Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΒΑΤΡΑΧΟΙ
(405 π.Χ.)

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΟΓΟΥ(στίχοι: 1-315)

Η παράσταση των Βατράχων του Αριστοφάνη πραγματοποιείται με τη φροντίδα του Φιλωνίδη στη γιορτή των Ληναίων το 405 π.Χ, όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα είναι ο Καλλίας. Διαγωνίζονται μαζί του ο Φρύνιχος με τις Μούσες και ο Πλάτων με τον Κλεοφώντα. Το πρώτο βραβείο απονέμεται στον Αριστοφάνη, το δεύτερο στο Φρύνιχο και το τρίτο στον Πλάτωνα.
Η κωμωδία αναφέρεται στο λογοτεχνικό διαγωνισμό (αγώνα) μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη, που γίνεται στον Κάτω Κόσμο, για τα πρωτεία στην τέχνη τους, με αγωνοθέτη τον Πλούτωνα, το θεό του Άδη, και κριτή το Διόνυσο, θεό του θεάτρου. Ο Σοφοκλής δεν παίρνει μέρος στον αγώνα, γιατί αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Αισχύλου.
Τελικά, ο Διόνυσος επιλέγει τον Αισχύλο, γιατί αυτόν χρειαζόταν η Αθήνα την εποχή εκείνη, για να επανέλθει στην παλιά της ακμή και δόξα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (στίχοι 1-315)
Στην Αθήνα, την πόλη της Παλλάδας, δε ζουν πια οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές. ΄Εχουν πεθάνει όλοι. (Αισχύλος+455, Ευριπίδης+406 Σοφοκλής+ 405), ενώ ο Διόνυσος, γιος της Σεμέλης, θεός του θεάτρου, θέλει να κατεβεί στον Άδη να φέρει στη γη το φίλο του Ευριπίδη, για να μπορεί και πάλι η πόλη να οργανώνει τραγικούς Χορούς.
Επειδή όμως αγνοεί το δρόμο για τον Άδη, επισκέπτεται τον αδελφό του Ηρακλή, γιο της Αλκμήνης, για να πάρει πληροφορίες για τη δική του κάθοδο. Τον συνοδεύει ένας δούλος, ο Ξανθίας, καβάλα σε γάιδαρο και σηκώνοντας στον ώμο του, κρεμασμένες από ένα ραβδί, τις αποσκευές του αφεντικού του. Ο Διόνυσος, μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή, κρατά στο χέρι του το ρόπαλο του ήρωα και φορεί τη λεοντή. Θεωρεί πως το ταξίδι στον Άδη δεν είναι ακίνδυνο, γι’ αυτό σκέφτεται ότι καλό θα είναι να το παίζει και λίγο παλικαράς, παριστάνοντας τον Ηρακλή.
Αυτά τα δύο πρόσωπα βλέπει ο θεατής να εισέρχονται από τη δεξιά πάροδο στην Ορχήστρα και ακούει να συνομιλούν μεταξύ τους με τόση οικειότητα σαν να πρόκειται για δύο φίλους συνοδοιπόρους. Αμέσως όμως διαπιστώνει ότι πρόκειται για δούλο και αφέντη ή αν θέλετε για άνθρωπο και θεό, γιατί ο Διόνυσος έχει και τις δύο ιδιότητες, του θεού και του αφέντη(πλήρης ανθρωπομορφισμός του θεού). Ο θεατής δεν ξαφνιάζεται, γιατί είναι εξοικειωμένος με την οικειότητα αυτή, η οποία δε διαφέρει από εκείνη των προσώπων που μετέχουν στα δρώμενα των διονυσιακών λαϊκών γιορτών στην πόλη του.
Η συνομιλία αφέντη και δούλου είναι ενδιαφέρουσα όχι τόσο από τα υψηλά της νοήματα όσο από το περιεχόμενό της και τη στάση του δούλου προς τον αφέντη του, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στο θέμα της κωμωδίας στους πρώτους 35 στίχους। Το κύριο θέμα που τους απασχολεί σ’ αυτούς τους στίχους είναι η στάση του Διόνυσου απέναντι στα κοπρολογικά χωρατά, που συμβαίνει να τα υιοθετούν άλλοι ποιητές. Γι’ αυτό, και απαγορεύει αυστηρά στο δούλο να πει κάποιο απ’ αυτά, ενώ λίγο πιο κάτω, πριν ακόμη κλείσει ο Πρόλογος, ό,τι είχε απαγορεύσει στο δούλο του, το πράττει ο ίδιος. Δάσκαλε που εδίσκες...πέφτει στο ίδιο παράπτωμα και ο ίδιος, χρησιμοποιώντας κι αυτός χυδαίες λέξεις, για να προκαλέσει, όσο το δυνατό, περισσότερο γέλιο!
Ο Πρόλογος εκτείνεται σε 315 στίχους (μεγάλος πρόλογος) και αναφέρεται θα μπορούσαμε να πούμε σε τέσσερις χαρακτηριστικές εικόνες που προκαλούν το γέλιο και το ενδιαφέρον του θεατή, ενώ ταυτόχρονα τον προετοιμάζουν για όσα σημαντικά και αξιόλογα θα παρακολουθήσει στην εξέλιξη της παράστασης.
(Πορεία προς το σπίτι του Ηρακλή. Συνάντηση Διόνυσου-Ηρακλή. Συνομιλία με ένα νεκρό. Διόνυσος-Χάρων. Διάβαση της Αχερουσίας)

Εικόνα πρώτη. Διόνυσος-Ξανθίας. Πορεία προς το σπίτι του Ηρακλή(στ.1-35)

Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας προχωρούν για το σπίτι του Ηρακλή. Ο δρόμος είναι μακρύς και ο Ξανθίας, για να σπάσει λίγο τη μονότονη πορεία, ζητά με ευγένεια την άδεια από τον αφέντη του να του επιτρέψει να πει κανένα χωρατό απ’ αυτά που λέει και γελούν οι θεατές τους.
Ξανθίας
«Είπω τι των ειωθότων, ω δέσποτα,
αφ’ οις αεί γελώσιν οι θεώμενοι;»
« Αφεντικό, να πω κανένα από τα συνηθισμένα
χωρατά μας, που μ’ αυτά πάντα γελούνε οι θεατές μας;»
Διόνυσος
«Νη τον Δί’, ο τι βούλει γε πλην «πιέζομαι»,
τούτο δε φυλάξαι, πάνυ γαρ εστ’ ήδη χολή».
«Μα τον Δία, πες ότι θέλεις, εκτός βέβαια απ’ το «σφίγγομαι».
Κρατήσου μακριά απ’ αυτό, γιατί παράγινε αηδία αυτό».
(Έμμεση αποστροφή προς τα τέτοιου είδους χωρατά, τα κοπροχωρατά).
Ξανθίας
«Μήδ’ έτερον αστείον τι;»
«Μήτε κάποιο άλλο χωρατό;»
Διόνυσος
«Πλην γ’ «ως θλίβομαι».
«Εκτός από το να μου πεις «μου έρχονται».
Ξαν. «Αμ τι να πω για χωρατό που φέρνει γέλιο;»
Διο.«Μα το Δία, πες το με θάρρος.Μόνο εκείνο μην πεις».
Ξαν «Σαν τι δηλαδή;»
Διο. «Μην πεις καθώς αλλάζεις ώμο στο φορτίο ότι «σου έρχεται να τα κάνεις».
Ξαν. «Ούτε να πω ότι τόσο βάρος πάνω στους ώμους κουβαλώ,
που αν δε μου το κατεβάσει κάποιος, θα ρίξω πορδές;».
Ο Ξανθίας, παρά την απαγόρευση του αφεντικού του δεν μπορεί να συγκρατηθεί, αδιαφορεί για την απαγόρευση και λέει το κοπροχωρατό του (πορδές). Και σαν να μην έφτανε αυτό διαμαρτύρεται κιόλας. Ο Διόνυσος θεωρεί τη διαμαρτυρία του υπερβολική, γιατί, αν έπρεπε κάποιος να διαμαρτύρεται είναι ο ίδιος που πεζοπορεί και κουράζεται και όχι εκείνος που, καβάλα στο ζώο, πορεύεται μαζί του. Αντιδρώντας ο Ξανθίας του λέει:
«Δεν είμαι φορτωμένος;»
Διο.. «Πώς είσαι, αφού καβαλικεύεις;»
Ξαν. «Μα κουβαλάω αυτά».
Διο. «Με ποιο τρόπο;»
Ξαν. «Με κόπο πολύ».
Διο «Λοιπόν δεν κουβαλάει ο γάιδαρος το φορτιό που κουβαλάς;»
Ξαν. « Όχι».
Διο «Πώς όχι, όταν εσένα σε κουβαλά άλλος; Αν ακόμη ισχυρίζεσαι πως ο γάιδαρός σου δε σου δίνει ωφέλεια, τότε φορτώσου το γάιδαρο και κουβάλα τον».
Ξαν.«Αλίμονο ο κακορίζικος! Γιατί δεν έπαιρνα μέρος στη ναυμαχία; Τότε, αλήθεια, θα σ’ έκανα να τσιρίζεις για πολύ».
Ο Ξανθίας έχει μετανιώσει που δεν πολέμησε στη ναυμαχία των Αργινουσών, γιατί θα ήταν σήμερα λεύτερος και δε θα επέτρεπε στο αφεντικό του να του συμπεριφέρεται έτσι.(θράσος δούλου).
Οι δύο άνδρες, με την κουβέντα και τον τσακωμό τους, φτάνουν στο σπίτι του Ηρακλή.

Εικόνα δεύτερη: Συνάντηση Ηρακλή – Διόνυσου(στίχ. 35 κεξ)

Ο Διόνυσος προστάζει τον Ξανθία να κατεβεί από το ζώο και να χτυπήσει την πόρτα του Ηρακλή. Ο δούλος, υπακούοντας, χτυπά δυνατά την πόρτα του Ηρακλή. Σε λίγο βγαίνει ο Ηρακλής. Και, αντί να δεχτεί τον αδελφό του στο σπίτι του, στέκεται στην πόρτα και ξεσπά σε γέλια από το μασκάρεμα του Διόνυσου. Εκείνος προσπαθεί να του εξηγήσει το λόγο αλλά δυσκολεύεται. Κάποτε του εξηγεί το λόγο του μασκαρέματός του αλλά και το σκοπό της επίσκεψής του. Λαχταρά, του λέει, να πάει στον Άδη και να φέρει στον Απάνω Κόσμο τον Ευριπίδη. Είναι η πρώτη αναφορά στο θέμα της κωμωδίας για την ενημέρωση των θεατών.
Ηρ. «Τι τάχα θέλοντας;»
Διο. «Χρειάζομαι έναν άξιο ποιητή. Γιατί οι άξιοι δε ζουν πια, κι όσοι υπάρχουν είναι κακοί».
Ο Ηρακλής απορεί με την απόφαση του Διόνυσου και, για να τον αποτρέψει, του λέει: Γιατί δεν πας στον Αγάθωνα ή στον Ξενοκλή ή στον Πυθάγγελο ή ακόμη σε τόσους νέους που γράφουν στίχους καλύτερους από εκείνους του Ευριπίδη;
Ο Διόνυσος τους απορρίπτει όλους.
Διο. «Δε μου αρέσει κανένας από αυτούς, γι’ αυτό σε παρακαλώ δείξε μου το συντομότερο δρόμο για τον Άδη».
Ο Ηρακλής, περιγελώντας τον, τον ερωτά ποια από τις συμβουλές θέλει να ακούσει πρώτη.
Ηρ. «Γιατί υπάρχει μια από σχοινί κι από σκαμνί καμωμένη, να κρεμάσεις τον εαυτό σου!»
Διο. «Πάψε να μιλάς για στράτα πνιγμού».
Ηρ. «Υπάρχει όμως κι ένα μονοπάτι σύντομο και τριμμένο, αυτό με το γουδοχέρι».
Διο. «Άραγε μου μιλάς για το κώνειο;»
Ηρ.«Θέλεις να σου πω και μια κατηφορική στράτα; Κατρακύλα ίσια στον Κεραμεικό. Κι από εκεί ανέβα πάνω στον πύργο τον ψηλό…».
Διο. «Για να κάνω τι;»
Ηρ. «Βλέπε από εκεί το ξεκίνημα της λαμπαδηφορίας κι έπειτα, όταν πουν οι θεατές «εμπρός βουτιά», τότε κι εσύ κάνε τη βουτιά σου».
Ο Διόνυσος, βέβαια, τον ακούει σκεφτικός και προβληματισμένος. Αντιλαμβάνεται τη διάθεση του Ηρακλή και αμέσως αποφασίζει να πάρει άλλο δρόμο για τον ‘Αδη, δηλαδή αυτόν που πήρε και εκείνος, ο Ηρακλής, και έφτασε στον Κάτω Κόσμο, για να κλέψει τον Κέρβερο.
Στο δεύτερο μέρος οι συμβουλές του Ηρακλή προκαλούν το γέλιο στο κοινό αλλά προβληματίζουν το Διόνυσο, που κατανοεί ότι ο Ηρακλής θέλει να τον εμποδίσει από το εγχείρημά του, γι’ αυτό και του λέει ότι ο δρόμος αυτός είναι μακρύς και επικίνδυνος. Του επισημαίνει υπό τύπον ενημέρωσης πως πρώτα θα φτάσει στην Αχερουσία λίμνη, όπου ένας γέροντας με ναύλο δύο όβολα θα τον μεταφέρει με τη βάρκα του στην απέναντι όχθη, ενώ παράλληλα κατά τη διαδρομή θα τον συνοδεύει το τραγούδι των Βατράχων που θα τραγουδούν σαν τους κύκνους.
Στην άλλη άκρη θα αντικρίσει φίδια κι αγρίμια, λάσπες και ακαθαρσίες, εκεί μέσα ακριβώς, του λέει, βρίσκονται οι κολασμένοι. Λίγο πιο πέρα η εικόνα θα είναι διαφορετική. Στα αυτιά του θα φτάνουν ήχοι ευχάριστοι από αυλούς, θα βλέπει μυρτιές, θα συναντά ευτυχισμένους ανθρώπους-άντρες και γυναίκες-αυτοί είναι οι μακάριοι, που στον απάνω κόσμο είχαν μυηθεί στα μυστήρια. Κατοικούν κοντά στο παλάτι του Πλούτωνα και μπορεί από αυτούς να μάθει ό,τι θα χρειαστεί. Αυτά του λέει και τον αποχαιρετά. Κι όμως αυτός επιμένει. Έχει μάθει μερικά πράγματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και την επιθυμία του να φτάσει οπωσδήποτε στο σκοπό του. Χαιρετά το αδερφό του και συνεχίζει την πορεία του.
Ηρ.« …έχε γεια, αδελφέ μου»
Διο.«Μα το Δία, κι εσύ έχε γεια, και συ Ξανθία φορτώσου τις αποσκευές που μόλις απόθεσες κάτω».
Ξαν. «Τις κουβαλώ».

Εικόνα τρίτη: Η συνομιλία με έναν νεκρό!

Διο. Σωστά μιλάς. Και να, κουβαλούν αυτόν εδώ, κάποιον που είναι πεθαμένος. Ε, συ ,σ’ εσένα μιλώ, σε σένα που είσαι πεθαμένος. Άνθρωπέ μου, θέλεις να κουβαλήσεις τις αποσκευές μου στον Άδη;»
Νεκρ «Πόσες είναι οι αποσκευές;»
Διο. «Αυτές».
Νεκρ « Μου δίνεις δύο δραχμές;»
Διο. «Μα το Δία, ζήτα λιγότερα».
Νεκρ. «Τραβάτε με λοιπόν στο δρόμο μου».
Διο. «Περίμενε ευλογημένε, να δούμε αν μπορούμε κάπως να συμφωνήσουμε».
Νεκρ. «Αν δε μου πληρώσεις δύο δραχμές μη συνεχίζεις να μου μιλάς».
Διο. « Πάρε μιάμιση δραχμή».
Νεκρ «Λοιπόν, καλύτερα να γυρίσω πάλι στη ζωή».
Οργισμένος ο Ξανθίας ξεσπά:
Ξαν. «Άμε να πας στ’ ανάθεμα καταραμένε. Τα πάω εγώ».
Διο. «Καλό είσαι κι άξιο παλικάρι. Δρόμο τώρα, για το πλεούμενο να πάμε».
Η σκηνή ξαφνιάζει. Σηκώνεται ο νεκρός και μιλά. Διαπραγματεύεται την πρόταση του Διόνυσου. Τα κόμιστρα που του προτείνει, για τη μεταφορά των αποσκευών είναι λίγα και ασύμφορα, τα παζάρια δεν ευδοκιμούν και συνεχίζουν ο καθένας το δρόμο του. Συνήθειες του Άνω κόσμου επαναλαμβάνονται και στον Κάτω. Τι αλλάζει;
Ο Ξανθίας, λυπημένος, γιατί δεν μπόρεσε να ξεφορτωθεί το βάρος των αποσκευών του θεού, συνεχίζει την πορεία με το βάρος στην πλάτητου.
Εικόνα τέταρτη: Διόνυσος –Χάρων. Η διάβαση της Αχερουσίας(στ.183 κεξ)

Οι δύο άνδρες φτάνουν στην Αχερουσία λίμνη και βλέπουν να τους πλησιάζει η βάρκα του Χάροντα.
Χαρ. «Ποιος είναι για ξεκούραση απ’ τα βάσανά του κι απ’ τους καημούς;
Ποιος είναι για τον κάμπο κάτω της λησμονιάς;
Ποιος για τις τρίχες του γαιδάρου, και του Ταινάρου τη σπηλιά, την είσοδο του Άδη;»
(Θυμίζει τους σημερινούς κράχτες στα λιμάνια των τουριστικών νησιών μας που αναμένουν το καράβι προς άγρα πελατών)
Διο. «Εγώ!»
Χάρ. « Έμπα μέσα».
Διο «.Έλα, παιδί».
Χάρ. «Δεν παίρνω δούλο, αν για το τομάρι του δεν είχε ναυμαχήσει».
Ο Χάρων δέχεται πρόθυμα στη βάρκα του το Διόνυσο όχι όμως και το δούλο, γιατί δεν πολέμησε στις Αργινούσες να απελευθερωθεί. Τον υποχρεώνει να κάνει το γύρο της λίμνης με τα πόδια
Ξαν. «Πού, λοιπόν, θα σας περιμένω;»
Χαρ.«Κοντά στο ξερόβραχο, εκεί όπου αναπαύονται».
Διο. «Κατάλαβες;»
Ξαν. «Κατάλαβα».
(Ως τώρα κουβαλούσε ο γάιδαρος τον Ξανθία στην πλάτη του, ενώ πεζοπορούσε ο Θεός. Τώρα οι συνθήκες άλλαξαν. Πεζοπορεί ο Ξανθίας, για να κάνει το γύρο της Αχερουσίας λίμνης, ενώ ταξιδεύει σε βάρκα ο Θεός, αν και τραβά ο ίδιος κουπί και κουράζεται).
Ξεκινά η βάρκα και ο Χάρων υποχρεώνει το Διόνυσο, παρά τι διαμαρτυρίες του, να τραβά κουπί. Εκείνος διαμαρτύρεται ότι δεν πήγε στη Σαλαμίνα, για να ξέρει, ενώ ο Χάρων του λέει ότι θα τα καταφέρει, γιατί, μόλις θα πιάσει το κουπί, θα ακούει ωραία τραγούδια από τους Βατράχους που τραγουδούν σαν κύκνοι.
Κι ενώ η βάρκα πλέει στα νερά της λίμνης ακούγεται από τις όχθες της το τραγούδι των βατράχων, που αθέατοι τραγουδούν και ίσως συντονίζουν το ρυθμό της κίνησης των κουπιών, γεγονός που κάποτε εκνευρίζει το θεό, γιατί έχει αποκάμει από την κούραση.
«Βρεκεκέξ κοάξ, κοάξ. Εμείς των κεφαλόβρυσων τα βαλτινά παιδιά, βοερά ύμνους ας πούμε αρμονικούς ας πούμε το γλυκόφωνο τραγούδι μας, κοάξ κοάξ που για το Διόνυσο από τη Νύσα, του Δία το γιο, λαλήσαμε κάτω στο Λήναιο ναό, που στων αγίων Χύτρων τη γιορτή, για το μετόχι του τραβά μες στο μεθύσι του γλεντιού τ’ ανθρωπολόι τ’ αμέτρητο. Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ…Και φέρνω ακόμη τη χαρά και στο λυράρη Απόλλωνα, γιατί εγώ τρέφω δροσερά στις λίμνες καλαμόκλωνα, της λύρας του πίφερα».
Ο θεός είναι κατάκοπος από την προσπάθειά του και οργισμένος απαντά:
Διο. «΄Εχω κι εγώ πρηξίματα και πισινοσφίγματα, και σκύψε- σκύψε στο κουπί, στο τέλος πια κι αυτός θα πει».
( Εκείνο που ως τώρα απαγόρευε να λέει ως χωρατό ο Ξανθίας το φωνάζει με αγανάχτηση ο ίδιος)
Βάτρ. «Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ».
Διο. «Σκασμός, βρε τραγουδογενιά».
Οι Βάτραχοι συνεχίζουν για λίγο ακόμη το τραγούδι, αλλά, όταν η βάρκα φτάνει στην αντίπερα ακτή της Λίμνης, σταματούν.
Ο Διόνυσος πληρώνει τους δύο οβολούς στο βαρκάρη και απομακρύνεται για τον τόπο του ραντεβού με τον Ξανθία, τον οποίο βλέπει να τον πλησιάζει, αφού έχει κάνει το γύρο της λίμνης με τα πόδια.
Διο. «Τι είναι αυτός ο τόπος;»
Ξαν. «Σκοτάδι, βούρκος».
Διο. «Είδες λοιπόν κάπου εδώ τους πατροκτόνους και τους ορκαπάτες, όπως μας έλεγε εκείνος;»
Ξαν.«Δεν τους βλέπεις Εσύ; (Δείχνει τους θεατές). Ναι, τώρα τους βλέπω. Όταν κατά την πορεία τους ο Ξανθίας του μιλά για τη Λάμια που είδε, Εκείνος, τρομοκρατημένος από την άγρια όψη της, εξορκίζει τον Ξανθία να του πει αν τη βλέπει ακόμη. Ο Ξανθίας με όρκο τον βεβαιώνει πως εξαφανίστηκε. Η ένορκη βεβαίωση καθησυχάζει τον παλικαρά θεό.
Κι ενώ προχωρούν προς το παλάτι του Πλούτωνα, φτάνει από μακριά στα αυτιά τους ήχος αυλού. Προέρχεται από τους Μύστες που πλησιάζουν και αποτελούν τον κύριο χορό της κωμωδίας.
Το παραχορήγημα των Βατράχων έχει τελειώσει την αποστολή του, αφού συνόδεψε ως την αντίπερα ακτή το Διόνυσο και έδωσε το όνομά του στην κωμωδία.
Ο Διόνυσος προτείνει να ζαρώσουν κάπου και να ακούσουν το τραγούδι των Μυστών προσεχτικά.
Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος των Βατράχων όχι όμως και οι δυσκολίες του Διόνυσου, που επιμένει να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Τελικά, παρά τις φοβίες του και τους παλικαρισμούς του ο Διόνυσος θα υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και θα πετύχει του σκοπού του, μόνο που θα αλλάξει το πρόσωπο του ποιητή που θα ανεβάσει στη γη. Η επιλογή ανάμεσα σε δύο σημαντικούς ποιητές, Αισχύλο και Ευριπίδη, είναι δύσκολη. Το ομολογεί ο ίδιος.
Δύσκολη η κρίση, μα το Δία Σωτήρα,
ο ένας σοφά, σταράτα τα είπε ο άλλος.(1433-34).
Τη σοφία διεκδικεί ο Αισχύλος, ενώ το σταράτο λόγο ο Ευριπίδης.
Ο Διόνυσος προτιμά τη σοφία, τον Αισχύλο, και αυτόν φέρνει στον Απάνω Κόσμο, γιατί αυτόν είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή η Αθήνα, για να ξαναβρεί την παλιά της αίγλη και δόξα.

Γενικές παρατηρήσεις

Η Παράβαση στην κωμωδία διακόπτει τη θεατρική δράση, για να επαινέσει ο Χορός συνήθως τον κωμικό ποιητή ή να προβεί σε άλλες σκέψεις και παροτρύνσεις, ενώ στον Πρόλογο ο ποιητής οφείλει να ενημερώνει το θεατή για το περιεχόμενο της κωμωδίας,, ώστε με τον τρόπο αυτό να δυνηθούν οι θεατές να παρακολουθήσουν και κατανοήσουν καλύτερα τα επί σκηνής δρώμενα.
Πολλούς τρόπους επινοεί ο κωμικός ποιητής, για να αρχίσει τον πρόλογο στην κωμωδία. Ένας από αυτούς είναι και του διαλόγου μεταξύ δύο προσώπων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στους Βατράχους( Όρνιθες, Ιππείς, Ειρήνη…).
Στους Βατράχους το κοινό ενημερώνεται για την υπόθεση της κωμωδίας με το σταγωνόμετρο θα λέγαμε, γιατί ο θεατής αντιλαμβάνεται την ουσία του περιεχομένου της κωμωδίας, όχι τόσο από τον πρόλογο, όπου έχει μια γενική ενημέρωση, αλλά το πώς και το γιατί θα το πληροφορηθεί στο δεύτερο μέρος της κωμωδίας, που αποτελεί και το πλέον ενδιαφέρον από άποψη ουσίας και γέλιου, όταν αρχίζει ο λογοτεχνικός αγώνας μεταξύ Ευριπίδη και Αισχύλου για το ποιος από τους δύο ποιητές είναι ο καλύτερος.
Ο Πρόλογος των Βατράχων, αν και αποτελεί τον προθάλαμο της κωμωδίας, αναφέρεται λιγότερο στο θέμα της και περισσότερο στην περιπετειώδη πορεία του Διόνυσου και του δούλου του Ξανθία στον Άδη, με εμπλουτισμό μερικών χαρακτηριστικών σκηνών, όπου ο ποιητής με την εναλλαγή τους προετοιμάζει το θεατή για όσα παράξενα θα ακολουθήσουν, αφού έχει σκιαγραφήσει ένα Θεό λίγο πολύ ανθρώπινο και αποφασιστικό, ταυτόχρονα όμως φοβιτσιάρη και περίεργο. «Στην περίπτωση αυτή ο ανθρωπομορφισμός του θεού έχει φτάσει στο έσχατο όριο και ζητά την προστασία του ιερέα του, που παρακολουθεί την παράσταση του έργου σε πρωτοκαθεδρία μεταξύ των θεατών» Θ. Μαυρόπουλος.
Αναφέρεται, έστω και με τον τρόπο του, στον Άδη, στα τέρατα, στην Αχερουσία λίμνη, στο σκληρό βαρκάρη που δεν υπολογίζει κανένα ούτε θεό ούτε άνθρωπο. Τονίζει ότι δεν περνά κανείς την Αχερουσία λίμνη αν δεν έχει δύο όβολα για περατίκι. Οι δούλοι κάνουν το γύρω της λίμνης με τα πόδια. Πρόκειται για πράγματα λίγο πολύ γνωστά στο κοινό της εποχής.
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει και κινεί το ενδιαφέρον του θεατή είναι ο τρόπος που τα παρουσιάζει ο κωμικός στη σκηνή, μια σκηνή που βγάζει γέλιο και προβληματισμό μαζί. Και αυτό είναι το σημαντικότερο από όλα τα άλλα γεγονότα που διανθίζουν τον κορμό της κωμωδίας και την καθιστούν ενδιαφέρουσα, αλλά προπαντός ωφέλιμη και διδακτική.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

1. ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΟΣ
(Λιβάδι 1772- Μονή Σέκου 1821)

"Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνει ή διά την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του"
" Ελληνική Νομαρχία"

Ο Γεωργάκης Νικολάου, η καταγωγή του, τα παιδικά του χρόνια

Ο Γεωργάκης Νικολάου, Ολύμπιος, υπήρξε ο επιφανέστερος αγωνιστής του Ολύμπου κατά την επανάσταση του 1821.
"Ο άνδρας αυτός τα είχε όλα: τον αδάμαστο και ίσιο χαρακτήρα, το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο και σταθερό ενθουσιασμό, τη βαθιά πείρα του πολέμου, την άφταστη τόλμη και την επιβολή στους άλλους...Η μεγάλη αυτή ψυχή κατοικούσε το πιο κοινό κουφάρι. Ανάστημα μέτριο, αδύνατος, χλωμός, πρόσωπο κανονικό, σαγόνι μάλλον λεπτό, μύτη αετού: ήταν όλος δύο μάτια, μεγάλα, μυγδαλωτά. Ήτανε μάτια φλογερά και όμως γεμάτα σαν από παιδιάστικη αθωότητα και καλοσύνη. Λεβέντικο μουστάκι τούδινε το στρατιωτικό αέρα" (Σπύρος Μελάς).
"Ήτο καμωμένος από την ευγενή ύλη των εξαιρετικών ανδρών... αγνός άνθρωπος, χριστιανός, άψογος, ένθερμος πατριώτης και ήρως", συμπληρώνει ο Δ. Κόκκινος στην ιστορία του "Ελληνική Επανάστασις", σελ. 245.
Ο Γεωργάκης καταγόταν από τη μεγάλη γενιά των Λαζαίων, τους οποίους με δόλο κάλεσε στον Τίρναβο ο Βελή πασάς δήθεν να τους συμβουλευτεί και έτσι τους θανάτωσε. Φαίνεται πως, εκτός των άλλων και αυτή την εκδίκηση, και όχι μόνο, ορκίστηκε να πάρει πίσω ο νέος, όταν έγινε κλέφτης στην περιοχή του Ολύμπου.
Ο Γεωργάκης γεννήθηκε στο Λιβάδι της Ελασσόνας το Μάρτιο του 1772. Ο πατέρας του λεγόταν Νικόλαος Λάζος, ενώ η μητέρα του, γόνος επιφανούς οικογένειας του Λιβαδίου, Νικολέτα, την οποία έχασε νωρίς. Πέθανε από επιδημική ασθένεια λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του. Την φροντίδα του ανέλαβε ο στοργικός πατέρας του και η δυναμική γιαγιά του Αγνή, που του στάθηκε δεύτερη μητέρα και φιλόστοργη γιαγιά. Δίπλα στη γυναίκα αυτή έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε πολλά και χρήσιμα για τη μετέπειτα ζωή του. Ζώντας κοντά στον πατέρα του και τους δικούς του ανθρώπους ο νεαρός γόνος των Λαζαίων διδάδχτηκε πολλά και ωφέλιμα πράγματα, που σημάδεψαν αργότερα την ηρωική του παρουσία στα τεκτενόμενα της περιοχής του και όχι μόνο. Κοντά τους απόκτησε τις πρώτες εμπειρίες της ζωής. Άκουσε με προσοχή τους μύθους και τις παραδόσεις του τόπου του, αφουγκράσθηκε τους καημούς και τους πόνους των συγχωριανών του, συγκλονίστηκε από το πνεύμα του ηρωισμού και της παλικαριάς των κλεφτών του Ολύμπου και έκανε όνειρα για το δικό του μέλλον.
Για την καταγωγή του ήρωα ερίζουν κι άλλες πόλεις όπως η Φτέρη και η Μηλιά. Ο Γιωργάκης Ολύμπιος δεν ανήκει μόνο στον τόπο που γεννήθηκε αλλά και στα μέρη όπου πολέμησε και δοξάστηκε, ανήκει σε όλους τους Έλληνες, ανήκει στην ιστορία. Αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων ανδρών και ο Γεωργάκης, παρά το υποκοριστικό του όνομα, υπήρξε μεγάλος! Ένας γενναίος αγωνιστής της ελευθερίας που έκανε περήφανους τους Έλληνες!
Ζώντας στο Λιβάδι και σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 1100 μέτρων, συνήθισε να βλέπει σαν από αεροπλάνο κάτω την πεδιάδα χρυσοκίτρινη το καλοκαίρι από τα ώριμα σπαρτά και κατάλευκη το χειμώνα από τα πολλά χιόνια, γεγονός που του δημιουργούσε ένα αίσθημα υπέροχο, το οποίο όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια ακόμη μέσα του. Ζούσε με δέος αλλά και ανακούφιση μαζί, όταν κάθε τόσο έβλεπε την αστραπή στον Όλυμπο να μεταβάλλεται σε μπόρα και σε λίγο πάλι να γαληνεύει ο καιρός και ο ήλιος λαμπρός να χρυσώνει τις πλαγιές του.
Πέρασε την παιδική του ηλικία κοντά στη φύση. Ξάπλωσε κι αυτός μικρό παιδί κάτω από το δροσερό ίσκιο των πλατανιών το καλοκαίρι, όπως και όλα τα παιδιά της ηλικίας του, άφησε την παιδική του φαντασία να πετάξει, να ονειρευτεί δόξες και κατορθώματα για τον εαυτό του, ανάλογα με εκείνα των συγγενών και συγχωριανών του. Δροσίστηκε στα κρυστάλλινα και γάργαρα νερά, πού έτρεχαν άφθονα παντού, ανέπνευσε το ζωογόνο αέρα του βουνού και ένιωσε λεύτερος κι ευτυχισμένος.
Η ζωή του κοντά στη φύση ή καλύτερα μέσα στη φύση διαμόρφωσε και το χαρακτήρα του. Έγινε γενναίος, ειλικρινής με τους άλλους και δίκαιος, ποτέ άδικος και σκληρός. Υπήρξε ανήσυχος, επινοητικός και θαρραλέος. Αναδείχτηκε εραστής της ελευθερίας και τρομερός πολέμιος της τυραννίας. Αγάπησε τη φύση και τον τόπο του. Κατανόησε πόσο σημαντική είναι η λευτεριά για έναν άνθρωπο, για ένα λαό, και όλα αυτά, θητεύοντας δίπλα σε τρεις μεγάλους δασκάλους, δηλαδή τη φύση, την οικογένειά του και το σχολείο.
Όταν μεγάλωσε και άρχισε να ασχολείται κι αυτός με τα όπλα, όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του, οι δικοί του άνθρωποι του έδωσαν τις συμβουλές τους. Του είπαν με κάθε ειλικρίνεια πως τα όπλα που κρατά στα χέρια του πρέπει να μάθει να τα χρησιμοποιεί σωστά, γιατί μ' αυτά θα υπερασπιστεί τη ζωή του, αν κινδυνέψει, αλλά και θα πολεμήσει τον Τούρκο για τη λευτεριά της πατρίδας( από προσωπική μαρτυρία ενός των γερόντων της παρέας του Πολέζου). Παρακαταθήκη σημαντική, την οποία δε θα λησμονήσει ποτέ ο νεαρός Λιβαδιώτης.
Δεν ήταν όμως μικρότερης σημασίας και η προσφορά του σχολείου στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νέου. Μαθήτευσε στην ονομαστή για την εποχή της σχολή του Λιβαδίου και ευτύχησε να έχει δασκάλους δύο σοφούς άνδρες: τον Ιωάννη Πέζαρο και τον Ιωνά Σπαρμιώτη. Οι λαμπροί αυτοί δάσκαλοί του δε δίδαξαν στο μικρό μαθητή τους μόνο γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, αλλά και κάτι άλλο πιο σημαντικό και πιο σπουδαίο, του δίδαξαν την ένδοξη ελληνική ιστορία. Ενεφύσησαν στην τρυφερή ψυχή του την αγάπη για την πατρίδα και τη λευτεριά. Η λευτεριά, του τόνισαν, δεν είναι αγαθό ουρανόσταλτο και ούτε δωρίζεται σε κανέναν από κανένα. Κατακτιέται από τον καθένα με αγώνες, θυσίες και αίμα. Γι' αυτό βλέπεις τους καπεταναίους και όλους τους αρματολούς να κρατούν όπλα. Μ’ αυτά πολεμούν τον τούρκο, το δυνάστη και υπερασπίζονται τη ζωή τους, την πατρίδα, τη λευτεριά τους, την αξιοπρέπειά τους.
Ο νεαρός Γεωργάκης κράτησε βαθιά στην καρδιά του τις συμβουλές των γονιών και των δασκάλων του και τις έκανε πράξη, όταν μεγάλωσε. Αναδείχτηκε γενναίος πολεμιστής, θερμός πατριώτης και μέγας αγωνιστής της ελευθερίας. Τη μεγάλη του φιλοπατρία και το απαράμιλλο θάρρος του ομολογεί και ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ, ο οποίος είναι γνωστό πόσο μισούσε τους Έλληνες.
Γι’ αυτό και η μαρτυρία του έχει αξία.
"Ο Γεωργάκης, γράφει, υπήρξε ειλικρινής πατριώτης... άνθρωπος θαρραλέος και λογικός, είχε αποκτήσει στρατιωτική πείρα στη ρωσική υπηρεσία, και ήταν με ενθουσιασμό αφοσιωμένος στην υπόθεση της Ελλάδας...".

Ο Γεωργάκης αρχικαπετάνιος του Ολύμπου
Μεγαλώνοντας μέσα σε μια οικογένεια κλεφταρματολών ο μικρός Γεωργάκης γρήγορα έκανε τις αγωνίες και τις φιλοδοξίες των συγγενών του και δικές του. Χειροκροτούσε περήφανος και χαρούμενος τους κλέφτες, όταν τους έβλεπε να επιστρέφουν από τις μάχες αρματωμένοι. Χάιδευε με τα παιδικά του χέρια τα μπαρουτοκαπνισμένα καριοφίλια, άκουε με προσοχή και θαυμασμό τα κατορθώματά τους και η παιδική του ψυχή σκιρτούσε μέσα του, γιατί ήθελε κι αυτός μια μέρα να φορέσει τα άρματα και να πολεμήσει τον εχθρό, όπως όλοι οι συντοπίτες του.
Τα παιδικά χρόνια πέρασαν γρήγορα και ο Γεωργάκης εικοσάχρονο πια παλικάρι, λιγνό και ωραίο, με μάτια που έδειχναν αποφασιστικότητα και τόλμη, εντάχθηκε στο ασκέρι του συγγενή του Έξαρχου Λάζου, για να γίνει σε λίγο ένας ονομαστός κλέφτης και πρωτοπαλίκαρο στο ασκέρι του θείου του, Τόλιου Λάζου, ξακουστού κλέφτη του Ολύμπου. Ο θείος τον δέχτηκε με χαρά στο ασκέρι του, γιατί πίστευε πως ο αγώνας θα ήταν μακροχρόνιος και θα χρειαστεί νέο αίμα και νέους ανθρώπους.
Η ημέρα εκείνη υπήρξε σημαντική και ορόσημο στη ζωή για το νεαρό κλέφτη. Δε θα λησμονήσει ποτέ τη στιγμή που έπαιρνε τα άρματα από τα χέρια του συγγενή του, μπροστά στα άλλα παλικάρια του ασκεριού του. Ο νεαρός, συγκινημένος βαθιά αλλά ταυτόχρονα και περήφανος για την εμπιστοσύνη του έμπειρου καπετάνιου στο πρόσωπό του, ορκίστηκε πίστη και αφοσίωση στους σκοπούς και επιδιώξεις της κλεφτουριάς. Και όσον καιρό έμεινε στο ασκέρι του ποτέ δε λησμόνησε τον όρκο του. Φρόντιζε καθημερινά με λόγια και έργα να τον επιβεβαιώνει.
Κοντά στον έμπειρο πολέμαρχο και τους άλλους γνωστούς για την ανδρεία τους καπετάνιους του Ολύμπου το μικρό κλεφτόπουλο διδάχτηκε την τέχνη του κλεφτοπόλεμου, διδάχτηκε πώς θα αντιμετωπίζει τον εχθρό ή πώς θα τον παραπλανά, για να πετύχει το σκοπό του με λιγότερες απώλειες. Ο θείος του, βλέποντας το νέο να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του κλέφτη και να μεταμορφώνεται γρήγορα σε έναν ανδρειωμένο πολεμιστή, τον προήγαγε σε πρωτοπαλίκαρό του. Η προαγωγή ήταν δίκαια, αλλά συνεπαγόταν περισσότερες ευθύνες, αφού μια τέτοια πράξη υπονοούσε διαδοχή στο καπετανάτο του Ολύμπου, αν εκείνος, για οποιονδήποτε λόγο, έφευγε από τη ζωή.
Δεν πέρασαν ούτε πέντε χρόνια από τότε που έγινε κλέφτης ο Γεωργάκης και η ανελέητη μοίρα σημάδεψε και τη ζωή του γενναίου θείου του. Το 1798, σε μια μάχη κοντά στη Μονή Πέτρας του Ολύμπου, εναντίον των Τούρκων, όπου έλαβε μέρος και ο Γεωργάκης, ένα θανατερό βόλι βρήκε το γενναίο αρματολό Τόλη Λάζο και του έκοψε πρόωρα το νήμα της ζωής του. Όπως ήταν το έθιμο των κλεφτών, αρχηγός του ασκεριού έγινε το πρωτοπαλίκαρό του, ο Γεωργάκης, Αργότερα ανακηρύχτηκε και επίσημα από τους συμπολεμιστές του καπετάνιος του Ολύμπου και από τότε του προστέθηκε το παρεπίθετο "ολύμπιος". Ήταν τότε ο Γεωργάκης μόλις 26 χρόνων.
Από τη στιγμή εκείνη ο Γεωργάκης Νικολάου πρόσθεσε στο όνομά του και το "ολύμπιος", με το οποίο πέρασε στην ιστορία και την αθανασία. Το χρησιμοποιούσε σχεδόν σε όλες ή τις περισσότερες επιστολές που έστελνε σε διάφορα πρόσωπα. Υπόγραφε συνήθως ως Γεωργάκης Νικολάου Ολύμπιος, σπανιότερα όμως και ως Γεωργάκης Νικολάου.

Η δράση του Γ. Ολύμπιου στην Ελλάδα, στη Σερβία και το ρωσικό στρατό
Η δράση του στην Ελλάδα
Ο Γιωργάκης, ως αρματολός του Ολύμπου, πολέμησε τον εχθρό στην περιοχή του μαζί με τους άλλους καπετάνιους για αρκετά χρόνια.Έδειξε θάρρος και αποφασιστικότητα μοναδική και σημείωσε αρκετές επιτυχίες στον πόλεμο αυτό. Το 1798, ήταν μοιραία χρονιά και για τον Ολύμπιο, όπως και για τον αγώνα των συμπολεμιστών του στην περιοχή του Ολύμπου, της Πιερίας και του ευρύτερου χώρου, γιατί ο πασάς των Ιωαννίνων, Αλής Τεπενλελής, θέλοντας να εξασφαλίσει τα νώτα του και να επεκτείνει την εξουσία του στην περιοχή, αποφάσισε να εξοντώσει τους καπετάνιους του Ολύμπου και να αφανίσει από την περιοχή τους κλέφτες που ενοχλούσαν την οθωμανική αυτοκρατορία και τον ίδιο προσωπικά. Επιχείρησε αρκετές φορές ο ίδιος να εξοντώσει τους κλέφτες του Ολύμπου, αλλά οι προσπάθειές του απέτυχαν. Τότε ανέθεσε το δύσκολο αυτό έργο στο φιλόδοξο γιο του Μουχτάρ Πασά. Ο τελευταίος, οδηγώντας είκοσι χιλιάδες επίλεκτους Αλβανούς στρατιώτες, κινήθηκε εναντίον των κλεφτών του Ολύμπου, αποφασισμένος να δώσε ένα τέλος στην υπόθεση αυτή.
Ακολούθησαν πολλές σκληρές και αιματηρές μάχες. Οι αρματολοί του Ολύμπου(Λάζος, Τζαχείλας, Ρομφέης, Γεωργάκης Ολύμπιος), μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν την τεράστια τουρκική δύναμη, επειδή βρέθηκαν σε δεινή θέση, εγκατέλειψαν την περιοχή τους και άλλοι κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στη Σκόπελο, άλλοι στη Σκιάθο και σε άλλα νησιά.
Ο Ολύμπιος, παρά τη φυγή των συμπολεμιστών του, παρέμεινε στο αρματολίκι του και με τους άνδρες του συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο κατά των στρατευμάτων του Μουχτάρ, έναν πόλεμο άνισο και δύσκολο.
Λέγεται πως, κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, επισκέφτηκε το Γεωργάκη Ολύμπιο στην περιοχή του ο Σέρβος αρματολός Βέλκος Πέτροβιτς (Άνοιξη 1804) και ζήτησε από τους καπεταναίους να βοηθήσουν τη σερβική επανάσταση, που είχε ξεσπάσει εναντίον της καταπίεσης των Γενιτσάρων στη Σερβία. Ο Γιωργάκης θεώρησε κατάλληλη την ευκαιρία της σύμπραξης Ελλήνων και Σέρβων σε κοινό κατά των τούρκων αγώνα, γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα το όνειρο του Ρήγα Φεραίου αλλά και το δικό του που ταυτιζόταν με εκείνο του Ρήγα. Όταν όμως σε λίγο διαπίστωσε κι αυτός πως ήταν αδύνατο να ανατρέψει την κατάσταση στον Όλυμπο, όπως είχε δημιουργηθεί, μετά τη φυγή των κλεφτών στα νησιά, αποφάσισε μαζί με το Νικοτσάρα και τον Καρατάσο να μεταβούν στη Σερβία και να πολεμήσουν εκεί στο πλευρό των Σέρβων επαναστατών.
Με τους 550 περίπου άντρες τους διέσπασαν τον κλοιό των τουρκικών στρατευμάτων του Μουχτάρ και πέρασαν, μέσω Μακεδονίας, στην επαναστατημένη Σερβία, για να συνεχίσουν τον αγώνα τους κατά των Τούρκων στο σερβικό έδαφος.

Η δράση του στη Σερβία (Μάιος 1804)
΄Οταν έφθασαν στη Σερβία, διαπίστωσαν πως οι επαναστάτες υπό τον Καραγεώργη βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, γιατί ήταν περικυκλωμένοι από τα τουρκικά στρατεύματα. Οι Γενίτσαροι από την πλευρά τους, όταν πληροφορήθηκαν την άφιξή τους, θορυβήθηκαν, πλην όμως ο Ολύμπιος, φερόμενος έξυπνα απέναντί τους, καθησύχασε τους Γενίτσαρους, λέγοντας πως η παρουσία τους στη Σερβία είχε σκοπό να βοηθήσει τον Πασά, ο οποίος πολεμούσε να καταστείλει τη σερβική εξέγερση.
Γι’ αυτό στην αρχή εντάχθηκαν οι άνδρες του Ολυμπίου και των άλλων αγωνιστών στην υπηρεσία του Πασά ως μισθοφόροι. Με τον τρόπο αυτό ξεπέρασαν τις πρώτες δύσκολες ημέρες στη Σερβία, παράλληλα όμως απόκτησαν πραγματική γνώση των όσων συνέβαιναν στη χώρα, αφού ο αγώνας των Σέρβων πατριωτών συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση.
Ο Ολύμπιος, στο χρονικό διάστημα που βρισκόταν στην υπηρεσία του Πασά, βρήκε τον τρόπο και επικοινώνησε με τον αρχηγό των Σέρβων Καραγεώργη, που ήταν κυκλωμένος από τα τουρκικά στρατεύματα και η κατάστασή του ήταν απελπιστική. Η επικοινωνία οδήγησε σε μυστική συμφωνία μεταξύ τους. Συναποφάσισαν την από κοινού επίθεση κατά των Τούρκων την ημέρα του Μπαϊραμιού (1804). Η πίεση ήταν ισχυρή που δέχτηκαν τα τουρκικά στρατεύματα και οι πολιορκημένοι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που επικράτησε, διέσπασαν τον τουρκικό κλοιό και σώθηκαν. Μαζί τους σώθηκε και ο αρχηγός τους, ο Καραγεώργης.
Ο Καραγεώργης Πέτροβιτς, μετά τη σωτηρία του, γνωρίστηκε με το Γ. Ολύμπιο, εκτίμησε τις ικανότητές του και συνδέθηκε μαζί του με άρρηκτη φιλία, η οποία κράτησε ως τη δολοφονία του από τον πολιτικό του αντίπαλο Μίλος Οβρένοβιτς (1817).
Στη Σερβία ο Ολύμπιος είχε την ευτυχία να συναντήσει ίσως για δεύτερη φορά το Σέρβο αρματολό Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου την πλούσια χήρα, Στάνα, νυμφεύτηκε αργότερα, όταν για δεύτερη φορά επέστρεψε στη Σερβία, το 1814, εκτελώντας μυστική αποστολή του Τσάρου Αλέξανδρου της Ρωσίας, στην υπηρεσία του οποίου βρισκόταν τότε ο Γεωργάκης, Ο Ολύμπιος, όταν έγινε γνώστης του σκοπού της σερβικής επανάστασης και των ιδεών των ανθρώπων που την καθοδηγούσαν, σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα να λάβει σάρκα και οστά το σχέδιο του Ρήγα, που προέβλεπε κοινή εξέγερση όλων των λαών της βαλκανικής κατά της τουρκικής αυτοκρατορίας. Πίστευε πως μπορεί να γίνει πραγματικότητα το σχέδιο αυτό, αν συντρέξει την επανάσταση των λαών της βαλκανικής και η τσαρική χριστιανική Ρωσία. Ο Ολύμπιος δεν έκανε επιλογή χώρου. Πολεμούσε τον Τούρκο, όπου τον συναντούσε. Πίστευε πως πολεμώντας στη Σερβία, ήταν σαν να πολεμούσε για την Ελλάδα και τη λευτεριά της. Ο αγώνας για τη λευτεριά, έλεγε, όπου και αν διεξάγεται είναι ιερός, πολύ δε περισσότερο, εάν αυτός έχει ως στόχο τον αντίχριστο τούρκο δυνάστη. Έτσι σκεφτόταν ο γενναίος αγωνιστής και μόνον έτσι δικαιολογούνται οι μάχες που έδωσε σε διάφορα μέρη μέσα στην Ελλάδα και έξω από αυτήν.
Πολεμούσε τον Τούρκο και οραματιζόταν τη λευτεριά των Ελλήνων αλλά και των άλλων λαών της βαλκανικής. Οι καταπιεσμένοι έχουν υποχρέωση να αγωνίζονται για τη λευτεριά τους και μόνοι και μαζί με άλλους. Η λευτεριά είναι αγαθό που πρέπει να απολαμβάνει ο κάθε άνθρωπος, χωρίς καμιά διάκριση ή εξαίρεση. Αυτή ήταν η βαθιά του πίστη και αυτή τον οδηγούσε στον αγώνα του κατά της τουρκικής τυραννίας. Επειδή όμως πιστεύει στη συνεργασία των λαών της Βαλκανικής για αγώνα εναντίον της τουρκικής σκλαβιάς, γι’ αυτό απευθύνεται στον ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνο Υψηλάντη και τον ικετεύει να βοηθήσει την επανάσταση και να οργανώσει κι αυτός στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο μ΄ αυτό της Σερβίας. Με τον τρόπο αυτό πίστευε πως θα εξαναγκάσει την τουρκία να επέμβει, για να καταστείλει την εξέγερση, οπότε ήταν πολύ πιθανό να εκραγεί ένας ρωσοτουρκικός πόλεμος, γεγονός που θα βοηθούσε την επανάσταση και τους σκοπούς της. Δυστυχώς για τους σκλάβους το σχέδιο απέτυχε όπως και Σερβική εξέγερση.

Η δράση του Γ. Ολύμπιου στο ρωσικό στρατό
Όταν, λοιπόν, ατόνισε η σερβική επανάσταση, ο Γεωργάκης Ολύμπιος πέρασε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν πολυπληθές και παρουσιάστηκε στον ηγεμόνα του Βουκουρεστίου Κ. Υψηλάντη, μέσω του οποίου αργότερα γνώρισε και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που ήταν γιος του ηγεμόνα.
Με τον Κ. Υψηλάντη κατέστρωσαν ένα φιλόδοξο σχέδιο, που απέβλεπε να ξεσηκώσουν τους ΄Ελληνες και τους Σέρβους σε κοινό κατά των Τούρκων αγώνα. Ο Κ.Υψηλάντης, που εκτίμησε την προσωπικότητά του, τον κράτησε κοντά του και τον διόρισε Λοχαγό της Αλβανικής Φρουράς του Βουκουρεστίου.
Κάποια στιγμή φάνηκε πως το όραμα του Ρήγα Φεραίου θα γινόταν πραγματικότητα. Το σχέδιο όμως αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γιατί ο Κ. Υψηλάντης, λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου(1806), διαφώνησε με το στρατηγό Κουτούζωφ, εγκατέλειψε το αξίωμά του και έφυγε για το Κίεβο, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Για το Γεωργάκη δυσκόλεψαν τα πράγματα, γιατί ή έπρεπε να εγκαταλείψει τη Βλαχία ή να βρει κάποια άλλη λύση. Γι' αυτό, το 1806, όταν ο ρωσικός στρατός εισέβαλε με το στρατηγό Κουτούζωφ στη Βλαχία, ο Ολύμπιος, με αρκετούς άνδρες(1300), ύψωσε τη σημαία της επανάστασης και προσχώρησε στη ρωσική δύναμη. Στη μεγάλη μάχη του Οστρόβου μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, όχι μόνο νίκησε τους Τούρκους, αλλά κατάφερε να συλλάβει 3200 αιχμαλώτους και να τους προσφέρει δώρο στο στρατηγό του. Για την επιτυχία του αυτή, με έγγραφο που φέρει ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1807 και υπογράφεται από τον υποστράτηγο Ι. Σμολένσκυ, του ανακοινώθηκε η απονομή του βαθμού του συνταγματάρχη.
"Τω κυρίω συνταγματάρχη Νικολάου Ολυμπίω,
"Η αυτού Εκλαμπρότης ... δια διατάγματος της πρώτης Νοεμβρίου, με ειδοποίησεν ότι υμείς κατά το της Α. Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος Διάταγμα, το εκδοθέν εις το Αυτοκρατορικόν Στρατιωτικόν Υπουργείον τη τριακοστή του παρελθόντος Αυγούστου δια την εξαίρετον ανδρείαν υμών, εκδηλωθείσαν εν τη μάχη κατά του τουρκικού στρατού εν τω χωρίω Οστρόβω, μετωνομάσθητε από Αλβανόν λοχαγόν ( αυτός ήταν ο τίτλος του Γεωργάκη στο στρατό του ηγεμόνα Κ.Υψηλάντη), συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού. Το Υψηλόν τούτο Διάταγμα δια του αυτού εγγράφου αναγγέλλεται ήδη εις Υμάς, διέταξα δε να ορκισθήτε δια τον βαθμόν τούτον......"
τη 3 Δεκεμβρίου 1807 Κραγιόβα
Ο υποστράτηγος: Ι. Σμολένσκυ
Έτσι, ο Γεωργάκης πέρασε στο ρωσικό στρατό και πολέμησε πολλές φορές με απαράμιλλο θάρρος μαζί του τους Τούρκους.
Ανήσυχος, όπως πάντα, ο Ολύμπιος, μόλις κηρύχτηκε ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος (1811) έφυγε από τη Ρωσία και με εθελοντικό σώμα έφθασε στον κόλπο του Ξηρού και από εκεί με πλοιάρια στην Τένεδο. Αφού κατέλαβε το νησί με άλλους Μακεδόνες, έπλευσε στην ακτή της Πιερίας, όπου νίκησε την τουρκική φρουρά του Πλαταμώνα και κήρυξε την επανάσταση για μια ακόμη φορά στην περιοχή του Ολύμπου και των Πιερίων, ανεπιτυχώς βέβαια, αφού εντός ολίγου η συναφθείσα ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας ματαίωσε το ρωσικό ενδιαφέρον για την ελληνική εξέγερση.
Ο Ολύμπιος, με την καρδιά βαριά και το κορμί γεμάτο πληγές, γύρισε στις ηγεμονίες, όπου συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ρωσικό στρατό. Στη μάχη μάλιστα του Βιδινίου ανδραγάθησε και πάλι. Για την πράξη του αυτή απέσπασε όχι μόνον το θαυμασμό αλλά και την εκτίμηση των Ρώσων συμπολεμιστών του και του στρατηγού Ισάιεφ. Ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας, τον τίμησε για το κατόρθωμά του και του απένειμε το παράσημο των Ιπποτών του Τάγματος της Αγίας ΄Αννης
Το έγγραφο του Αυτοκράτορα έχει ως εξής:
"Ημείς ελέω θεού Αλέξανδρος Α΄ Ιμπεράτορ και Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσιών,
Τω Κ. Αλβανώ συνταγματάρχη Γεωργίω Ν. Ολυμπίω
Προς αμοιβήν της ενζήλου υπηρεσίας υμών και της διακρίσεως, επιδειχθείσης εν τω πολέμω του 1811 κατά των Τούρκων και ιδίως εν τη μάχη της 9ης Οκτωβρίου εις την δεξιάν όχθην του Δουνάβεως παρά το Βιδίνι, όπου υμείς ευρισκόμενοι μεταξύ εθελοντών, πρώτος ερρίφθητε εις το εχθρικόν ιππικόν και εδηλώσατε την σπανίαν ανδρείαν, το θάρρος και τον ζήλον, πανευμενέστατα αναγορεύομεν υμάς τη 12 Ιουνίου 1812, ιππότην του τάγματος της Αγίας ΄Αννης τετάρτης τάξεως...'
Τη 9η Οκτωβρίου 1812
Εξεδόθη εν τω γραφείω των Αυτοκρατορικών Ταγμάτων
Πετρούπολις31 Ιανουαρίου1818
Η φήμη του Ολύμπιου και τα λαμπρά του κατορθώματα συγκίνησαν τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄, ώστε, το 1812, τον προσέλαβε στην ιδιαίτερη υπηρεσία του, ενώ λίγο αργότερα, το 1814, γνωρίζοντας καλά τις ικανότητές του, την αφοσίωσή του και το θάρρος του, τον πήρε μαζί του ως στρατιωτικό ακόλουθο και σύμβουλό του στο Συνέδριο της Βιέννης. Από εκεί τον έστειλε με εμπιστευτικά έγγραφα- ίσως για τον Καραγεώργεβιτς της Σερβίας-στη Βεσσαραβία.
Ο Γεωργάκης όμως περνώντας από τη Μπέλλα Τσέροβα της Αυστρίας, όπου έμενε η χήρα του αδελφοποιτού του Βέλκο Πέτροβιτς, και πριν μεταβεί στη Βεσσαραβία, προέβη στην εκτέλεση μιας άλλης εντολής, της εντολής της καρδιάς του. Ζήτησε σε γάμο την ωραία Στάνα. Η πρότασή του έγινε δεκτή. Δυστυχώς, δεν έμεινε πολύ μετά το γάμο του εδώ, γιατί το καθήκον τον καλούσε σε νέους αγώνες.
Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: το Μιλάνο, τον Αλέξανδρο και την Ευφροσύνη, που γεννήθηκε μετά το θάνατό του.
Ο Ολύμπιος ήταν γαλουχημένος με υψηλές ηθικές αρχές και φαίνεται πως αισθανόταν υποχρέωση και καθήκον ιερό για το γάμο αυτό. Γι' αυτό μόλις του δόθηκε η ευκαιρία τον πραγματοποίησε πρόθυμα. Υπήρξε συνεπής και τίμιος άνδρας τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους, τους φίλους του και τους συναγωνιστές του.
Η Στάνα αγάπησε τον Ολύμπιο και τον αγώνα του, γι' αυτό αργότερα δε δίστασε να δανείσει στη Φιλική Εταιρία 5500 φλουριά. Λίγο μετά το θάνατό του η Στάνα, εκτελώντας την επιθυμία του άντρα της, εγκατέλειψε την πατρίδα της και εγκαταστάθηκε με τα τρία παιδιά της στην Αθήνα, όπου και πέθανε(;).

Ο Γεωργάκης μέλος της Φιλικής Εταιρίας και αρχιστράτηγος των στρατευμάτων του Δουνάβεως
Ό,τι με επιμονή και αγώνες προσπάθησε να πετύχει ο γενναίος αγωνιστής και φλογερός πατριώτης μέσα και έξω από τη γαλάζια πατρίδα του, ας μη χαρακτηρισθεί ως τυχοδιωκτισμός, αλλά ως διακαής πόθος για δράση και ελευθερία, γεγονός που του πρόσφερε η μύησή του στη Φιλική Εταιρία.
Ένας από τους πρώτους Έλληνες της περιοχής αυτής, που μυήθηκε στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρίας, ήταν και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.
Ο Τ. Κανδηλώρος υποστηρίζει πως ο Γεωργάκης μυήθκε στην Φ. Εταιρία από το φιλικό Γ. Λεβέντη το 1817, ο οποίος τότε διηύθυνε το Ρωσικό Προξενείο στο Ιάσιο και ήταν παλιός γνώριμος και φίλος του. (Το περιστατικό της μύησης αναλυτικά στην Ιστορία του Τ. Βουρνά,Φιλική Εταιρία , Αθήνα 1959).
Ο ίδιος συμπληρώνει: " Ο Γ. Ολύμπιος δεν είναι απλός εταίρος, αλλά ένας εκ των 12 αποστόλων, προορισμένος δια την Σερβίαν, βάσει καταλόγου, τον οποίον ο Σκουφάς "επί κλίνης θανάτου κείμενος κατήρτισεν". Ο Γεωργάκης αναφερόταν στον κρυπτογραφικό κώδικα της Εταιρίας με τον αριθμό ΙΙΙ. Η Εταιρία τον προόριζε για τη Σερβία και τούτο, γιατί είχε πολλούς φίλους εκεί, αλλά και γιατί απολάμβανε την αγάπη και εκτίμηση του σερβικού λαού, για την προσφορά του στον αγώνα του για τη λευτεριά και ανεξαρτησία του από τον τουρκικό ζυγό. Όλοι γνώριζαν την προσφορά του στον αγώνα των Σέρβων εναντίον των Τούρκων. Αυτό οι Σέρβοι δεν το λησμόνησαν ποτέ.
Η μύησή του στη Φιλική Εταιρία γέμισε με χαρά και ελπίδα τον Ολύμπιο, γιατί επιτέλους το γένος έχει πάρει την τύχη στα χέρια του και εργαζόταν μυστικά μεν, αλλά οπωσδήποτε αποφασιστικά για το μεγάλο ξεσηκωμό. Ενεργώντας κι αυτός για λογαριασμό της Οργάνωσης, επωμίστηκε την ευθύνη να μυήσει στα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας τον Καραγεώργη της Σερβίας, παλαιό γνώριμο και καλό φίλο του, που βρισκόταν εξόριστος στη Βεσσαραβία, αλλά δεν έπαυε να ενδιαφέρεται για την πατρίδα του. Ο Γεωργάκης, εκτός από τον Καραγεώργη, μύησε και τον ελληνικής καταγωγής γραμματέα του Ναούμ, καθώς και το Σέρβο Πατριάρχη, ευρισκόμενο τότε στη Βεσσαραβία.
Παρά τις καλές διαθέσεις του Καραγεώργη και των συνεργατών του για μια συνεργασία μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων εναντίον της τουρκικής σκλαβιάς, αυτή ματαιώθηκε, γιατί δολοφονήθηκε ο Καραγεώργης και ο γραμματέας του την ώρα που κοιμόταν, από τον δήθεν μεσολαβητή Βουλίσεβιτς, που αποδείχτηκε όργανο του Μίλος Οβρένοβιτς, πολιτικού αντιπάλου του Καραγεώργη (13 Ιουλίου 1817).
Ο Μίλος Οβρένοβιτς, που συνέχισε την εξέγερση και τον αγώνα των Σέρβων για ελευθερία και ανεξαρτησία, παρά τις προτάσεις του Γεωργάκη για συνεργασία, εκείνος, όντας "πονηρός και καιροσκόπος", όπως τον χαρακτήρισε ο Ολύμπιος, απέφυγε να απαντήσει ευθέως και κράτησε στάση αναμονής. Πίστευε πως με τη στάση του αυτή θα πετύχει την ανεξαρτησία της Σερβίας με συναίνεση της Πύλης.
Ήταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια στη νεότερη ελληνική ιστορία, για να επιτευχθεί συμμαχία Ελλήνων και Σέρβων, την οποία τόσο πολύ επιθυμούσε η Φιλική Εταιρία και ασφαλώς θα βοηθούσε πολύ στην εξέλιξη των πραγμάτων στη Βαλκανική.
Ύστερα όμως από την τροπή αυτή που πήραν τα πράγματα στη Σερβία, ο Γεωργάκης, θλιμμένος για την αποτυχία του σχεδίου αλλά και τον τραγικό θάνατο του φίλου του, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Με τους λίγους άνδρες του έφτασε στο Βουκουρέστι, όπου ο Μιχαήλ Σούτσος, ηγεμόνας της Βλαχίας, που ήθελε να οργανώσει το πυροβολικό της ηγεμονίας του, βρήκε στο πρόσωπο του τον κατάλληλο άνθρωπο. Τον διόρισε αρχιστράτηγο των ενόπλων δυνάμεων των Παραδουνάβιων ηγεμονιών.
Το Φεβρουάριο του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αρχηγός πια της Φιλικής Εταιρίας, επισκέφτηκε το Κίεβο, όπου άρχισε με τους Φιλικούς, που συγκεντρώθηκαν στην πόλη αυτή, τις πρώτες του επαφές και συζητήσεις για την καλύτερη οργάνωση του Αγώνα. Στη συνάντηση του Κιέβου συζητήθηκαν πολλά θέματα και ελήφθησαν ορισμένες σοβαρές αποφάσεις. Μια από αυτές ήταν και ο διορισμός του Γεωργάκη Ολυμπίου ως αρχιστρατήγου των στρατευμάτων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.
Τη γνωστοποίηση στον Ολύμπιο ανέθεσε ο Υψηλάντης στους Φιλικούς Ξάνθο και Περραιβό, οι οποίοι επρόκειτο να κατέλθουν στην Ελλάδα. Έτσι, οι δύο Φιλικοί, περνώντας από το Βουκουρέστι, όπου βρισκόταν ο Γεωργάκης, παρουσία του Γ. Λεβέντη, του ανακοίνωσαν την απόφαση του Αρχηγού. Ο Γεωργάκης από την αναπάντεχη είδηση έμεινε για λίγο άναυδος. Όταν συνήλθε από την έκπληξη και συγκίνηση ορκίστηκε ενώπιον όλων πίστη και αφοσίωση μέχρι θανάτου στον Αρχηγό και τους σκοπούς του Αγώνα.
Η αναγνώριση αυτή ήταν η μεγαλύτερη που του έγινε από ελληνικής πλευράς και ήταν δίκαια, αφού ο Γεωργάκης ήταν πράγματι ικανός για τη θέση αυτή. Από την άλλη μέρα άρχισε να κινείται για την καλύτερη οργάνωση των στρατευμάτων, τον εξοπλισμό και την εκπαίδευσή τους, ώστε να τα καταστήσει ικανά για τη μεγάλη αναμέτρηση, την οποία υπολόγιζε ότι θα έλθει και μάλιστα πολύ σύντομα.
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να παραθέσουμε την απαντητική επιστολή του Γεωργάκη προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για τη μεγάλη τιμή που του έκανε.

Βουκουρέστι 24 Σεπτεμβρίου1820
Εκλαμπρότατε
Με άκραν ευχαρίστησιν και σέβας ήκουσα τα όσα οι κύριοι Ξάνθος και Περραιβός μοι ωμίλησαν συμφώνως εκ μέρους της εκλαμπρότητάς σας. Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερνή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμία ανθρώπινος περίστασις. Και με όλον το προσήκον και ειλικρινές σέβας υποσημειούμαι.
Της Υμετέρας εκλαμπρότητος ταπεινότατος δούλος και αδελφός.
Γεωργάκης Ν. Ολύμπιος

Ο Γεωργάκης βοηθός του Υψηλάντη. Οι πρώτες μέρες και οι πρώτες δυσκολίες της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία

"Την 22 Φεβρουαρίου του 1821, γράφει ο Δ. Κόκκινος στην ιστορία του, ο Υψηλάντης, συνοδευόμενος από τους αδελφούς του Γεώργιον και Νικόλαον, Γεώργιον Μάνον, Γεώργιον Κατακουζινόν και τον Πολωνόν αξιωματικόν Γαρνόβσκυ, επέρασεν ως ιδιώτης τον Προύθον. Εις τας όχθας του ποταμού τον ανέμενεν η φρουρά του ηγεμόνος Μιχαήλ Σούτσου, η οποία τον συνώδευσεν εις το Ιάσιον... Εκεί αμέσως εκάλεσε τον Πρόξενον της Ρωσίας και του εδήλωσεν ότι δεν έχει σκοπόν την κατάλυσιν του καθεστώτος, δηλαδή της ηγεμονίας του Μιχαήλ Σούτσου, αλλά την οργάνωσιν του Ελληνικού στρατού και την κάθοδον εις Ελλάδα… Ανυψώθη εις την οικίαν του Ρίζου, όπου έμεινεν ο αρχηγός, η σημαία του, και ταυτοχρόνως ηνοίχθη κατάλογος εγγραφής εθελοντών. Μετά δύο ημέρας ο Υψηλάντης προέβη στην προκήρυξιν δια της οποίας εκαλούσε τους ΄Ελληνας εις επανάστασιν, υπενθυμίζων το ελληνικόν παρελθόν και ομιλών περί του ελευθέρου μέλλοντος".
Ο Γεωργάκης, όταν πληροφορήθηκε την είσοδο του Υψηλάντη στο Ιάσιο, ενήργησε αμέσως όπως προέβλεπε το σχέδιο. Κατάργησε τη Διοίκηση του Βουκουρεστίου, σήκωσε τη σημαία της επανάστασης και εγκατέστησε φρούραρχους το Σάββα Καμινάρη και το ρουμάνο οπλαρχηγό Βλαδιμηρέσκου, μυημένο στη Φιλική Εταιρία, και αναχώρησε με τους 1500 άνδρες του, για να συναντήσει τον Αρχηγό της Φιλικής εταιρίας και της Επανάστασης, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Στο διάστημα αυτό έφθασαν στο Ιάσιο και άλλες μικρότερες σε αριθμό δυνάμεις. Ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Υψηλάντη και ο αριθμός τους ανήλθε σε 3500 πεζούς, 260 κοζάκους και 70 Ουλανούς του Γαρνόφσκυ, 4 πυροβόλα και 70 Έλληνες σπουδαστές, που σχημάτισαν αρχικά τον περίφημο "Ιερό Λόχο".
Στη σύσκεψη που ακολούθησε με όλους τους οπλαρχηγούς, κρίθηκε σκόπιμο να ζητηθεί εκ νέου η σύμπραξη στον αγώνα του Σέρβου ηγέτη Μίλος Οβρένοβιτς.
Για το σκοπό αυτό στάλθηκε στη Σερβία ο Φιλικός Αριστείδης Παπάς. Η αποστολή απέτυχε. Ο Αριστείδης, πηγαίνοντας να συναντήσει τον Οβρένοβιτς, συνελήφθη από τα όργανα του Σεκήρ Πασά, τα οποία, ύστερα από φοβερά βασανιστήρια, για να αποκαλύψει το σκοπό της αποστολής του, τον σκότωσαν.
Λέγεται πως οι Τούρκοι βρήκαν επάνω του κάποια έγγραφα, τα οποία παρέδωσαν στον ηγεμόνα Σούτσο να τα μεταφράσει, αλλά ο καλός πατριώτης, όπως τον αποκαλεί ο Παπαρρηγόπουλος, παρερμήνευσε σκόπιμα το περιεχόμενό τους και παραπλάνησε τους Τούρκους, ώστε να μη δώσουν μεγάλη σημασία σ' αυτά.
Ο Μίλος Οβρένοβιτς, που πληροφορήθηκε την πρόταση της Φιλικής Εταιρίας, από επιστολή, την οποία του έστειλε μυστικά ο Γεωργάκης Ολύμπιος, αρνήθηκε στην ουσία τη σύμπραξη, γιατί νόμισε πως έτσι πρόσφερε υπηρεσία στους Τούρκους, οι οποίοι σε αντάλλαγμα της στάσης του θα αναγνώριζαν την ανεξαρτησία της ηγεμονίας του. Η καιροσκοπική στάση του πονηρού Οβρένοβιτς, χωρίς ποσώς να ωφελήσει τη σερβική υπόθεση, έβλαψε τον ελληνικό αγώνα, γιατί μια ταυτόχρονη εξέγερση των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής, όπως την οραματίστηκε ο Ρήγας, θα δημιουργούσε σοβαρό αντιπερισπασμό στους Τούρκους και αναμφισβήτητα θα ωφελούσε το ελληνικό κίνημα.

Οι πρώτες δοκιμασίες του Αγώνα. Η προδοσία του Καμινάρη και του Βλαδιμηρέσκου
Η επανάσταση του Υψηλάντη από τις πρώτες ημέρες άρχισε να συναντά πολλά και ποικίλα εμπόδια. Η πρώτη πικρία που δοκίμασε ο Αρχηγός ήταν η αποκήρυξη του Αγώνα και η διαγραφή του από τις τάξεις του ρωσικού στρατού από τον Τσάρο της Ρωσίας στο συνέδριο του Λάυμπαχ (Μάρτιος 21). Λίγο αργότερα, 8 Απριλίου, έφτασε η πληροφορία ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε, για να διαφυλάξει το ποίμνιό του από την τουρκική θηριωδία, αφόρισε την Ελληνική Επανάσταση και τον Αρχηγό της.
Σαν να μην έφταναν οι πικρίες αυτές ήρθαν και άλλες.
Πρόκειται για την προδοσία του Σάββα Καμινάρη και του Φιλικού Βλαδιμηρέσκου, του ρουμάνου αρχηγού των Πανδούρων. Ο πρώτος, μόλις είδε την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, δείλιασε, εγκατέλειψε τον Υψηλάντη και αυτομόλησε στο τουρκικό στρατόπεδο, ενώ ο δεύτερος ήρθε σε συνεννόηση με τους Τούρκους και υποσχέθηκε να εξουδετερώσει τον Αρχηγό της Επανάστασης, Αλέξανδρο Υψηλάντη και το φίλο του Γεωργάκη Ολύμπιο! Την προδοσία και δολιότητα του Βλαδιμηρέσκου κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Γεωργάκης, Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία.
Γρήγορα ο Γεωργάκης με τους ανθρώπους του συνέλαβε τον ταχυδρόμο του αυστριακού πρέσβη Ουδρίσκυ, ο οποίος μεταξύ των άλλων επιστολών κόμιζε στον Πασά της Σιλίστριας και επιστολή του Βλαδιμηρέσκου, στην οποία ο ρουμάνος οπλαρχηγός έγραφε πως αναλάμβανε ο ίδιος την ευθύνη να εξουδετερώσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το Γεωργάκη Ολύμπιο ή να τους αιχμαλωτίσει.
Οι πληροφορίες αποδείχτηκαν αληθινές. Ο Βλαδιμηρέσκου ήταν προδότης και έπρεπε να εξουδετερωθεί, πριν προλάβει να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του στον Πασά, αλλά πώς; Ο Βλαδιμηρέσκου τη στιγμή αυτή ήταν αρχηγός 3000 Πανδούρων που ήταν στρατοπεδευμένοι έξω από το Βουκουρέστι, έτοιμοι για καθετί. Επομένως, η όποια εναντίον του προσπάθεια δεν ήταν εύκολη και χρειαζόταν πείρα, ψυχραιμία, σκέψη και τόλμη.
Το εγχείρημα ανατέθηκε από τον Υψηλάντη στο Γεωργάκη Ολύμπιο. Έπρεπε με κάθε τρόπο να συλλάβει τον προδότη και να τον οδηγήσει στον Αρχηγό. Χωρίς χρονοτριβή ο Γεωργάκης και με συνοδεία 300 διαλεχτών ανδρών έφθασε στο στρατόπεδο του Βλαδιμηρέσκου, προχώρησε στο εσωτερικό του, συνάντησε το Βλαδιμηρέσκου και χωρίς περιστροφές και δισταγμούς τον κατηγόρησε ευθέως μπροστά στους άνδρες του, ως επίορκο και προδότη. Παραθέτω τη σκηνή όπως μας τη διέσωσε στα απομνημονεύματά του ο Ηλίας Φωτεινός:
" Ω ανάξιε άνθρωπε του φωτός και της ημέρας, η ζωή σου πάντοτε ήτο εις τας χείρας μου, γνώρισον ότι με έν μόνον νεύμα ιδικόν μου, δύναται να κυλισθεί η κεφαλή σου προ των ποδών μου. Συ εις την ιεράν φιλίαν ύπουλος προδότης εδείχθης, τον τρομερόν σου όρκον αναιρέσας, την Πατρίδα σου ηρνήθης, τα ιερά δικαιώματα κατεπάτησες. Συ, πριν σε αξιώσει αυτή η χειρ μου, τι ήσουν: Σιωπείς:Ειπέ μοι τι ήσουν: Ενας ποταπός και ασήμαντος. Εγώ σε ανάστησα, σε εβοήθησα και σε εδέχθην οπαδόν μου, σε έκανα συνεταίρον μου και γι' αυτό λέγεσαι πλάσμα δικό μου. Ενθυμήσου και τι έπραξας μετά ταύτα: Σκυθρωπάζεις: Ας είναι όμως. Οι άνθρωποι από αδυναμίαν υποπίπτουν εις σφάλματα και οι ίδιοι μετά ταύτα κρίνοντας το καλόν και το κακόν και ελέγχοντας το ορθόν επιδιορθώνουν τα σφάλματά των. Το καλόν. το φως και η αλήθεια εξαρτώνται σήμερον από την θέλησίν σου και αντιστρόφως".
Ο Βλαδιμηρέσκου έμεινε άναυδος. Όταν όμως σε λίγο με μια του κίνηση έδειξε την ενοχή του, ο Γεωργάκης του πρότεινε:
"Ελθέ , λοιπόν, ας υπάγωμεν εις τον Αρχηγόν μας Υψηλάντην να ζητήσεις δια της μεσιτείας μου την συγχώρησιν την οποίαν έσο βέβαιος ότι θέλεις απολαύσει καθ' ότι είναι όλων ημών αγαθός πατήρ".
Στη συνέχεια στράφηκε στους συγκεντρωμένους στρατιώτες και τους ρώτησε
" Τι λέγετε, εσείς αδελφοί, εγκρίνετε να υπάγη:'.
Απάντησαν όλοι με μια φωνή:" Το δίχως άλλο, γιατί αλλοιώς είμεθα χαμένοι".
Στο Τιργοβίστι, όπου οδηγήθηκε ο Βλαδιμηρέσκου, έγινε η δίκη του. Καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία. Την εκτέλεσή του πραγματοποίησε ο Βασίλης Καραβιάς στις 22- 23 του Μάη. Ο Γεωργάκης, όταν έγινε η εσπευσμένη δίκη και η καταδίκη του Βλαδιμηρέσκου, απουσίαζε από το Τιργοβίστι, βρισκόταν στο Πιτέστι, στο εκεί στρατόπεδο των Ελλήνων. Αυτό καταδεικνύεται από επιστολή που έστειλε ο Ολύμπιος σε απάντηση αυτής που έλαβε από κάποιο φίλο του, ο οποίος τον πληροφορούσε για το θάνατο του πρώην φίλου του, δηλαδή του Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου.
"Πιτέστι 23 Μαϊου/ 4 Ιουνίου 1821"
" Ελαβα την αδελφικήν σας επιστολήν και εχάρην πληροφορηθείς ότι υγιαίνεις. Παρατηρώ ότι μου γράφεις περί του Θεοδώρου. Αδελφέ, ο όρκος είναι βαρύ πράγμα, και η θεία οργή πάντοτε τιμωρεί την παραβίασίν του. Η δικαία του Υψίστου κρίσις και όχι ημείς, ετιμώρησε τον Θεόδωρον, διότι ο αιμοβόρος ούτος άνθρωπος ετόλμησε να χύσει το αίμα των αδελφών και τέκνων του...Ο ουρανός θα τιμωρήσει και ημάς, αν παραβιάσωμεν τον όρκον μας, ο μη γένοιτο! Αδελφέ, γνωρίζεις ότι ημείς ισχυροποιήσαμεν τον Θεόδωρον..Πώς ήτο δυνατόν εις άνθρωπον, όστις είχε λάβει τόσας χάριτας, να γίνη αγνώμων προς τον ευεργέτην του: Και εδώ πάλιν βλέπομεν ότι ο Θεός είναι δίκαιος και ανταμείβει τους ανθρώπους κατά τας πράξεις του. Η ιδία του κακία τον εκρήμνισεν, ούτω δε έγινε κρίσις και ανταπόδοσις".
Σας ασπάζομαι αδελφικώς
Γεωργάκης Ολύμπιος
Οι Πανδούροι, μετά το θάνατο του αρχηγού τους, οι περισσότεροι, κατατάχτηκαν στο σώμα του Ολυμπίου, ενώ άλλοι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ασφαλώς, παραξενεύει τον αναγνώστη ο τρόπος της σύλληψης του Βλαδιμηρέσκου και η μεταφορά του στον Υψηλάντη. Πολλά έχουν ειπωθεί, αλλά φαίνεται πως περισσότερο πειστική είναι η εξήγηση που έδωσε ο ρουμάνος ιστορικός Ν. Ιorga.
Αυτός ισχυρίζεται πως ο Βλαδιμηρέσκου βρισκόταν τον καιρό εκείνο σε διάσταση με μια μεγάλη ομάδα των Πανδούρων, η οποία εντάθηκε εξ αιτίας της εκτέλεσης ενός Πανδούρου, του Ουρντεάνου, γιατί διαφώνησε μαζί του.
Ο Μακεδόνσκυ, που παρακολουθούσε από κοντά την κατάσταση στο στρατόπεδο των Πανδούρων, ειδοποίησε το Γεωργάκη, και εκείνος, εκμεταλλευόμενος τη γενική δυσαρέσκεια που επικρατούσε σε βάρος του αρχηγού τους, τον συνέλαβε εύκολα, χωρίς καμιά αντίσταση και τον οδήγησε στον Υψηλάντη, με τον τρόπο που προαναφέραμε. Με την εκδοχή αυτή συμφωνούν και άλλοι ιστορικοί, όπως ο Gordon Thomas, o οποίος αναφέρεται στο γεγονός με πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως" 1832. Η εξουδετέρωση του Βλαδιμηρέσκου προκάλεσε δυσαρέσκεια στους ρουμάνους και από τη στιγμή εκείνη αρχίζει μια ψυχρότητα των ρουμάνων απέναντι στην ελληνική εξέγερση, επιζήμια για τον ελληνικό αγώνα.

Η αδράνεια του Υψηλάντη. Το σχέδιο αντιμετώπισης των τουρκικών στρατευμάτων
Ο Υψηλάντης από τις πρώτες μέρες της επανάστασης έδειξε μια αδικαιολόγητη αδράνεια στις αποφάσεις του. Καθυστερούσε άσκοπα μακριά από το Βουκουρέστι, ασχολούμενος με δευτερεύοντα θέματα. Στο Ιάσιο, όπου κήρυξε την Επανάσταση, έμεινε 4 ημέρες και μετά κινήθηκε αργά προς το Βουκουρέστι. Στη διαδρομή όμως για το Βουκουρέστι, όταν είδε τους κατοίκους έντρομους να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να φεύγουν, έστειλε επιστολή στο Μητροπολίτη, τους επισκόπους και τους άρχοντες της Βλαχίας τους οποίους καθησύχαζε και τους παρότρυνε να πείσουν τους κατοίκους να μένουν στα σπίτια τους, γιατί δε διατρέχουν κανένα κίνδυνο από το στρατό του.
Όταν έφτασε στο Φωξάνι, μια μικρή πόλη στο δρόμο του προς το Βουκουρέστι, φρόντισε να οργανώσει καλύτερα το στρατό του. Εδώ ίδρυσε τον "Ιερό Λόχο" από τους πρώτους ΄Ελληνες που έσπευσαν πρόθυμα να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών. Στις 13 Μαρτίου εγκατέλειψε το Φωξάνι και στις 18 του ίδιου μήνα βρισκόταν στο Μεντζίλι, όπου τον συνάντησε ο Γεωργάκης Ολύμπιος. Έφθανε εκεί προερχόμενος από το Βουκουρέστι με σκοπό να ενημερώσει τον Αρχηγό του για την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη με την είσοδο σ΄ αυτήν του ρουμάνου οπλαρχηγού Βλαδιμηρέσκου.
Την 1η Απριλίου ο Υψηλάντης μετακινήθηκε και έφτασε στο Τιργοβίστι, κωμόπολη της ορεινής Βλαχίας. Εδώ ανέπτυξε τα τμήματα του στρατού του από το Πιτέστι ως το Πλοέστι. Επισκεύασε παλαιά οχυρώματα, κατασκεύασε νέα, εξασφάλισε πολεμοφόδια και αποθήκευσε τρόφιμα. Είχε αντιληφθεί ότι ο καιρός πέρασε και όφειλε να προβεί σε κάποιες σοβαρές προετοιμασίες, ώστε να αντιμετωπίσει τον εχθρό με περισσότερη σιγουριά και από θέσεις που θα είχαν το τακτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου.
Από την πρώτη όμως στιγμή ο Υψηλάντης διέπραξε ένα σφάλμα. Αφαίρεσε την αρχιστρατηγία του Αγώνα από το Γεωργάκη, τον κράτησε όμως δίπλα του ως σωματάρχη του, γιατί νόμιζε πως ο ίδιος θα ήταν ικανότερος να συντονίσει τον αγώνα και τις μάχες που θα ακολουθούσαν με τον εχθρό.
Ενεργώντας με βραδύ ρυθμό ο Υψηλάντης, πέρασε ο Απρίλιος και σχεδόν ο Μάιος και ο Αρχηγός, εκτός από τη θριαμβευτική είσοδο στο Ιάση και την κήρυξη της επανάστασης δεν έπραξε τίποτε άλλο σημαντικό. Γι’ αυτό το Μάϊο, όταν πληροφορήθηκε πως ο Κεχαγιάμπεης με πολύ τουρκικό στρατό πλησίαζε προς το Βουκουρέστι και η σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη, έστειλε και προσκάλεσε τους αρχηγούς των τμημάτων στο Πιτέστι.
Στη συγκέντρωση των οπλαρχηγών ακούστηκαν πολλές γνώμες, αλλά και εκείνη με την οποία συμφώνησε και ο Υψηλάντης, δηλαδή οι επαναστάτες να ακολουθήσουν αμυντική τακτική κατά των επερχομένων τουρκικών δυνάμεων.
Ο Ολύμπιος, έκπληκτος από την πρόταση του αρχηγού του, ζήτησε και πήρε το λόγο. Ήταν σαφής. Χωρίς περιστροφές χαρακτήρισε την αμυντική τακτική "ολέθρια" και αντιπρότεινε να αναληφθεί μια συντονισμένη επιθετική ενέργεια κατά των τουρκικών στρατευμάτων της Μικράς Βλαχίας αρχικά, και μετά ο στρατός να στραφεί κατά του Κεχαγιάμπεη, την κύρια δύναμη του τουρκικού στρατού, όχι όμως στα πεδινά, όπως ζητούσε ο Υψηλάντης. Στα μέρη αυτά,(τα ορεινά) είπε, οπωσδήποτε οι άνδρες μας θα αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη επιτυχία τους Τούρκους, αφού στα βουνά οι Τούρκοι δε θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν το ισχυρό ιππικό τους. Ένας ακόμη λόγος, είπε, που πρέπει να παρασύρουμε εδώ τους Τούρκους είναι και τούτος. Οι στρατιώτες μας είναι συνηθισμένοι να πολεμούν σε τέτοιες περιοχές και όχι στον κάμπο. Έπειτα, οι Πανδούροι θα πολεμήσουν και αυτοί γενναία, γιατί θα υπερασπίζονται τα σπίτια τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Μπροστά στην επιμονή του Ολυμπίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υποχώρησε και αποδέχτηκε την προτεινόμενη τακτική. ΄Ηταν λογική και είχε πολλά πλεονεκτήματα.

Η μάχη στο Δραγατσάνι. Η ήττα και η καταστροφή
Αμέσως έδωσε διαταγή να αρχίσουν οι προετοιμασίες και να λάβουν τις κατάλληλες θέσεις τα στρατεύματα. Από εκείνη τη στιγμή οι κινήσεις στο στρατόπεδο άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονες. Τους πίεζαν τα γεγονότα. Οι τούρκοι απείχαν μερικά χιλιόμετρα και οχυρωνόταν στους λόφους πέρα από το Δραγατσάνι. Όλοι ετοιμαζόταν για τη μεγάλη στιγμή της αναμέτρησης.
Πράγματι, σε λίγο οι πληροφορίες έλεγαν πως ο τουρκικός στρατός του Καραφεήζ εφέντη με 800 ιππείς, προπομπός άλλου πολυάριθμου τουρκικού στρατού, έφτασε έξω από το Δραγατσάνι και οχυρωνόταν πάνω σε ένα λόφο, λαμβάνοντας έτσι τα μέτρα του μήπως του επιτεθούν οι ελληνικές δυνάμεις αιφνιδιαστικά, οι οποίες ήταν στρατοπεδευμένες σε αρκετή απόσταση από τις δικές του θέσεις.
Όταν ο Υψηλάντης βεβαιώθηκε για τις κινήσεις των Τούρκων και αξιολόγησε την κατάσταση, όπως αυτή διαμορφωνόταν τη στιγμή εκείνη, αποφάσισε κι αυτός να μετακινήσει σε θέσεις κατάλληλες τα στρατεύματά του, ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον εχθρό.
Η κύρια δύναμη του Υψηλάντη τη στιγμή αυτή ήταν συγκεντρωμένη στο Ρίμνικο, αρκετά μακριά από το Δραγατσάνι, περίπου 8 ώρες. (Πεζοί 5000, ιππείς 500 και 4 τέσσερα κανόνια).
Με τη δύναμή του αυτή σκόπευε να επιτεθεί σε ένα τμήμα του τουρκικού στρατού, ώστε τα άλλα τουρκικά τμήματα να αναγκαστούν να αποσυρθούν από τις θέσεις τους, που τυχόν θα εμπόδιζαν την επιτυχία του σχεδίου του Υψηλάντη. Η επίθεση του Υψηλάντη θα εκδηλωνόταν κεραυνοβόλα στα τουρκικά τμήματα που βρίσκονταν έξω από το Δραγατσάνι.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, σωματάρχης του Υψηλάντη, όταν πληροφορήθηκε τις θέσεις του τουρκικού ιππικού, μετακινήθηκε κι αυτός από τις θέσεις που κατείχε ως τώρα και στις 3 Ιουνίου κατέλαβε θέσεις πάνω σε ένα λόφο που δέσποζε μιας γέφυρας, η οποία βρισκόταν πάνω σε ένα τέλμα, ενώ τα σώματα του Ν. Υψηλάντη και του χιλίαρχου Βασίλη Καραβιά κατέλαβαν το χείλος της χαράδρας κοντά στη γέφυρα.
Το ίδιο έκανε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που στο διάστημα αυτό πιεζόμενος από τουρκικές δυνάμεις υποχώρησε, με 3000 άνδρες στο Ρίμνικο και από εκεί σε νέα τοποθεσία που βρισκόταν πιο κοντά στο Δραγατσάνι και η οποία δεν απείχε από αυτό περισσότερο από τρεις ώρες. Το Δραγατσάνι βρίσκεται σε πεδιάδα .
Έτσι ήταν διαμορφωμένη η στρατιωτική κατάσταση στην περιοχή γύρω από το Δραγατσάνι, λίγο πριν από τη μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στους επαναστάτες και τους Τούρκους. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Η τύχη της έκβασης του αγώνα θα εξαρτιόταν από τον τρόπο που θα ενεργούσαν και θα εφάρμοζαν τις διαταγές του Αρχηγού τα επαναστατικά στρατεύματα, αλλά και από τη γενναιότητα που θα έδειχναν απέναντι σε αριθμητικά υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις και φυσικά περισσότερο εμπειροπόλεμες.
Ο Γεωργάκης, που αντελήφθη την κρισιμότητα της κατάστασης και επειδή ήθελε η επιχείρηση να διεξαχθεί όσο πιο συντονισμένα και πειθαρχημένα γινόταν, έφυγε από τη θέση του, ύστερα και από πρόσκληση του Υψηλάντη, να τον επισκεφτεί, ώστε να συντονίσουν καλύτερα τις ενέργειές τους
Πριν αναχωρήσει όμως για το στρατόπεδο του Υψηλάντη, ο Γεωργάκης κάλεσε το Ν. Υψηλάντη και το Βασίλη Καραβιά, χιλίαρχο, και τους συνέστησε να προσέχουν τις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων, να μην αναλάβουν καμία δράση εναντίον τους, πριν επιστρέψει ο ίδιος. Άλλωστε, τους είπε, και μόνοι σας το καταλαβαίνετε πως οι στρατιώτες μας είναι κατάκοποι από την πορεία και την εντατική εργασία της προηγούμενης ημέρας, για να ετοιμάσουν τις θέσεις τους. Τους τόνισε ακόμη πως πρέπει να περιμένουν και την άφιξη νέων δυνάμεων που θα τους έστελνε ο Υψηλάντης.
Τα γεγονότα όμως εξελίχτηκαν με τέτοιο απρόβλεπτο τρόπο στο μικρό διάστημα της απουσίας του Ολύμπιου, ώστε να μην τελεσφορήσουν ούτε οι συμβουλές μα ούτε και οι διαταγές του Γεωργάκη προς τους αξιωματικούς του .
Γιατί "ο Βασίλης Καραβιάς, όπως γράφει ο Κόκκινος, βλέποντας τους καπνούς και τας φλόγας καιομένων υπό του Καραφεήζ σπιτιών του Δραγατσανίου προς εξυπηρέτησιν των οχυρωμάτων του, ενόμισεν ότι οι Τούρκοι ητοιμάζοντο να φύγουν και δια τούτο έκαιον το χωριό. Συνήθροισε τους ιππείς του και ετέθη επικεφαλής των δια να επιτεθή κατά των φευγόντων, όπως εσφαλμένως είχε σχηματίσει την γνώμην, δια να μη χάση την ευκαιρίαν μιας ευκόλου νίκης. Ματαίως προσεπάθησε να τον εμποδίση ο Ν. Υψηλάντης υπενθυμίζων εις αυτόν ότι ο αρχηγός (Γεωργάκης Ολύμπιος) είχεν απαγορεύσει οιανδήποτε ενέργειαν χωρίς την άδειάν του".
Ο Καραβιάς, φιλόδοξος όπως ήταν, δεν άκουσε κανένα και επιτέθηκε με το ιππικό του στους Τούρκους που ήταν οχυρωμένοι σε μια Μονή. Σε λίγο έφτασαν τουρκικές ενισχύσεις και ο Καραβιάς βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πράγμα που ανάγκασε και το Ν. Υψηλάντη να κινηθεί σε βοήθειά του. Η συμπλοκή ήταν σφοδρή και τα πρώτα ντουφέκια και οι κανονιές των Τούρκων δόνησαν τον αέρα.
Σε λίγο στον αγώνα συνεπλάκη και ο Ιερός Λόχος, όταν ακόμη πολεμούσε απεγνωσμένα ο Καραβιάς με τους 60 εναπομείναντες ιππείς του. Οι Ιερολοχίτες, παρά τη βροχή, άρχισαν τον αγώνα υπό τους ήχους του εμβατηρίου των εταιριστών. Οι νέοι του Ιερού Λόχου, απειροπόλεμοι οι περισσότεροι, παρόλο ότι πολέμησαν γενναία, έπεσαν οι περισσότεροι στο πεδίο της μάχης,
Ο Γεωργάκης, μόλις άκουσε τους κρότους των κανονιών, πετάχτηκε έξω από τη σκηνή του Υψηλάντη φωνάζοντας
'Μας κατάστρεψε ο Καραβιάς'
Αμέσως, πήρε όσους ιππείς βρήκε έτοιμους στην περιοχή και ξεκίνησε για τη μάχη. Όταν έφτασε στο Δραγατσάνι το κακό είχε γίνει.
Η εμφάνιση όμως του Ολυμπίου στο πεδίο της μάχης ανέκοψε την ορμή των Τούρκων και πρόλαβε με κεραυνοβόλα επίθεση να σώσει τη ζωή 136 ιερολοχιτών από τους 373 που είχε ο Ιερός Λόχος και μαζί τους, ημιλιπόθυμο τον αρχηγό τους Ν. Υψηλάντη, το Γιώργο Λασσάνη, υπασπιστή του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τον "πρωταρχηγό" της Φιλικής Εταιρίας και υπασπιστή του Ιερού Λόχου, Αθανάσιο Τσακάλωφ.
Η καταστροφική αυτή αναμέτρηση, θα είχε αποφευχθεί, εάν η άμετρη φιλοδοξία και επιπολαιότητα του Καραβιά δεν τον οδηγούσε στην άκαιρη και ασυντόνιστη επίθεση. Η μάχη υπήρξε μοιραία. ΄Εκρινε οριστικά την τύχη του Αγώνα. Γιατί στο Δραγατσάνι δε χάθηκε μόνον το άνθος της ελληνικής νεολαίας, αλλά μαζί τους χάθηκε και κάθε ελπίδα για την περαιτέρω συνέχιση του Αγώνα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Η απροσδόκητη ήττα ματαίωσε οριστικά το σχέδιο του Υψηλάντη και προκάλεσε κατάρρευση του ηθικού του στρατού, που οδήγησε τελικά στη διάλυσή του.

Η αποχώρηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο ηρωικός θάνατος του Ολυμπίου. Το τέλος του Αγώνα.
Η ανατολή της 8ης Ιουνίου βρήκε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη βαθιά θλιμμένο και απογοητευμένο από την απροσδόκητη συμφορά στο Δραγατσάνι να βαδίζει από το πεδίο της μάχης προς το Ρίμνικο. Το Ρίμνικο θα αποτελέσει και την τελευταία πόλη από όπου ο Υψηλάντης για τελευταία φορά ως γενικός Αρχηγός του Αγώνα, θα απευθύνει την τελευταία του προκήρυξη.
Σ' αυτήν εξήρε την ανδρεία των Ιερολοχιτών, ενώ ταυτόχρονα κατηγόρησε δριμύτατα για προδοσία μερικούς από τους συνεργάτες του και κυρίως το Σάββα Καμινάρη και το Βασίλη Καραβιά, τους οποίους αναθεμάτισε για τη διαγωγή τους. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα της προκήρυξής του.
" Σεις, σκιαί των γενναίων Ελλήνων εκ του Ιερού Λόχου, όλοι οι προδοθέντες επέσατε θύματα δια την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχθήτε δι' εμού τας ευχαριστήσεις των ομογενών σας! Ολίγος καιρός και στήλη θα αναγερθή να διαιωνίση τα ονόματά σας. Με φλογερούς χαρακτήρας είναι χαραγμένα εις τα φίλτρα της καρδιάς μου τα ονόματα εκείνων, όσοι μέχρι τέλους μ' έδειξαν πίστιν και ειλικρίνειαν. Η θύμησίς των θα είναι πάντοτε το μόνον δροσιστικόν ποτόν της ψυχής μου".
Ήταν το μεγάλο "ευχαριστώ" του αρχηγού προς τους άνδρες του, οι οποίοι στάθηκαν δίπλα του και πολέμησαν για το μεγάλο σκοπό. Ο Ολύμπιος, που τον συνόδευε με το σώμα του, δε συνέχισε την πορεία του παραπέρα. Στο σημείο αυτό οι δύο άνδρες χωρίστηκαν. Η σκηνή του αποχωρισμού υπήρξε συγκινητική. Να πως την περιγράφει ο Κόκκινος:
"Οι δύο άνδρες, ο λεπτός πρίγκιψ και ο ηρωικός πολεμιστής του Ολύμπου, που είχαν συνενωθή δια τον μεγάλο Αγώνα της απολυτρώσεως της πατρίδος, με τόσην δόξαν παρελθόντος και οι δύο, με νωπήν την κοινήν ατυχίαν ενηγκαλίσθησαν αλλήλους και εφιλήθησαν ωσάν αδελφοί, με τα δάκρυα εις τα μάτια. Δεν ευρήκαν άλλην φράσιν ν' ανταλλάξουν. Καλήν αντάμωσιν εις την Πατρίδα. ΄Ηλπιζαν και οι δύο. Κάτω εις την Ελλάδα ερρίπτοντο νικηφόροι πυροβολισμοί και η ηχώ των έφθασεν εις την ψυχήν των".
Και ο μεν Υψηλάντης με τους αδελφούς του και μερικούς άλλους διάβηκε τα αυστριακά σύνορα και είχε τη γνωστή σε όλους μας τύχη, ο δε Γεωργάκης Ολύμπιος πήρε το δρόμο για την ορεινή Βλαχία, όπου τον ανέμενε με αγωνία η γυναίκα του Στάνα και τα παιδιά του, τους οποίους αποχαιρέτησε, αλίμονο, για τελευταία φορά. Έπειτα, με τα παλικάρια του προχώρησε προς τα σύνορα της Ρωσίας με την ελπίδα πως θα μπορούσε να σωθεί εκεί και να κατέλθει από εκεί στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, για να συνεχίσει με τους συμπατριώτες του το μεγάλο Αγώνα για τη λευτεριά της Πατρίδας.
Φτάνοντας στη Βλαχία συνάντησε το Γιάννη Φαρμάκη με τους δικούς του. Οι δυο οπλαρχηγοί ένωσαν τις δυνάμεις τους, για να αντιμετωπίσουν στο εξής κάθε παρουσιαζόμενο κίνδυνο, μέχρι να σωθούν στη Ρωσία.
Δυστυχώς, για το Γεωργάκη και το Φαρμάκη, η κατάσταση στη Ρουμανία είχε μεταβληθεί. Οι Ρουμάνοι είδαν τη διέλευσή τους με εχθρικό μάτι και πρόδωσαν τις κινήσεις των Ελλήνων στους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν την καταδίωξή τους, πριν προλάβουν να περάσουν στο ρωσικό έδαφος. Για κακή του τύχη ο Ολύμπιος όλο αυτό το χρόνο ήταν άρρωστος και μεταφερόταν σε φορείο.
Στο τέλος Αυγούστου έχει αναρρώσει και, μη θέλοντας να μείνει το χειμώνα στην ορεινή περιοχή, αποφάσισε να κατεβεί χαμηλότερα. Η κίνηση αυτή είχε ως συνέπεια να τον εγκαταλείψουν πολλοί σύντροφοί του, γιατί δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους. Έτσι, ο Γεωργάκης και ο Φαρμάκης, με 350 συνολικά άνδρες, έφτασαν στη Μονή Νάμτσου και από εκεί στις 8 Σεπτεμβρίου στη Μονή Σέκου, που απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο.
Στις 7-8 Σεπτεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες, ενώ στις 9 του ιδίου μηνός η πολιορκία της Μονής. Οι επιθέσεις των Τούρκων αποκρούονταν η μια μετά την άλλη. Ο Φαρμάκης πολεμούσε γενναία κλεισμένος στη Μονή, ενώ είχε μεταφέρει πολεμοφόδια στο καμπαναριό, όπου ήταν οχυρωμένος με 11 άνδρες ο Γεωργάκης Ολύμπιος και απέκρουε απεγνωσμένα τις αλλεπάλληλες τουρκικές επιθέσεις. Οι Τούρκοι ήταν πολυάριθμοι και η μια επίθεση ακολουθούσε την άλλη. Ο Γεωργάκης, όταν διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να κρατήσει με τους συντρόφους του το καμπαναριό, λέγεται, πως απηύθυνε μια ανακοίνωση προς όλους τους Έλληνες, παραπονούμενος για τη στάση των ισχυρών απέναντι στο δίκαιο αγώνα τους και προέτρεψε τους έντεκα συναγωνιστές την πιο κρίσιμη στιγμή για τη ζωή τους να πεθάνουν για την πατρίδα.
«Ανδρείοι Έλληνες, όλοι μας υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα… από τους ομοδόξους γείτονές μας κάποιοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας…Εσώσαμεν εντούτοις την τιμήν μας. Η Ευρώπη γνώρισε τους γιους της Ελλάδας! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται αργά για μας. Εμπρός, αδέρφια, ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η Θρησκεία και η Ελευθερία της Ελλάδας, Θάνατος στους βαρβάρους’
( 11 Σεπτεμβρίου 1921.)
Πριν όμως προχωρήσει στην ανατίναξη του καμπαναριού, όταν υπήρχε ακόμη δυνατότητα κάποιοι να φύγουν και να σωθούν ο Γεωργάκης είπε στους συντρόφους του
"Παιδιά, εγώ θα μείνω εδώ να λειώσω, εσείς αν θέλετε, φύγετε. Σας ανοίγω την Πόρτα". Άνοιξε την πόρτα. Δεν έφυγε κανένας! Σε λίγο οι Τούρκοι πλησίασαν το καμπαναριό και προσπάθησαν να ανεβούν τα σκαλιά. Δεν πρόλαβαν. Γιατί μια ισχυρή βροντή ανατίναξε το καμπαναριό και αφάνισε υπερασπιστές και επιτιθεμένους. Έτσι ηρωικά άρχισε τον αγώνα κατά των Τούρκων ο γενναίος αγωνιστής του Ολύμπου και έτσι γενναία πέθανε για την πατρίδα.
Ο Φαρμάκης, μην μπορώντας να συνεχίσει τον άνισο αγώνα, παρόλο ότι αντιστάθηκε 14 ολόκληρες ημέρες στη Μονή, στις 23 Σεπτεμβρίου, ύστερα από συμφωνία που επιτεύχθηκε με εγγύηση του Αυστριακού Γενικού Προξένου Ουδρίσκη, παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι Τούρκοι όμως αθέτησαν το λόγο τους. Συνέλαβαν και έσφαξαν τους γενναίους αγωνιστές της Μονής, το γενναίο όμως αρχηγό τους, άτυχο Γιάννη Φαρμάκη, τον έστειλαν ζωντανό λάφυρο στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον εκτέλεσαν με τον αγριότερο τρόπο.
Η τελευταία τουφεκιά της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ρίχτηκε το πρωινό της 23ης Σεπτεμβρίου, όταν ο Γιωργάκης πια είχε περάσει στην αθανασία εδώ και μέρες και ο Φαρμάκης παραδινόταν στα χέρια των Τούρκων, ενώ την ίδια στιγμή πολλοί συμπολεμιστές του γνώριζαν την εκδικητική μανία των αλλοθρήσκων μωαμεθανών.
Ο ήλιος κατακόκκινος κι αυτός από το πολύ αίμα έδυσε και σήμερα πίσω από τις ψηλές κορυφές των βουνών και αποχαιρέτησε για τελευταία φορά νεκρούς, αλλά δοξασμένους τους γενναίους αγωνιστές της Μονής Σέκου. Την ημέρα αυτή έσβηνε άδοξα μια επανάσταση, αλλά εδραιωνόταν μια άλλη, η επανάσταση στην Ελλάδα και ο γέρος του Μοριά έφιππος ανέβαινε νικητής και τροπαιούχος στην Ακρόπολη της Τριπολιτσάς!
Έτσι τελείωσε η ζωή των γενναίων ανδρών και ιδιαίτερα του γενναίου αρματολού του Ολύμπου, Γεωργάκη Νικολάου Ολύμπιου και των γενναίων συμπολεμιστών του.
Όλοι αργότερα, όσοι ασχολήθηκαν με την Ελληνική Επανάσταση- φίλοι και εχθροί- στάθηκαν με θαυμασμό και άπειρο σεβασμό μπροστά στη γενναιότητα, τη φιλοπατρία, την αγνότητα και την αυτοθυσία του ήρωα, ώστε να γράψει ο Φωριέλ για το Γεωργάκη ¨Ο Γεωργάκης Ολύμπιος είχε, εκείνα τα χρόνια μια φήμη, ιδιαίτερα στους Έλληνες του εξωτερικού, όση εμείς οι νεώτεροι δεν συγκρατήσαμε. Αρματολός του Ολύμπου, που από παλιότερα, αναδείχτηκε βαλκανικός ήρωας από το 1800, πολεμώντας πλάι στους Σέρβους, στους Ρουμάνους και στους Ρώσους, τον εχθρό. Με το κίνημα του Υψηλάντη το 1821 ο ελληνικός λαός έμαθε ή διαισθάνθηκε ότι αυτός ήταν η ψυχή του αγώνα στη Μολδοβλαχία. Κι έμεινε έτσι πραγματικός ως το ηρωικό ολοκαύτωμά του στο Μοναστήρι του Σέκου».(Δημ. Λουκάτου, Περιοδ Νέα, Τα πρώτα τραγούδια του ’21, Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1970)
Τόση μεγάλη ήταν η απήχηση της μεγάλης προσφοράς του στον αγώνα του έθνους, ώστε να αναγκάσει κι αυτόν το μισέλληνα Φίνλευ να ομολογήσει πως "ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε άνδρας αγαθός, ενθουσιωδώς αφοσιωμένος εις τον Ελληνικό αγώνα και τρέφων μίσος άσπονδο κατά των Τούρκων".
Η ομολογία αυτή νομίζουμε πως αποτελεί την καλύτερη αναγνώριση της αξίας του άνδρα και της προσφοράς του στην Ελληνική υπόθεση.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ευτύχησε να έχει θάνατο ηρωικό και να εκπληρώσει στο ακέραιο τα όσα υποσχέθηκε στον Υψηλάντη. "Υπόσχομαι να αγωνιστώ ως τη στερνή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινη περίσταση".
Το Έθνος των Ελλήνων τον ευχαριστεί και τον ευγνωμονεί αιωνίως. Μαζί του και όλους τους συμπολεμιστές του που θυσιάστηκαν για τη λευτεριά της Πατρίδας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
ΓΙΑΤΙ Η ΠΑΛΛΑΔΑ ΑΘΗΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΙΣΟΘΕΟ ΟΔΥΣΣΕΑ;

Οι αντιλήψεις του ομηρικού ανθρώπου για τους θεούς του Ολύμπου παρέχονται αποσπασματικά και ευκαιριακά από τον ποιητή στα δύο μεγάλα του έπη: Ιλιάδα και Οδύσσεια. Εκείνος όμως που θέτει μια τάξη στις αντιλήψεις αυτές για τους θεούς και τις θεές είναι ο Ησίοδος. Ο ποιητής, στο γνωστό του έργο “Θεογονία”, προσπαθεί να βάλει μια τάξη στην ακαταστασία που επικρατεί στον κόσμο των θεών. Γι’ αυτόν η δημιουργία του κόσμου αρχίζει από το Χάος. Από αυτό δημιουργείται ο Ουρανός και η Γη, το πρώτο ζευγάρι στον κόσμο των θεών. Ακολουθούν οι άλλες δημιουργίες, ώσπου επικρατεί ο Δίας, ύστερα από αγώνες σκληρούς κατά των τιτάνων. O Ησίοδος πλάθει τους θεούς του Ολύμπου ανθρωπόμορφους, όπως τους φαντάζεται και ο ΄Ομηρος πριν από αυτόν.
Οι θεοί του Ολύμπου, κατά τον ΄Ομηρο, μπορεί να είναι ισχυρότεροι από τον άνθρωπο και αθάνατοι, αλλά δεν παύουν να έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες τους, όπως και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι με τη σειρά τους, επειδή έχουν την ανάγκη των θεών, τους λατρεύουν, προσφέροντάς τους θυσίες αιματηρές και αναίμακτες. ΄Ετσι, θεοί και άνθρωποι, πολλές φορές συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε, όταν προφέρουμε το όνομα ενός ήρωα, να φέρουμε συγχρόνως συνειρμικά στο νου μας και τον αντίστοιχο προστάτη του θεό (Πάρης- Αφροδίτη, Οδυσσέας- Αθηνά ).
Ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια έχει μια σύμμαχο θεά, η οποία τον συμπαραστέκεται σ' όλες τις δύσκολες στιγμές του και έναν άσπονδο εχθρό, τον Ποσειδώνα, που τον μισεί, γιατί τύφλωσε το γιο του Πολύφημο. Βοηθός και πιστός φύλακας του Οδυσσέα η Αθηνά, σκληρός και πείσμων διώκτης του ο Ποσειδώνας. Η Αθηνά συμπαθεί και προστατεύει τον Οδυσσέα από την αρχή του τρωικού πολέμου έως την επιστροφή του στην Ιθάκη και την αποκατάσταση της τάξης στο βασίλειό του.
Αντίθετα, το μίσος του Ποσειδώνα αρχίζει από τη στιγμή που ο ήρωας τυφλώνει τον Πολύφημο, γιο του Ποσειδώνα, και συνεχίζεται ίσαμε να φτάσει ο Οδυσσέας στην πατρίδα του. Και όσον αφορά στον Ποσειδώνα υπάρχει ένας σοβαρός λόγος που μισεί τον Οδυσσέα, ο γνωστός. Η Αθηνά όμως τι λόγους έχει να συμπαθεί και να συμπαραστέκεται τον Οδυσσέα και την οικογένειά του στις δύσκολες στιγμές; Είναι ένα ερώτημα που θέτει ο ποιητής με τη φωνή του Νέστορα, όταν ο σοφός γέροντας συζητά με τον Τηλέμαχο στο παλάτι του.
"ου γαρ πω ίδον ώδε θεούς αναφανδά φιλεύντας
ως κείνω αναφανδά παρίστατο Παλλάς Αθήνη".(γ,221-222)
"Γιατί δεν είδα από θεούς έτσι άλλη αγάπη ακόμα πιο φανερή
καθώς αυτόν (τον Οδυσσέα) προστάτευε η Παλλάδα".
Αναρωτιέται, λοιπόν, ο γερο-Νέστορας, γιατί δεν μπορεί να εξηγήσει με την πείρα και τη λογική που διαθέτει αυτή τη φανερή αγάπη της Αθηνάς προς τον ήρωα. Στρεφόμενος προς τον Τηλέμαχο του λέγει: “αν σ' αγαπούσε και σένα τόσο η Αθηνά, τότε δεν είχες να φοβηθείς κανένα”. Και δεν είχε άδικο, αφού η Αθηνά σ' όλα τα γεγονότα του έπους ακολουθεί από κοντά τα βήματα του Οδυσσέα και είναι έτοιμη πάντα να του προσφέρει τη βοήθειά της. Αψευδείς μάρτυρες οι πράξεις της σοφής θεάς.
Συγκεκριμένα, στην πρώτη συνέλευση των θεών στον ΄Ολυμπο (α, 47 και εξής), όταν ο Οδυσσέας βασανίζεται καθηλωμένος εφτά χρόνια στο νησί της Καλυψώς, η θεά βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει στη συνέλευση των θεών το θέμα του νόστου του Οδυσσέα, και πετυχαίνει με κοινή απόφαση όλων των θεών, εκτός του Ποσειδώνα, που απουσιάζει στην Αιθιοπία, την έγκριση της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη.
Και επειδή η απόφαση των θεών αργεί να εκτελεστεί, η Αθηνά επεμβαίνει δυναμικά στη δεύτερη συνέλευση των θεών (ε, 2 και εξής) και πείθει το Δία να ενεργοποιήσει τον Ερμή, προκειμένου να υποχρεωθεί η Καλυψώ να επιτρέψει στον Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αυτή άλλωστε ήταν και η μοίρα του ήρωα, την οποία κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει.
Από την άλλη μεριά φαίνεται πως και ο Οδυσσέας τρέφει μεγάλο σεβασμό απέναντι στη θεά Αθηνά. Απόδειξη της αδυναμίας του αυτής προς τη θεά είναι ότι, κάθε φορά που βρίσκεται ο ήρωας σε δύσκολη θέση, τα βάζει με την κακή του μοίρα και με τους θεούς, που νομίζει πως και πάλι τον ξεγέλασαν. Ποτέ δεν καταφέρεται προσωπικά εναντίον της Αθηνάς. Ακόμη, και στις προσευχές του είναι διακριτικός. Γιατί είναι αλήθεια πως, όταν προσεύχεται, ανάμεσα στους άλλους θεούς που κατά περίπτωση επικαλείται τη βοήθειά τους, πάντα προέχει το όνομα της Παλλάδας Αθηνάς. Ο ήρωας γνωρίζει καλά πόσο του συμπαραστάθηκε η θεά στον Τρωικό πόλεμο και δε διστάζει να το ομολογήσει.
"τούτο δ' εγών εύ οίδα, ότι μοι πάρος ηπίη ήσθα,
είος ενί Τροίη πολεμίζομεν υίες Αχαιών".(ν, 314-15)
"Μα αλήθεια αυτό δεν το ξεχνώ πως με πονούσες πρώτα,
ενόσω πολεμούσαμε οι Αχαιοί στην Τροία".
΄Οταν όμως για κάποιο διάστημα η Αθηνά δεν του δείχνει φανερά τη συμπαράστασή της, τότε ο ήρωας, απογοητευμένος από την εσφαλμένη γνώμη του, διαμαρτύρεται και ζητά να ακούσει τις παρακλήσεις του η θεά.
"νυν δη περ μευ άκουσον, επεί πάρος ούποτ' άκουσας,
ραιομένου, ότε μ' έρραιε κλυτός εννοσίγαιος". (ζ, 325)
"Επειδή στο παρελθόν ποτέ δεν άκουσες την προσευχή μου,
όταν με κατάτρεχε ο ξακουστός Ποσειδώνας, τουλάχιστο άκουσέ με τώρα και βόηθα με".
Το αξιοσημείωτο είναι πως, ενώ απορεί και διαμαρτύρεται για τη δήθεν εγκατάλειψή του από τη θεά, όμως στην ίδια καταφεύγει και της ίδιας τη συνδρομή εκλιπαρεί πάλι.Το παράπονο του ήρωα είναι δικαιολογημένο, γιατί πράγματι η Αθηνά, για να μη δυσαρεστήσει το θείο της Ποσειδώνα, δεν αντιδρά στις άδικες και σε κάποιο σημείο ανεπίτρεπτες ενέργειες του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Το εξομολογείται αργότερα η ίδια στον Οδυσσέα σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία μαζί του:
“δεν ήθελα ναρθώ σε σύγκρουση με τον αδελφό του πατέρα μου”.
Παρόλα αυτά, όταν ο Οδυσσέας κινδυνεύει να πνιγεί έξω από τη Σχερία, η Αθηνά επεμβαίνει αποφασιστικά, χωρίς να υπολογίσει τη δυσαρέσκεια του θείου της, σταματά την τρικυμία και ο Οδυσσέας κολυμπώντας φτάνει στη φιλόξενη χώρα της Ναυσικάς και ξεφεύγει το θάνατο. Η Αθηνά στην περίπτωση αυτή δε γαληνεύει μόνον την τρικυμισμένη θάλασσα, αλλά φωτίζει και το μυαλό του ήρωα να γαντζωθεί στο βράχο και να σωθεί από την ορμή του κύματος. Βέβαια, δε θα πρέπει να ξεχνούμε την όλη δραστηριότητα της θεάς, ώσπου να οδηγήσει τη Ναυσικά στο ποτάμι με την άμαξα και τις παραδουλεύτρες, για να πλύνουν τα ρούχα, ούτε ασφαλώς και την ομίχλη με την οποία σκεπάζει τον ήρωα, ώσπου να φτάσει απαρατήρητος στο παλάτι του Αλκίνοου και της Αρήτης.
"Τονδ' άρα Φαίηκες ναυσικλυτοί ουκ ενόησαν
ερχόμενον κατά άστυ δια σφέας. ου γαρ Αθήνη
εία ευπλόκαμος, δεινή θεός, η ρα οι αχλύν
θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέουσ' ενί θυμώ"(η, 39-42)
"Κανένας από τους κοσμοξάκουστους Φαιάκους δεν τον είδε
γιατί δεν άφηνε η θεά, η λατευτή Παλλάδα,
και για καλό του με θεϊκό τον σκέπαζε σκοτάδι"
΄Υστερα από τα όσα αναφέραμε αναρωτιέται κανείς, και δικαιολογημένα, γιατί τέλος πάντων αυτή η συμπάθεια και αυτό το ενδιαφέρον της θεάς για ένα θνητό; Μήπως γιατί η Αθηνά μισεί τους Τρώες εξαιτίας του Πάρη ή μήπως γιατί ο Οδυσσέας πρόσφερε πλούσιες θυσίες και προσφορές στο βωμό της Αθηνάς; Πουθενά όμως στο έπος δεν αφήνεται από τον ποιητή να εννοηθεί κάτι τέτοιο. Τι στην αλήθεια συμβαίνει λοιπόν;
Την απάντηση στα εύλογα ερωτήματα του αναγνώστη (ακροατή) φροντίζει να δώσει ο ποιητής σε χρόνο ανύποπτο γι’ αυτόν, κατάλληλο όμως για τον ποιητή. Ο ποιητής αρέσκεται να κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη (ακροατή), γι’ αυτό ξεκαθαρίζει και αποσαφηνίζει τα πράγματα με αργό ρυθμό και σε μικρές "δόσεις" θα λέγαμε, ώστε να άρει τις όποιες απορίες του απομένουν ακόμη. Ακολουθεί την τακτική της επιβράδυνσης.
Ο ποιητής δε βιάζεται, αρνείται να υποταχθεί στη λογική και τις απαιτήσεις του ακροατή (αναγνώστη). Δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα και τις απορίες του αναγνώστη, όταν εκείνος, ο ποιητής, θέλει.
Ο Οδυσσέας πέτυχε να μπει απαρατήρητος στο παλάτι του Αλκιίνοου και να πετύχει με την αποκάλυψ της ταυτότητάς του την επιστροφή στην πατρίδα του. Οι Φαίακες τον μεταφέρουν κοιμισμένο στο νησί του, τον αφήνουν στην ακτή και επιστρέφουν στην πατρίδα τους. ΄Όταν όμως κάποτε ξυπνά ο Οδυσσέας και έκπληκτος βλέπει γύρω του έναν τόπο εντελώς άγνωστο σ' αυτόν, κακές σκέψεις παιρνούν από το μυαλό του. Το τοπίο δεν του θυμίζει τίποτε από την Ιθάκη της νιότης του. Η θεά έχει καλύψει την περιοχή με ένα σύννεφο ομίχλης. Και τη στιγμή που ο ήρωας αναρωτιέται σε ποια χώρα πάλι να βρίσκεται, παρουσιάζεται η Αθηνά μεταμορφωμένη σε βοσκό και ζητά να μάθει ποιος είναι και πώς έφτασε ως την Ιθάκη.
Εκείνος, αντί να της απαντήσει ευθέως, της αφηγείται μια πλαστή ιστορία. Ο ήρωας το συνηθίζει αυτό, γιατί έτσι αποφεύγει να πει την αλήθεια και να αποκαλύψει την ταυτότητά του, την οποία προσπαθεί να κρατήσει μυστική με κάθε τρόπο. Η Αθηνά, που αντιλαμβάνεται την πρόθεσή του, αμέσως από από βοσκός μεταμορφώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Οδυσσέα σε μια ωραία γυναίκα, η οποία τον πλησιάζει, του πιάνει φιλικά το χέρι και του λέγει:
" Κερδαλέος κ' είη και επίπλοκος ος σε παρέλθοι
εν πάντεσσι δόλοισι, και ει θεός αντιάσειε,
σχέτλιες, ποικιλομήτα,δόλων ατ' ουκ αρ' έμελλες,
ούδ' εν ση περ εών γαίη, λήξειν απατάων
μύθων τε καικλοπίων, οι τι παιδόθεν φίλοι εισίν,
αλλ' άγε μηκέτι ταύτα λεγώμεθα, ειδότες άμφω
κέρδε' επεί συ μεν έσσι βροτών οχ άριστοςαπάντων
βουλή και μύθοισιν, εγώ Δε εν πάσι θεοίσι
μήτι τε κλέομαι και κέρδεσιν, ουδέ σύγ' έγνως
Παλλάδα δ' Αθηναίην, κούρην Διός, ή τε τοι αιεί
εν πάντεσσι πόνοισι παρίσταμαι ηδέ φυλάσσω,
και δε σε Φαιήκεσιν φίλον πάντεσσιν έθηκα.
Νυν αύ δεύρ' ικόμην, ίνα τοι συν μήτιν υφήνω
χρήματά τε κρύψω, όσα τοι Φαίηκεςαγαυοί
ώπασανοίκαδ' ιόντι εμή βουλή τε νόω Τε,
είπω θ' όσσα τοι αίσα δόμοις ένι ποιητοίσι
κήδε' ανασχέσθαι.”(ν 291-307)
" Σοφός και τετραπέρατος θα είναι όποιος σε περάσει
στα χίλια σου τεχνάσματα, θεός κι αν είναι ακόμα.
καημένε, πολυμήχανε και μάστορη στους δόλους,
μήτε μες στην πατρίδα σου τις πονηριές δεν παύεις
κι όσα ψευτόλογα αγαπάς από γεννησιμιό σου.
Μον' έλα, αυτά ας τ' αφήσουμε, το ξέρουμε κι οι δυο μας
ποιο μας συμφέρει, αφού και συ απ' όλους τους ανθρώπους
ο πρώτος είσαι στη βουλή και στη ρητοροσύνη,
κι εγώ για τη σοφία μου και την πολλή μου γνώση
στον ουρανό φημίζομαι στους αθανάτους όλους.
Μα μήτε εσύ δε γνώρισες την Αθηνά Παλλάδα,
τη θυγατέρα του Διός, που παραστέκω πάντα
κοντά σου σ' όλες τις δουλειές και σ' όλα σε προσέχω,
και τους Φαιάκους έκαμα να σ' αγαπήσουν όλοι.
Τώρα πάλε έφτασα κι εδώ βουλή μαζί σου να 'βρω,
να κρύψω αυτούς τους θησαυρούς, που οι ξακουστοί Φαιάκοι
σου δώσανε, όταν έφευγες με φώτιση δική μου,
και να σου πω όσα βάσανα γραφτό είναι να περάσεις
στο αρχοντικό το σπίτι σου".
H σκηνή είναι ομολογουμένως καταπληκτική,Συνομιλεί πρόσωπο με πρόσωπο ένας θνητός με μια αθάνατη θεά, την Αθηνά, τη θεά της σοφίας και επιπλέον, γιατί απαντά στη δική μας απορία αλλά και του Οδυσσέα. Προστατεύει τον Οδυσσέα η θεά, γιατί έχουν πολλά κοινά σημεία οι δυο τους. Εκείνη εξέχει στη γνώση και τη σοφία στον κόσμο των θεών, Εκείνος, αντίστοιχα, στον κόσμο των θνητών. Οι αρχαίοι έλεγαν:
"Ομοιος ομοίω αεί πελάζει" και δεν είχαν άδικο.
Η θεά Αθηνά είναι ειλικρινής μαζί του και του αποκαλύπτει το λόγο που δεν τον βοηθούσε, όταν κινδύνευε από την οργή του Ποσειδώνα. Δεν ήθελε, του λέγει, ναρθεί σε ρήξη με τον αδελφό του πατέρα της. Η αποκαλυπτική αυτή ομολογία της θεάς αφήνει άναυδο τον ήρωα και ικανοποιεί τον ακροατή, αφού η Αθηνά εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις σαν από μηχανής θεός και δίνει λύσεις σε δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευνοούμενοί της, βοηθώντας έτσι και τον ποιητή να συνεχίσει την αφήγηση του επικού μύθου.
΄Οταν, λοιπόν, η ανθρώπινη σοφία συνεπικουρείται από τη θεϊκή και όταν η θεοσέβεια είναι πηγαία και διαρκής, τότε ο άνθρωπος αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες της ζωής με ευκολία και θαυματουργεί.
Η όλη αναφορά μας θα μπορούσε, σε τελευταία ανάλυση, να χαρακτηριστεί και ως ένα δείγμα επιβράδυνσης, την οποία αγαπά, και πολλές φορές εφαρμόζει στο έπος ο ποιητής, για να φτάσει στον αντικειμενικό του σκοπό, όπως αυτός τον σχεδίασε, αφού τίποτε στην τύχη δεν κάνει ο ΄Ομηρος. Αυτό είναι ίσως και μια ακόμη απόδειξη πως το έργο είναι δημιούργημα ενός και μόνου μεγάλου δημιουργού. Ο ποιητής με τον τρόπο του θέτει στον αναγνώστη ερωτήματα, τον κρατά σε αγωνία, αλλά κάποτε, όταν ο ίδιος κρίνει κατάλληλη την περίπτωση, δίνει τις δικές του εξηγήσεις-απαντήσεις, πράγμα που ικανοποιεί τον αναγνώστη και τον λυτρώνει από την αγωνία του.
Πληροφορήθηκε ο Οδυσσέας για τη συμπάθεια που τρέφει η θεά απέναντί του, αλλά μαζί του ενημερώθηκε και ο ακροατής, που ανυπομονούσε να μάθει το λόγο της συμπάθειας και αγάπης της Αθηνάς προς τον προστατευόμενό της Οδυσσέα. Μια ακόμη δικαιολογημένη απορία, δική μας, του Νέστορα και πολλών άλλων, έχει απαντηθεί ικανοποιητικά.
Η απάντηση της Αθηνάς μπορεί να ικανοποίησε τον αναγνώστη, τον Οδυσσέα, το Νέστορα και άλλους, αλλά ταυτόχρονα προκάλεσε ένα νέο μεγάλο ερωτηματικό στον προσεκτικό μελετητή του έπους.
Τελικά, πότε λέγει την αλήθεια η Αθηνά στο έπος, όταν δηλαδή κατηγορηματικά δηλώνει στον Οδυσσέα πως αν δε τον βοήθησε σε δύσκολες στιγμές είναι γιατί δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τον αδελφό του πατέρα της, τον Ποσειδώνα, ή όταν, χωρίς να υπολογίσει το θεό της θάλασσας, επενέβη, σταμάτησε την τρικυμία και έσωσε τη ζωή του προστατευομένου της Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων;
Είναι ένα ζήτημα υπό εξέταση.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

2. ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ

Η ζωή και ο θάνατος είναι δύο οριακά σημεία κάθε έμβιου όντος, που γεννιέται, αναπτύσσεται, διαγράφει μια πορεία μικρή ή μεγάλη, πετυχημένη ή αποτυχημένη στη ζωή και πεθαίνει. Η ζωή εναλλάσσεται με το θάνατο, όπως η Ανατολή με τη Δύση, το φως με το σκοτάδι. Ο άνθρωπος είναι κι αυτός μέρος της διαδικασίας αυτής. Κι αυτός εμφανίζεται στη σκηνή της ζωής, παίζει τον πετυχημένο ή μη ρόλο του και μετά χάνεται. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών: η γέννηση, η δράση και ο θάνατος. Μόνον οι θεοί είναι αθάνατοι και αιώνιοι. Ζουν ευτυχισμένοι στον Όλυμπο τρώγοντας αμβροσία και πίνοντας νέκταρ.
Αν όμως διερευνήσουμε ποιο από τα δύο οριακά σημεία του ανθρώπου εκμεταλλεύεται ο τραγικός ποιητής, για να ανελίξει το μύθο και ολοκληρώσει τη θεατρική πράξη, θα διαπιστώσουμε πως επιλέγει επίμονα το θάνατο, γιατί το στοιχείο αυτό του είναι πιο τραγικό και τον βοηθά αφάνταστα στην τραγική παράσταση των γεγονότων της ζωής.
Στην τραγωδία είναι καθολική η πίστη πως πολλές φορές το τέλος για τους ανθρώπους είναι καθορισμένο. Tο καθορίζει η Μοίρα αλλά και άλλοι παράγοντες, όπως είναι οι νεκροί! Πιστεύεται μάλιστα πως οι νεκροί έχουν τη δύναμη και μέσα από τον τάφο ακόμη να εκδικούνται τους ζωντανούς, όταν βέβαια, οι τελευταίοι παραβαίνουν παγιωμένους κανόνες της ζωής ή νόμους της ηθικής τάξης.
Έτσι, ο θάνατος της Ιφιγένειας στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου τροχιοδρομεί το θάνατο του βασιλιά Αγαμέμνονα από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο, ενώ και ο θάνατος του Αγαμέμνονα με τη σειρά του σκοτώνει την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο με το χέρι του Ορέστη. Γίνεται έτσι φανερό πως κι εδώ το μοιραίο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου επαναλαμβάνεται. Οι ίσαμε τώρα ζωντανοί γίνονται νεκροί και πληρώνουν αμαρτήματα δικά τους ή προπατορικά. Οι θάνατοι δεν έχουν τελειωμό.
Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Ο Έκτορας στην Ιλιάδα, μετά την ισόπαλη μονομαχία του με το γενναίο Αίαντα, προσφέρει στον ήρωα, ως δώρο ένα ξίφος. Ο Αίας όμως, περήφανος όπως είναι, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, δεν μπορεί να ανεχτεί τη γελοιοποίησή του από την Αθηνά και προτιμά το θάνατο από την ατιμωτική ζωή. Πέφτει πάνω στο ξίφος του και αυτοκτονεί. Ο τρόπος του θανάτου του δίνει αφορμή στον Τεύκρο, τον αδελφό του, να πει θλιμμένος
«Ούτος δ’ εκείνου τήνδε δωρεάν έχων
προς τούδ’ όλωλε θανασίμω πεσήματι.
Αρ ουκ Ερινύς τούτ’εχάλκευσεν ξίφος
κακείνον Άιδης δημιουργός άγριος ;
Εγώ μεν ουν και ταύτα και τα πάντ’αεί
φάσκοιμ’ αν ανθρώποισι μηχανάν θεούς.» (Σοφοκλή, Αίας στ.1032-1037).
«Κι αυτός (Αίας) που πήρε δώρο τούτο το σπαθί, απ’ αυτό χάθηκε και έπεσε πάνω του και βρήκε το θάνατο. Λοιπόν τούτο το σπαθί δεν το έκανε Ερινύα κι εκείνη τη ζώνη δεν την έπλεξε ο Άδης, ο τρομερός τεχνίτης; Εγώ μπορώ να πω πως κι αυτά κι όλα πάντα οι θεοί στους ανθρώπους τα δίνουν».
Ενώ σε άλλο σημείο της ίδιας τραγωδίας ο Τεύκρος, θρηνώντας για το θάνατο του αδελφού του, τονίζει πως δεν μπορεί να τον αποσπάσει από το κοφτερό σπαθί, το φονιά του, και καταλήγει:
«…….…Είδες ως χρόνω
έμελλέ σ’Έκτωρ και θανών αποφθίσειν;»
"………Είδες πως με τον καιρό
ο Έκτορας έμελλε και νεκρός να σε αφανίσει;"(Σοφοκλ.Αίας,1207).
Είναι μια φράση που την ακούμε και στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Εκεί η ηρωίδα ακούγεται να λέγει στο νεκρό Πολυνείκη.
«Αδελφέ, και πεθαμένος με σκοτώνεις!"(871). Το ίδιο συμβαίνει και στην Ηλέκτρα του Σφοκλή(1417).
ΧΟ.«Οι κατάρες ενεργούν, οι κάτω στη γη θαμένοι ζουν. Γιατί με τρόπο παίρνουν εκείνοι που από καιρό πεθάναν των φονιάδων το αίμα και χύνεται κατόπι. Και να’τοι, είν’ εδώ, το φονικό χέρι από του Άρη τη θυσία στάζει, και να κατηγορήσω δεν μπορώ».
Οι νεκροί παίρνουν εκδίκηση από τους ζωντανούς, γιατί έχουν τη δύναμη αυτοί που βρίσκονται κάτω από το χώμα, κρυφά να αφαιρούν από τους φονιάδες το αίμα...Η εκδίκηση που παίρνουν οι νεκροί από τους ζωντανούς, δεν είναι μια απλή σύμπτωση. Είναι ένα σχέδιο υφασμένο μέσα στην ίδια τη στόφα των πραγμάτων.
Αν θελήσουμε να αποτιμήσουμε το θάνατο καθενός από αυτούς που οι νεκροί σκοτώνουν, θα διαπιστώσουμε πως άλλοι οδηγούνται στο θάνατο, γιατί έχουν διαπράξει κάποιο φόνο (Αγαμέμνων, θυσίασε την Ιφιγένεια στην Αυλίδα, Αίγισθος, Κλυταιμήστρα, δολοφόνησαν τον Αγαμέμνονα, μόλις επέστρεψε στο παλάτι του νικητής από την Τροία) και άλλοι από περηφάνια, γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στον εμπαιγμό και την περιφρόνηση(Αίας, γιατί τον γελοιοποίησε η Αθηνά).
Ο Αίας πεθαίνει, γιατί έχασε την εκτίμηση των ανθρώπων, στερήθηκε αυτό που ονομάζεται «ευ ζην», δηλαδή μια δίκαιη, αξιοπρεπή και ενάρετη ζωή. Και όταν αυτή η προϋπόθεση απουσιάζει από τη ζωή ενός γενναίου και ενάρετου ανθρώπου είναι καλύτερος ο έντιμος θάνατος από την περιφρονημένη ζωή.
Ο νεκρός, στην αντίληψη του αρχαίου Έλληνα, είναι πρόσωπο ιερό. Δεν ανήκει πια στο χώρο των ζωντανών. Τον κέρδισε με το θάνατό του ο Κάτω κόσμος, ο Άδης. Εκεί ανήκει πια και στους θεούς του Άδη. Γι’ αυτό και ο Τεύκρος, υπερασπιζόμενος το θάνατο και την τιμή του ομολογουμένως γενναίου αδελφού του, υπενθυμίζει στους Ατρείδες, στους ανθρώπους της εποχής του και στους συμπολεμιστές του μια βασική αρχή, το σεβασμό στο νεκρό.
ΤΕ. «ώνθρωπε, μη δρα τους τεθνηκότας κακώς.,
ει γαρ ποιήσεις, ίσθι, πημανούμενος.».
«Άνθρωπε, στους νεκρούς μη φέρεσαι άσχημα,
γιατί, αν το κάνεις, γνώριζε πως θα κακοπάθεις»(Σοφοκλ. Αίας,1154-5).
Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που τους σκοτώνουν οι νεκροί, όπως η Αντιγόνη, γιατί υπηρετούν ένα υψηλό και θεάρεστο σκοπό, και άλλοι από εγωισμό και πάθος για την εξουσία (Ετεοκλής και Πολυνείκης).
Υπάρχει όμως και μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που οι νεκροί δεν τους θανατώνουν αμέσως, αλλά οπωσδήποτε τους τιμωρούν σκληρότερα, αφού τους αφήνουν στη ζωή να πληρώνουν- ελεεινοί και τρισάθλιοι- για τα ανοσιουργήματά τους.
Στην Εκάβη του Ευριπίδη, ο Πολυμήστορας, βασιλιάς της Θράκης, σκοτώνει το γιο της Εκάβης και του Πρίαμου, Πολύδωρο, για να του πάρει τους θησαυρούς που είχε μαζί του. Η δυστυχισμένη μάνα, μέσα στον μεγάλο της πόνο τυφλώνει τον Πολυμήστορα, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για το φόνο του γιου της.
Το ίδιο και ο Οιδίπους, που, με εξορυγμένους τους οφθαλμούς του και διωγμένος από τα παιδιά του, έχει καταντήσει ένα ράκος. Ζει και υποφέρει τα πάνδεινα σε ξένη γη (Οιδίπους επί Κολονώ του Σοφοκλή) εξαιτίας ενός θανάτου, του Λάιου και των ανοσιουργημάτων του. Το ίδιο έχει καταντήσει και ο Κρέων, ελεεινός και τρισάθλιος, ο ως τώρα πανίσχυρος άρχοντας των Θηβών, που εξ αιτίας του οδηγούνται στο θάνατο η Αντιγόνη και ο Αίμονας, ο γιος του, αλλά και η δυστυχισμένη σύζυγός του Ευρυδίκη. Στον κόσμο αυτό δεν του έχει μείνει κανένας.Η ζωή του έχει καταντήσει χειρότερη και από τον πιο φρικτό θάνατο. Είναι ελεεινός και τρισάθλιος. Το φωνάζει ο ίδιος:
ΚΡ.«...ώμοι μέλεος, ουδ’ έχω
προς πρότερον ίδω, πά κλιθώ, πάντα γαρ
λέχρια ταν χεροίν, τα δ’ επί κρατί μοι
πότμος δυσκόμιστος εσήλατο.» (Σοφοκλ. Αντιγόνη, 1341-46)
ΚΡ.«... αλίμονό μου ο δόλιος, δεν ξέρω προς ποιον από τους δυο να κοιτάξω και πού να ακουμπήσω. Όλα όσα είχα στα χέρια μου έχουν χαθεί και μοίρα αφόρητη με χτύπησε στο κεφάλι»
Με όλα αυτά τα δεινά και φοβερά η τραγωδία τονίζει, για μια ακόμη φορά, το αβέβαιο της ζωής αλλά και τη σημαντικότητά της. Η ζωή είναι δώρο που κινδυνεύει να απολεσθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά και από το θείο που καθορίζει τη χρονική διάρκεια και την ποιότητά της.
Ο άνθρωπος ποτέ δεν πρέπει να λησμονεί πως το φως της ζωής του πολλές φορές εξαρτάται και επηρεάζεται και από τους νεκρούς του κάτω κόσμου, που γι΄αυτόν έγιναν πια μικροί θεοί και τον ελέγχουν, τον κρίνουν και τον τιμωρούν, όταν παραβαίνει αξίες και ηθικούς κανόνες.
Αυτά πίστευαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης και τέτοιες ιδέες και πίστεις ρύθμιζαν τη ζωή τους.
Η πίστη στη δύναμη των νεκρών έτεινε να εξομοιωθεί με τιν πίστη τους στους θεούς. Οι νεκροί δεν έχουν χάσει τη δύναμή τους και τιμωρούν την αδικία και το έγκλημα ακόμη και μέσα από το σκοτεινό τάφο τους!

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

ΤΑ ΕΞΗΜΕΡΩΜΕΝΑ ΖΩΑ ΣΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

1. Ο ΣΚΥΛΟΣ
(ΚΥΩΝ)
Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος αγαπά και προστατεύει τα ζώα και τα φυτά, αφού αποτελούν απαραίτητο μέρος της ζωής του. Από τα πολύ παλιά χρόνια φρόντισε να εξημερώσει μερικά από τα ζώα, που κυκλοφορούσαν κοντά του. Και ένα από αυτά ήταν και ο σκύλος(κύων, κυνός).
Στα έπη του Ομήρου γίνεται πολύς λόγος για το σκύλο και τις ικανότητές του. Παρουσιάζεται από τον ποιητή ως ένα ζώο πιστό και υπάκουο στον αφέντη του. Τον ακολουθεί στη δουλειά, τον συντρέχει στο κυνήγι, του είναι φύλακας και προστάτης της ζωής και της περιουσίας του. Συνοδεύει τον κύριό του τιμητικά στις διάφορες δημόσιες εμφανίσεις του, αν είναι δημόσιο πρόσωπο. Ζει κοντά στον άνθρωπο μαζί με τον άνθρωπο. Είναι το πιο συμπαθές κατοικίδιο ζώο αλλά και το πιο πιστό στον άνθρωπο.
Ο ποιητής, μεταξύ των πολλών αναφορών του σε σκύλους, εστιάζει το ενδιαφέρον του σε ένα σκύλο, στον Άργο, τον πιστό σκύλο του Οδυσσέα. Είναι ο σκύλος που μεγάλωσε ο Οδυσσέας, τον είχε συντροφιά στο κυνήγι αλλά τον αποχωρίστηκε, όταν έφυγε για τον πόλεμο, χωρίς να αδιαφορεί και για τους άλλους σκύλους που κατά περίπτωση αναφέρει και μνημονεύει στα έπη του.
Ο Άργος, όταν επιστρέφει στην Ιθάκη ο Οδυσσέας, είναι ένας γερασμένος σκύλος, που γνώρισε δόξες στα νιάτα του. Τα είκοσι περίπου χρόνια που πέρασαν άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη της γήρανσης πάνω του. Τώρα ανήμπορος από τα γηρατειά και περιφρονημένος από τους ανθρώπους, βρίσκεται ξαπλωμένος σε κάτι κοπριές και αναμένει την ευσπλαχνία κάποιων ανθρώπων για λίγη τροφή. Παρά τα γηρατειά του διατηρεί στο ακέραιο τη μνήμη και κάποιες αισθήσεις του. Γι’ αυτό, όταν διέρχεται δίπλα του ο κουρελής Οδυσσέας, πηγαίνοντας με τον Εύμαιο για το παλάτι, η όσφρησή του δεν τον ξεγελά. Αναγνωρίζει στο διερχόμενο δίπλα του ξένο τον Οδυσσέα, τον αγαπημένο του αφέντη, και κουνάει χαρούμενος την ουρά και τ’ αυτιά του.
Οι άνθρωποι μπορεί γρήγορα να λησμονούν τους συνανθρώπους τους, οι πιστοί σκύλοι όμως ποτέ το αγαπημένο τους αφεντικό!
(ρ 300-305)
¨ενθα κύων κείτ’ Άργος ενίπλειος κυνοραιστέων.
δη τότε γ’, ως ενόησεν Οδυσσέα εγγύς εόντα,
ουρή μεν ρ’ο γε έσηνε και ούατα κάμβαλεν άμφω,
άσσον δ’ ουκέτ’ έπειτα δυνήσατο οίο άνακτος
ελθέμεν, αυτάρ ο νόσφιν ιδών απομάρξατο δάκρυ,
ρεία λαθών Εύμαιον,…»
« Κι ο Άργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος.
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα,
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ’ αυτιά του.
Όμως δεν είχε τη δύναμη να τρέξει πια κοντά του.
Έστρεψε εκείνος τότε αλλού και σφούγγισε ένα δάκρυ,
χωρίς να το αντιληφθεί ο Εύμαιος…»
Το πρόσωπο του Οδυσσέα υγραίνει ένα δάκρυ. Είναι το δάκρυ της ευγνωμοσύνης του ανθρώπου προς το σκύλο, προς τον πιστό και μοναδικό φίλο, τον Άργο.
Ο ποιητής, κάθε φορά που αναφέρεται στους σκύλους- και αναφέρεται πάνω από 30 φορές στην Ιλιάδα και 24 φορές στην Οδύσσεια- συνηθίζει να τους χαρακτηρίζει ταχείς (ταχέες, αργούς, δηλαδή ταχείς. Τους ονομάζει ακόμη τραπεζήες, θαλεροί και αιζηοί= ακμαίοι).
(β 11)
«… άμα τω γε δύω κύνες αργοί έποντο»
«Μαζί του δυο σκυλιά γρήγορα στα πόδια τον ακολουθούσαν».
Αξιοποιώντας την ταχύτητα των σκύλων ο άνθρωπος τους χρησιμοποιεί στο κυνήγι. Το κυνήγι του κάπρου θα ήταν αρκετά δύσκολο για τους κυνηγούς του είδους αυτού, αν δε βοηθούσαν για το εντοπισμό τους οι σκύλοι, Τα δυναμικά αυτά ζώα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος και για άλλες δουλειές.
Άλλοτε αποτελούν τη συνοδεία υψηλών προσώπων(βασιλιάδες, άρχοντες) και άλλοτε προστατεύουν το αφεντικό τους και τα κοπάδια του.
Τέτοιους δύο σκύλους, συνοδούς είχε μαζί του ο Τηλέμαχος, όταν εμφανίστηκε στη συγκέντρωση των Ιθακήσιων, για να τους ανακοινώσει τις αποφάσεις του. Επρόκειτο για τη σύγκληση του λαού, που γινόταν για πρώτη φορά, αφότου έφυγε ο Οδυσσέας για τον πόλεμο στην Τροία. Η εμφάνιση του Τηλέμαχου, ως συνεχιστή της βασιλικής εξουσίας, έπρεπε να εντυπωσιάσει τους Ιθακήσιους, γι’ αυτό όφειλε να είναι μεγαλόπρεπη και λαμπρή, όπως θα άρμοζε σε βασιλιά.
(β 9-11)
« αυτάρ επεί ρ’ ήγερθεν ομηγερέες τ’ εγένοντο,
βη ρ’ ίμεν εις αγορήν, παλάμη δ’ έχε χάλκεον έγχος,
ουκ οίος, άμα τω γε δύω κύνες αργοί έποντο».
« Και έπειτα σαν τους φώναξαν και συναχτήκαν όλοι,
πήγε κι αυτός στη σύνοδο, στο χέρι του κρατώντας
το χάλκινο κοντάρι του, κι ούτε μονάχος του ήταν.
παρά μαζί του δύο γρήγορα σκυλιά ακολουθούσαν».
Στην περίπτωση του Τηλέμαχου οι δύο ταχείς σκύλοι αποτελούν βασικό συμπλήρωμα της ακολουθίας του. Έχουν συμβολική και τιμητική θέση δίπλα στον αφέντη, τον οποίο προστατεύουν και αγαπούν.
Κι ενώ ο ποιητής αναφέρεται σε δύο σκύλους συνοδούς του Τηλέμαχου στην δημόσια εμφάνισή του, διπλασιάζει τον αριθμό τους, όταν αναφέρεται στους σκύλους- τους μεγάλους σαν θεριά- που κάθονται δίπλα στον Εύμαιο και προστατεύουν τον ίδιο και το κοπάδι του.
(ξ 21-22)
«Κοντά του τέσσερα σκυλιά όμοια θεριά, φυλούσαν,
που τα ’θρεψε ο χοιροβοσκός των κοπελιών ο αφέντης».
Οι σκύλοι όμως δεν είναι μόνο φύλακες και συνοδοί υψηλών προσώπων, έχουν και αρετές μοναδικές, γνωρίζουν τους ανθρώπους που αγαπούν ακόμη κι αν περάσουν πολλά χρόνια. Ο Άργος κουνά ουρά και αυτιά στο πλησίασμα του Οδυσσέα, το ίδιο κάνουν και άλλοι σκύλοι, όχι τόσο φημισμένοι, μα εξίσου ικανοί και πιστοί, όπως οι σκύλοι του Εύμαιου, που όταν αντιλαμβάνονται από μακριά την προσέγγιση κάποιου ξένου στο καλύβι του χοιροβοσκού δεν αλυχτούν παρά κουνούν χαρούμενοι την ουρά τους. Βλέπει την κίνησή τους ο Οδυσσέας και παραξενεύεται. Σε λίγο όμως αντιλαμβάνεται, όταν βλέπει και ο ίδιος τον ξένο που πλησιάζει. Δεν είναι άλλος από το γιο του Τηλέμαχο, τον οποίο με άφατη χαρά και συγκίνηση μεγάλη βλέπει για πρώτη φορά, από τότε που τον άφησε μωρό στην αγκαλιά της Πηνελόπης.
(π 4-7)
«Και τ’ αλυχτάδικα σκυλιά κουνούσαν την ουρά τους,
ως πρόβαλε ο Τηλέμαχος, χωρίς να τον γαβγίζουν.
Είδε ο Οδυσσέας τα σκυλιά, που την ουρά τους σειούσαν,
κι άκουγε γύρω του ποδιών πατήματα που αχούσαν»
Οι σκύλοι όμως του Εύμαιου φαίνεται πως έχουν και αλλές ικανότητες, διαισθάνονται ακόμη και την παρουσία των θεών, κάτι που δε συμβαίνει με τους κοινούς ανθρώπους. Τρανή απόδειξη είναι, όταν οι σκύλοι αντιλαμβάνονται την παρουσία της Αθηνάς στο καλύβι του Εύμαιου. Ο ποιητής είναι κατηγορηματικός σ’ αυτό. Τη θεά Αθηνά έβλεπαν τη στιγμή εκείνη μόνο τα σκυλιά και δε γαυγίζαν αλλά και ο προστατευόμενός της Οδυσσέας.
(π 162)
«Μόνο ο Οδυσσέας την έβλεπε κι οι σκύλοι, ουδέ γαυγίζαν,
μόν’ στη γωνιά ζαρώσανε της στάνης φοβισμένοι»
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ ο ποιητής εμφανίζει στην Οδύσσεια τους σκύλους ήρεμους και πιστούς, στην Ιλιάδα, κατά παράδοξο τρόπο, ενώ μνημονεύει τη δράση τους πολλές φορές, τους εμφανίζει σκληρούς, άγριους και απειλητικούς, κυρίως όμως σε παρομοιώσεις, όπως π.χ. (Χ 189 και Θ 338).Δραστήριο και γρήγορο ιχνηλάτη στην πρώτη περίπτωση και φοβερό μαχητή στη δεύτερη.
«Πως το λαφόπουλο ξοπίσω παίρνει σκύλος,
που απ’ τη μονιά του ξετόπωσε, μες σε πλαγιές και λόγγους,
κι αν μια στιγμή θαρρεί πως ξέφυγε τρυπώνοντας στα θάμνα
μ’ αυτός δε σταματάει την ανίχνευση και το τρεχιό, ως να το’βρει,
όμοια τον Έκτορα απ’ τα μάτια του δεν άφηνε ο Αχιλλέας».
«Πως σκύλος λιόντα για αγριογούρουνο στρώνει μπροστά και τρέχει
με ταχύτητα, δαγκώνοντας ξοπίσω τα μεριά τους
και τα καπούλια, και φυλάγεται στο στριφογύρισμά τους,
όμοια κι εκείνος(Έκτορας) τους Αργίτες κυνηγούσε».
Στην Ιλιάδα υπάρχουν και αδέσποτοι σκύλοι, τους οποίους μνημονεύει ο Αχιλλέας, όταν αναφέρεται στην ακεραιότητα του πτώματος του Έκτορα
(Ω 411-413)
«Δεν τον έφαγαν, όχι, τα όρνια και οι σκύλοι ακόμα
πλάι στου Αχιλλέα την πρύμνα ανέβλαβος κείτεται ο γιος σου πάντα,
μες στο καλύβι….».
Λίγο νωρίτερα το δήλωσε κατηγορηματικά ο Αχιλλέας πως τον Έκτορα δε θα τον παραδώσει για ταφή αλλά θα τον εκδικηθεί για το θάνατο του Πάτροκλου και θα ρίξει το σώμα του βορά στα σκυλιά.
(Ψ 183)
«τον φύλαξα(τον Έκτορα), για να τον φαν οι σκύλοι».
Επειδή σε πολλά σημεία ο ποιητής εξήρε τις ικανότητες και την τόλμη των σκύλων, για να μη θεωρηθεί ότι αγνοεί την πραγματικότητα αναφέρεται και σε μια άλλη διάστασή τους, το φόβο, αφού και οι πλέον τολμηροί σκύλοι στη θέα του λιονταριού κάνουν πίσω και γαυγίζουν από μακριά.
(Σ 583).
«Του κάκου αγγρίζαν τα γοργόποδα σκυλιά να τους ριχτούνε,
γιατί αυτά μπροστά στους λιόντες δείλιαζαν, κι αντίς να τους δαγκάσουν
χιμώντας, στέκαν δίπλα, εγαύγιζαν, και πίσω πάλι εφεύγαν».
Εδώ τα σκυλιά βρήκαν το μάστορά τους, τα λιοντάρια, που τρέμουν από το φόβο στη θέα τους και δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να γαυγίζουν από μακριά εκ του ασφαλούς
Δεν υπάρχουν μόνο δειλά σκυλιά αλλά υπάρχουν και αχάριστα, όπως τα παρουσιάζει ο Πρίαμος, για να πείσει τον Έκτορα να αποφύγει την αναμέτρησή του με τον Αχιλλέα. Φαντάζεται τον εαυτό του νεκρό και το σώμα του να γίνεται βορά των σκυλιών και μάλιστα των δικών του, που με τόση φροντίδα τάιζε, όταν τα είχε φρουρούς και φύλακες του στην πόρτα του παλατιού του. Αυτά τα σκυλιά, του λέει, μετά το θάνατό του, αφού φάνε τις σάρκες του και χορτάσουν, θα ξαπλώσουν ευχαριστημένα μπροστά στην πόρτα, όπου κάποτε έστεκαν φρουροί και προστάτες του! Ο απαξιωτικός χαρακτήρας για τα σκυλιά του έχει το λόγο του, αφού έτσι τραγικοποιεί τα πράγματα, για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό να μεταπείσει τον Έκτορα, ώστε να ματαιώσει την αναμέτρηση με τον Αχιλλέα
(Χ 66-70)
«Στερνό και μένα μπρος στην εξώπορτα θα με τραβολογήσουν,
ωμό για να με φαν οι σκύλοι μου, όταν με κρούσει κάποιος
με το σπαθί για το κοντάρι του, και τη ζωή μου πάρει.
Αυτοί που τάιζα στο τραπέζι μου, να μου φυλάν τις πόρτες,
κι αφού ρουφήξουν πια το γαίμα μου με φρενιασμένα σπλάχνα,
θα ξαπλωθούν μπροστά στην εξώπορτα…»
Ως εδώ ο ποιητής μίλησε για το σκύλο τον πιστό και το γενναίο, για τον κακό και το δειλό ή τον αχάριστο.
Θα συμπληρώσει όμως το θέμα του με άλλες αναφορές, στις οποίες θα εξάρει την κατηγορία εκείνων των σκύλων που με αυταπάρνηση αγωνίζονται, για να υπερασπιστούν τα παιδιά τους από τον κίνδυνο του εχθρού, όπως ακριβώς συνέβη με τη σκύλα μάνα στην οποία αναφέρεται με θαυμασμό.
(υ 14-16)
«ως δε κύων αμαλήσι περί σκυλάκεσσι βεβώσα
άνδρ’αγνοήσασ’ υλάει μέμονέν τε μάχεσθαι,
ως ρα του ένδονυλάκτει αγαιομένου κακά έργα».
«Κι ως τρέχει η σκύλα ολόγυρα στα τρυφερά κουτάβια
σαν νιώσει ξένο, κι αλυχτά και ορμά να τον δαγκάσει,
έτσι αλυχτούσε κι η καρδιά στα στήθια του Οδυσσέα,
κι έβραζε, τις παράνομες δουλειές αυτές να βλέπει¨.
Με τη γενναία μάνα, την ορμή και την επιθετικότητά της, ο ποιητής παρομοιάζει την οργή του Οδυσσέα, όταν βλέπει τις παρανομίες που γίνονται στο παλάτι του.
Υπάρχουν όμως και άλλες κατηγορίες σκύλων. Είναι οι ψεύτικοι, αυτοί που η τέχνη του Ήφαιστου έπλασε και στολίζουν τα ανάκτορα θεών και βασιλιάδων, αλλά και εκείνοι, στους οποίους χαρακτηρίζει σπιτίσιους. Πρόκειται για σκύλους, που τους έχουν για λούσο στο σπίτι, τους τραπεζήες, όπως τους αποκαλεί, δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα σκύλους των σαλονιών.
«ή αύτως οίοί τε τραπεζήες κύνες ανδρών
γίνοντ’. αγλαϊης δ’ ένεκεν κομέουσιν άνακτες».
« ή τάχα είναι ένα σκυλί σπιτίσιο που οι αφέντες
έτσι για λούσο συνηθούν στα σπίτια τους να θρέφουν».(ρ 312)
Έτσι βλέπει ο ομηρικός άνθρωπος το σκύλο δίπλα του, στο σπίτι, στη στάνη, στο κυνήγι, παντού. Τον αγαπά και τον φροντίζει όπως αγαπά και έναν καλό και έμπιστο φίλο του, πλην όμως δεν τρέφει αυταπάτες, υπάρχει και ο κακός, που κάποτε αποδεικνύεται αχάριστος και ενεργεί ως εχθρός, ικανοποιώντας τα άγρια ένστικτά του. Ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες. Είναι ρεαλιστής!

Παραπομπές σε Ιλιάδα και Οδύσσεια(κύων ,κύνα, κύνες)
ΙΛΙΑΔΑ
[Α 225, Γ 26, Ζ 344,356, Θ 338, 368, Κ 183, Λ 414, 549, Ν 623, Ο 272,351, 579, 587, Ρ 65, 110, 558, Σ 271, 283, 578, 581, Χ 42, 66,75, 89, 189, 335, 354, 509, Τ 173,184, Ω 411]
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
[β 11, γ 259, η 91, κ 216, ξ 21, 133, π 4, 9, 162, ρ 62, 200, 248, 291, 300, 306, 309, 312, τ 228, 372, 436, υ 14, 145, φ 363, χ 35]


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