανθρώπων. Τους κάνουν να λατρεύουν τους θεούς.(Ηλέκτρα708 και εξής)
Ο Χορός της τραγωδίας αποφαίνεται ότι δεν πιστεύει πως ο Δίας ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό, γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει τον παραλογισμό του Δία, πολύ δε περισσότερο, όταν και ο ίδιος έχει διαπράξει πολλές φορές κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό καταλήγει στην άποψη πως οι φοβεροί μύθοι έχουν πλαστεί για το καλό των ανθρώπων και αποσκοπούν στη λατρεία των θεών.
Ο Ευριπίδης, από όσα αναφέραμε, δεν καταφέρεται ούτε αμφισβητεί τα γεγονότα του μύθου αλλά τους ήρωές του, την πίστη τους σ’ αυτούς, τα κίνητρά τους και τις ανθρώπινες δράσεις. Στους ανθρώπους ρίχνει το βάρος και την ευθύνη των πράξεών τους. Αυτοί οφείλουν να ξεδιαλύνουν μέσα τους τι είναι σωστό να κάνουν, για να βελτιώσουν τη ζωή και το μέλλον τους. Μεγάλη θολούρα και σύγχυση υπάρχει στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων και πρέπει κάποτε να φωτισθεί αυτό το ομιχλώδες τοπίο.
Υπάρχει όμως και ένα ακόμη ερώτημα, εάν και κατά πόσο ειλικρινείς είναι οι θεοί απέναντι στους ανθρώπους; Οι θεοί κάποτε εξαπατούν σκόπιμα τους ανθρώπους ή όχι;
Εφόσον ο άνθρωπος πιστεύει στην ακεραιότητα του θεού, τότε η απάτη δε συνάδει με τη θεότητα. Η απάτη και η κακότητα δεν είναι ίδιο του θεού, αλλά την αποδίδουν στο θεό οι άνθρωποι, για να δικαιολογήσουν δικά τους ανομήματα. Το θέμα όμως της απάτης είναι γνωστό ακόμη από τα έπη του Ομήρου, το χρησιμοποιεί όμως και ο ποιητής στις τραγωδίες του, για να καταδείξει το ευμετάβλητο στο χαρακτήρα των θεών. Κάτι που καθρεφτίζεται στη στιχομυθία μεταξύ Αγγελιαφόρου και Μενέλαου στην τραγωδία Ελένη.
ΑΓΓ. Γι’ αυτήν, την Ελένη, δεν πολεμούσαμε στην Τροία;
ΜΕ .Όχι×οι θεοί μας είχαν ξεγελάσει και μια νεφέλη αχνή βάλαν μπροστά μας.
ΑΓΓ.Τι λες; Για μια νεφέλη τόσοι αγώνες;
ΜΕ. Της Ήρας ήταν έργο κι από αμάχη τριών θεαινών εγίναν όσα εγίναν.
ΑΓΓ.Κα είναι αυτή η γυναίκα σου στ’ αλήθεια;
ΜΕ.Ναι, αυτή είναι×σου το λέω και πίστεψέ το.
ΑΓΓ. Ω κόρη μου, μυστήριο ο θεός είναι
κι ανεξερεύνητος. Μπορεί να κάμει
τις τύχες των ανθρώπων άνω-κάτω.
Τίποτε δεν είναι σταθερό…(θυμίζει τα πάντα ρει του Ηράκλειτου).
Τώρα διαπιστώνω πόσο είναι
κακόπιστη και ψέματα γεμάτη
η μαντική... κουταμάρα είναι να πιστεύεις
πως οι οιωνοί ωφελούνε τους ανθρώπους
… κανένας δεν πλούτισε χωρίς να κοπιάσει×
ο νους και η γνώση αυτά είναι
ο πιο καλός απ’ όλα μάντης.
(Ελένη στ.703-737)
Ο τρωικός πόλεμος δεν έγινε για την Ελένη. Ήταν ένα παιχνίδι των θεών. Θυσιάστηκαν τόσοι άνθρωποι, πολεμώντας για ένα σύννεφο, για μια νεφέλη όπως λέει, για ένα άδειο πουκάμισο μιλά ο Σεφέρης. Γι’ αυτό ο ποιητής συμβουλεύει πως ψεύτικοι είναι και οι οιωνοί και οι μαντείες. Επομένως, εκείνο που έχει αξία στη ζωή δεν είναι τα τερτίπια των θεών και οι ψεύτικες μαντείες, αλλά το ανθρώπινο μυαλό, η γνώση και ο αγώνας για να διακρίνει την αλήθεια από το ψεύδος, από τη σκοπιμότητα, από την παραπλάνηση.
