Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012



ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ, Ο ΙΚΑΝΟΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Τα μεγάλα έργα στον κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα τύχης.  Οφείλονται στις ικανότητες ιδιοφυών ηγετών,  άξιων συνεργατών και άλλων παραγόντων. Η επιλογή άξιων συνεργατών  και τοποθέτησή των σε θέσεις όπου ο καθένας έχει δείξει δείγματα ικανότητας, αποτελεί ευθύνη του ηγέτη και εχέγγυο επιτυχίας στο έργο του, αν βέβαια συντρέξουν και άλλοι λόγοι. 
Μια τέτοια ικανή ηγετική προσωπικότητα, που επέλεξε με επιτυχία τους συνεργάτες του, οι οποίοι τον βοήθησαν σημαντικά στο έργο του και στην έξοδο της Μακεδονίας από τον κλοιό των επικινδύνων γειτόνων του  Ιλλυριών, Γετών και άλλων, ήταν και ο Φίλιππος Β', ο βασιλιάς της Μακεδονίας.
Πετυχημένη χαρακτηρίζεται η επιλογή και η τοποθέτηση από το Φίλιππο τόσο του στρατηγού Παρμενίωνα στο στρατό του όσο και εκείνη του στρατηγού Αντίπατρου ως βοηθού του.Τους ίδιους δοκιμασμένους για την ικανότητά τους άνδρες επέλεξε αργότερα και ο Αλέξανδρος. Τον πρώτο κράτησε δίπλα του ως έμπειρο στρατηγό στην εκστρατεία του κατά των Περσών, ενώ το δεύτερο όρισε ως αντιβασιλέα στη Μακεδονία, όσο χρόνο θα απουσίαζε εκείνος στην εκστρατεία κατά των Περσών. Και οι δύο ανταποκρίθηκαν στην εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου και βοήθησαν σημαντικά στην επιτυχία της εκστρατείας, ασχέτως αν αργότερα ο Αλέξανδρος δεν τους συμπεριφέρθηκε όπως το άξιζαν.
Μπορεί η σημαντική προσφορά του Αντίπατρου ως επιτρόπου στη Μακεδονία να μην προβλήθηκε όσο έπρεπε, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπήρξε σημαντικό. Η μη προβολή του Αντίπατρου οφείλεται στη συγκυρία, γιατί όλα τα φώτα στράφηκαν προς την προσωπικότητα του νεαρού βασιλιά Αλέξανδρου και η λαμπρή του ακτινοβολία κάλυψε τη λάμψη του αντιβασιλέα του, χωρίς, βέβαια, να αφανίσει την αξία του και τις ικανότητές του.
Ο Αντίπατρος έδειξε το χαρακτήρα και τις ικανότητές του από τότε που άρχισε τη συνεργασία του με το Φίλιππο Β΄, το βασιλιά της Μακεδονίας. Στάθηκε δίπλα του με πίστη και αφοσίωση  στην προσπάθεια του βασιλιά του να δημιουργήσει ένα Μακεδονικό κράτος ισχυρό στρατιωτικά και μ' αυτό να συντρίψει τους εχθρούς του στη βαλκανική και στη συνέχεια να προχωρήσει στην ένωση όλων των Ελλήνων υπό το σκήπτρο του και να τους οδηγήσει εναντίον των Περσών. Ο Φίλιππος που εξετίμησε τις αρετές και τη σύνεση του φίλου του τον επέλεξε βοηθό του και του εμπιστεύθηκε διάφορες σημαντικές αποστολές.
Ο Αντίπατρος, ήταν γιος του Ιόλα από την Πέλλα.. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και έλαβε επιμελημένη μόρφωση. Γρήγορα ξεχώρισε, λόγω των αρετών του, ανάμεσα στους ομηλίκους του για τη σύνεση, τη γενναιότητα και την ευθυκρισία του, αρετές που εκτίμησε ο Φίλιππος Β΄ και του εμπιστεύθηκε σημαντικές αποστολές κατά τη διάρκεια της πετυχημένης βασιλείας του. Λέγεται μάλιστα ότι του είχε τόση εμπιστοσύνη, ώστε να λέει γι’ αυτόν: «Εκοιμήθη ησύχως,  επειδή Αντίπας (τρος) ηγρύπνει».
 Φαίνεται πως ήταν μια πάγια αρχή του Μακεδόνα βασιλιά να επαινεί και δημόσια τους άξιους συνεργάτες του. Γι’ αυτό δε δίστασε να επαινέσει και το στρατηγό του Παρμενίωνα, λέγοντας ότι «οι Αθηναίοι κάποτε καταφέρνουν να ανακαλύπτουν δέκα στρατηγούς, εγώ ανακάλυψα μόνον ένα στη ζωή μου, τον Παρμενίωνα» (Πλουτ. Ηθικά 177C 2).
Τέτοιες συμπεριφορές και ομολογίες από το Φίλιππο Β΄ για τους συνεργάτες του, όχι μόνο ενίσχυαν τους δεσμούς φιλίας μεταξύ βασιλιά και αξιωματούχων, αλλά εδραίωναν και την αγάπη του λαού στο πρόσωπό του, όταν διαπίστωνε πως κυβερνιέται από ένα ικανό, θαρραλέο, αποφασιστικό και ειλικρινή βασιλιά, όπως ήταν ο Φίλιππος Β΄, ο τριτότοκος γιος του Αμύντα Γ΄και της Ευρυδίκης.
Ο Φίλιππος, στην προσπάθεια του να εδραιώσει την αρχή του στο εσωτερικό αλλά και στους γύρω γείτονές του, δε χρησιμοποιούσε μόνο τη δύναμη των όπλων και τη διπλωματία αλλά και άλλα μέσα, όπως ήταν οι γάμοι σκοπιμότητας που τελούσε ο ίδιος. Είναι γνωστό πως, όταν γνώρισε την Ολυμπιάδα ή Μυρτάλη, είχε τελέσει ως τότε άλλους τρεις τέτοιους γάμους.
Πριν από την Ολυμπιάδα είχε γνωρίσει τη Φίλα από την Ελίμια, με την οποία απέκτησε τον Κάρανο, μετά γνώρισε τη Λαρισαία Φιλίνη, που του γέννησε δύο παιδιά: το Φίλιππο Αρριδαίο και τον Αμφίμαχο. Τρίτη γυναίκα στη ζωή του ήταν Αυδάτα από την Ιλλυρία, η οποία όμως πέθανε το 357 κατά τον τοκετό, φέρνοντας στον κόσμο ένα κορίτσι, την Κύννα ή Κυνάνη.
Η γνωριμία του με την Ολυμπιάδα ήταν τυχαία, αλλά σημαντική για τον ίδιο. Τη γνώρισε το 357 π.Χ. στη Σαμοθράκη, όταν, συνοδευόμενος από το φίλο του και στρατηγό Αντίπατρο, επισκέφτηκε το ωραίο νησί στο οποίο τελούνταν τα μυστήρια των Καβείρων, απογόνων του Ηφαίστου, θεού των ηφαιστείων. Μερικοί λένε ότι μετέβη εκεί, για να εξαγνισθεί για το φόνο συγγενικών προσώπων, κάτι που θεωρείται απίθανο, αν ληφθούν υπόψη ο χαρακτήρας  και οι ιδέες του Φιλίππου Β΄.
Η Ολυμπιάδα είχε επισκεφτεί κι αυτή τότε τη Σαμοθράκη, για να μυηθεί στα μυστήρια των Καβείρων. Ήταν πριγκίπισσα της Μολοσσίας, μόλις 19 χρόνων, όμορφη, δυναμική και με επίγνωση της καλλονής της. Ο Φίλιππος, μόλις την είδε, εντυπωσιάστηκε όχι μόνο από την ομορφιά της αλλά και από το δυναμικό της χαρακτήρα. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία και τον ίδιο χρόνο (357 π.Χ.) τελέστηκαν οι γάμοι τους, με τη συγκατάθεση του θείου της Αρρύβα, στη θέση του πατέρα της Νεοπτόλεμου, που είχε πεθάνει.
Πολλοί υποστηρίζουν, κρίνοντας από τις σχέσεις μεταξύ του βασιλικού ζευγαριού, πως κι αυτός ο γάμος είχε χαρακτήρα πολιτικό και αποσκοπούσε να συνδέσει  το κράτος των Μολοσσών της Ηπείρου με το δικό του. Πάντως, με το γάμο αυτό ενώθηκαν δύο βασιλικές δυναστείες: η δυναστεία των Αργεαδών του Φιλίππου Β΄, με απώτατο πρόγονο τον Ηρακλή, και η δυναστεία των Αιακιδών της Ολυμπιάδας, με πρόγονο τον Αχιλλέα. Και το αποτέλεσμα του γάμου αυτού ήταν να γεννηθεί ο Αλέξανδρος Γ΄ο Μακεδών.
Η Ολυμπιάδα, ήταν η δεύτερη κόρη του Νεοπτόλεμου, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου και γεννήθηκε το 376 π.Χ. στην Πασσαρώνα, πρωτεύουσα του βασιλείου. Λέγεται ότι το όνομά της ήταν Πολυξένη, όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη, όταν παντρεύτηκε το Φίλιππο Β΄ το 357 π.Χ,. και Ολυμπιάδα, ονομάστηκε από το Φίλιππο, ύστερα από τη νίκη του βασιλικού ίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες (356 π.Χ.)
Αντίπατρος συνοδός του Αλέξανδρου στην Αθήνα
Ο Φίλιππος, στην προσπάθειά του να αναγκάσει τους νότιους Έλληνες να ενταχθούν κι αυτοί στο Κοινό των Ελλήνων, ύστερα από πολλές δυσκολίες και αγώνες, κατέλαβε την Ελάτεια, οπότε ο δρόμος για τη Βοιωτία και Αττική ήταν πλέον ανοιχτός. Η είδηση μεταδόθηκε γρήγορα στην Αθήνα και προκάλεσε τρόμο, γεγονός που ανάγκασε τους Αθηναίους, υπακούοντας στα κελεύσματα του Δημοσθένη, να συμμαχήσουν με τη Θήβα και να αντιταχθούν στην προέλαση του Φιλίππου προς τη νότια Ελλάδα.
Ο συμμαχικός στρατός από Αθηναίους, Θηβαίους και άλλους συγκεντρώθηκε στον κάμπο της Χαιρώνειας και αντιμετώπισε το στρατό του Φιλίππου, αλλά ηττήθηκε κατά κράτος. Ο Φίλιππος όμως, που ήθελε τη συμμαχία της Αθήνας, έδειξε μεγάλη επιείκεια προς τους Αθηναίους, ενώ τιμώρησε σκληρά τους άλλους.
Τις διαπραγματεύσεις ειρήνευσης με την Αθήνα ανέθεσε στον Αντίπατρο και τον Παρμενίωνα, που συνόδευαν το νεαρό Αλέξανδρο στην Αθήνα, ο οποίος μετέφερε την τέφρα των πεσόντων Αθηναίων στη μάχη της Χαιρώνειας (388 π.Χ.). Εκτός τούτου ο Φίλιππος αναγνώρισε την κυριαρχία της Αθήνας επί των νησιών του Αιγαίου συμπεριλαμβανομένων της Δήλου και της Σάμου, απελευθέρωσε όλους τους Αθηναίους αιχμαλώτους (2.οοο) χωρίς λύτρα, επανέφερε τους εξόριστους φίλους του και θανάτωσε τους κυριότερους των αντιπάλων του. Αντί όλων αυτών το μόνο που απαιτούσε από τους Αθηναίους ήταν να προσχωρήσουν στο σύμφωνο ειρήνης και να συμμετάσχουν στο συνέδριο των Ελλήνων που σχεδίαζε να συγκαλέσει.
 Οι Αθηναίοι, εκτιμώντας τη χειρονομία καλής θέλησης του Φιλίππου, με τιμητικά ψηφίσματα, αποφάσισαν να στηθεί ο ανδριάντας του Φιλίππου στην Αγορά, να δοθούν πολιτικά δικαιώματα στον ίδιο και τον Αλέξανδρο, καθώς στους  στρατηγούς της επιτροπής Αντίπατρο και Παρμενίωνα..
Αντίπατρος-Αλέξανδρος Γ΄ο Μακεδών
Ο Αντίπατρος, όσο πιστός στάθηκε στο Φίλιππο Β΄ και τον βοήθησε σημαντικά στην επιτυχία της πολιτικής του, άλλο τόσο πιστός στάθηκε και δίπλα στο νεαρό Αλέξανδρο, αμέσως μετά τη δολοφονία του πατέρα του.
Μαζί με τον Παρμενίωνα και άλλους φίλους του Αλέξανδρου υποστήριξαν δυναμικά την υποψηφιότητά του Αλέξανδρου για την ανάρρησή του στο μακεδονικό θρόνο, μια και υπήρχαν πολλοί διεκδικητές.
 «Η εκλογή, γράφει ο Χάμμοντ στο βιβλίο του με τίτλο «Μέγας Αλέξανδρος ένας ιδιοφυής» δεν ήταν εκ των προτέρων δεδομένη, επειδή  ήταν γνωστό ότι υπήρχε κάποια αποδοχή στις απαιτήσεις του Αμύντα, που υπήρξε βασιλιάς ως ανήλικος από το 359 ως το 357, και επίσης υπήρχαν οι γιοι (Ηρομένης και Αρραβαίος) του Αερόπου, βασιλιά από το 397 ως το 394. Οι Εταίροι συσπειρώθηκαν γύρω από τον Αλέξανδρο. Ένας  από αυτούς, ο Αλέξανδρος Λυγκηστής, γιος του Αερόπου, ήταν ο πρώτος που φώναξε ¨Αλέξανδρος, γιος του Φιλίππου» και η Συνέλευση εξέλεξε τον Αλέξανδρο θριαμβευτικά»
Κι ενώ το σώμα του νεκρού Φιλίππου βρισκόταν ακόμη στο χώρο της δολοφονίας και ο συγκλονισμός των παρισταμένων από το θάνατό του  ήταν μεγάλος, ένοπλοι άνδρες, που βρίσκονταν εκεί, αξιωματούχοι και στρατηγοί, συγκεντρώθηκαν αμέσως και συγκρότησαν την πρώτη Συνέλευση. Πρόεδρό της εξέλεξαν τον Αντίπατρο.
Ακολούθησε η ομιλία του Αλέξανδρου  στους Μακεδόνες.
«…έφη γαρ όνομα μόνον διηλλάχθαι βασλέως, τας δε πράξεις χειρισθήσεσθαι μηδέν καταδεέστερον της επί του πατρός γενομένης οικονομίας έπειτα ταις πρεσβείαις χρηματίσας φιλανθρώπως παρεκάλεσε τους Έλληνας τηρείν την προς αυτόν πατροπαράδοτον εύναοιαν.»
« Είπε  πως με το θάνατο του Φιλίππου μόνο το όνομα του βασιλιά άλλαξε και ότι οι πράξεις του δε θα ήταν κατά κανένα τρόπο κατώτερες από τη διακυβέρνηση του πατέρα του. Έπειτα δέχθηκε φιλόφρονα σε ακρόαση τις διάφορες πρεσβείες και ζήτησε από τους Έλληνες να τηρήσουν και προς αυτόν την ίδια ευνοϊκή στάση που είχαν προς τον πατέρα του».(Διόδ. Σικελ. 17,2,3).
Ο νεαρός βασιλιάς, αφού εδραίωσε την εξουσία του με τη βοήθεια και των φίλων του, ετοιμάστηκε να υλοποιήσει την εντολή που του έδωσε στην Κόρινθο το Κοινό των Ελλήνων, πλην όμως μια μακεδονική συνήθεια  ήθελε το βασιλιά της να φροντίζει για τη διαδοχή, πριν κινήσει για τον πόλεμο. Γι’ αυτό και οι δύο στρατηγοί, Παρμενίων και Αντίπατρος, τον συμβούλεψαν να τηρήσει την αρχή αυτή.
Ο Αλέξανδρος τους άκουσε με προσοχή, αλλά δήλωσε: «πως θα ήταν ντροπή για κάποιον που η Ελλάδα τον έκανε γενικό αρχηγό του πολέμου και ταυτόχρονα έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του έναν ανίκητο στρατό να κάθεται να τελεί γάμους και να περιμένει να γεννηθούν παιδιά.. Τους εξήγησε ποιο είναι το συμφέρον τους και τους προέτρεψε με τα λόγια του προς τον αγώνα»(Δ.Σικελ.17, 16,2).
Επείγετο να εκτελέσει την εντολή που του έδωσε το Κοινό των Ελλήνων στην Κόρινθο και άρχισε να ετοιμάζεται πυρετωδώς. Θεώρησε όμως καλό, πριν κινήσει για τη μεγάλη εκστρατεία, να επιλέξει τους ανθρώπους εκείνους που κατά την άποψή του θα του ήταν έμπιστοι και ικανοί να τον βοηθήσουν αποτελεσματικά κατά την απουσία του από την Ελλάδα. Γιατί πίστευε πως μόνο κατάλληλοι άνδρες στην κατάλληλη θέση θα μπορούσαν να βοηθήσουν αποτελεσματικά στο δύσκολο έργο που του ανέθεσε το Πανελλήνιο. Η επιλογή δεν ήταν δύσκολη για τον Αλέξανδρο. Αμέσως εμπιστεύτηκε τη διοίκηση του κράτους στον Αντίπατρο, όταν εκείνος ανέλαβε την εκστρατεία εναντίον των Τριβαλλών, ενώ λίγο αργότερα, όταν ανέλαβε να εκστρατεύσει στην Ασία εναντίον των Περσών, τον όρισε  επιμελητή του κράτους με δικαίωμα να ασκεί για λογαριασμό του βασιλιά του όλα τα απορρέοντα από τη θέση αυτή καθήκοντα κατά την απουσία του στην εκστρατεία. «τα μεν κατά Μακεδονίαν τε και τους Έλληνας Αντιπάτρω επιτρέψας» (Αρρ, Αλεξ Άνάβ. Α ,11).
Του άφησε ακόμη στη διάθεσή του 12 χιλιάδες φαλαγγίτες, χίλιους ιππείς, και πεντακόσιους ελαφρά οπλισμένους ιππείς, για να επιβάλλει την τάξη στη Μακεδονική επικράτεια, να επιτηρεί τους γύρω από το μακεδονικό κράτος λαούς, να στρατολογεί και να ενισχύει κάθε χρόνο το εκστρατευτικό σώμα του Αλέξανδρου με  έμψυχο και άψυχο υλικό.
Καλύτερη επιλογή δε θα μπορούσε να κάνει ο ευφυής νεαρός βασιλιάς της Μακεδονίας. Την επαλήθευσαν τα γεγονότα που ακολούθησαν, αφού ο Αντίπατρος, όλα τα χρόνια της απουσίας του βασιλιά του στην Ασία, όχι μόνο τήρησε την τάξη στον Ελλαδικό χώρο αλλά και του έστελνε τακτικά  στρατιωτικές ενισχύσεις και διάφορα υλικά που χρειαζόταν στην εκστρατεία  του.
Από ένα πρόχειρο υπολογισμό που μπορεί να κάνει κανείς από τις πληροφορίες που παρέχει ο Αρριανός, ο Αντίπατρος έστειλε έγκαιρα στον Αλέξανδρο όλα τα χρόνια του πολέμου σχεδόν διπλάσιες στρατιωτικές δυνάμεις από εκείνες που είχε ο στρατηλάτης, όταν κίνησε εναντίον των Περσών.
Μόνο τον πρώτο χρόνο της εκστρατείας, την Άνοιξη του 333 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος βρισκότανε ακόμη στο Γόρδιο, ο Αντίπατρος ετοίμασε και του έστειλε στρατιωτικές ενισχύσεις, που ξεπερνούσαν τους 3.000 πεζούς και 650 ιππείς.(Περισσότερα για τις στρατιωτικές ενισχύσεις στο βιβλίο «Αλέξανδρος ο Μέγας, ο αήττητος στρατηλάτης και οραματιστής ενός νέου κόσμου», Εκδ. γράμμα, Θεσσαλονίκη 2011).
Ο Αλέξανδρος, όμως που υπεραγαπούσε τη μητέρα του, δεν αδιαφόρησε και γι’ αυτήν. Θέλοντας να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της, ανέθεσε σ’ αυτήν την ευθύνη να τελεί τις θυσίες στους θεούς, να συνεχίζει τις παραδοσιακές τελετές των Αργειαδών, καθώς κι εκείνες προς τιμή του θεού Διόνυσου. Ο Χάμμοντ σημειώνει: «Επιπλέον υπήρχαν τμήματα της δημόσιας διοίκησης που διηύθυνε ο ίδιος ο βασιλιάς. Η υπευθυνότητα για όλα αυτά τα ζητήματα στην απουσία του βασιλιά δινόταν σε έναν αξιωματούχο που τον έλεγαν «Προστάτη της Βασιλείας». Ο Αλέξανδρος ανέθεσε αυτό το αξίωμα στη βασίλισσα μητέρα του. Ξέρουμε ότι κατά την απουσία του εκείνη θυσίαζε αντί αυτού και ότι ήταν ειδική στις παραδοσιακές τελετές των Αργεαδών και τις τελετές του Διονύσου».
Επειδή όμως τα όρια ευθύνης μεταξύ Αντίπατρου και Ολυμπιάδας δεν ήταν σαφώς καθορισμένα, γι’ αυτό πολλές φορές παρατηρούνταν τριβές μεταξύ τους, τις οποίες όμως έλυνε με σοφό τρόπο, έστω και από μακριά, ο Αλέξανδρος.  
Μένοντας όμως ως επίτροπος, επιτηρητής του κράτους στη Μακεδονία, ο Αντίπατρος, όχι μόνο διατήρησε την τάξη στην επικράτεια του Μακεδονικού κράτους, αλλά αντιμετώπισε με επιτυχία και κάποιες αποσταθεροποιητικές κινήσεις των εχθρών της. Με διαταγή του ο ναύαρχος Πρωτέας διασκόρπισε τον περσικό στόλο υπό το Δατάμη, που ναυλοχούσε στη Σίφνο, προλαμβάνοντας τον κίνδυνο αποστασίας των Ελλήνων (333 π.Χ.). Την ίδια επιτυχία σημείωσε και λίγο αργότερα, εναντίον του Μακεδόνα αποστάτη στρατηγού της Θράκης Μέμνονα, που επεδίωκε την ανεξαρτησία του από τη Μακεδονική κυριαρχία, ενώ την ίδια στιγμή ο περσικός στόλος με το Φαρνάβαζο απειλούσε τις Ελληνικές πόλεις. Ο Αντίπατρος τους αντιμετώπισε με επιτυχία κι αυτούς, αλλά δεν πρόλαβε να αποτρέψει τον Άγη, βασιλιά της Σπάρτης, να ξεσηκωθεί πολύ αργότερα εναντίον της Μακεδονικής τυραννίας, τη στιγμή που ο Αλέξανδρος προχωρούσε προς την παλιά πρωτεύουσα του περσικού κράτους την Περσέπολη (330 π.Χ.).
Κι ενώ ο Αλέξανδρος, κυρίαρχος πια του Περσικού κράτους, έσπευδε προς την Περσέπολη, όπου φυλάγονταν οι ανυπολόγιστης αξίας θησαυροί του κράτους, στην Ελλάδα ο Αντίπατρος καλούνταν να δείξει τη δύναμή του και τις ικανότητές, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εξέγερση της Σπάρτης, η οποία ποτέ δεν αποδέχτηκε τη νέα κατάσταση και πίστεψε πως ήταν καιρός, με το βασιλιά της ΄Αγη και τη βοήθεια των συμμάχων της, να πετύχει την αναξαρτητοποίησή της από τη Μακεδονική κυριαρχία. Στην κίνηση αυτή μετείχαν και άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, οποίες συγκέντρωσαν μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, μεγαλύτερη των τριάντα χιλιάδων, και απειλούσε τους Μακεδόνες. Η Αθήνα θέλησε να μετάσχει κι αυτή στη συμμαχία της Σπάρτης, αλλά στη Βουλή των Αθηνών οι μετριοπαθείς, Αισχίνης και Δημάδης, υποστήριξαν τη νομιμοφροσύνη, ενώ αντίθετα ο Δημοσθένης ήθελε να ενωθεί με τις δυνάμεις της Σπάρτης και να βγάλει έξω τον αθηναϊκό στόλο. Η πρόταση απορρίφθηκε και η συμμαχία της Σπάρτης έμεινε χωρίς τη συμμετοχή της Αθήνας.
Ο Αντίπατρος όμως, που στο διάστημα αυτό είχε λάβει χρήματα από τον Αλέξανδρο, μέσω  του Μένητα από την Πέλλα, τον οποίο διόρισε ο Αλέξανδρος υπεύθυνο για την ασφάλεια των επικοινωνιών με την Ελλάδα, του έστειλε 3000 τάλαντα, για να τα προσφέρει στον Αντίπατρο . Μ' αυτά τα χρήματα ο Αντίπατρος γρήγορα συγκέντρωσε 50 χιλιάδες στρατό και βάδισε εναντίον των δυνάμεων του Άγη στην Πελοπόννησο. Στη μάχη της Μεγαλόπολης (330 π.Χ.), που πολιορκούσε ο στρατός του Άγη, οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ηττήθηκαν, ενώ ο Άγης έπεσε πολεμώντας ηρωικά στη μάχη.
Μια σοβαρή επανάσταση κάποιων Ελλήνων, που θέλησαν να αποσχιστούν από το Κοινό των Ελλήνων και να αποτινάξουν τη Μακεδονική κυριαρχία από πάνω τους, απέτυχε παταγωδώς. Τότε ο Αντίπατρος, ως αναπληρωτής ηγεμών, ζήτησε από το Συνέδριο να αποφασίσει τους όρους παράδοσης. Το Συμβούλιο επέβαλε στην Αρκαδία και την Ήλιδα, πρωτεργάτες του κινήματος, πρόστιμο 120 ταλάντων και συνέλαβε τους ηγέτες τους, επειδή παραβίασαν τους όρους της κοινής ειρήνης. Το Συνέδριο παραχώρησε το δικαίωμα στον Αντίπατρο να κρίνει την τύχη της Σπάρτης, ο οποίος, ενεργώντας άμεσα συνέλαβε 50 επιφανείς Σπαρτιάτες και τους έστειλε στον Αλέξανδρο μαζί με μια αντιπροσωπεία Σπαρτιατών. Έπειτα με διπλωματικές ενέργειες, πέτυχε οι ηττημένοι να δεχτούν την κοινή ειρήνη καθώς και τη συμμαχία με τη Μακεδονία.
Ο Αντίπατρος δεν ήταν μόνο καλός στρατηγός και διπλωμάτης αλλά και πνευματικός άνθρωπος, γιατί έβρισκε πάντοτε χρόνο να ασχολείται και με το συγγραφικό του έργο, γεγονός που τον έφερε πιο κοντά στο φίλο του Αριστοτέλη, του οποίου κέρδισε τη φιλία και την εκτίμηση. Γι’ αυτό αργότερα, όταν ο Αριστοτέλης αισθάνθηκε το τέλος της ζωής του, εκτιμώντας την ακεραιότητα του χαρακτήρα του στρατηγού και τη φιλία μαζί του, του εμπιστεύθηκε το άνοιγμα της Διαθήκης του..
Είναι γνωστό πως ο Αριστοτέλης, μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, επειδή φοβήθηκε μήπως έχει κι αυτός την τύχη του Σωκράτη, γιατί το κατηγορητήριο που διατυπώθηκε εναντίον του από το ιερατείο της Ελευσίνας ήταν για «γραφή ασεβείας», επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία και έγραψε ύμνο στην Αρετή. Για να αποφύγει, λοιπόν, τα χειρότερα κατέφυγε στην Εύβοια,  στο κτήμα της μητέρας του, όπου και πέθανε τον Οκτώβρη του 322 π.Χ. από θλίψη και μελαγχολία.
Η βαθιά εκτίμησή του φιλόσοφου  στο πρόσωπο του Αντίπατρου φαίνεται στην ιδιόχειρη διαθήκη του την οποία διασώζει στους «Βίους Φιλοσόφων» ο Διογένης Λαέρτιος. Γράφει σ’ αυτήν:
«Έσται μεν ευ εάν δε τι συμβαίνη, τάδε διέθετο Αριστοτέλης επίτροπον μεν είναι πάντων και δια παντός Αντίπατρον….»
.«Έτσι πρέπει να γίνει. Εάν μου συμβεί κάτι, εγώ ο Αριστοτέλης ορίζω τα ακόλουθα: Επίτροπος για όλα τα προσωπικά μου συμφέροντα και για όσο χρόνο χρειαστεί, θα είναι ο Αντίπατρος . Όσον αφορά στη σχολή μου, μέχρι να είναι σε θέση να την αναλάβει ο Νικάνωρ, την επιμέλεια θα έχουν ο Αριστομένης, ο Τίμαρχος , ο Ίππαρχος,ο Διοτέλης, ο Θεόφραστος, εάν βέβαια ο καθένας από αυτούς δέχεται να παίξει το ρόλο αυτό.Σε ό,τι αφορά στα παιδιά μου και στη γυναίκα μου την Ερπυλλίδα(δεύτερη γυναίκα του) και σε όλα τα υπόλοιπα υπάρχοντά μου, παραμένει επίτροπος ο Αντίπατρος».
Ο Αντίπατρος καλός οικογενειάρχης
Μιλώντας με κολακευτικά λόγια για τον πολύτεκνο στρατηγό του ο Φίλιππος κάποτε είπε μη σκοτίζεστε τόσο πολύ για τους γάμους, γιατί υπάρχει ο Αντίπατρος που  είναι άριστος γνώστης σ’ αυτά τα ζητήματα, μια και έχει πείρα από τους γάμους των 12 παιδιών που είχε αποκτήσει.
Είχε τη χαρά να αποκτήσει και να αναθρέψει 8 γιους: Κάσσανδρος, Ιόλας, Αρχίας, Νικάνωρ, Πλείσταρχος, Περίλαος, Φίλιππος και Αλέξανδρος, και 4 θυγατέρες: Φίλα, Ευρυδίκη, Νίκαια και άλλη μια που μας είναι άγνωστο το όνομά της.
Τις τέσσερις κόρες του πάντρεψε με τους πλέον διάσημους Μακεδόνες της εποχής. Γαμπροί του υπήρξαν ο ικανότατος στρατηγός και φίλος του Αλέξανδρου, ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος Α΄, ο Λάγου, ο Περδίκκας, ο Δημήτριος Πολιορκητής και ο Λυγκηστής Αλέξανδρος. Ο τελευταίος ήταν αυτός που φώναξε, μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, «Αλέξανδρος, υιός Φιλίππου, βασιλεύς Μακεδόνων» και οι παριστάμενοι Μακεδόνες τον ανακήρυξαν βασιλιά τους.
Την πρώτη του κόρη, τη Φίλα, μια ιδιαίτερα ενάρετη γυναίκα,  πάντρεψε αρχικά με το Βάλακρο, σατράπη της Καππαδοκίας και μετά το θάνατό του, με τον Κρατερό, το γενναίο στρατηγό του. Η Φίλα απέκτησε ένα γιο, που τον ονόμασε Κρατερό, δίνοντάς του το όνομα του πατέρα του, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια μάχη, πέφτοντας από το άλογό του. Αργότερα η Φίλα παντρεύτηκε το νεαρό Δημήτριο Πολιορκητή, γιο του Αντίγονου του Μονόφθαλμου. Μ’ αυτόν απόκτησε δύο παιδιά, τον Αντίγονο, αργότερα βασιλιά της Μακεδονίας, και τη Στρατονίκη, που παντρεύτηκε το Σέλευκο και αργότερα, μετά το θάνατό του, τον Αντίοχο.
 Η Φίλα, στον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στους Διαδόχους του Μ. Αλεξανδρου, αιχμαλωτίστηκε από τον Πτολεμαίο, όταν αυτός συγκρούστηκε με το Δημήτριο Πολιορκητή στην Κύπρο και τον νίκησε. Σεβόμενος όμως ο νικητής τόσο την ίδια όσο και τον πατέρα της Αντίπατρο, την έστειλε με τα παιδιά της στη Μακεδονία, στον αδελφό της Κάσσανδρο. Αργότερα ο Δημήτριος έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, αλλά ανατράπηκε από το θρόνο και η Φίλα, που ζούσε στην Κασσάνδρεια της Χαλκιδικής, απογοητευμένη από τη νέα κατάσταση, αυτοκτόνησε, πίνοντας δηλητήριο.
Τη Νίκαια, την άλλη κόρη του, ο Αντίπατρος είχε μνηστεύσει με τον Περδίκκα, το στρατηγό του Αλέξανδρου, ο οποίος όμως για λόγους πολιτικούς προφανώς, διέλυσε τον αρραβώνα του μαζί της και νυμφεύτηκε την Κλεοπάτρα, αδελφή του Αλέξανδρου. Μετά τη δολοφονία όμως του Περδίκκα (322) από τον Πίθωνα και το Σέλευκο στην Αίγυπτο, διεκδίκησαν την Κλεοπάτρα για σύζυγο οι στρατηγοί Κάσσανδρος, Λυσίμαχος και Αντίγονος. Εκείνη απέρριψε τις προτάσεις τους και μετέβη στις Σάρδεις, όπου ο Αντίγονος την αιχμαλώτισε και την κρατούσε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στην προσπάθειά της όμως να δραπετεύσει συνελήφθη, μεταφέρθηκε πίσω στις Σάρδεις, όπου και δολοφονήθηκε, πιθανώς κατ’ απαίτηση του Κάσσανδρου, για να εξαφανίσει τα συγγενικά πρόσωπα που μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στις δικές του φιλοδοξίες να γίνει μια μέρα βασιλιάς της Μακεδονίας..
Τέλος, η Ευρυδίκη παντρεύτηκε τον Πτολεμαίο Α΄, το Σωτήρα, ιδρυτή της αιγυπτιακής δυναστείας. Πιθανώς ο γάμος αυτός έγινε μετά το 321 π.Χ., όταν ο πόλεμος μεταξύ των διαδόχων εμαίνετο για το διαμοιρασμό εδαφών της αυτοκρατορίας του Μ.Αλέξανδρου, επιδιώκοντας να ενισχυθεί η συμμαχία μεταξύ γαμπρού και πεθερού, δηλαδή του Πτολεμαίου και του Αντίπατρου.
Η Ευρυδίκη, η σύζυγος του Αρριδαίου απέκτησε τέσσερις γιους: τον Πτολεμαίο που ονομάστηκε «κεραυνός», το Μελέαγρο, που διαδέχτηκε τον αδερφό του στο θρόνο της Μακεδονίας μόνο για δύο μήνες, τον Αργαίο και έναν ακόμη που μας είναι άγνωστο το όνομά του.
Απόκτησε και δύο κόρες: την Πτολεμαϊδα, δεύτερη σύζυγο του Δημητρίου Πολιορκητή, και τη Λυσάντρα, σύζυγο του Αγαθοκλή, γιου του Λυσίμαχου.. Το 288 π.Χ. η Ευρυδίκη, οργισμένη με τον Πτολεμαίο, που προτίμησε τη Βερενίκη, πρώην ακόλουθό της, από την ίδια, εγκατέλειψε την Αίγυπτο και μετέβη στη  Μίλητο. Εκεί υποδέχτηκε το Δημήτριο Πολιορκητή στον οποίο έδωσε, ως σύζυγο, την κόρη της Πτολεμαϊδα. Η Ευρυδίκη πέθανε μετά το 280 π.Χ. Αυτές είναι οι πληροφορίες που υπάρχουν σχετικά με τις κόρες του Αντίπατρου.
Όσον αφορά στην τύχη των γιων του Αντίπατρου τα στοιχεία που έχουμε είναι σχεδόν ελάχιστα για κάποιους από αυτούς.
Ο Ιόλας, ο δευτερότοκος γιος του, είναι γνωστό πως υπήρξε οινοχόος του Αλέξανδρου. Κατηγορήθηκε μάλιστα ότι δηλητηρίασε το βασιλιά του και γι’ αυτό η Ολυμπιάδα αργότερα σκότωσε τον αδελφό του Νικάνορα. Ο Κάσσανδρος, πρωτότκος γιος του Αντίπατρου, συμμαθητής του Αλέξανδρου, που δεν είχε καλές σχέσεις μαζί του, αποκλείστηκε από τον Αντίπατρο να του αναθέσει την Αντιβασιλεία, γιατί προτίμησε να τον αναπληρώσει στη θέση του ο έμπειρος στρατηγός του Αλέξανδρου Πολυπέρχων, ο οποίος, ενώ αρχικά είχε καλές σχέσεις με τον Κάσσανδρο, αργότερα ο δεύτερος τον εξουδετέρωσε, όπως και όλους τους αντιπάλους του που υποστήριζαν την Ολυμπιάδα. Τραγικό τέλος επεφύλασσε η μοίρα στη δυναμική βασίλισσα του Μακεδονικού κράτους, την Ολυμπιάδα. Ο Κάσσανδρος, για να εξαφανίσει κάθε μέλοςς της βασιλικής οικογένειας πολέμησε την Ολυμπιάδα και τους προστάτες της με αποτέλεσμα να στραφεί εναντίον της. Η Ολυμπιάδα, για να σωθεί κατέφυγε με τη φρουρά της στην Πύδνα, έχοντας μαζί της τη Ρωξάνη και τον Αλέξανδρο Δ΄, τους οποίους συνέλαβε ο Κάσσανδρος και τους καταδίκασε σε θάνατο. Η μόνη που διέφυγε το θάνατο ήταν η Θεσσαλονίκη, κόρη του Φιλίππου και της Νικησίπολης από τις Φερρές, την οποία νυμφεύθηκε και έκτισε προς τιμή της την πόλη της Θεσσαλονίκης (316 π.Χ.).
Για τα άλλα παιδιά του Αντίπατρου δεν έχουμε πληροφορίες
Αντίπατρος και η δράση του κατά την περίοδο της διαμάχης μεταξύ των  Διαδόχων
Τα δυσκολότερα όμως προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Αντίπατρος εμφανίστηκαν αμέσως μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, όταν άρχισαν οι πρώτες διαμάχες μεταξύ των φιλόδοξων στρατηγών του.
Κι ενώ ακόμη δεν είχε ταφεί η σορός του Μακεδόνα βασιλιά, στη Βαβυλώνα εκδηλώθηκε αμέσως η αντίδραση των πεζών στρατιωτών της Φάλαγγας, απέναντι στον Περδίκκα, τους στρατηγούς και τους Εταίρους. Οι επαναστάτες με το Μελέαγρο ζητούσαν να γίνει βασιλιάς ο Αρριδαίος, ο ετεροθαλής αδελφός του Αλέξανδρου.
Τελικά, στη διαμάχη επικράτησε ο στρατηγός Περδίκκας που τιμώρησε τους πρωταίτιους με θάνατο καθώς και τον αρχηγό τους Μελέαγρο, αφού πήρε με το μέρος του τον άβουλο Αρριδαίο.
Για να επέλθει ηρεμία ανάμεσα στους φιλόδοξους στρατηγούς, αποφασίστηκε να γίνει διανομή αξιωμάτων.
΄Ετσι, συμφώνησαν προσωρινά να είναι βασιλιάς τους ο Αρριδαίος, γιος του Φιλίππου Β΄και της Θεσσαλής Φιλίνης, που μετονομάστηκε Φίλιππος Γ΄. Ακόμη συμφωνήθηκε πως, αν η Ρωξάνη, που ήταν έγκυος, γεννήσει γιο, θα γινόταν κι αυτός βασιλιάς, όπως και έγινε και ονομάστηκε Αλέξανδρος Δ΄.
Ο Περδίκκας, σωματοφύλακας του Αλέξανδρου και χιλίαρχος, έγινε επιμελητής της βασιλείας,  ενώ ο Αντίπατρος διατήρησε την εξουσία του στη Μακεδονία και τους γύρω λαούς και επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, για να αντιμετωπίσει την επαναστατική κίνηση των Αθηναίων, οι οποίοι, παρόλες τις προσπάθειες  από το στρατηγό Φωκίωνα και το ρήτορα Δημάδη, για αυτοσυγκράτηση, εκείνοι παρασυρμένοι από το Δημοσθένη και τους άλλους αντιμακεδονίζοντες πως τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία να διώξουν τις μακεδονικές δυνάμεις από τον τόπο τους, κινήθηκαν επαναστατικά. Με την Αθήνα συνέπραξαν οι Αιτωλοί,οι Αχαιοί, οι Αρκάδιοι και οι Κορίνθιοι υπό την ηγεσία του στρατηγού Λεωσθένη.Στην πρώτη τους όμως αναμέτρηση με τον Αντίπατρο στις Θερμοπύλες οι ενωμένες δυνάμεις, 30 χιλιάδες άνδρες, νίκησαν τον ολιγάριθμο Μακεδονικό στρατό, γεγονός που ανάγκασε τον Αντίπατρο να καταφύγει στη Λαμία και να ζητήσει τη βοήθεια του Λεοννάτου, σατράπη του Ελλησπόντου, και του Κρατερού, που με πολύ στρατό βρισκόταν στην Κιλικία καθοδόν για τη Μακεδονία, οπότε άρχισε ο Λαμιακός πόλεμος το 323 π.Χ.
Η πολιορκία της πόλης είναι στενή και ο Αντίπατρος, βρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζήτησε από το Λεωσθένη σύναψη συμφωνίας. Εκείνος έχοντας προσωρινά το πλεονέκτημα να πολιορκεί τους Μακεδόνες, αρνήθηκε, ζητώντας υποταγή, οπότε χάθηκε για τη συμμαχία η ευκαιρία, αφού σε λίγο, κατά τη διάρκεια της κατασκευής τάφρου, ο Λεωσθένης δέχτηκε πέτρα στο κεφάλι  από έναν καταπέλτη και μετά δύο μέρες τον έθαψαν με πολλές τιμές.
Στο διάστημα όμως  αυτό ενισχύθηκε ο Αντίπατρος από το Λεοννάτο και τον Κρατερό, που έφτασαν σε βοήθειά του με πολύ στρατό. Ο Κρατερός που βρισκόταν στη Μ Ασία με ισχυρό στρατό και τους 10 χιλιάδες απόμαχους Μακεδόνες, οι οποίοι επέστρεφαν στις πατρίδες τους  είχε και την εντολή από τον Αλέξανδρο να αντικαταστήσει στην αντιβασιλεία τον Αντίπατρο, τον οποίο ο Αλέξανδρος  μετακινούσε στη Μ. Ασία να εκπαιδεύσει εκεί το στρατό και  να γνωρίσει τη νέα πολιτική του Αλέξανδρου, όπως ελέγετο, αλλά όλοι γνώριζαν ότι η μετακίνηση του Αντίπατρου οφειλόταν στην Ολυμπιάδα, που κατηγορούσε τον Αντίπατρο και το γιο του Κάσσανδρο στον Αλέξανδρο. Είναι αλήθεια πως τελευταία ο Αντίπατρος και ο Παρμενίων δε συμφωνούσαν με της επεκτατική πολιτική του Αλέξανδρου και μάλιστα ο Παρμενίων υποστήριζε ότι έπρεπε η μακεδονική κυριαρχία να περιοριστεί στο δυτικό τμήμα της Μ. Ασίας, ώστε το κέντρο του κράτους να παραμείνει η Μακεδονία με την οποία συμφωνούσε και ο Αντίπατρος. Οι σχέσεις όμως Αλέξανδρου και Αντίπατρου δοκιμάστηκαν σοβαρά από τη στιγμή της δολοφονίας του Παρμενίωνα, αλλά και από την πληροφορία ότι ο Αλέξανδρος απαιτούσε από τους Μακεδόνες, όπως του είπαν, να τον προσκυνούν, ενώ η αλήθεια ήταν πως την προσκύνησή του απαιτούσε μόνο από τους κατακτημένους λαούς, που το συνήθιζαν αιώνες τώρα στο τόπο τους. ΄Ενα άλλο θέμα για το οποίο είχε διαφορετική άποψη ο Αντίπατρος ήταν  η εξομοίωση των Ελλήνων με τους Ασιάτες, Αυτό εξόργιζε το γηραιό στρατηγό και, αν προσθέσει κανείς και την μετακίνησή του από τη Μακεδονία στη Μ.Ασία, τότε γίνεται κατανοητή η δυσαρέσκεια του Αντίπατρου απέναντι στο νεαρό αήττητο βασιλιά του.. Ο θάνατος όμως του Αλέξανδρου΄δε λύπησε μόνο τους Μακεδόνες  αλλά και ματαίωσε όλα του τα σχέδια. Ο Αντίπατρος όμως  εξακολουθούσε να τελεί τα καθήκοντά του με την ίδια πίστη και αποφασιστικότητα. Γι, αυτό γρήγορα στράφηκε, κατά των ενωμένων συμμαχικών δυνάμεων, που κινήθηκαν εναντίον της μακεδονικής κυριαρχίας, και συνέτριψε τη δύναμη τους στη μάχη της Κραννώνας(322), διαλύοντας τη συμμαχία στην οποία μετείχαν  η Αθήνα, η Αιτωλική και η Αχαϊκή συμπολιτεία και άλλες πόλεις, επιβάλλοντας σ' αυτές όρους αυστηρούς, παρά την παρουσία στις διαπραγματεύσεις μαζί του του Αθηναίου στρατηγού Φωκίωνα, φίλου των Μακεδόνων..
Οι Αθηναίοι έπρεπε να παραδώσουν το Δημοσθένη και τον Υπερείδη, τους αρχηγούς αυτού του πολέμου, να μετατραπεί το πολίτευμα της Αθήνας από δημοκρατικό σε τιμοκρατικό, να δεχτούν μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία και να δώσουν χρηματικές πολεμικές αποζημιώσεις.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης, που έκρινε τους όρους της ειρήνης, επισήμανε πως ο Αντίπατρος μεταχειρίστηκε τους Αθηναίους φιλάνθρωπα, γιατί τους επέτρεψε να διατηρήσουν τα αγαθά και τις κτήσεις τους.
Επιστρέφοντας στη Μακεδονία ο Αντίπατρος με το στρατηγό Κρατερό, εκτός από δώρα που του πρόσφερε για τη βοήθειά του, τον νύμφευσε και με την κόρη του Φίλα και τον βοήθησε να επανακάμψει στην Ασία. Στο διάστημα αυτό στη Βαβυλώνα ο Περδίκκας, που ανέλαβε την επιτροπεία των βασιλέων Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄, διέλυσε τον αρραβώνα του με την κόρη του Αντίπατρου Νίκαια και νυμφεύθηκε την Κλεοπάτρα, την αδελφή του Αλεξάνδρου, για να πλησιάσει περισσότερο το βασιλικό θρόνο της Μακεδονίας. Γρήγορα όμως κίνησε τις υποψίες των άλλων στρατηγών και συνασπίστηκαν εναντίον του (Αντίπατρος, Κρατερός, Αντίγονος, Λυσίμαχος, Πτολεμαίος). Το 322 ο Περδίκκας δολοφονήθηκε, ύστερα από μια του αποτυχία, από τους ίδιους τους αξιωματικούς του. Λίγο αργότερα εξέλιπε και ο ικανότατος στρατηγός και φίλος του Αλέξανδρου Κρατερός, που σκοτώθηκε σε μια μάχη εναντίον του Ευμένη, πέφτοντας από το άλογό του. Οι θάνατοι αυτοί περιόρισαν κόμη περισσότερο τον αριθμό των ανταγωνιστών στρατηγών. Το 321 π.Χ. οι υπόλοιποι στρατηγοί συγκεντρώθηκαν στον Τριπαράδεισο της βόρειας Συρίας, όπου ο Αντίπατρος, με κοινή απόφαση,  διορίστηκε επιμελητής αυτοκράτωρ, των βασιλέων΄Φιλίππου Γ΄, δηλαδή του Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄. Τελικά, αφήνοντας τον Αντίγονο ως στρατηγό της Ασίας και τοποθετώντας δίπλα του τον Κάσσανδρο, το γιο του, να τον επιτηρεί, επέστρεψε στη Μακεδονία,  με τους Φίλιππο Γ΄και τον Αλέξανδρο Δ΄, όπου, όταν αισθάνθηκε το τέλος της ζωής του να πλησιάζει, διόρισε Επιμελητή στη θέση του τον έμπειρο στρατηγό του Αλέξανδρου Πολυπέρχοντα, αποκλείοντας από τη θέση αυτή το φιλόδοξο γιο του Κάσσανδρο.
Τότε η Ολυμπιάδα βρήκε την ευκαιρία να λάβει εκδίκηση από όσους την εχθρεύονταν και τη μισούσαν. Ο Πολυπέρχων, που συμμάχησε με την Ολυμπιάδα, εξέδωσε διαταγή να θανατωθούν όσοι υπήρξαν άρχοντες στις πόλεις στα χρόνια της εξουσίας του Αντίπατρου, οι δε δήμοι να επανακτήσουν την αυτονομία τους.
«Η Ολυμπιάς δε τούτων διαφθαρέντων (δηλ της Ευρυδίκης και Φιλίππου Γ΄), ανείλε μεν τον Νικάνορα τον αδελφόν του Κάσσανδρου, κατέστρεψε δε τον Ιόλου τάφον, μετερχομένη, καθάπερ έφησε τον Αλεξάνδρου θάνατον, επέλεξε δε και των Κασσάνδρου φίλων τους επιφανεστάτους εκατόν Μακεδόνας, ους άπαντες απέσφαξεν».
Τα γεγονότα αυτά, λέει ο Διόδωρος Σικελιώτης, έκαναν πολλούς Μακεδόνες να μισήσουν την Ολυμπιάδα για τη σκληρότητά της και «όλοι αναμιμνήσκοντο των Αντιπάτρου λόγων, ος καθάπερ χρησμωδών επί της τελευτής παρεκελεύσατο μηδέποτε συγχωρήσαι γυναικί της βασιλείας προστατήσαι».
Ο Αντίπατρος, προέβλεψε τα γεγονότα και οι φόβοι του για την εκδικητικότητα της Ολυμπιάδας βγήκαν αληθινοί, αλλά δεν έζησε, για να δει την επαλήθευση των λόγων του, γιατί πέθανε το 319 π.Χ., αφού υπηρέτησε πιστά δύο βασιλιάδες το Φίλιππο Β΄ και τον Αλέξανδρο Γ΄, και προσέφερε προστασία στους διαδόχους του Μακεδονικού θρόνου Φίλιππο Γ΄ (Αρριδαίο) και Αλέξανδρο Δ΄.
Δυστυχώς όμως για τους Έλληνες τα γεγονότα, που ακολούθησαν το θάνατο του Αλέξανδρου, άλλαξαν άρδην την κατάσταση στην αχανή αυτοκρατορία και οι φιλοδοξίες των Διαδόχων οδήγησαν τους ίδιους σε ένα αλληλοσπαραγμό, που διέλυσαν ό,τι είχε πετύχει στα δέκα και πλέον χρόνια ο Αλέξανδρος.

Συμπληρωματικά παραθέτουμε τον αφανισμό των νόμιμων διεκδικητών του Μακεδονικού θρόνου από τους φιλόδοξους στρατηγούς.
Το 317 π.Χ. η βασίλισσα Ευρυδίκη, σύζυγος του Φιλίππου Γ΄ ή Αρριδαίου, κατέστησε τον Κάσσανδρο επίτροπο του συζύγου της και ο Κάσσανδρος, που μισούσε την Ολυμπιάδα και για τη δολοφονία του αδελφού του Νικάνορα, κινήθηκε εναντίον της, που κατέφυγε στην Πύδνα. Εκεί, την συνέλαβε και την καταδίκασε στην εσχάτη των ποινών, φυλακίζοντας την ίδια, τον  εγγονό της Αλέξανδρο Δ΄ και τη Ρωξάνη στην Αμφίπολη, για να τους εκτελέσει όλους τον άλλο χρόνο 316, αφήνοντας μάλιστα άταφο το σώμα της Ολυμπιάδας.΄
Την ίδια τύχη είχε και ο άλλος διεκδικητής του βασιλικού θρόνο, ο Ηρακλής, γιος του Αλέξανδρου και της Βαρσίνης, που ζούσε με τη μητέρα του στην Πέργαμο. Δεν πρόλαβε να φτάσει στην Πέλλα, όπου κλήθηκε, γιατί δολοφονήθηκε καθ’ οδόν κι αυτός.
Δεν ήταν, βέβαια, καλύτερη και η τύχη της Ευρυδίκης και του συζύγου της Αρριδαίου ή Φιλίππου Γ΄. Πρόλαβε και τους δολοφόνησε το 317 π.Χ. η Ολυμπιάδα, αφού βεβήλωσε τον τάφο του Ιόλα, για τη συμμετοχή του δήθεν στη δηλητηρίαση του γιου της, μια και ήταν ο οινοχόος του Αλέξανδρου Γ΄.



Δ. Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