Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Οι Αγριάνες, ελληνοθρακικό φύλο, στο Μακεδονικό στρατό του Αλέξανδρου


Οι Αγριάνες, ελληνοθρακικό φύλο, ζούσαν στην περιοχή της Ροδόπης. Κτηνοτρόφοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, σκληραγωγημένοι και ανυπόταχτοι, ήρθαν γρήγορα σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, διδάχτηκαν την ελληνική γλώσσα και στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Β΄(359-336 π.Χ.) υπήρξαν σύμμαχοι πιστοί και φίλοι του. Αργότερα ακολούθησαν το Μ. Αλέξανδρο στις εκστρατείες του και διακρίθηκαν για τη γενναιότητα και τις πολεμικές τους αρετές. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται με κολακευτικά λόγια σ’ αυτούς και σημειώνει πως μόνον οι Αγριάνες, οι Δόβηρες και οι Οδομαντοί δεν υποτάχτηκαν στη δύναμη του Μεγάβαζου:
«οι δε περί το Παγγαίον όρος και Δόβηρες και Αγριάνες και Οδομαντοί και αυτήν την λίμνην Πρασιάδα ουκ εχειρώθησαν αρχήν υπό Μεγαβάζου».
Ο Στράβων τους χαρακτήρισε ελληνοθρακικό φύλο, που κατοικούσε νοτιοδυτικά της Ροδόπης, δηλαδή στο βόρειο τμήμα του Νομού Ξάνθης, ενώ ο Θεόπομπος τους θεωρούσε ως επιδέξιους ακοντιστές και ιππακοντιστές. Τέλος, ο ιστορικός Θουκυδίδης, Θραξ από τον πατέρα του ΄Ολορο, χαρακτήριζε το λαό αυτό μαχητικό.
Οι Αγριάνες, ως γενναίοι μαχητές, γρήγορα προσήλκυσαν το ενδιαφέρον διαφόρων πόλεων-κρατών, ώστε να τους προσλαμβάνουν ως μισθοφόρους στο στρατό τους. Γι’ αυτό τους βρίσκουμε να υπηρετούν, ως μισθοφόροι, στο στρατό των Οδρυσσών, των Αθηναίων, των Μακεδόνων και αργότερα των Ρωμαίων.
Ο Φίλιππος Β΄ γνώρισε την ανδρεία τους στα χρόνια που οργάνωνε και εκπαίδευε το μακεδονικό στρατό για τη μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Περσών. Τους προσεταιρίστηκε και ενέταξε έναν αριθμό από αυτούς στο στρατό του, αφού τους εκπαίδευσε κατάλληλα.
Πόσο σημαντική ήταν η προσφορά τους στους Μακεδόνες οι Αγριάνες καταφαίνεται και από τις αναφορές του Αρριανού. Τους αναφέρει στην ιστορία του Αλεξάδρου ανάβασις πάνω από 50 φορές και μας δίνει αρκετές χρήσιμες πληροφορίες για τη σχέση τους με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, για τις ικανότητές τους στον πόλεμο και τη σημαντική προσφορά τους.
«Ο Λάγγαρος, γράφει ο Αρριανός, ο βασιλεύς των Αγριάνων, ενώ ακόμη έζη ο Φίλιππος, φιλοφρόνως υπεδέχετο τον Αλέξανδρον και απέστειλε πρέσβεις πλησίον του. Ο ίδιος δε προσήλθε πλησίον του μετά των σωματοφυλάκων, οι οποίοι ήσαν ωραιότατοι εις το παράστημα και καλώς ωπλισμένοι» (Αρρ. Αλεξ. ανάβ. Α,5,2)
Αυτοί οι άνδρες γρήγορα θα γίνουν το έμπιστο σώμα των ακοντιστών, που θα υπηρετεί πιστά τον Αλέξανδρο σε όλες του τις πολεμικές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό, από την ημέρα που έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων, δείχνει έμπρακτα την εκτίμησή του προς τους Αγριάνες, εντάσσοντας χίλιους από αυτούς στο μακεδονικό στρατό. Τους έχει πάντα δίπλα του στις πιο δύσκολες στιγμές του πολέμου εναντίον των ποικίλων εχθρών του τόσο στη Βαλκανική όσο και στην Ανατολή.
