Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012




Είναι πολλές οι 100 λίτρες χρυσού στον Πατριάρχη για μια στέψη αυτοκράτορα; 
Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίον άργυρος / κακόν νόμισμ’ έβλαστε× τούτο και πόλεις / πορθεί, τόδ’ άνδρας εξανίστησι δόμων, / τόδ’ εκδιδάσκει και παραλλάσσει φρένας / χρηστάς προς αισχρά πράγμαθ’ ίστασθαι βροτών. (Σοφοκλή, Αντιγόνη.295-299).
Γιατί κανένα απ’ όσα συνηθίζονται στους ανθρώπους δε φύτρωσε τόσο κακό σαν το χρήμα. Αυτό κυριεύει και πόλεις, αυτό διώχνει και τους ανθρώπους απ’ τα σπίτια τους, αυτό πλανεύει και γυρίζει τα μυαλά των φρονίμων, ώστε να παρασύρονται σε αισχρά πράγματα.
Αυτή ήταν η άποψη του Σοφοκλή, του μεγάλου τραγικού ποιητή της αρχαιότητας, για τη δύναμη του χρήματος. Μια άποψη η οποία έκτοτε επαληθεύεται, δυστυχώς, συνεχώς. Και δίκαια αναρωτιέται κανείς τι άραγε επί πλέον θα μπορούσε να πει ο ποιητής, αν γνώριζε και τα όσα εγκλήματα διαπράχτηκαν από την εποχή του ως σήμερα για το χρήμα.
Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Ειρήνη, μια κούπα χρυσή ως δώρο από τον Τρυγαίο αναγκάζει το θεό Ερμή να αλλάξει γνώμη και να βοηθήσει το δωρητή να ανασύρει τη φυλακισμένη σε σπηλιά από τον Πόλεμο Ειρήνη και να τη φέρει στη Γη.
Μια χρυσή κούπα έκαμψε τον άτεγκτο Θεό, ενώ τριάντα αργύρια αργότερα οδήγησαν τον Ιούδα στην προδοσία και τη σταύρωση του Χριστού μαζί με δύο ληστές, γεγονότα που δείχνουν πως το χρήμα είναι ισχυρό και ουδείς μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή του.
Σε ένα τέτοιο περιστατικό της βυζαντινής περιόδου, δηλαδή της παντοδυναμίας του χρήματος θα αναφερθούμε, στηριζόμενοι στις μαρτυρίες δύο κυρίως συγγραφέων, του Κεδρηνού και του Μιχαήλ Ψελλού, για να απαντήσουμε και στην ερώτηση του τίτλου.
Όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Η΄ (1025-1028) αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος του θέλησε να ρυθμίσει το ζήτημα της διαδοχής, γιατί η γυναίκα του Ελένη δεν του γέννησε παρά μόνον τρεις θυγατέρες, ανύπαντρες ως τον καιρό εκείνο. Την Ευδοκία, η οποία ήταν μοναχή και δύο άλλες, τη Ζωή και τη Θεοδώρα. Σκέφτηκε, λοιπόν, να επιλέξει για γαμπρό του στη Ζωή το Ρωμανό Αργυρό, έπαρχο της Πόλης. Τον ανάγκασε μάλιστα να χωρίσει τη νόμιμη σύζυγό του και να νυμφευθεί τη Ζωή, που ήταν τότε 48 χρόνων, ενώ ο Ρωμανός δέκα χρόνια μεγαλύτερός της (Ιω. Σκυλίτζης). Ο γάμος τελέστηκε στις 12 Νομβρίου1028, ενώ τρεις μέρες αργότερα πέθανε ο αυτοκράτορας και στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του Ρωμανός Γ΄ Αργυρός.
Στην αυλή όμως του παλατιού υπηρετούσε τότε ο ισχυρός άνδρας, ο παρακοιμώμενος του βασιλιά, ο γνωστός ευνούχος Ιωάννης, που είχε 4 αδέλφια και τα είχε τακτοποιήσει όλα σε σημαντικές διοικητικές θέσεις του κράτους
Ένας από τους αδελφούς του, ο Μιχαήλ, «όστις ήτο ωραιότατος την όψιν και εν ακμή της νεότητός του, όπως γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, έλαβεν εν τη αυλή αξίωμα, ως εκ του οποίου διετέλει συνεχώς παρά τη βασιλίσση.».