Βέβαια, είναι ανάγκη να σημειώσουμε πως ο ποιητής από την εισαγωγή στην τραγωδία του Ελένη αμφισβητεί τις δοξασίες που λένε πως ο Δίας φέρνει τη βροχή και ότι η Ελένη είναι κόρη του Δία, αφού αμέσως μετά σε αντίλογο διαψεύδει την άποψη αυτή, λέγοντας πως τα σύννεφα ρίχνουν τη βροχή, ενώ η Ελένη είναι κόρη της Λήδας και του Τυνδάρεω και όχι του Δία, όπως ο μύθος παραδίδει. Όσον αφορά στο ζήτημα της Ελένης, αν δηλαδή την άρπαξε ο Πάρης, ξεκαθαρίζει την άποψή του, λέγοντας πως δε χάθηκαν στον τρωικό πόλεμο τόσοι άνθρωποι για την Ελένη, αφού εκείνη ποτέ δεν πήγε στην Τροία! Και αναρωτιέται πόσο κουτό είναι να πιστεύει κανείς σε χρησμούς και παραδόσεις, αφού τίποτε το σταθερό δεν μπορεί να υπάρξει στη ζωή.
Η αναζήτηση μιας αψεγάδιαστης ιδέας του θεού είναι μια αναζήτηση που εναπόκειται στον αναγνώστη, χωρίς να σημαίνει πως μένει αμέτοχος ο ποιητής, γιατί κι αυτός φροντίζει να δώσει απαντήσεις μέσα από τους μύθους και την πραγματικότητα που ζει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος παρακολουθεί με προσοχή τις παραστάσεις στη γιορτή των μεγάλων Διονυσίων και τις άλλες. Η ιδέα ενός συμπονετικού θεού ενυπάρχει στον άνθρωπο. Την διατυπώνει ο Ιππόλυτος στην ομώνυμη τραγωδία, λέγοντας: τους γαρ ευσεβείς θεοί θνήσκοντας ου χαίρουσι (1339), ενώ ο Ηρακλής, σημειώνει πως οι θεοί είναι αυτοί που κρατούν την τύχη του καθενός στα χέρια τους:
ΗΡ,Απ’ τα δεινά οι θεοί μας ξαλαφρώνουν×
την τύχη αυτοί μόνον κρατούν του καθενός.
Αλλά όταν ακούει από το Θησέα, ως παρηγοριά στον πόνο του, να του λέει.
ΘΗ. Κανείς θνητός μήτε θεός δεν έχει μείνει απ’ την τύχη απείραχτος, αν λένε των ποιητών τα λόγια την αλήθεια. Με γάμους άνομους δεν έχουν σμίξει; Δεν ατίμασαν για την εξουσία τους γονιούς δένοντάς τους μ’ αλυσίδες; Αξένοιαστοι στον Όλυμπο όμως ζούνε παρά τα σφάλματά τους. Κι εσύ που είσαι θνητός, σαν τι θα πεις ότι τα πάθη δε θες να τα υποφέρεις κι αυτοί θέλουν;
ΗΡΑ. Αχ, είναι έξω ετούτα από τις συμφορές μου× Εγώ θαρρώ πως οι θεοί δε στέργουν παράνομα να σμίγουν μήτε πάλι ν’ αλυσοδένουνε τους άλλους κι ούτε το πίστεψα ποτέ και θα το πιστέψω. Ο θεός δεν έχει ανάγκη από κανέναν, αν είναι αληθινός×των ποιητών οι μύθοι πανάθλιες ψευτιές εξιστορούνε. (Ηρακλής Μαινόμενος 1314 και εξής).
Ο αληθινός θεός δεν έχει ανάγκη από κανένα ούτε επηρεάζεται από τις ψευτιές των μύθων.
Ο Ευριπίδης, αν και ασχολείται με τους μύθους και τους θεούς, τον ενδιαφέρει κυρίως η ποιότητα της φύσης τους και το νόημα της συμπεριφοράς τους.(Λέσκυ).
Τέλος, με τον από μηχανής θεό δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δέχεται τη θετική παρέμβαση των θεών στα ανθρώπινα και να δίνει λύσεις ο θεός εκεί που δεν μπορεί να τις δώσει το ανθρώπινο μυαλό. Επομένως, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι θεοί απουσιάζουν από το έργο του Ευριπίδη, αντίθετα είναι αυτοί που εμφανίζονται στις τραγωδίες του, παίζουν το ρόλο τους και αφήνουν στον άνθρωπο να κρίνει την αλήθεια, αλλά πάντα κλείνουν την υπόθεση της τραγωδίας, εμφανιζόμενοι στη σκηνή, για να δώσουν λύσεις αποδεκτές. Ο Ευριπίδης δεν τους αρνείται επίσημα, αλλά και δεν επιτρέπει παρανοήσεις για τους θεούς, στους οποίους οι άνθρωποι πιστεύουν και τους θέλουν δίκαιους, ενάρετους και φιλικούς.
πάρα πολύ διαφωτιστικό!!
ΑπάντησηΔιαγραφή