Συγκεκριμένα, στην προληπτική του εκστρατεία κατά των Ιλλυριών, των Γετών και άλλων, ο Αλέξανδρος είχε πάντοτε μαζί του και δίπλα του το σώμα των Αγριάνων πολεμιστών. Μετά τη νίκη του επί των εχθρών αυτών, θέλησε να πολεμήσει και τους Αυταριάτες, ένα βάρβαρο λαό, και αναζητούσε πληροφορίες γι’ αυτούς πριν τους επιτεθεί. Τότε τον πλησίασε ο βασιλιάς των Αγριάνων ο Λάγγαρος και του είπε πως δεν πρέπει να τους υπολογίζει, γιατί ήταν οι πλέον απόλεμοι από αυτούς που κατοικούν στην περιοχή και ότι ο ίδιος θα εισβάλει στη χώρα τους να τους αναγκάσει να ασχολούνται μόνο με τις δικές τους υποθέσεις. Ο Αλέξανδρος τον άκουσε με προσοχή και αμέσως του έδωσε εντολή να τους τιμωρήσει. Ο Λάγγαρος, χωρίς καθυστέρηση, εισέβαλε στη χώρα των Αυταριατών και τους υποχρέωσε να ασχολούνται μόνο με τις δικές τους υποθέσεις και να ησυχάζουν.
Ο νεαρός βασιλιάς, εκτιμώντας την προσφορά των Αγριάνων, τίμησε το Λάγγαρο με πολλά δώρα και το σπουδαιότερο του πρότεινε να τον κάνει γαμπρό του!
«Ο Λάγγαρος μεγάλως ετιμήθη υπό του Αλεξάνδρου. Έλαβε δώρα όσα θεωρούνται από τον βασιλέα των Μακεδόνων ως πολυτιμότατα και την αδελφήν του Αλέξανδρου Κύναν, υπεσχέθη, ότι θα του παραχωρήσει ως σύζυγον μετά την άφιξιν των εις Πέλλαν...αλλά ο Λάγγαρος μετά την επιστροφήν αυτού εις την πατρίδα του απέθανεν από ασθένειαν». (Αρρ. Α 5,4),
Δεν είναι μικρότερης σημασίας η προσφορά των Αγριάνων στον πόλεμο εναντίον των Ιλλυριών, που ήταν οχυρωμένοι στην πόλη Πήλιο, κοντά στη σημερινή Κορυτσά. Ο Αλέξανδρος, με ένα έξυπνο σχέδιο, πέρασε στη αντίπερα όχθη του Μοράβα ποταμού (Δεβόλη), χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους εχθρούς του και, εισβάλλοντας με το στρατό του στο στρατόπεδο τους, τους αιφνιδίασε και τους εξόντωσε όλους.
Μετά ο Αλέξανδρος αφού εξασφάλισε τα νώτα του από τους λαούς της Βαλκανικής εστράφη εναντίον των Περσών, αφού αυτή την εντολή του έδωσε το Κοινό των Ελλήνων στην Κόρινθο.
Και στην εκστρατεία αυτή ο Αλέξανδρος κράτησε κοντά του τους γενναίους Αγριάνες ακοντιστές και τους χρησιμοποιούσε σε όλες τις δύσκολες επιχειρήσεις του είτε ως ακοντιστές είτε ως τοξότες είτε ως ιππακοντιστές. Οι Αγριάνες αποδεικνύονταν ικανοί κάθε φορά με όποιον τρόπο κι αν πολεμούσαν.
Στη μάχη του Γρανικού(334 π.χ.) το σώμα των Αγριάνων βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μαζί με το μακεδονικό ιππικό και τους άλλους Έλληνες. Ο Αρριανός, περιγράφοντας τη διάταξη του στρατού τόσο της αριστερής όσο και της δεξιάς πτέρυγας, σημειώνει: «στη δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν έμπροσθεν, πλησίον του Αλεξάνδρου, ο Φιλώτας, ο υιός του Παρμενίωνος, με τους βαρέως ωπλισμένους ιππείς, τους τοξότας και τους ακοντιστάς Αγριάνας. Μετά από αυτόν παρετάχθη ο Αμύντας, ο υιός του Αρραβαίου, με τους σαρισσοφόρους ιππείς, τους Παίονας και την ίλην ιππικού του Σωκράτους. Εν συνεχεία παρατάχθηκαν οι ασπιδοφόροι κτλ...Της αριστερής πτέρυγος, πρώτοι στο άκρον παρετάχθησαν οι Θεσσαλοί ιππείς, με αρχηγό τους τον Κάλα, ακολουθούσαν οι σύμμαχοι ιππείς, με αρχηγό τους το Φίλιππο του Μενελάου, κτλ». (Αλεξ.ανάβ.Α.14,1, 2,3, 4).
Με αυτήν τη διάταξη του στρατού του επιχείρησε να διαβεί το βαθύ με τις απόκρημνες όχθες Γρανικό ποταμό ο Αλέξαδρος, και τα κατάφερε παρά τις δυσκολίες που συνάντησε. Μετά προχώρησε στο εσωτερικό της χώρας και απελευθέρωσε τη Μίλητο, την Αλικαρνασσό καθώς και τις περιοχές της Λυκίας και Παμφυλίας(333) και έφθασε ως το Γόρδιο.
Κατεβαίνοντας όμως από Άλυ ποταμό και φθάνοντας στα στενά, δηλαδή τις Πύλες της Κιλικίας, που στέκονταν σοβαρό εμπόδιο στη διελευσή του, ο Αλέξανδρος, «αφού πήρε μαζί του τους ασπιδοφόρους, τους τοξότες και τους Αγριάνες, προήλασε υπό το σκότος της νυκτός έως τας κλεισωρείας, διότι δεν ανέμενον οι φρουροί ότι θα τους επιτεθεί».(Β 4,3). Όταν όμως οι φρουροί τον είδαν να πλησιάζει, πανικοβλήθηκαν, εγκατέλειψαν τα στενά και τράπηκαν σε φυγή. Την άλλη μέρα, ανενόχλητος πια ο Αλέξανδρος βάδιζε προς την Κιλικία, κυριεύοντας τις πόλεις που εύρισκε μπροστά του. Έτσι, κατέλαβε τους Σόλους και την Ταρσό, όπου όμως, κάνοντας μπάνιο στα κρύα νερά του Κνύδου ποταμού, αρρώστησε.
Μετά την ανάρρωσή του, έσπευσε να συναντήσει το Δαρείο που είχε παραταχθεί με πολύ στρατό στην Ισσό και τον ανέμενε ανήσυχος. Φτάνοντας ο Αλέξανδρος εκεί και βλέποντας την παράταξη του εχθρικού στρατού, αντιπαρέταξε και εκείνος το δικό του, ασυγκρίτως μικρότερο σε πλήθος, αλλά με υψηλό ηθικό και σιγουριά στο βασιλιά του. Παρέταξε στη δεξιά πτέρυγα πριν από τους ιππείς τους προδρόμους ιππείς, δηλαδή το ελαφρό ιππικό, τους Παίονες, με αρχηγό τους τον Αρίστωνα, ενώ δίπλα τους τοποθέτησε τους τοξότες υπό τη διοίκηση του Αντίοχου και δίπλα σ΄αυτούς τους Αγριάνες ακοντιστές υπό την αρχηγία του Άτταλου. Τους άλλους από τους ιππείς των εταίρων παρέταξε προς την πλευρά του όρους σε σχηματισμό γωνίας.
Αργότερα όμως, όταν είδε την οριστική παράταξη των Περσών, προέβη σε κρυφές μετακινήσεις στρατευμάτων. Ετσι, μετακίνησε από την αριστερά πτέρυγα στη δεξιά, τη δική του, τοποθετώντας τους στην πρώτη γραμμή τους τοξότες, το τμήμα των Αγριάνων και μερικούς από τους Έλληνες μισθοφόρους. Με τη διάταξη αυτή, όταν νόμισε πως ήταν καιρός, επιτέθηκε με μεγάλη ορμή εναντίον του Δαρείου στην Ισσό (333π.Χ). Η ορμή του πανικόβαλε το μεγάλο βασιλιά και αμέσως, στρέφοντας το άρμα του, τράπηκε σε άτακτη φυγή, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης τη σκηνή του και την οικογένειά του!(Αρρ. Β ,11,9).
Ο Αλέξανδρος δε συνέχισε την καταδίωξή του πριν υποτάξει και την ισχυρή Τύρο, η οποία παρά τις προσπάθειές του, τον ταλαιπώρησε γύρω στους οχτώ μήνες, αλλά το καλοκαίρι του 332 κυρίεψε την πόλη και την κατέσκαψε εκ θεμελίων. ΄Ενας ακόμη μύθος κατέρρευσε για την απόρθητη πόλη.
Μετά ο Αλέξανδρος, εισχωρώντας στην καρδιά της περσικής αυτοκρατορίας, αναζητώντας το Δαρείο, τον νίκησε για δεύτερη φορά στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.) και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ασίας. Είχε προκαλέσει η νίκη του αυτή τόσο τρόμο στον περσικό στρατό, ώστε να παραδοθούν αμαχητί η Βαβυλώνα και τα Σούσα. Όταν όμως ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε την ανατροπή και το θάνατο του Δαρείου, κατεδίωξε τους φονιάδες του, στέλνοντας τους Αγριάνες με το Φιλώτα και άλλη δύναμη να συλλάβουν το Βήσσο, σατράπη των Βακτρίων, το Βαρσαέντη των Αραχωτών και το Ναβαραζάνη, (Αρρ. Γ΄ 29, 7), ενώ λίγο αργότερα οι Αγριάνες αναμεμιγμένοι με τους ιππείς και τους τοξότες, υπό τη διοίκηση του Βάλακρου, εφόρμησαν κατά των Σκυθών και τους έτρεψαν σε φυγή, αφήνοντας νεκρό και τον αρχηγό τους Σατράκη (Αρρ.Δ΄4, 6, 7).
Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι Αγριάνες και όταν ο Αλέξανδρος βρίσκεται στην περιοχή της Αόρνου Πέτρας. Επειδή όμως από την πρώτη ματιά ο βασιλιάς αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολη είναι η κατάληψη του βράχου αυτού, αμέσως επιλέγει τους Αγριάνες και άλλα ευκίνητα και ελαφρώς οπλισμένα σώματα (Αρρ.Δ΄28,8), για να αρχίσει την πολιορκία του. Κι ενώ αρχίζει την επιχωμάτωση για την κατάληψη του οχυρού, που ως τώρα δεν μπόρεσε να το κυριεύσει κανείς, ούτε και ο ημίθεος Ηρακλής, αναζητεί πληροφορίες από αιχμαλώτους για τον τρόπο αναρρίχησης.
«Την άλλη μέρα υπό τη διοίκηση του Νεάρχου οι Αγριάνες θα φρόντιζαν να κατοπτεύσουν τις οχυρές θέσεις και να συλλάβουν μερικούς εκ των βαρβάρων, δια να εξακριβώσουν τα αφορώντα εις την χώραν πράγματα, ενδιαφερόμενοι συγχρόνως να μάθουν περί των άλλων και ιδίως περί των ελεφάντων».(Αρρ. Δ΄30, 5, 6). Τον ίδιο χρόνο Αλέξανδρος με τη βοήθεια κάποιων ντόπιων οδηγών επιχειρούσε την κατάληψη του βράχου. Ειδικά εκπαιδευμένοι στις αναρριχήσεις άνδρες του Αλέξανδρου με τη βοήθεια των ντόπιων οδηγών κατορθώνουν ανεβούν, με πολύ δυσκολία βέβαια, απαρατήρητοι στο Βράχο και να τον καταλάβουν, αιφνιδιάζοντας τους υπερασπιστές του, οι οποίοι τρομοκρατημένοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και τρέπονται σε φυγή, για να σωθούν. Όσοι από αυτούς δεν πρόλαβαν να φύγουν συνελήφθησαν από του 700 περίπου άνδρες που ανέβηκαν αμέσως με τον Αλέξανδρο στο βράχο και πλήρωσαν με τη ζωή τους. Η Άορνος Πέτρα, που κατά την παράδοση δεν μπόρεσε να κυριεύσει ούτε ο Ηρακλής μα ούτε και ο Κρίσνα, βρισκόταν στα χέρια του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων (326 π. Χ.).
Η προσφορά των Αγριάνων δεν τελειώνει εδώ, γιατί είναι παρόντες στις πολεμικές επιχειρήσεις του Υδάσπη ποταμού, όπου η στρατιωτική ιδιοφυία του Αλέξανδρου νικά τη δύναμη και τη γενναιότητα του Πώρου, του Ινδού βασιλιά της περιοχής.
Ευρισκόμενος στην περιοχή αυτή ο Αλέξανδρος, μετά την ήττα του Πώρου και την κηδεία του πιο έμπιστου στρατηγού και φίλου του, του Κοίνου, που πέθανε από ασθένεια, προέβη στην αναδιάρθρωση του στρατού του. Χώρισε το στράτευμά του σε τρία τμήματα.
«Ο ίδιος άγων μεθ’ εαυτού όλους γενικώς τους ασπιδοφόρους, επεβιβάσθη των πλοίων μαζί με τους τοξότας, τους Αγριάνας και το επίλεκτο τάγμα των ιππέων.
Ο Κρατερός οδηγούσε ένα μέρος των πεζών και των ιππέων παραλλήλως του στόλου, παρά την δεξιάν όχθην του Υδάσπου (ποταμού).
Ο Ηφαιστίων οδηγούσε επί της αριστεράς όχθης το μέγιστον και ισχυρότατον της στρατιάς μαζί με τους ελέφαντες» ( Αρρ. ΣΤ΄ 2, 2).
Με το χωρισμό αυτό ο Αλέξανδρος εμπιστεύεται το στρατό του στους δύο καλύτερους φίλους του. Στον Κρατερό, τον φιλοβασιλέα, όπως τον αποκάλεσε κάποτε που ρωτήθηκε σχετικά, και τον Ηφαιστίωνα, τον Φιλαλέξανδρο.
Βαδίζοντας από εκεί προς την περιοχή των Μαλλών και θέλοντας να μη λάβουν γνώση οι συμπατριώτες τους Ινδοί το πλησίασμά του στην περιοχή, έδωσε εντολή στον Περδίκα να πάρει τους Αγριάνες και με τη δική του ιππαρχία και εκείνη του Κλείτου να αποτρέψουν να συμβεί αυτό.
Είναι η τελευταία αναφορά του Αρριανού στο όνομα και τη δράση των Αγριάνων. Από το σημείο αυτό και μετά ο ιστορικός στρέφει το φακό του στις εσωτερικές διεργασίες, ύστερα μάλιστα από την άρνηση των Μακεδόνων στην Ώπη (324 π. Χ.) να ακολουθήσουν το βασιλιά τους σε νέα εκστρατεία.
Συνοψίζοντας τα όσα αναφέραμε διαπιστώνουμε πως οι Αγριάνες είναι πρωταγωνιστές σε πολλές κρίσιμες φάσεις του πολέμου τόσο στη Βαλκανική όσο και στην Ανατολή. Υπηρετούν πάντα δίπλα στον Αλέξανδρο αλλά και υπό τη διοίκηση ικανών Μακεδόνων στρατηγών, όπως είναι: ο Φιλώτας, δύο φορές, ο Άτταλος, ο Βάλακρος, ο Περδίκκας και ο Νέαρχος. Με τη γενναιότητά τους και τις πολεμικές τους αρετές συντελούν στο μέρος που τους αναλογεί κι αυτοί στο μεγάλο θρίαμβο του αήττητου Μακεδόνα στρατηλάτη και εκπολιτιστή του κόσμου.
Γι’ αυτό ήταν περήφανοι, όπως και όσοι Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες μετείχαν στην ένδοξη εκείνη εκστρατεία, που, από όπου πέρασε με τον οραματιστή στρατηλάτη, σκόρπισε φως και ελληνικό πολιτισμό.
Σήμερα οι Αγριάνες ταυτίζονται με τους Πομάκους της Θράκης και φέρονται ως μακρινοί τους πρόγονοι (Αγριάνες ιππομάχοι>ιπ-πομάχ-οι>πομάκοι).
Πρόκειται, όπως υποστηρίζουν πολλοί μελετητές, για ένα ελληνοθρακικό λαό, τον οποίο δυστυχώς το ελληνικό κράτος περιφρόνησε και αδιαφόρησε για τη μοίρα του, επιτρέποντας στην Τουρκία να τους εναγκαλιστεί ως δικό της λαό, γιατί πολλοί από αυτούς, αν και αισθάνονται Έλληνες, είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Το ατόπημα της Ελλάδας είναι σοβαρό και δεν τιμά τους Έλληνες που επέτρεψαν τις κατά καιρούς Ελληνικές Κυβερνήσεις να περιφρονούν ανθρώπους δικούς τους, αντί να τους βοηθούν να βελτιώσουν τη ζωή τους και ως Έλληνες πολίτες που είναι, να απολαμβάνουν κι αυτοί τα αγαθά που απολάμβαναν και απολαμβάνουν όλοι οι Έλληνες.
Γι’ αυτό σήμερα, αν η Γοργόνα, η αδελφή του Μ. Αλέξανδρου, μάθει την εγκληματική στάση μας απέναντι στο λαό αυτό, τότε, ασφαλώς, δε θα πλήξει με την ουρά της τους Πομάκους αλλά τους Έλληνες και τις Ελληνικές κυβερνήσεις που αδιαφόρησαν για την τύχη πολλών χιλιάδων Ελλήνων πολιτών, όπως ήταν και είναι οι Πομάκοι, και ίσως με τον τρόπο αυτό μας συνετίσει να μην επαναλάβουμε το μέγα λάθος μας.
Το να μαθαίνει κανείς από τα σφάλματά του είναι καλό, καλύτερο όμως είναι να διδάσκεται από τα σφάλματα των άλλων.