Ο Ρωμανός όμως, μια και η αυτοκράτειρα ήταν μεγάλη σε ηλικία, σε σχέση με το Μιχαήλ, δεν ήταν δυνατό να υποψιαστεί ότι η Ζωή θα μπορούσε να ερωτευθεί όψιμα ένα νεαρό αξιωματούχο του παλατιού.
«Εν τούτοις τούτο συνέβη, ο δε έρως αυτής απέβη τοσούτον δαιμονιώδης και μανικός, κατά Κεδρηνόν, ώστε εξαπτόμενος προσέτι υπό της φιλοδοξίας του Μιχαήλ και της φιλαρχίας του Ιωάννου παρέσυρεν αυτήν εις το να απαλλαγή του συζύγου της δια του δηλητηρίου βραδέως ενεργούντος. Αλλ’ ο ανυπόμονος Μιχαήλ δεν ηθέλησε να περιμένει τα τοιαύτα του δηλητηρίου αποτελέσματα, και μετ’ ου πολύ την 11η Απριλίου 1034 απελθόντος του βασιλέως εις το εν παλατίω βαλανείον (λουτρόν), απέπνιξε αυτόν εν τη κολυμβήθρα του λουτρού».
Αυτή είναι η άποψη του Κεδρηνού. Υπάρχει όμως και η άποψη του Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος ομολογεί ότι ήταν παρών κατά την κηδεία του αυτοκράτορα Ρωμανού, τον οποίο έθαψαν στις 11 Απριλίου του 1034, τη μεγάλη Παρασκευή, στη μονή της Περιβλέπτου, την οποία ο ίδιος είχε ανεγείρει. Ο Μ. Ψελλός υποστηρίζει πως δεν είναι σίγουρος αν ο αυτοκράτορας πέθανε από πνιγμό, γιατί λέει πως, ενώ βρισκόταν μέσα στο λουτρό, ξαφνικά άρχισε να καλεί σε βοήθεια.
«Και βοής επί τούτο γενομένης, άλλοι τε τινες παρήσαν και η βασιλίς αυτή αδορυφόρητος, ως επί πένθει δεινώ. Και ιδούσα αύθις απήλθε, το πιστόν της τελευτής ειληφυϊα δια της όψεως. Ο δε βαρύ τι στενάξας και βύθιον, τήδε κακείσε περιεβλέπετο, φωνήσαι μεν μη δυνάμενος, σχήμασι δε και νεύμασι δηλών το βούλημα της ψυχής. Ως δε συνελαμβάνετο έτι ουδείς, μύσας τους οφθαλμούς πυκνότερον αύθις επήσμαινεν. Είτα δη αθρόον αναρραγέντος υπεκχείται δια του στόματος μελάντερόν τι την χρόαν και πεπηγός, εφ’ ω δη δις και τρις ασθμάνας την ζωήν απολείπει....Και ευθύς μετακαλεσάμενη (η Ζωή) τον Μιχαήλ και την χρυσοϋφή στολήν υπειδύσασα, έπειτα δε και την βασιλικήν στεφάνην τη κεφαλή προσαρμόσασα, επεί τε πολυτελούς θρόνου καθίσασα και αυτή παρακαθισαμένη πλησίον εν ομοίω τω σχήματι, πάσιν επιτάττει όσοι το βασιλείον τηνικαύτα ώκουν άμφω κοινή προσκυνείν τε και ευφημείν. Οι μεν ουν ούτως εποίουν. Διαδόσιμον δε το πράγμα και τοις εκτός και των ανακτόρων καθίστατο, και πάσα η Πόλις παραλαβείν του συνθήματος την ευθυμίαν εβούλετο, τούτο μεν και ψευδομένων των πλειόνων την ευφημίαν και κολακευόντων τον βασιλεύσαντα και κούφως άμα και ελαφρώς συν ευθυμία και ηδονή εκδεξαμένων τον Μιχαήλ».Συνεχίζοντας ο Ψελλός προσθέτει και μερικές ακόμη πληροφορίες ότι δηλαδή το πρόσωπό του νεκρού αυτοκράτορα ήταν αλλοιωμένο από τα πολλά φάρμακα που έπαιρνε, ενώ λίγοι τον έκλαψαν. Οι περισσότεροι κρατούσαν στάση ψυχρή, γιατί ενθυμούντο τη σκληρότητά των μέτρων που έλαβε σε βάρος τους. 
Στο περιστατικό της δολοφονίας και της στέψης του Μιχαήλ ως αυτοκράτορα του Βυζαντίου αναφέρεται και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
«Επελθούσης δε της νυκτός, και ψαλλομένων των αγίων παθών, μηνύεται ο τότε πατριάρχης Αλέξιος, υπό του βασιλέως Ρωμανού δήθεν, να ανέλθη εις τα ανάκτορα. Ο πατριάρχης έσπευσε να έλθη, αλλ’ευρίσκει με απορίαν του νεκρόν μεν τον βασιλέα, την δε Ζωήν καθημένην επί θρόνου, έχουσαν πλησίον της τον Μιχαήλ, και μανθάνει ότι προσεκλήθη ίνα ομολογήση τούτον αυτή. Έκθαμβος δε γενόμενος ίστατο εννεός και ενδοιάζων περί του πρακτέου, ότι ο Ιωάννης και η Ζωή δόντες αυτώ μεν πεντήκοντα λίτρας χρυσίου, εις δε τον κλήρον άλλας πεντήκοντα, κατέπεισαν αυτούς να τελέσωσι την ιεροπραξίαν. Η σκηνή αύτη είναι βεβαίως απ’ αρχάς μέχρι τέλους μια των οικτροτέρων της μεσαιωνικής ημών ιστορίας και μαρτυρεί μέχρι τίνος βαθμού προέβη η κακοήθεια των ανθρώπων και ο εμπαιγμός των ιερωτάτων θεσμών».
Εκείνο όμως που εξοργίζει κάθε νοήμονα άνθρωπο με τη Ζωή είναι η συμπεριφορά της, προκειμένου να πετύχει το γάμο της με τον εραστή της Μιχαήλ και τον εκβιασμό της απέναντι στον πατριάρχη που τον ανάγκασε να ευλογήσει το γάμο της και να στέψει το Μιχαήλ αυτοκράτορα στο βυζαντινό θρόνο, αντί ενός σεβαστού χρηματικού ποσού. Η αυτοκράτειρα εκβίασε τη Σύγκλητο, τους Άρχοντες και τον Πατριάρχη. Κατακριτέα η διαγωγή της. Τι θα μπορούσε όμως να πει κανείς για τον Πατριάρχη και την ακολουθία του; Ενέδωσαν, μόλις πήραν τις 5ο λίτρες χρυσού η κάθε πλευρά. Έτσι τέλεσαν με περισσότερο κέφι την ιεροπραξία της στέψης. Φαίνεται πως η λάμψη του χρυσού είναι ισχυρότερη από κάθε άλλη και θαμπώνει τον άνθρωπο ακόμη κι έναν πατριάρχη με την ακολουθία του. Αλίμονο!.
Αν ήταν η μόνη περίπτωση χρηματισμού αυτή στο Βυζάντιο, ίσως θα μπορούσε να την προσπεράσει κανείς με περιφρόνηση. Τέτοιες όμως πράξεις (παράνομοι χρηματισμοί, δολοπλοκίες, δολοφονίες) ήταν φαινόμενα όχι σπάνια στο βυζαντινό παλάτι, αφού οι περισσότεροι αυτοκράτορες έχασαν τη ζωή τους όχι από φυσικό θάνατο αλλά δολοφονημένοι από τους αντιπάλους τους ακόμη και από τους πιο στενούς συγγενείς ή από πληρωμένους, χρυσοπληρωμένους δολοφόνους.
Φαίνεται πως η χρυσή κούπα στον Ερμή και οι 50 λίτρες χρυσού στον Πατριάρχη Αλέξιο και άλλες τόσες στην ακολουθία του, εξακολουθούν να κάνουν το θαύμα τους και να έχουν ισχύ και δύναμη σε κάθε εποχή. Εάν προσθέταμε στη δύναμη του χρήματος και την ανθρώπινη φιλοδοξία ως αιτίες όλων των εκτρόπων που μνημονεύσαμε-επιεικής η έκφραση-τότε νομίζουμε πως θα προλαβαίναμε κάθε νέα ερώτηση του αναγνώστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου