Αριστοτέλης και Αλέξανδρος
Ομοιότητες και διαφορές στην πολιτική
Μια παροιμία λέει: με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις. Επομένως, η αξία του δασκάλου στη αγωγή και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του μαθητή του είναι σημαντική, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς και τη σημαντική προσφορά των γονιών του προς την κατεύθυνση αυτή. Το παιδί, βέβαια, μαθαίνει πολλά από τους γονείς του, μα ακόμη περισσότερα μαθαίνει από τους δασκάλους του, όταν αυτοί είναι ικανοί και επιτελούν με υπευθυνότητα και αγάπη το λειτούργημά τους.
Γι’ αυτό ο Φίλιππος και η Ολυμπιάδα προσέλαβαν για τη σχολική αγωγή του Αλέξανδρου δύο φωτισμένους παιδαγωγούς, το Λεωνίδα και το Λυσίμαχο. Ο πρώτος ήταν αυστηρός στα ήθη, λιτοδίαιτος, λακωνικός και σκληραγωγημένος, αρετές που δίδαξε και στο μαθητή του. Ο δεύτερος ήταν άνθρωπος με μεγάλη μόρφωση και δίδαξε στο νεαρό μαθητή του την ιστορία των προγόνων του. Αργότερα στα 13 χρόνια του ο Αλέξανδρος είχε δάσκαλό του τον πιο σοφό άνδρα της εποχής του, τον Αριστοτέλη, πλησίον του οποίου φοίτησε στο σχολείο της Μίεζας επί τρία χρόνια και έμαθε πολλά.
Στο σχολείο αυτό ο Αλέξανδρος δε διδάχτηκε μόνον την Ιλιάδα του Ομήρου, την οποία είχε πάντοτε μαζί με το σπαθί του στο προσκέφαλό του, αλλά και πώς να συμπεριφέρεται στους άλλους, μια κι έμελλε να γίνει βασιλιάς της Μακεδονίας.
Ο σοφός δάσκαλος μετέδωσε στον Αλέξανδρο τον ενθουσιασμό για τη γνώση, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Του επισήμανε ότι άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ζώο και βρίσκει τον προορισμό του σε μια αυτάρκη κοινωνία. Του δίδαξε την αρετή, το σεβασμό στα θεία, την αγάπη για την πατρίδα και του εξήγησε πως σκοπός του κράτους είναι η αγωγή όλων των πολιτών στην αρετή, που πρέπει να γίνει κτήμα όλων. Το ιδανικό κράτος, διευκρίνισε στον Αλέξανδρο και τους συμμαθητές του, πρέπει να είναι περιορισμένο εδαφικά και να μην έχει υπερβολικό αριθμό πολιτών, για να γίνεται άνετα η διακυβέρνησή του.(Αριστ.Πολιτικά)
Ο Αλέξανδρος άκουγε με προσοχή τα μαθήματα και τις συμβουλές του δασκάλου του. Τον σεβόταν και τον υπεραγαπούσε, ώστε να λέει γι’ αυτόν: αν στον πατέρα μου οφείλω το ζην στο δάσκαλό μου οφείλω το ευ ζην.
Κι ενώ θα ανέμενε κανείς ο Αλέξανδρος να τηρήσει πιστά τις πολιτικές ιδέες του δασκάλου του, εκείνος, όταν έγινε βασιλιά της Μακεδονίας και κίνησε για τη μεγάλη του εκστρατεία εναντίον των Περσών, φαίνεται πως άρχισε να παίρνει αποστάσεις από κάποιες ιδέες του δασκάλου του και να ακολουθεί το δικό του δρόμο. Να λοιπόν πως και οι παροιμίες δεν έχουν πάντοτε καθολικό κύρος, αλλά μερικό. Γι’ αυτό καλό θα είναι στις αλήθειες τους να είμαστε επιφυλακτικοί.
Τη διαφοροποίηση του από το δάσκαλό του επισημαίνει ο Πλούταρχος (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής Α΄6): «ου γαρ ως Αριστοτέλης συνεβούλευεν αυτώ, τοις μεν Έλλησιν ηγεμονικώς τοις δε βαρβάροις, δεσποτικώς χρώμενος, και των μεν ως φίλων και οικείων επιμελούμενος, τοις δε ως ζώοις ή φυτοίς προσφερόμενος...»
«Γιατί δεν έπραξε, όπως τον συμβούλεψε ο Αριστοτέλης, να φέρεται δηλαδή ο Αλέξανδρος στους Έλληνες ως ηγεμόνας και στους βάρβαρους δεσποτικά, και στους πρώτους να δείχνει τέτοια συμπεριφορά σαν να ήταν φίλοι και συγγενείς του, ενώ στους άλλους σαν να ήταν ζώα ή φυτά. Γιατί, αν ενεργούσε έτσι ο Αλέξανδρος, τότε η βασιλεία του θα έβριθε από πολλούς πολέμους....».
Αν κάποιος από μας σήμερα έκρινε την άποψη του Αριστοτέλη, θα την απέρριπτε χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού οι άλλοι, οι βάρβαροι, όπως τους αποκαλούσε ο φιλόσοφος, δεν ήταν παρά άνθρωποι, όπως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου. Αν και στην εποχή του την άποψή του για τους Βάρβαρους αποδέχονταν και υποστήριζαν οι περισσότεροι Έλληνες, ο Αλέξανδρος είχε διαφορετική γνώμη και απέρριπτε κατηγορηματικά την άποψη του δασκάλου του, αντιπαραθέτοντας μια άλλη, τη δική του, η οποία τελικά και τον δικαίωσε!
Ασφαλώς, δεν είναι η μόνη διαφοροποίηση του μαθητή από τις απόψεις του δασκάλου του. Όλη η δράση του Αλέξανδρου στη συνέχεια το αποδεικνύει περίτρανα με τους λόγους του αλλά προ παντός με τις πράξεις του απέναντι στους κατακτημένους λαούς της Ανατολής (Πέρσες, Αιγύπτιους, Ινδούς και άλλους). Η πρώτη τρανταχτή διαφοροποίησή του ήταν ασφαλώς η πολιτική του απέναντι στην έννοια πόλης-κράτους του δασκάλου του.
Αντέτεινε σ’ αυτήν τη δική του πρόταση, επιχειρώντας να ιδρύσει ένα ενιαίο κράτος, όπου θα μπορούσαν να ζουν όλοι οι λαοί ελεύθεροι υπό την προστασία ενός κοινού νόμου, σεβαστού από όλους, γιατί πίστευε πως οι κατακτημένοι λαοί δεν είναι ούτε ζώα ούτε φυτά. Είναι άνθρωποι όπως και οι νικητές τους. Έτσι οφείλουν να τους βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, γιατί ο Μακεδόνας βασιλιάς πίστευε, και το έκανε πράξη, πως μια κατάκτηση δεν έχει καμιά αξία, αν δε συνοδεύεται από μεγαλοψυχία και αληθινή φροντίδα από το νικητή προς τους ηττημένους, ώστε να βελτιώσουν και οι λαοί αυτοί τη ζωή τους, να αποδεχτούν αβίαστα τα αγαθά του πολιτισμού και να γίνουν οι ίδιοι ένθερμοι υποστηρικτές της πολιτικής αυτής, πιστεύοντας ακράδαντα στην αναγκαιότητά της.
Ο Αριστοτέλης, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις επιτυχίες του Αλέξανδρου στην Ανατολή, σχολιάζοντας την πολιτική αυτή του Αλέξανδρου, με την οποία ο φιλόσοφος διαφωνούσε ριζικά, μια και δε συμβάδιζε με τις δικές του απόψεις, γράφει:
Εμείς συχνά μιλάμε για πράγματα της Ινδίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται να πράξουμε κάτι γι’αυτά...δε συλλογιζόμαστε για τις υποθέσεις των Ινδών, καθώς οι πρώτοι είναι πέρα από μας και δεύτερο πέρα από την ανθρώπινη δύναμη.
Η άποψη αυτή δε δηλώνει τίποτε άλλο παρά την αντίθεσή του προς το μαθητή, αφού ο φιλόσοφος τόνιζε πως οι Μακεδόνες θα εξουσίαζαν τους βάρβαρους αλλά όχι τους Έλληνες. Γιατί έλεγε πως, αν ήθελε ο Αλέξανδρος να κάνει κάτι παραπάνω για τους βάρβαρους, θα μπορούσε τουλάχιστον να φροντίσει για τον εξελληνισμό τους και τίποτε παραπάνω, ενώ στα Πολιτικά του προχώρησε και λίγο πιο πέρα, τονίζοντας πως, αν οι Έλληνες μπορούσαν να ενωθούν, τότε θα κυβερνούσαν τον κόσμο.
Το δε των Ελλήνων γένος...διόπερ ελεύθερόν τε διατελεί και βέλτιστα πολιτευόμενον και δυνάμενον άρχειν πάντων, μιας τυγχάνων πολιτείας..
Το Ελληνικό όμως γένος...που έχει πράγματι και θυμό και ανεπτυγμένη διανοητική δύναμη× για το λόγο αυτό ο Ελληνικός λαός παραμένει ελεύθερος και τακτοποιεί τα πολιτικά του πράγματα κατά τον καλύτερο τρόπο και είναι ικανός να άρχει όλως των άλλων λαών, εάν έχει κάποιο ενιαίο πολιτικό σύστημα. (Πολιτικά Ζ, κεφ. 6).
Η άποψή του είναι ορθή, αλλά δεν λέει το «πώς». Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή. Σ’ αυτό ακριβώς έδωσε απάντηση ο μαθητής του με το έργο του, που εντυπωσίασε φίλους και εχθρούς και έκανε τον Κορίνθιο Δημάρατο, φίλο του Φιλίππου Β΄ και του Αλέξανδρου Γ΄, όταν είδε το Μακεδόνα βασιλιά να κάθεται στο θρόνο του Δαρείου, να πει με δάκρυα στα μάτια : τι μεγάλη χαρά στερήθηκαν οι Έλληνες που είχαν πεθάνει πιο μπροστά, γιατί δεν είδαν τον Αλέξανδρο να κάθεται στο θρόνο του Δαρείου., ενώ στρεφόμενος νοερά προς τον Ξέρξη, το γνωστό μας πέρση βασιλιά, αναφώνησε:
«Ω βάρβαρε και ανόητε Ξέρξη, που μάταια καταπονήθηκες πολύ να γεφυρώσεις τον Ελλήσποντο, έτσι οι μυαλωμένοι βασιλείς συνδέουν την Ασία με την Ευρώπη, χωρίς ξύλα, χωρίς σχεδίες ούτε με άψυχα κι ασυμπαθή δεσμά, αλλά ενώνοντας τα έθνη με έρωτα νόμιμο και σωστούς γάμους και αμοιβαία ευχαρίστηση, που καταλήγει σε παιδιά»(Πλουτ. Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής (Λόγος Α΄, 7)
Είναι συγκινητικές πράγματι οι σκηνές αυτές, αλλά, για να τις πραγματώσει ο Αλέξανδρος, έπρεπε να φέρει σε αίσιο πέρας έναν πόλεμο εναντίον των Περσών και να πάρει εκδίκηση από αυτούς για όσα αποτρόπαια εγκλήματα έπραξαν σε βάρος της Ελλάδας.
Μετά όμως από την ολοκλήρωση του έργου έπρεπε να βρει ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, διαφορετικό από εκείνο που γνώριζε ως τώρα, και μ’ αυτό να κυβερνήσει τους λαούς του αχανούς κράτους του. Το νέο κράτος ήταν απέραντο σε έκταση, πολυεθνικό, με ποικιλία λαών, που είχαν διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις και αρχές.
Γι’ αυτό προσπάθησε να πλησιάσει περισσότερο τους λαούς αυτούς, να τους απαλλάξει από προκαταλήψεις και ταμπού, να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους και να τους επιβάλει την ειρήνη και την αρμονία στις μεταξύ τους σχέσεις μα και απέναντι στην υπέρτατη εξουσία, η οποία θα φρόντιζε για την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη και την πρόοδό τους. Η πολιτική του αυτή, παρά τις δυσκολίες, απέδωσε και πέτυχε να διευθετήσει σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον στα χρόνια της βασιλείας του, την παλιά εχθρότητα ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους, να πολεμήσει την αντίληψη αυτή ανάμεσα στους αλλοεθνείς και να φέρει πιο κοντά τον ένα λαό στον άλλο.
Μ’ αυτή την πολιτική και τις ενέργειές του απέναντι στους κατακτημένους λαούς, ο Αλέξανδρος ξάφνιασε τους Έλληνες αλλά και τους ξένους, γιατί ίσως ήταν ο πρώτος που απέρριψε τη θεωρία της πόλης-κράτους, που πρέσβευε ο δάσκαλός του, και υιοθέτησε ένα άλλο σύστημα διακυβέρνησης των λαών. Θέλησε να ιδρύσει μια αυτοκρατορία, όπου θα ζούσαν οι άνθρωποί της ειρηνικά, υπακούοντας σε ένα κοινό νόμο, θα ήταν πολίτες μιας πολιτείας, ασφαλείς στον τόπο τους και ελεύθεροι να λατρεύουν τους θεούς τους.
Οι Έλληνες όμως, που παρακολουθούσαν την εξάπλωση του Μακεδονικού κράτους στα βάθη της Ανατολής, μακριά από τη θάλασσα, και να ιδρύει κάθε τόσο σε απόμακρα μέρη της Ανατολής τις «Αλεξάνδρειες», ξαφνιάστηκαν για μια ακόμη φορά, γιατί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις ενέργειες του βασιλιά τους.
Μαζί τους, ασφαλώς, ξαφνιάστηκε και ο Αριστοτέλης, γιατί, διαπίστωνε πως κι εδώ ο μαθητής του δεν ακολουθούσε τη δική του θεωρία, η οποία υποστήριζε πως η πόλη-κράτος θα έπρεπε να έχει χώρο στο εσωτερικό της χώρας (ευρεία αγροτική περιοχή), παράλληλα να βρίσκεται και κοντά στη θάλασσα, όπως ακριβώς συνέβαινε με το κράτος των Ηρακλεωτών στη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου κτλ.
«Είναι δε πάρα πολύ συμφέρον εις την πόλιν να έχει και ναυτικήν δύναμιν...διότι, εάν μεν η πόλις πρόκειται να ακολουθήσει πολιτικήν γραμμήν, αποβλέπουσα στο να ηγεμονεύσει άλλων πόλεων και να αναπτύξει πρακτική δραστηριότητα, είναι ανάγκη να έχει ναυτικήν δύναμιν ανάλογον προς τας πρακτικάς αυτάς επιδιώξεις της,...όπως επί παραδειγματι εις την πόλιν των Ηρακλεωτών. Η Ηρακλεώται καταρτίζουν τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων από γεωργούς και περιοίκους, διότι έχουν πόλιν, η οποία κατά το μέγεθος της ναυτικής δυνάμεως εφαρμόζει το μέτρον περισσότερον από άλλας πόλεις»(Πολιτικά Ζ, κεφ 5, 6)
Αυτή την πολιτική ανέτρεψε ο Αλέξανδρος και, ακολουθώντας δική του πρωτόγνωρη πολιτική, πορεύτηκε μ’ αυτήν, γιατί πίστευε ακράδαντα πως μια κατάκτηση δεν έχει αξία, αν δε βοηθά τους κατακτημένους λαούς να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας και του πολιτισμού, όπως αυτός τα εννοούσε και τα υποστήριζε την εποχή εκείνη. Ήταν αυτός που επεσήμανε πως δεν μπορεί να γίνει κανένας άλλος χωρισμός μεταξύ των Ελλήνων και των Βαρβάρων ούτε από τη χλαμύδα ούτε από την ασπίδα μήτε από το σπαθί, αλλά μόνο να συμπεραίνουν το Ελληνικό από την αρετή και το Βαρβαρικό από την κακία.
Γι’ αυτό ο Πλούταρχος θεωρεί ευτυχισμένους εκείνους που υποτάχθηκαν στον Αλέξανδρο από εκείνους που ξέφυγαν την υποταγή σ’ αυτόν.
Ο Αλέξανδρος μπορεί να κατέκτησε ένα μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, πλην όμως δεν μπόρεσε να δει υλοποιημένο στην εντέλεια το εκπολιτιστικό του έργο και το μεγάλο του όραμα, γιατί τη δύναμη κι το μεγαλείο του ζήλεψε ο Χάρος και μόλις στα 33 χρόνια τον πήρε από τη ζωή, στερώντας από ανθρωπότητα μια μεγαλοφυία.
Ο Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλη πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα. Το τίτλο Μέγας, που του απένειμε η ιστορία, τον έλαβε επάξια, γιατί ποτέ άλλοτε ένας μόνον άνθρωπος δεν πέτυχε τόσα πολλά και σημαντικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλαξε τον κόσμο και φρόντισε να τον κάνει καλύτερο. Υπήρξε ένα φως που φώτισε την ανθρωπότητα. Έδωσε πολλές ελπίδες στον άνθρωπο για ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. (Δ. Αραμπατζή, Αλέξανδρος ο Μέγας, Εκδ. Γράμμα, σελ176)
Μεγάλους ονόμασε η ιστορία και πολλούς άλλους. Αληθινά όμως ο πιο μεγάλος απ’ όλους, ο μέγιστος, υπήρξε μόνον ο Αλέξανδρος Γ΄ο Μακεδών, ο Μεγαλέξανδρος!
Δ. Κ. Αραμπατζής
Ομοιότητες και διαφορές στην πολιτική
Μια παροιμία λέει: με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις. Επομένως, η αξία του δασκάλου στη αγωγή και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του μαθητή του είναι σημαντική, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς και τη σημαντική προσφορά των γονιών του προς την κατεύθυνση αυτή. Το παιδί, βέβαια, μαθαίνει πολλά από τους γονείς του, μα ακόμη περισσότερα μαθαίνει από τους δασκάλους του, όταν αυτοί είναι ικανοί και επιτελούν με υπευθυνότητα και αγάπη το λειτούργημά τους.
Γι’ αυτό ο Φίλιππος και η Ολυμπιάδα προσέλαβαν για τη σχολική αγωγή του Αλέξανδρου δύο φωτισμένους παιδαγωγούς, το Λεωνίδα και το Λυσίμαχο. Ο πρώτος ήταν αυστηρός στα ήθη, λιτοδίαιτος, λακωνικός και σκληραγωγημένος, αρετές που δίδαξε και στο μαθητή του. Ο δεύτερος ήταν άνθρωπος με μεγάλη μόρφωση και δίδαξε στο νεαρό μαθητή του την ιστορία των προγόνων του. Αργότερα στα 13 χρόνια του ο Αλέξανδρος είχε δάσκαλό του τον πιο σοφό άνδρα της εποχής του, τον Αριστοτέλη, πλησίον του οποίου φοίτησε στο σχολείο της Μίεζας επί τρία χρόνια και έμαθε πολλά.
Στο σχολείο αυτό ο Αλέξανδρος δε διδάχτηκε μόνον την Ιλιάδα του Ομήρου, την οποία είχε πάντοτε μαζί με το σπαθί του στο προσκέφαλό του, αλλά και πώς να συμπεριφέρεται στους άλλους, μια κι έμελλε να γίνει βασιλιάς της Μακεδονίας.
Ο σοφός δάσκαλος μετέδωσε στον Αλέξανδρο τον ενθουσιασμό για τη γνώση, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Του επισήμανε ότι άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ζώο και βρίσκει τον προορισμό του σε μια αυτάρκη κοινωνία. Του δίδαξε την αρετή, το σεβασμό στα θεία, την αγάπη για την πατρίδα και του εξήγησε πως σκοπός του κράτους είναι η αγωγή όλων των πολιτών στην αρετή, που πρέπει να γίνει κτήμα όλων. Το ιδανικό κράτος, διευκρίνισε στον Αλέξανδρο και τους συμμαθητές του, πρέπει να είναι περιορισμένο εδαφικά και να μην έχει υπερβολικό αριθμό πολιτών, για να γίνεται άνετα η διακυβέρνησή του.(Αριστ.Πολιτικά)
Ο Αλέξανδρος άκουγε με προσοχή τα μαθήματα και τις συμβουλές του δασκάλου του. Τον σεβόταν και τον υπεραγαπούσε, ώστε να λέει γι’ αυτόν: αν στον πατέρα μου οφείλω το ζην στο δάσκαλό μου οφείλω το ευ ζην.
Κι ενώ θα ανέμενε κανείς ο Αλέξανδρος να τηρήσει πιστά τις πολιτικές ιδέες του δασκάλου του, εκείνος, όταν έγινε βασιλιά της Μακεδονίας και κίνησε για τη μεγάλη του εκστρατεία εναντίον των Περσών, φαίνεται πως άρχισε να παίρνει αποστάσεις από κάποιες ιδέες του δασκάλου του και να ακολουθεί το δικό του δρόμο. Να λοιπόν πως και οι παροιμίες δεν έχουν πάντοτε καθολικό κύρος, αλλά μερικό. Γι’ αυτό καλό θα είναι στις αλήθειες τους να είμαστε επιφυλακτικοί.
Τη διαφοροποίηση του από το δάσκαλό του επισημαίνει ο Πλούταρχος (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής Α΄6): «ου γαρ ως Αριστοτέλης συνεβούλευεν αυτώ, τοις μεν Έλλησιν ηγεμονικώς τοις δε βαρβάροις, δεσποτικώς χρώμενος, και των μεν ως φίλων και οικείων επιμελούμενος, τοις δε ως ζώοις ή φυτοίς προσφερόμενος...»
«Γιατί δεν έπραξε, όπως τον συμβούλεψε ο Αριστοτέλης, να φέρεται δηλαδή ο Αλέξανδρος στους Έλληνες ως ηγεμόνας και στους βάρβαρους δεσποτικά, και στους πρώτους να δείχνει τέτοια συμπεριφορά σαν να ήταν φίλοι και συγγενείς του, ενώ στους άλλους σαν να ήταν ζώα ή φυτά. Γιατί, αν ενεργούσε έτσι ο Αλέξανδρος, τότε η βασιλεία του θα έβριθε από πολλούς πολέμους....».
Αν κάποιος από μας σήμερα έκρινε την άποψη του Αριστοτέλη, θα την απέρριπτε χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού οι άλλοι, οι βάρβαροι, όπως τους αποκαλούσε ο φιλόσοφος, δεν ήταν παρά άνθρωποι, όπως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου. Αν και στην εποχή του την άποψή του για τους Βάρβαρους αποδέχονταν και υποστήριζαν οι περισσότεροι Έλληνες, ο Αλέξανδρος είχε διαφορετική γνώμη και απέρριπτε κατηγορηματικά την άποψη του δασκάλου του, αντιπαραθέτοντας μια άλλη, τη δική του, η οποία τελικά και τον δικαίωσε!
Ασφαλώς, δεν είναι η μόνη διαφοροποίηση του μαθητή από τις απόψεις του δασκάλου του. Όλη η δράση του Αλέξανδρου στη συνέχεια το αποδεικνύει περίτρανα με τους λόγους του αλλά προ παντός με τις πράξεις του απέναντι στους κατακτημένους λαούς της Ανατολής (Πέρσες, Αιγύπτιους, Ινδούς και άλλους). Η πρώτη τρανταχτή διαφοροποίησή του ήταν ασφαλώς η πολιτική του απέναντι στην έννοια πόλης-κράτους του δασκάλου του.
Αντέτεινε σ’ αυτήν τη δική του πρόταση, επιχειρώντας να ιδρύσει ένα ενιαίο κράτος, όπου θα μπορούσαν να ζουν όλοι οι λαοί ελεύθεροι υπό την προστασία ενός κοινού νόμου, σεβαστού από όλους, γιατί πίστευε πως οι κατακτημένοι λαοί δεν είναι ούτε ζώα ούτε φυτά. Είναι άνθρωποι όπως και οι νικητές τους. Έτσι οφείλουν να τους βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, γιατί ο Μακεδόνας βασιλιάς πίστευε, και το έκανε πράξη, πως μια κατάκτηση δεν έχει καμιά αξία, αν δε συνοδεύεται από μεγαλοψυχία και αληθινή φροντίδα από το νικητή προς τους ηττημένους, ώστε να βελτιώσουν και οι λαοί αυτοί τη ζωή τους, να αποδεχτούν αβίαστα τα αγαθά του πολιτισμού και να γίνουν οι ίδιοι ένθερμοι υποστηρικτές της πολιτικής αυτής, πιστεύοντας ακράδαντα στην αναγκαιότητά της.
Ο Αριστοτέλης, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις επιτυχίες του Αλέξανδρου στην Ανατολή, σχολιάζοντας την πολιτική αυτή του Αλέξανδρου, με την οποία ο φιλόσοφος διαφωνούσε ριζικά, μια και δε συμβάδιζε με τις δικές του απόψεις, γράφει:
Εμείς συχνά μιλάμε για πράγματα της Ινδίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται να πράξουμε κάτι γι’αυτά...δε συλλογιζόμαστε για τις υποθέσεις των Ινδών, καθώς οι πρώτοι είναι πέρα από μας και δεύτερο πέρα από την ανθρώπινη δύναμη.
Η άποψη αυτή δε δηλώνει τίποτε άλλο παρά την αντίθεσή του προς το μαθητή, αφού ο φιλόσοφος τόνιζε πως οι Μακεδόνες θα εξουσίαζαν τους βάρβαρους αλλά όχι τους Έλληνες. Γιατί έλεγε πως, αν ήθελε ο Αλέξανδρος να κάνει κάτι παραπάνω για τους βάρβαρους, θα μπορούσε τουλάχιστον να φροντίσει για τον εξελληνισμό τους και τίποτε παραπάνω, ενώ στα Πολιτικά του προχώρησε και λίγο πιο πέρα, τονίζοντας πως, αν οι Έλληνες μπορούσαν να ενωθούν, τότε θα κυβερνούσαν τον κόσμο.
Το δε των Ελλήνων γένος...διόπερ ελεύθερόν τε διατελεί και βέλτιστα πολιτευόμενον και δυνάμενον άρχειν πάντων, μιας τυγχάνων πολιτείας..
Το Ελληνικό όμως γένος...που έχει πράγματι και θυμό και ανεπτυγμένη διανοητική δύναμη× για το λόγο αυτό ο Ελληνικός λαός παραμένει ελεύθερος και τακτοποιεί τα πολιτικά του πράγματα κατά τον καλύτερο τρόπο και είναι ικανός να άρχει όλως των άλλων λαών, εάν έχει κάποιο ενιαίο πολιτικό σύστημα. (Πολιτικά Ζ, κεφ. 6).
Η άποψή του είναι ορθή, αλλά δεν λέει το «πώς». Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή. Σ’ αυτό ακριβώς έδωσε απάντηση ο μαθητής του με το έργο του, που εντυπωσίασε φίλους και εχθρούς και έκανε τον Κορίνθιο Δημάρατο, φίλο του Φιλίππου Β΄ και του Αλέξανδρου Γ΄, όταν είδε το Μακεδόνα βασιλιά να κάθεται στο θρόνο του Δαρείου, να πει με δάκρυα στα μάτια : τι μεγάλη χαρά στερήθηκαν οι Έλληνες που είχαν πεθάνει πιο μπροστά, γιατί δεν είδαν τον Αλέξανδρο να κάθεται στο θρόνο του Δαρείου., ενώ στρεφόμενος νοερά προς τον Ξέρξη, το γνωστό μας πέρση βασιλιά, αναφώνησε:
«Ω βάρβαρε και ανόητε Ξέρξη, που μάταια καταπονήθηκες πολύ να γεφυρώσεις τον Ελλήσποντο, έτσι οι μυαλωμένοι βασιλείς συνδέουν την Ασία με την Ευρώπη, χωρίς ξύλα, χωρίς σχεδίες ούτε με άψυχα κι ασυμπαθή δεσμά, αλλά ενώνοντας τα έθνη με έρωτα νόμιμο και σωστούς γάμους και αμοιβαία ευχαρίστηση, που καταλήγει σε παιδιά»(Πλουτ. Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής (Λόγος Α΄, 7)
Είναι συγκινητικές πράγματι οι σκηνές αυτές, αλλά, για να τις πραγματώσει ο Αλέξανδρος, έπρεπε να φέρει σε αίσιο πέρας έναν πόλεμο εναντίον των Περσών και να πάρει εκδίκηση από αυτούς για όσα αποτρόπαια εγκλήματα έπραξαν σε βάρος της Ελλάδας.
Μετά όμως από την ολοκλήρωση του έργου έπρεπε να βρει ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, διαφορετικό από εκείνο που γνώριζε ως τώρα, και μ’ αυτό να κυβερνήσει τους λαούς του αχανούς κράτους του. Το νέο κράτος ήταν απέραντο σε έκταση, πολυεθνικό, με ποικιλία λαών, που είχαν διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις και αρχές.
Γι’ αυτό προσπάθησε να πλησιάσει περισσότερο τους λαούς αυτούς, να τους απαλλάξει από προκαταλήψεις και ταμπού, να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους και να τους επιβάλει την ειρήνη και την αρμονία στις μεταξύ τους σχέσεις μα και απέναντι στην υπέρτατη εξουσία, η οποία θα φρόντιζε για την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη και την πρόοδό τους. Η πολιτική του αυτή, παρά τις δυσκολίες, απέδωσε και πέτυχε να διευθετήσει σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον στα χρόνια της βασιλείας του, την παλιά εχθρότητα ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους, να πολεμήσει την αντίληψη αυτή ανάμεσα στους αλλοεθνείς και να φέρει πιο κοντά τον ένα λαό στον άλλο.
Μ’ αυτή την πολιτική και τις ενέργειές του απέναντι στους κατακτημένους λαούς, ο Αλέξανδρος ξάφνιασε τους Έλληνες αλλά και τους ξένους, γιατί ίσως ήταν ο πρώτος που απέρριψε τη θεωρία της πόλης-κράτους, που πρέσβευε ο δάσκαλός του, και υιοθέτησε ένα άλλο σύστημα διακυβέρνησης των λαών. Θέλησε να ιδρύσει μια αυτοκρατορία, όπου θα ζούσαν οι άνθρωποί της ειρηνικά, υπακούοντας σε ένα κοινό νόμο, θα ήταν πολίτες μιας πολιτείας, ασφαλείς στον τόπο τους και ελεύθεροι να λατρεύουν τους θεούς τους.
Οι Έλληνες όμως, που παρακολουθούσαν την εξάπλωση του Μακεδονικού κράτους στα βάθη της Ανατολής, μακριά από τη θάλασσα, και να ιδρύει κάθε τόσο σε απόμακρα μέρη της Ανατολής τις «Αλεξάνδρειες», ξαφνιάστηκαν για μια ακόμη φορά, γιατί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις ενέργειες του βασιλιά τους.
Μαζί τους, ασφαλώς, ξαφνιάστηκε και ο Αριστοτέλης, γιατί, διαπίστωνε πως κι εδώ ο μαθητής του δεν ακολουθούσε τη δική του θεωρία, η οποία υποστήριζε πως η πόλη-κράτος θα έπρεπε να έχει χώρο στο εσωτερικό της χώρας (ευρεία αγροτική περιοχή), παράλληλα να βρίσκεται και κοντά στη θάλασσα, όπως ακριβώς συνέβαινε με το κράτος των Ηρακλεωτών στη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου κτλ.
«Είναι δε πάρα πολύ συμφέρον εις την πόλιν να έχει και ναυτικήν δύναμιν...διότι, εάν μεν η πόλις πρόκειται να ακολουθήσει πολιτικήν γραμμήν, αποβλέπουσα στο να ηγεμονεύσει άλλων πόλεων και να αναπτύξει πρακτική δραστηριότητα, είναι ανάγκη να έχει ναυτικήν δύναμιν ανάλογον προς τας πρακτικάς αυτάς επιδιώξεις της,...όπως επί παραδειγματι εις την πόλιν των Ηρακλεωτών. Η Ηρακλεώται καταρτίζουν τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων από γεωργούς και περιοίκους, διότι έχουν πόλιν, η οποία κατά το μέγεθος της ναυτικής δυνάμεως εφαρμόζει το μέτρον περισσότερον από άλλας πόλεις»(Πολιτικά Ζ, κεφ 5, 6)
Αυτή την πολιτική ανέτρεψε ο Αλέξανδρος και, ακολουθώντας δική του πρωτόγνωρη πολιτική, πορεύτηκε μ’ αυτήν, γιατί πίστευε ακράδαντα πως μια κατάκτηση δεν έχει αξία, αν δε βοηθά τους κατακτημένους λαούς να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας και του πολιτισμού, όπως αυτός τα εννοούσε και τα υποστήριζε την εποχή εκείνη. Ήταν αυτός που επεσήμανε πως δεν μπορεί να γίνει κανένας άλλος χωρισμός μεταξύ των Ελλήνων και των Βαρβάρων ούτε από τη χλαμύδα ούτε από την ασπίδα μήτε από το σπαθί, αλλά μόνο να συμπεραίνουν το Ελληνικό από την αρετή και το Βαρβαρικό από την κακία.
Γι’ αυτό ο Πλούταρχος θεωρεί ευτυχισμένους εκείνους που υποτάχθηκαν στον Αλέξανδρο από εκείνους που ξέφυγαν την υποταγή σ’ αυτόν.
Ο Αλέξανδρος μπορεί να κατέκτησε ένα μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, πλην όμως δεν μπόρεσε να δει υλοποιημένο στην εντέλεια το εκπολιτιστικό του έργο και το μεγάλο του όραμα, γιατί τη δύναμη κι το μεγαλείο του ζήλεψε ο Χάρος και μόλις στα 33 χρόνια τον πήρε από τη ζωή, στερώντας από ανθρωπότητα μια μεγαλοφυία.
Ο Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλη πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα. Το τίτλο Μέγας, που του απένειμε η ιστορία, τον έλαβε επάξια, γιατί ποτέ άλλοτε ένας μόνον άνθρωπος δεν πέτυχε τόσα πολλά και σημαντικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλαξε τον κόσμο και φρόντισε να τον κάνει καλύτερο. Υπήρξε ένα φως που φώτισε την ανθρωπότητα. Έδωσε πολλές ελπίδες στον άνθρωπο για ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. (Δ. Αραμπατζή, Αλέξανδρος ο Μέγας, Εκδ. Γράμμα, σελ176)
Μεγάλους ονόμασε η ιστορία και πολλούς άλλους. Αληθινά όμως ο πιο μεγάλος απ’ όλους, ο μέγιστος, υπήρξε μόνον ο Αλέξανδρος Γ΄ο Μακεδών, ο Μεγαλέξανδρος!
Δ. Κ. Αραμπατζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου