Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Το όνειρο και ο ρόλος του στις τραγωδίες του Αισχύλου

Οι άνθρωποι έβλεπαν και εξακολουθούν να βλέπουν στον ύπνο τους όνειρα ευχάριστα ή δυσάρεστα. Για τον αρχαίο μάλιστα Έλληνα διάχυτη είναι η πίστη πως τα όνειρα τα στέλνει ο Δίας. "Το όνειρον εκ Διός εστι". Eπειδή όμως δεν μπορούν να κρίνουν πότε ένα όνειρο είναι αληθινό ή ψεύτικο, γι' αυτό καταφεύγουν σε ονειροσκόπους ή σε μάντεις, οι οποίοι πολλές φορές με τις ερμηνείες τους είτε ικανοποιούν και ηρεμούν τους ανθρώπους είτε τους ξαφνιάζουν και τους αναστατώνουν, γιατί όλα τα όνειρα δεν είναι ευχάριστα, αφού υπάρχουν και δυσάρεστα, όπως συμβαίνει και στη ζωή, που δεν έχει μόνον ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες στιγμές.
Αυτή την ανθρώπινη αγωνία από τα τρομακτικά και δυσάρεστα όνειρα εκμεταλλεύεται ο Αισχύλος, προκειμένου να δημιουργήσει κατάλληλο κλίμα στα έργα του, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του θεατή και να ανελίξει επιτυχώς το μύθο του έργου του.
Ο ποιητής, στις τρεις, από τις εφτά σωζόμενες τραγωδίες του, χρησιμοποιεί με θαυμαστή επιτυχία το όνειρο, προκειμένου να προϊδεάσει το θεατή και να κινήσει το ενδιαφέρον του, αλλά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε μια από αυτές.
Στους Πέρσες το όνειρο είναι αλληγορικό και προφητικό μαζί, στον Προμηθέα Δεσμώτη αποκαλυπτικό και έμμεσα προφητικό, ενώ στις Χοηφόρες αποτελεί έναυσμα στην προώθηση του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες (στ. 181) και στις Χοηφόρες (στ. 32 ) η αναφορά στο όνειρο γίνεται στο πρώτο μέρος των δύο δραμάτων, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη(στ.565) σχεδόν στο τέλος της τραγωδίας.
Στους Πέρσες, ο Χορός των γερόντων, σχεδόν από τους πρώτους στίχους του δράματος εκφράζει την ανησυχία και την αγωνία του για τη τύχη του περσικού στρατού, γιατί πέρασε πολύς χρόνος από τότε που αναχώρησε πανίσχυρος από την Ασία να υποτάξει την Ελλάδα και δεν έχει καμία είδηση ακόμη για την τύχη του.
Κι ενώ ο Χορός ανησυχεί και αρχίζει να υποψιάζεται μήπως του έχει συμβεί κάποιο κακό (προϊδεασμός), ακούει από την Άτοσσα, τη βασίλισσά του, να αφηγείται ταραγμένη και αναστατωμένη ένα ολοζώντανο τρομακτικό όνειρο και να ζητά την ερμηνεία του. Βλέπει, λέει, εδώ και καιρό τέτοια όνειρα από τότε που ο γιος της με το στρατό του ξεκίνησε, για να υποτάξει τη χώρα των Ιώνων.
ΑΤ." Πολλοίς μεν αεί νυκτέροις ονείρασι
ξύνειμ', αφ' ούπερ παις εμός στείλας στρατόν
Ιαόνων γην οίχεται πέρσαι θέλων,
αλλ' ούτι πω τοιόνδ' εναργές ειδόμην
ως της πάροιθεν ευφρόνης, λέξω δε σου"(176-180).
ΑΤ. 'Όνειρα πολλά τις νύχτες μου όλες γεμίζουν,
από τότε που ο γιος μου το στρατό του εξόπλισε
και είχε φύγει των Ιώνων τη γη να υποτάξει.
Μα τόσο καθαρά κανένα δεν είδα ως τώρα
σαν της νύχτας που πέρασε, κι άκου το.
"Εδοξάτην μοι δύο γυναίκ' ευείμονε,
η μεν πέπλοισι Περσικοίς ησκημένη,
η δ' αύτε Δωρικοίσιν, ες όψιν μολείν,
μεγέθει τε των νυν εκπρεπέστατα πολύ,
κάλλει τ' αμώμω και κασιγνήτα γένους
ταυτού, πάτραν δ' έναιον η μεν Ελλάδα
κλήρω λαχούσα γαίαν, η δε βάρβαρον..."(181-200).
"Δύο γυναίκες, λαμπροστόλιστες μπροστά μου
βγήκαν, η μια περσικά κι η άλλη δώρια
φορώντας πέπλα. Ξεχωριστές στην ομορφιά.
Ήτανε, λέει, αδερφές. Η μια ως πατρίδα
πήρε με κλήρο την Ελλάδα κι η άλλη
τη γη που βάρβαροι τώρα διαφεντεύουν.
Σαν να είχαν στάση μεταξύ τους κάποια αμάχη
κι ο γιος μου, μόλις το είδε, να συμβιβάσει
προσπαθούσε τις δύο και να μερέψει,
ώσπου στο τέλος στο άρμα τις ζεύει
και τα λουριά στο σβέρκο τους περνάει.
Η μια τεντώθηκε, κι έδινε υπάκουο
το στόμα της στο γκέμι, ενώ η άλλη
δερνοκοπιόταν και το άρμα καταστρέφει,
και το τραβάει δίχως χαλινάρια,
ώσπου στο τέλος το ζυγό κόβει στα δύο
κι ο γιος μου πέφτει καταγής. Μα ξάφνου
να ο πατέρας του πετιέται από κάπου
και λυπημένος βρίσκεται κοντά του.
Ο γιος του σκίζει τα ρούχα του αλύπητα που εφόρει.
Αυτό είναι το όνειρο που έβλεπα τη νύχτα".
Ολοφάνερο πράγματι το όνειρο της βασίλισσ μα και ανησυχητικό. Ο ποιητής με την αφήγησή του, εκτός των άλλων, δίνει αλληγορικά τη σύγκρουση του υπερήφανου και ανυπότακτου ελληνικού κόσμου με το δουλόφρονα περσικό. Μια ολόκληρη τραγωδία συμπυκνώνεται σε ένα συνταρακτικό όνειρο! Μ' αυτό ο ποιητής θίγει την ιστορική αλήθεια και τονίζει ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ ελεύθερων και ανελεύθερων λαών αλλά και πολιτικών συστημάτων, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί για όσα κακά θα ακολουθήσουν.
Προάγγελος κακών αποβαίνει το όνειρο της βασίλισσας, για να συμπληρωθεί σε λίγο και από ένα παράξενο θέαμα, το οποίο επιτείνει τους φόβους της.Το ομολογεί η ίδια, γιατί ενώ πηγαίνει να προσφέρει θυσία, ξαφνικά βρίσκεται μάρτυρας ενός περιστατικού. Βλέπει με τα μάτια της ένα γεράκι να χυμά πάνω σε έναν τεράστιο αετό και να τον νικά. Την προβληματίζει το συμβάν και αναλογίζεται μήπως οι Έλληνες νικήσουν τον αετό της Ασίας. Δεν προλαβαίνει όμως να συνειδητοποιήσει την αλληγορία του γεγονότος και διαπιστώνει με θλίψη πως οι φόβοι της βγαίνουν αληθινοί. Ο αγγελιαφόρος, που μπαίνει από την αριστερή πάροδο, αναγγέλλει τη συμφορά του Ξέρξη και του στρατού του.
"Εν μια πληγή κατέφθαρται πολύς όλβος.
.......................
Περσών δ' άνθος οίχεται πεσών
στρατός γαρ πας όλωλε βαρβάρων"(255).
Η Άτοσσα, που πληροφορείται την καταστροφή, μένει άναυδη. Μόλις συνέρχεται, ζητά να μάθει για την τύχη του γιου της. Ο Αγγελιαφόρος της απαντά πως ο γιος της ζει. Κι εκείνη, γεμάτη ανακούφιση, αναφωνεί:
"Ο λόγος σου για το δικό μου σπίτι φως είναι μεγάλο
κι άσπρη μέρα ύστερα από μαύρη νύχτα"(300-301).
Η Άτοσσα είναι μητέρα και δικαιολογείται να παίρνει μια τέτοια θέση, όχι όμως και η βασίλισσα. Το ολοζώντανο, επομένως, όνειρό της βγαίνει αληθινό. Το μικρό γεράκι μάδησε τον πανίσχυρο αετό, η δώρια ατίθαση δύναμη σύντριψε την πολεμική μηχανή του Ξέρξη!
Ακριβώς αντίθετη είναι η άποψη του Δαρείου, όταν λίγο αργότερα θα βγει από τον τάφο του, ύστερα από τις θερμές παρακλήσεις του Χορού και της Άτοσσας. Ο Δαρείος, βλέποντας τον Ξέρξη να επιστρέφει σε άθλια κατάσταση, τον λυπάται και δίνει εντολή να του βγάλουν τα κουρέλια που φορεί, να φορέσει καινούρια καθαρά ρούχα και κάποιοι να τον φέρουν στα συγκαλά του! Αυτή είναι η πρώτη αντίδραση του Δαρείου. Του δείχνει το ήπιο πρόσωπό του. Αμέσως όμως, όταν ακούει τη λεπτομερή περιγραφή της καταστροφής από την απερισκεψία του γιου του, αλλάζει διάθεση και στάση απέναντί του και του αποκαλύπτει το άλλο του πρόσωπο, του οργισμένου πατέρα. Τρεις φορές με δαφορετικές λέξεις χαρακτηρίζει την πράξη του Ξέρξη μωρία, τρέλα, νόσο φρενών(719, 725, 750). Κι όσο επαναλαμβάνει τις λέξεις τόσο γίνεται και σκληρότερος απέναντί του. Αποδίδει την αιτία της καταστροφής στη μωρία του και στην έπαρσή του, ενώ ταυτόχρονα αφήνει ως παρακαταθήκη στο λαό του:
Η ελληνική γη είναι σύμμαχος με τους κατοίκους της (792).
Ο περσικός στρατός, που έμεινε στην Έλλάδα, δε θα πετύχει να βρει γλιτωμό (796).
Και ολοκληρώνοντας το είδωλο του Δαρείου τις συμβουλές του, λίγο πριν επανέλθει στον τάφο του, αποκαλύπτει στο γιο του και στον άνθρωπο γενικότερα πως την πολλή έπαρση τιμωρεί ο Δίας.
" Είναι άτεγκτος κριτής ο Δίας και την πολλή έπαρση σκληρά χτυπάει"(827). ΄
Χάνεται το είδωλο του Δαρείου. Τα γεγονότα όμως που ακολουθούν επαληθεύουν την ολοκληρωτική ήττα και καταστροφή των Περσών στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).
Κι ενώ στους Πέρσες το όνειρο προδιαγράφει τη συμφορά που πλησιάζει στον περσικό στρατό και τελικά επαληθεύεται πλήρως, στον Προμηθέα Δεσμώτη χρησιμοποιείται ως το κατάλληλο μέσο, για να αποκαλύψει μια πλεκτάνη που επιχειρείται από το Δία, προκειμένου ο υπέρτατος θεός να εξαναγκάσει την κόρη του Ινάχου, την Ιώ, να ενδώσει στις ορέξεις του. Όταν όμως αυτό γίνεται αντιληπτό από την Ήρα, τη ζηλόφθονη θεά, αρχίζει μια καταδίωξη της αγνής κόρης, που την αναγκάζει να γυρίζει στα πέρατα του κόσμου, ώσπου κάποτε, σε έξαλλη κατάσταση, φτάνει στα πέρατα της γης και βρίσκει τον Προμηθέα, που τον έχει καρφωμένο σε ένα βράχο ο Δίας, γιατί παρέδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους. Η Ιώ, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του καρφωμένου στο βράχο γίγαντα, αγαναχτισμένη όπως είναι, γιατί δε βρίσκει ησυχία από τον οίστρο που την κυνηγά παντού, αναφωνεί:
"Αχ, πάλι η δόλια με κεντάει ο οίστρος
Σε τι με βρήκες να 'φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι;
...ρίξε φωτιά και κάψε με
αρκεί όσο μου συντρίψανε τα ήπατα
οι περιπλάνητες περιπλανήσεις μου,
και να μην ξέρω η άμοιρη, πότε θα τελειώσουν
οι συμφορές μου!
Ακούς τη βοϊδοκέρατης παρθένας τη φωνή"(565 κε).
Ο Προμηθέας, που έχει συγκλονιστεί από την ψυχική ταραχή της, χωρίς περιστροφές της απαντά ότι βλέπει μπροστά του και ακούει την κόρη του Ινάχου, που την καρδιά του Δία με έρωτα φλογίζει, και τώρα, μισητή από την Ήρα, παραδέρνει άθελά της σε δρόμους ατέλειωτους.
Η Ιώ ξαφνιάζεται από τα λόγια του γίγαντα και ζητά να μάθει το όνομά του. Όταν το μαθαίνει δείχνει τη συμπάθεια και συμπόνια της στον Προμηθέα και ζητά τη βοήθειά του, αποκαλύπτοντάς του τις υπνοφαντασιές της, που προσπαθούν να την πλανέψουν με γλυκόλογα να ενδώσει στις ορέξεις ενός παντοδύναμου θεού.
τρισευτυχισμένη κόρη, πώς κάθεσαι τόσο καιρό παρθένα, ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη; Ο Δίας λαβώθηκε από σένα με βέλη ερωτικά και ποθοφλέγεται να μοιραστεί μαζί σου τη γλύκα της αγάπης. Πρόσεξε, παιδί μου, μην αποκρούσεις του υμέναιου του Δία, μα έβγα στης Λέρνας τα βαθιά λιβάδια, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια, για να χορτάσεις το ποθοπεινασμένο του Δία μάτι"(647-654).
Τέτοια όνειρα ταράζουν όλη τη νύχτα τον ύπνο της, ώσπου αποκαλύπτει το πρόβλημά της στον πατέρα της. Εκείνος, θέλοντας να δώσει μια ερμηνεία στις ονειροφαντασιές της κόρης του, στέλνει ανθρώπους του να ρωτήσουν το Μαντείο των Δελφών.Η ερμηνεία που δίνεται είναι τρομερή.: εντέλλεται ο βασιλιάς να διώξει την κόρη του έξω από τη χώρα, αλλιώς ο κεραυνός του Δία θα αφανίσει το γένος του. Αυτό ήταν. Ο γονιός της άθελά του και άθελά μου, λέει η Ιώ, μ' έδιωξε από τη χώρα και από τότε περιπλανιέμαι σε Ανατολή και Δύση, χωρίς το μαρτύριό μου να παίρνει τέλος.
Η απέχθεια του Προμηθέα για το Δία είναι εμφανής και αφηγείται στο Χορό (Ωκεανίδες) όλες τις περιπλανήσεις της Ιώς, για να τις σχολιάσει με καυτό τρόπο στο τέλος.
"Λοιπόν, τι λέτε; Δε σας φαίνεται πως ο δεσπότης των θεών παρόμοια είναι σε όλα σκληρός; Θεός αυτός ετούτη μια θνητή γυαίκα, που λαχταρούσε το κορμί της, δέστε σε ποιους την έριξε παραδαρμούς!¨
Ο Προμηθέας όμως θέλει να ηρεμήσει την ταραγμένη και αναστατωμένη Ιώ, γι' αυτό της αποκαλύπτει το μεγάλο του μυστικό, ότι δηλαδή ο δικός του λυτρωμός συνδέεται με τη δική της μοίρα, γιατί από αυτήν και το Δία θα γεννηθεί στην Αίγυπτο ο Έπαφος, ο δέκατος τρίτος απόγονος του Έπαφου (Ηρακλής) θα λυτρώσει τον Προμηθέα από τα πάθη του. Της αποκαλύπτει ακόμη πως από το γάμο που θα κάνει η Ιώ στο μέλλον θα γεννηθεί ένα παιδί που θα γκρεμίσει το γιο του Κρόνου από το θρόνο του!
Η Ιώ αισθάνεται και πάλι να ταράζει τα σωθικά της η γνωστή μανιασμένη παραζάλη και της λύσας το άγριο μπουρίνι να την οδηγεί έξω από το δρόμο, η γλώσσα της δεν έχει κρατημό, και λόγια θολά παραδέρνουν στην τύχη καθώς σέρνουν τα κύματα της μαύρης συμφοράς (880-886). Η Ιώ δεν μπορεί να μείνει άλλο. Εγκαταλείπει έξαλλη τη σκηνή, κυνηγημένη από τον οίστρο, ενώ οι γυναίκες του Χορού, οι Ωκεανίδες, εύχονται στη ζωή τους από τη μια να μην έχουν την τύχη της και από την άλλη να κάνουν ένα γάμο ταιριαστό, έστω και μ' έναν ξωμάχο δουλευτή.
Ο θεατής που βλέπει και ακούει όλα αυτά τα φοβερά και τα παράξενα, τρομάζει και ανησυχεί έντονα. Ασφαλώς, και καταδικάζει στη συνείδησή του τη σκληρή και απαράδεκτη συμπεριφορά των δύο θεών απέναντι στα αθώα θύματά τους, τον Προμηθέα και την Ιώ. Δύο θεοί, κατατρέχουν ο Δίας τον Προμηθέα και η Ήρα την Ιώ. Ζήτημα εξουσίας και φιλανθρωπίας χωρίζει το πρώτο αντίπαλο ζευγάρι, ζήλεια και φθόνος μαζί καταδιώκει μια αθώα γυναίκα και τη βασανίζει σκληρά, χωρίς έλεος, στο άλλο. Αλίμονο!
Τελικά, το όνειρο μπορεί να έχει αποτελέσει μια προωθητική δύναμη στην ανέλιξη του μύθου, αλλά ταυτόχρονα η αποκάλυψή του οδηγεί στο πλησίασμα δύο κατατρεγμένων ψυχών, του Προμηθέα και της Ιώς. Ο κοινός πόνος ενώνει τους ανθρώπους και ενδυναμώνει την καρτερία και την αγωνιστικότητά τους. Τουλάχιστον δεν ενδίδουν. Είναι κι αυτό μια νίκη, μια ελπίδα.
Ο Προμηθέας, παρά την πολεμική των αντιπάλων του, μένει βράχος ακλόνητος στις ιδέες και τις αρχές του, σαν το βράχο που είναι καρφωμένος από το Κράτος και τη Βία, όργανα της εξουσίας, ενώ η Ιώ, αλλόφρονη και ταραγμένη παίρνει τους δρόμους, με την παρηγοριά και την ελπίδα πως κάποτε κάποιος δικός της γόνος θα τιμωρήσει το μισητό ζευγάρι και θα ανατρέψει από το θρόνο του το γιο του Κρόνου, το Δία!
Στις Χοηφόρες ο ποιητής αναφέρεται στο όνειρο της Κλυταιμήστρας, που τάραξε την ησυχία της νύχτας. Το παράξενο είναι στην περίπτωση αυτή πως το όνειρο δεν το αφηγείται η ίδια η Κλυταιμήστρα, αλλά οι γυναίκες του παλατιού, που λένε ότι μέσα στην ησυχία της νύχτας άκουσαν μια δυνατή βοή να προέρχεται από το γυναικωνίτη του παλατιού και πετάχτηκαν έντρομες να δουν τι συμβαίνει.
ΧΟ."Γιατί ο φόβος πραγματικός, που ορθώνει τα μαλλιά, φόβος από τα ονειρομαντέματα, πνέοντας με οργή από τον ύπνο, ξεσήκωσε τη νύχτα μια φοβισμένη αντιβοή στου παλατιού τα βάθη, βοή που ακούστηκε βαριά μες στο γυναικωνίτη. Κι οι ονειροκρίτες, απ' το θεό αξιόπιστοι, είπαν πως έχουν παράπονα οι νεκροί κι οργή πικρή κρατούν για τους φινιάδες. Και θέλοντας ν' αποτρέψει το κακό, μ' έστειλε, Μάνα γη, η δύσθεη γυναίκα σ' αυτήν τη χάρη την αχάριστη. Φοβούμαι και να πω αυτόν το λόγο. Τι θα μπορούσε να εξαγοράσει το αίμα του, που χύθηκε;...η αμαρτία κυβερνά τον ένοχο. Ο πόνος του διαπερνά και τον βυθίζει σε ατέλειωτα δεινά" (32-70).
Ο Χορός φροντίζει να αφηγηθεί το όνειρο, πλην όμως του είναι αδύνατο, γι' αυτό το κρίνει και το ερμηνεύει από την τρομερή κραυγή της φόνισσας, της Κλυταιμήστρας. Συμπεραίνει πως η αμαρτία τυραννά τον ένοχο, ενώ "οι νεκροί σκοτώνουν τους ζωντανούς". Έχει κατανοήσει το βαθύτερο νόημά του και αναρωτιέται αν ποτέ, μια δύσθεη και αχάριστη γυναίκα, όπως η βασίλισσά του, θα μπορούσε με τις προσφορές και τις θυσίες στον τάφο του θύματος, να εξεγοράσει το αίμα του, το αίμα που χύθηκε από το δικό της φονικό χέρι και να εξαγνιστεί.
Με τον τρόπο αυτό το όνειρο γίνεται έναυσμα για την περαιτέρω ανάπτυξη του μύθου της τραγωδίας, όπου στο τέλος θα αποδοθεί η δικαιοσύνη και οι θύτες θα γίνουν θύματα. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα θα πάρουν εκδίκηση για το φόνο του Αγαμέμνονα, του πατέρα τους, σκοτώνοντας τους δολοφόνους του: την Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο.
Ο Αισχύλος γίνεται πια φανερό πως παίρνει ένα κοινό ανθρώπινο στοιχείο, το όνειρο, το καθιστά εργαλείο στην τέχνη του και κάθε φορά το χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο, για την ανέλιξη του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες το χρησιμοποιεί, παράλληλα με την ανέλιξη του μύθου του δράματος και για να ετοιμάσει ψυχολογικά το θεατή για τα όσα θα ακολουθήσουν, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη, για να σχολιάσει και να στηλιτεύσει τη συμπεριφορά και την κακία των δύο θεών, του Δία και της Ήρας απέναντι σε δύο αθώους, τον Προμηθέα και την Ιώ.. Τέλος, στις Χοηφόρες ο ποιητής αναρωτιέται αν είναι δυνατόν οι προσφορές και οι θυσίες να λυτρώνουν το δολοφόνο από το αίμα που χύθηκε, ενώ ταυτόχρονα τονίζει πως το αίμα ζητά άλλο αίμα, γι' αυτό και ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, τους ως τώρα φονιάδες του πατέρα τους, τους θύτες, τους μετατρέπουν σε θύματα. Και ο χορός... καλά κρατεί!


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Ο φόβος κακός σύμβουλος του ανθρώπου

Η εκστρατεία των Αχαιών στην Τροία δοκιμάζεται σκληρά πριν ακόμη ξεκινήσει! Ο στόλος των Αχαιών βρίσκεται καθηλωμένος στο λιμάνι της Χαλκίδας, γιατί οι άνεμοι δεν ευνοούν τον απόπλου. Όταν όμως αργότερα αποπλέει ο στόλος και αποβιβάζονται οι Αχαιοί στην παράκτια περιοχή της Τροίας, αντιμετωπίζουν κι εκεί νέες δυσκολίες, έως ότου εδραιώσουν την εξουσία τους και προχωρήσουν στην πολιορκία της Τροίας,την οποία προστατεύουν υψηλά ισχυρά τείχη και η γενναιότητα του Έκτορα, γιου του Πρίαμου και της Εκάβης.
Για εννιά ολόκληρα χρόνια πολεμούν Αχαιοί και Τρώες, μα η νίκη δεν έχει στέψει οριστικά τα όπλα κανενός, ώσπου, πέρα από τις δυσκολίες αυτές για τους Αχαιούς, προστίθεται και η ρήξη (μήνις) Αχιλλέα-Αγαμέμνονα, για μια γυναίκα, τη Βρισηίδα, την οποία αποσπά ο Αγαμέμνων με τους άνδρες του από τη σκηνή του Αχιλλέα. Ο γιος της Θεάς, οργισμένος για την προσβολή αυτή, κατηγορεί τον αρχιστράτηγο ως αδιάντροπο και συμφεροντολόγο, γεγονός που εξοργίζει τον Αγαμέμνονα, και εκείνος πάνω στην οργή του τον διώχνει με σκαιό τρόπο από την Τροία, λέγοντάς του ότι τον θεωρεί ως τον πιο μισητό άνθρωπο από όλους τους ηγέτες και πως δεν έχει την ανάγκη του, αφού και μόνος του μπορεί να κυριεύσει την πόλη του Πρίαμου.
Η ανεπίτρεπτη και υπερβολικά σκληρή στάση του Αγαμέμνονα απέναντι στο γενναιότερο των Αχαιών, τον Αχιλλέα, τον εξοργίζει και είναι έτοιμος να πλήξει με το ξίφος τον Ατρείδη, αλλά η επέμβαση της Αθηνάς συγκρατεί το χέρι του νέου. Ο Αχιλλέας, πιστεύοντας πως κάποτε οι Αχαιοί θα βρεθούν στην ανάγκη και θα ζητήσουν τη βοήθειά του, βαθιά λυπημένος και μανιασμένος, αποσύρεται από τον πόλεμο με το στρατό του.
Είναι η πρώτη λαθεμένη και ανεπίτρεπτη ενέργεια του Αγαμέμνονα, ενός ηγέτη που φθάνει στην Τροία, για να τιμωρήσει αυτούς που άρπαξαν την Ελένη από τη Σπάρτη. Κι ενώ οφείλει να κρατά ενωμένες τις στρατιωτικές του δυνάμεις ενάντια στον εχθρό, εκείνος, με την εντελώς αψυχολόγητη στάση του, γίνεται αίτιος μεγάλων συμφορών για τους Αχαιούς.
Ο πόλεμος όμως δίχως τη συμμετοχή του Αχιλλέα αποδεικνύεται δύσκολος και αναποτελεσματικός, παρόλες τις πρσπάθειες που καταβάλλει ο Αγαμέμνων και οι άλλοι Αχαιοί. Η πόλη του Πρίαμου παραμένει απόρθητη και ισχυρή. 'Αλλωστε το είπε ο μάντης Κάλχας πως η Τροία δεν πρόκειται να καταληφθεί χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα. η Αποχή του από τον πόλεμο προβληματίζει και ανησυχεί τον Αγαμέμνονα. Θέλει να εντοπίσει την αιτία του κακού, πλην όμως μάταια. Γι' αυτό, σε μια στιγμή αυτοκριτικής αναρωτιέται τι άραγε να φταίει, που και σήμερα πάλι οι Αχαιοί είναι θλιμμένοι και απογοητευμένοι από την πρόσφατη ήττα τους;
Αναζητά την αιτία, για να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις, αλλά το μόνο που διαπιστώνει είναι πως, αν και ο στρατός των Αχαιών, σε σύγκριση με το στρατό των Τρώων, είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερος (Β 123-130), δεν έχει, δυστυχώς, και τις ανάλογες επιτυχίες. Αυτές είναι σχεδόν ασήμαντες ή και μηδαμινές. Οι σκέψεις αυτές τον βασανίζουν και πάλι, τον προβληματίζουν και τον φοβίζουν.
"Γιατί, αν θέλαμε οι Αχαιοί και οι Τρώες,
αφού κάνουμε συνθήκη, να μετρηθούμε και οι δυο,
κι οι ντόπιοι Τρώες ξεδιαλέγονταν,
ενώ εμείς οι Αχαιοί μπαίναμε σε δεκάδες και διαλέγαμε
η καθεμιά δεκάδα έναν Τρώα να μας κερνά κρασί,
δίχως οινοχόο θα έμεναν πολλές δεκάδες από μας.
Τόσο περισσότεροι, λέω, είμαστε οι Αχαιοί από τους Τρώες
που ζουν μέσα στην πόλη. Έχουν συμμάχους όμως
από πλήθος πολιτείες, άντρες κονταρομάχους,
αυτοί με παν μακριά απ' το σκοπό μου, κι ενώ το θέλω
δε μ' αφήνουν να πάρω της Τροίας την πλούσια πόλη..."(Β 123-133).
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του αρχιστράτηγου. Υπερτερεί σε στρατιωτικές δυνάμεις από τον αντίπαλο, αλλά δεν μπορεί ακόμη να αξιοποιήσει το μεγάλο του πλεονέκτημα. Η αριθμητική υπεροχή του στρατού του δε μεταφράζεται σε ανάλογη υπεροχή και στο πεδίο των μαχών.
Έχουν περάσει εννιά χρόνια και δε σημείωσε καμιά αξιόλογη επιτυχία ως τώρα. Επιπλέον δεν υπάρχει κάτι άλλο που να του δίνει ελπίδες πως στο μέλλον θα βελτιωθεί για τους Αχαιούς η κατάσταση στο πόλεμο. Γι' αυτό τη μόνη δικαιολογία που βρίσκει να πει είναι πως έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί αυτή είναι η θέληση του παντοδύναμου Δία! Μια δικαιολογία όμως που οδηγεί στην πίστη πως είναι ματαιοπονία να επιμένει στην κατάκτηση της Τροίας, αφού δεν το επιθυμεί ο Δίας.
Και μέσα στην αμηχανία και την απογοήτευσή του προβαίνει σε μια πέρα για πέρα αψυχολόγητη πρόταση, τη φυγή!
"Του Δία του μεγαλουδύναμου πέρασαν εννιά χρόνια,
σάπισαν πια των καραβιών τα ξύλα, λιώσανε τα σκοινιά τους,
και οι γυναίκες μας με τα μικρά παιδιά μας θα κάθονται
στα σπίτια μας και θα μας περιμένουν, κι εμείς το έργο
που μας έφερε σ' αυτόν εδώ τον τόπο το 'χουμε ακόμα ανεκτέλεστο.
Εμπρός λοιπόν, στα λόγια μου ας πειθαρχήσουμε όλοι
με τα καράβια ας φύγουμε στην ποθητή πατρίδα,την Τροία δε θα πάρουμε με τους μεγάλους δρόμους"(μτφρ.Β 134-141).
Η απογοήτευση και ηττοπάθειά του είναι φανερή, πλην όμως την ως τώρα αποτυχία του την αποδίδει στο Δία, φέρνοντας μάλιστα ως επιχείρημα το πλανερό όνειρο, που του έστειλε ο θεός και του υποσχέθηκε μ΄αυτό πως, αν επιτεθεί στην Τροία, θα κυριεύσει εύκολα την πόλη, μια και στον Όλυμπο όλοι οι θεοί συμφωνούν με τη γνώμη της Αθηνάς και της Ήρας, που θέλουν την καταστροφή της Τροίας. Το όνειρο, παρόλο ότι φαίνεται να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του - κι ας είναι φιάσκο του Δία- ο Αγαμέμνων, επειδή το θεωρεί αληθινό, αρχίζει τον πόλεμο, για να διαπιστώσει στο τέλος με λύπη του την απρόσμενη ήττα του. Τότε ακριβώς, μέσα στο φόβο και την ταραχή του, παίρνει μόνος μια εντελώς αψυχολόγητη και τραγικά επικίνδυνη απόφαση. Προτείνει στο στρατό τη φυγή στην πατρίδα!
Η διαταγή του προκαλεί αναταραχή στο στρατό, παράλληλα όμως και τον εμπλέκει σε ένα δίλημμα. Να αναχωρήσει στην πατρίδα ντροπιασμένος και αποτυχημένος, ύστερα από ένα εννιάχρονο δύσκολο και άκαρπο αγώνα ή να μείνει και να πολεμήσει γενναία και να πεθάνει, αφού ο Αχιλλέας αρνείται να τους βοηθήσει;
Με τέτοιους όμως προβληματισμούς του στρατού οι πόλεμοι δεν κερδίζονται, χάνονται! Και μια τέτοια απόφαση δεν είναι καλό σημάδι για τον αρχιστράτηγο, που έχει την ευθύνη της διεξαγωγής όλου του πολέμου, γιατί τέτοιες σοβαρές αποφάσεις προαπαιτούν σοβαρή σκέψη, συζήτηση με άλλους ηγήτορες και κάποια συμφωνία μεταξύ τους.
Ο στρατός όμως, που ταλαιπωρείται τόσα χρόνια, μόλις ακούει από τα χείλη του αρχιστράτηγου τη διαταγή της επιστροφής στην πατρίδα- έτσι ηχεί στ' αυτιά του- την επικροτεί και ξεσηκώνεται να την υλοποιήσει, γιατί πιστεύει πως είναι αληθινή.
"....έτσι αναταράχτηκε
απ' άκρη σ' άκρη η συνέλευση. Με αλαλητό όρμησαν
στα καράβια κι η σκόνη κάτω από τα πόδια τους
ανέβαινε στα ύψη. Κι ο ένας στον άλλο φώναζαν
να πιάσουν τα καράβια, να τα σύρουν στη θεία θάλασσα.
Καθάριζαν τ' αυλάκια κι οι φωνές τους ως τα ουράνια
υψώνονταν απ' τη λαχτάρα τους για την πατρίδα,
κι έβγαζαν τα στηρίγματα κάτω από τα καράβια"( Β 148-155).
Ο Αγαμέμνων, ξαφνιασμένος από την έκρυθμη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, διαπιστώνει το μέγα λάθος του και φροντίζει με τον Οδυσσέα και άλλους να συγκρατήσουν το στρατό και να τον αποτρέψουν από τη φυγή. Ακούγονται κατηγορίες εναντίον του από εκείνους που αντιδρούν στην τακτική και συμπεριφορά μερικών ηγετών τους. Έτσι, ο πιο τολμηρός από όλους και καλός ρήτορας, ο Θερσίτης, βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπάσει ενάντια στον Αγαμέμνονα αλλά και άλλων ηγετών. Βγάζει πύρινους λόγους και υποστηρίζει τη φυγή στην πατρίδα, εκφράζοντας και τους πόθους μιας μερίδας στρατιωτών. Κατηγορεί τον Οδυσσέα αλλά και τους Αχαιούς, οι οποίοι ανέχονται τις αυθαιρεσίες των ηγητόρων τους και τους ταλαιπωρούν τόσα χρόνια, για να πλουτίζουν και να καλοπερνούν οι ίδιοι. Ιδιαίτερα κατηγορεί τον Αγαμέμνονα για πλεονεξία και για αδιαφορία απέναντι στο στρατό, ενώ, απευθυνόμενος προς τους Αχαιούς, τους αποκαλεί γυναίκες!
"Γιε του Ατρέα, ποιο το παράπονό σου, τι ζητάς;
Γεμάτες είναι από χαλκό οι σκηνές σου και πλήθος οι γυναίκες,
διαλεχτές, που οι Αχαιοί σε σένα πρώτ' από όλους δίνουμε,
κάθε φορά που θα κουρσέψουμε μια πόλη.
Ή λαχταράς κι άλλο χρυσάφι ακόμα, που κάποιος απ' τους Τρώες
θα φέρει απ' το Ίλιο ως λύτρα για το γιο του,
που εγώ δεμένο θα τον σύρω εδώ ή κάποιος άλλος Αχαιός.
Ή μήπως νέα γυναίκα, να χαίρεσαι τον έρωτα μαζί της,
και απόμερα να την κρατάς για λόγου σου; Δεν πάει,
εσύ ένας αρχηγός, σε συμφορές να ρίχνεις τους γιους των Αχαιών.
Άναντροι τιποτένιοι, γυναίκες, όχι πια άντρες Αχαιοί!
Ας γυρίσουμε τουλάχιστο με τα καράβια στην πατρίδα κι εδώ στην Τροία
ας τον αφήσουμε βραβεία να χορτάσει, για να δει
αν είχε κι από μας κάποια βοήθεια ή όχι.
Ως και τον Αχιλλέα τώρα πρόσβαλε, άντρα πολύ ανώτερό του,
γιατί του άρπαξε το δώρο του και το κρατά ο ΄ίδιος.
Μα ο Αχιλλέας χολή δεν έχει μέσα του, όλα σου τα συγχώρεσε,
αλλιώς, γιε του Ατρέα, ετούτη η ατιμία σου θα 'ταν η τελευταία"(Β 225-242).
Οι κατηγορίες του Θερσίτη είναι σοβαρές. Ο στρατός συνεχίζει να κινείται προς τα καράβια. Η κατάσταση είναι δύσκολη και ο Οδυσσέας αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει βία, για να σταματήσει το Θερσίτη, που συνεχίζει να εξωθεί σε φυγή τους Αχαιούς.
"Θερσίτη φαφλατά, αν και είσαι ρήτορας καλός, κρατήσου,
με βασιλιάδες μόνος σου μη θέλεις να τα βάζεις
χειρότερος από σένα, λέω, άλλος θνητός δεν είναι.
......................
Όταν μιλάς λοιπόν, στο στόμα σου μην πιάνεις τους βασιλιάδες
και μην τους βρίζεις, περιμένοντας του γυρισμού την ώρα"( Β 246-251).
Επειδή όμως ο Θερσίτης συνεχίζει να μιλά, ο Οδυσσέας, για να τον εμποδίσει, τον χτυπά με το σκήπτρο στην πλάτη, συμβολικό χτύπημα.
"Στην πλάτη απ' το χρυσό το σκήπτρο βγήκε μια μελανιά
γεμάτη αίμα.Τότε φοβήθηκε και κάθισε.
Πόνεσε, κοίταξε σαστισμένα και σκούπισε το δάκρυ.
Οι άλλοι, αν και θλιμμένοι, γέλασαν με την καρδιά τους" ( Β 265-269).
Ο στρατός μπορεί να ξεκαρδίζεται στα γέλια, αλλά κατά βάθος είναι σοβαρά προβληματισμένος. Ο Οδυσσέας που φοβάται μήπως και ξαναφουντώσει το κύμα των στρατιωτών για φυγή, τους υπενθυμίζει το θαύμα της Χαλκίδας, όπου ενώ τελούσαν θυσίες στους θεούς εκεί, φάνηκε πάνω σε ένα κλαδί ενός δένδρου ένα φίδι να καταβροχθίζει τα εννιά με τη μάνα τους πουλάκια. Ο Δίας που το είδε, με τον κεραυνό του πετρώνει το φίδι πάνω στο κλαδί. Ο μάντης, ερμηνεύοντας το γεγονός προβλέπει και λέει πως τα εννιά πουλιά είναι τα εννιά χρόνια του πολέμου, που πέρασαν, γι' αυτό πάνω στο δέκατο χρόνο, που διανύουν τώρα οι Αχαιοί, θα κυριέψουν την Τροία.
Ο Οδυσσέας τους ενθαρρύνει τονίζοντας ότι πέρασαν τα δύσκολα και τώρα όπου να 'ναι η νίκη θα στέψει τα όπλα τους, επομένως, μια επαίσχυντη φυγή τώρα θα ματαίωνε τους όρκους και τις αποφάσεις που πήραν όλοι μαζί, όταν άρχιζαν τον πόλεμο αυτό. Τα λόγια του Οδυσσέα αλλάζουν το κλίμα. Το ευμετάβολο του στρατού είναι, άλλωστε, γνωστό και όλοι αποφάσισαν να μείνουν και να πολεμήσουν! Η τραγικά αψυχολόγητη διαταγή του Αγαμέμνονα δεν έλαβε μεγαλύτερη έκταση, ευτυχώς!
Αμέσως οι Αχαιοί, σημειώνει ο ποιητής, σαν σμήνη αμέτρητα από φτερωτά πουλιά, που χτυπούν τα φτερά τους και βουίζει ο κάμπος, ξεχύνονται απ' τις σκηνές και τα καράβια τους και κινούν, για να συντρίψουν τους Τρώες. Το σκοτάδι όμως, που πέφτει, σταματά τη φονική αβέβαιη ακόμη μάχη.
Οι Τρώες έχουν ανάψει φωτιές γύρω απ' το στρατόπεδο των Αχαιών και ξενυχτούν μήπως τη νύχτα οι Αχαιοί ανεβούν στα καράβια τους και φύγουν. Η θέση των Αχαιών είναι απελπιστική, και ο ποιητής στρέφει το φακό του στον τρομοκρατημένο αρχηγό και το στρατό του.
"....................όμως τους Αχαιούς
κατείχε μέγας τρόμος, σύντροφος της φρικτής φυγής,
και θλίψη βαριά είχε ζώσει όλους τους αρχηγούς.
Όπως δύο άνεμοι, βοριάς και ζέφυρος, έρχονται ξαφνικά
φυσώντας απ' τη Θράκη κι αναταράζουν το γεμάτο ψάρια πέλαγος
ξεβράζοντας σωρό τα φύκια στη στεριά,
έτσι εσπάραζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.
Ο Ατρείδης με πληγωμένη την καρδιά απ' το μεγάλο πόνο
γύριζε εδώ κι εκεί προστάζοντας τους βροντόφωνους κήρυκες
να προσκαλέσουν σε συνέλευση κάθε αρχηγό ονομαστικά,
δίχως φωνές...."( Ι 1-12).
Στη συνέλευση ο Αγαμέμνων τρομοκρατημένος από την ήττα προτείνει για δεύτερη φορά στους ηγήτορες να ανεβούν στα καράβια και να γυρίσει ο στρατός στην πατρίδα.
"Τώρα όμως (ο Δίας) άσχημο δόλο μου 'στησε και με προστάζει
να γυρίσω στο Άργος ντροπιασμένος, αφού πολύ στρατό έχω χάσει
..............................
Εμπρός λοιπόν, στα λόγια μου ας υπακούσουμε όλοι:
με τα καράβια ας φύγουμε στην πατρική μας γη.
Την Τροία με τους μεγάλους δρόμους δε θα την πάρουμε ποτέ" ( Ι 21-28).
Ο αρχιστράτηγος όχι μόνο είναι τρομοκρατημένος από την κατάσταση αλλά επιπλέον έχει χάσει και την πίστη του στη νίκη. Το χειρότερο όμως απ' όλα είναι ότι δίνει εντολή για φυγή στην πατρίδα, την οποία μάλιστα εμφανίζει ως εντολή του θεού! Το δεύτερο όμως ατόπημα του Αγαμέμνονα μας θυμίζει τη γνωστή φράση: "το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού".
Οι Αχαιοί, για μια ακόμη φορά, ακούνε την ίδια διαταγή. Τη φορά αυτή είναι και οι ίδιοι τρομοκρατημένοι, γι' αυτό μένουν βουβοί και βαθιά λυπημένοι. Νιώθουν ίσως καλύτερα από τον αρχηγό τους πως η κατάσταση είναι επικινδύνως κρίσιμη και μια λαθεμένη ενέργεια από κάποιον μπορεί να πυροδοτήσει τον πόθο της φυγής και τότε όλα μπορεί να ανατραπούν και να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους.
Ό,τι όμως δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ο τρομοκρατημένος αρχιστράτηγος των Αχαιών, το συνειδητοποιεί ο γενναίος και συνετός Διομήδης, που επεμβαίνει αμέσως και ανατρέπει το δυσάρεστο κλίμα. Μιλά με γνώση και θάρρος στον Αγαμέμνονα και τους Αχαιούς.
" Γιε του Ατρέα, πρώτα θα διαφωνήσω μαζί σου, όπως ορίζει, βασιλιά,
το δίκαιο στη συνέλευση, για τις ανόητες προτάσεις σου,και μη θυμώσεις.
Κάποτε ντρόπιασες το θάρρος μου μπροστά στους Δαναούς,
λέγοντας πως είμαι απόλεμος και άναντρος
........................
Άμυαλε, θαρρείς, αλήθεια, πως είναι τόσο απόλεμοι
οι γιοι των Αχαιών, τόσο λιπόψυχοι, όπως εσύ μας λες;
Αν η καρδιά σου λαχταρά να γυρίσεις στην πατρίδα,
πήγαινε. Ιδού ο δρόμος!
Ωστόσο εμείς, εγώ κι ο Σθένελος, θα πολεμούμε, ώσπου το τέλος
της Τροίας να βρούμε- με θεία βούληση έχουμε φτάσει εδώ"( Ι 33-49).
Ο Διομήδης έχει εξοργιστεί με τις ενέργειες και τις αποφάσεις του αρχιστράτηγου και επιπλέον έχει προσωπικούς λόγους να του μιλά με τον τρόπο αυτό. Τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα για τις άδικες κατηγορίες εναντίον του και του Σθένελου, τις οποίες εκστόμισε λίγο νωρίτερα, αν και γνώριζε τη δύσκολη θέση των Αχαιών, και χωρίς περίσκεψη πρόσβαλε τους γενναίους άνδρες. Γι' αυτό τώρα ο Διομήδης, ανταποδίδοντας την κατηγορία, τον αποκαλεί άμυαλο, ηττοπαθή και του δείχνει το δρόμο της φυγής για την πατρίδα. Η επέμβαση του Διομήδη ενθαρρύνει τους Αχαιούς και ανατρέπει το φοβικό και ηττοπαθές κλίμα. Την προσπάθειά του στη συνέχεια ενισχύει και η επέμβαση του σοφού Νέστορα, η οποία κάπως ηρεμεί τα πνεύματα και ο Αγαμέμνων, πιεζόμενος όχι μόνον από την επικίνδυνη κατάσταση αλλά και από την πίεση πολλών ηγητόρων, υποχωρεί και υπόσχεται να προσφέρει στον Αχιλλέα πλούσια δώρα, αν σταματήσει την οργή του και κατεβεί να πολεμήσει μαζί τους τον εχθρό, που τους απειλεί επικίνδυνα.
Ο ποιητής, ίσαμε το σημείο αυτό, μας εμφάνιζε έναν αρχιστράτηγο που δεν είναι ψύχραιμος σε κρίσιμες στιγμές και παίρνει λαθεμένες αποφάσεις, οι οποίες αποδεικνύονται ολέθριες για τους Αχαιούς και οι οποίες, αντί να ενθαρρύνουν το στρατό, τον αποθαρρύνουν, τον αποδιοργανώνουν, και δίνουν το δικαίωμα σε κάποιον να σκεφτεί μήπως οι κατηγορίες του Θερσίτη δεν είναι λόγια ενός φαφλατά, όπως τον χαρακτήρισε ο Οδυσσέας, αλλά πικρές αλήθειες που πληγώνουν πολλούς.
Ο Αγαμέμνων, όταν κάποτε κατανοεί πόσο κακό έκανε η ρήξη του με τον Αχιλλέα και πόσο πολύ έθιξαν τα πικρά του λόγια το γενναιότερο των Αχαιών,  μεταμελείται και αναγκάζεται να υποχωρήσει στην απαίτηση του Αχιλλέα. Η στάση του δικαιώνει πανηγυρικά το γιο της θεάς, πλην όμως εκείνος επανέρχεται στον πόλεμο όχι, γιατί συγκινήθηκε από τα πλούσια δώρα του Αγαμέμνονα, αλλά από κάτι πιο σημαντικό, για να εκδικηθεί το θάνατο του αγαπημένου φίλου του, Πάτροκλου.
Γι' αυτό, αν κάτι σώζει το γόητρο του Αγαμέμνονα από τις λαθεμένες ενέργειες και αποφάσεις του, είναι η δημόσια μεταμέλειά του για την ανεπίτρεπτη συμπεριφορά του προς τον Αχιλλέα( Ι 115-161), η αριστεία του στον πόλεμο (Λ 84 και εξής) και ο τραυματισμός του στη μάχη (Λ 251-279).
"Γέροντα δεν απαρίθμησες με λόγια ψεύτικα τα λάθη μου.
κι εγώ τ' ομολογώ τυφλώθηκα..........
Θέλω να επανορθώσω και πλούσια να του δώσω ανταμοιβή.
Εφτά καινούριους τρίποδες, χρυσάφι δέκα τάλαντα,
είκοσι λέβητες αστραφτερούς και δώδεκα άλογα γερά,
αθλοφόρα, που έχουν κερδίσει στο τρέξιμο βραβεία.
Κι εφτά γυναίκες χρυσοχέρες θα του δώσω απ' τη Λέσβο
....μαζί τους και την κόρη του Βρισέα.."(Ι 115-131).
Και καταλήγει:
"Αυτά θα του'δινα, αν δώσει τόπο στην οργή,
Ας μαλακώσει- μόνο ο Άδης είναι σκληρός και άκαμπτος,
κι ας κάνει λίγο πίσω, μιας και είμαι πιο μεγάλος βασιλιάς,
μα και στα χρόνια λέω πως είμαι μεγαλύτερός του" (Ι 157-160).
Ο Αγαμέμνων απαιτεί να μαλακώσει ο Αχιλλέας. Τώρα νιώθει και ο ίδιος πόσο σκληρός είναι  ο εγωισμός, όταν τον διαπιστώνει στους άλλους και τον αγνοεί, όταν πρόκειται για τον ίδιο. Ο ποιητής όμως, που δε θέλει να τον μειώσει περισσότερο, αρχίζει να τον εκθειάζει.
"Όταν οι Αχαιοί με την παλικαριά τους σπάσαν των Τρώων
τις φάλαγγες, δίνοντας ο ένας στον άλλο θάρρος, πρώτος ο Αγαμέμνων
όρμησε και σκότωσε το βασιλιά Βιήνορα
τον Οιλέα ύστερα...
τράβηξε μετά στον Ίσο και στον Άντιφο να τους σκοτώσει,
γιους του Πρίαμου, που ήταν στο ίδιο άρμα..." (Λ μτφρ. 90-103) Εκθειάζει την ανδρεία του Αγαμέμνονα ως πολεμιστή, γιατί θέλει να τον αποκαταστήσει πλήρως στην εκτίμηση του στρατού. Για τον ίδιο λόγο τον παρουσιάζει να πολεμά γενναία και να τραυματίζεται από τον Κόωνα, του οποίου τον αδερφό είχε σκοτώσει προηγουμένως και από τον οποίο τραυματίζεται, όταν τον βλέπει να περνά από μπροστά του, χτυπώντας τον με το ακόντιο στο χέρι.
" Τρόμαξε τότε ο στρατηλάτης Αγαμέμνων
μα δε σταμάτησε τη μάχη και τον πόλεμο,
ορμάει πάνω στον Κόωνα..."( μτφρ.Λ 254 και εξής) τον σκοτώνει και συνεχίζει τη μάχη, έως ότου το αίμα που τρέχει ακόμη ζεστό από την πληγή, παγώνει και αρχίζουν οι φρικτοί πόνοι. Μην αντέχοντας άλλο, πηδά στο άρμα του και αποχωρεί από τη μάχη, κατευθυνόμενος προς τα βαθουλά καράβια, αφήνοντας εντολή στους Αχαιούς να συνεχίσουν τον αγώνα και δίχως την παρουσία του.
"Φίλοι μου,αρχηγοί και άρχοντες των Αργείων,
εσείς τώρα κρατήσετε μακάρια απ' τα ποντοπόρα πλοία
την άγρια μάχη, γιατί ο Δίας ο πολύγνωμος
δε μ' άφησε ολημερίς να πολεμώ τους Τρώες" (Λ 276-279).
Ο Αγαμέμνων αποχωρεί από τη μάχη τραυματισμένος με μοναδικό παράπονο απέναντι στο Δία, γιατί ο θεός με τον τραυματισμό του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τον πόλεμο. Εδώ τελειώνει η δράση του Αγαμέμνονα, πλην όμως ο ποιητής με όσα θετικά αφηγήθηκε γι΄αυτόν κάλυψε κάπως τα αρνητικά του. Αν ο Αγαμέμνων ήταν τόσο συνετός και μετρημένος, όπως τον εμφανίζει στο τέλος ο ποιητής, τότε δε θα χρειαζόταν να του υπενθυμίσει κανείς τη γνωστή φράση: "Εν οργή μηδέ λέγε μηδέ πράττε". Αν η φράση αυτή ισχύει για το κάθε άνθρωπο, πόσο περισσότερο θα πρέπει να ισχύει για έναν αρχιστράτηγο, για έναν ηγήτορα ενός ολόκληρου λαού, του οποίου την ευθύνη έχει επωμιστεί; Οι μεγάλοι άνδρες οφείλουν να είναι υπεύθυνοι, θαρραλέοι, σώφρονες και να αναλαμβάνουν τις ευθύνες των λόγων και των πράξεών τους, να μην παίρνουν σοβαρές αποφάσεις υπό το κράτος του φόβου και της οργής, γιατί αυτά τα δύο είναι κακοί σύμβουλοι και δε βοηθούν στη λήψη ορθών αποφάσεων. Κατά πόσο όμως τήρησε την αρχή αυτή ο Αγαμέμνων εναπόκειται στη δική σας κρίση.
Πάντως, ο ποιητής έψεξε τον αρχιστράτηγο για τις λαθεμένες αποφάσεις και πράξεις του, όταν έπρεπε, παράλληλα όμως και τον υποστήριξε, για την ανδρεία και την παλικαριά του, για να μην τον αφήσει εκτεθειμένο στην εκτίμηση του στρατού και τη δική μας.


Δ.Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

[Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα αντλήθηκαν από το βιβλίο: Ομήρου Ιλιάδα.΄Μετάφραση Γιάννης Κόραβος-Χρυσάνθη Δρόσου, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2008]



Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Η δράση του Αχιλλέα στην περιοχή της Τρωάδας πριν από τη ρήξη του με τον Αγαμέμνονα

Ο Όμηρος αρχίζει την αφήγηση των γεγονότων της Ιλιάδας με τη ρήξη(μήνις) Αγαμέμνονα-Αχιλλέα για μια γυναίκα, τη Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας, γιος της Θέτιδας, οργισμένος με τον Αγαμέμνονα, γιατί του πήρε με βία από τη σκηνή του τη Βρισηίδα, αποσύρεται με το στρατό του από τον πόλεμο και αναμένει τους Αχαιούς και τον Αρχιστράτηγο να βρεθούν στην ανάγκη, ώστε να ζητήσουν ταπεινωμένοι τη βοήθειά του.
Με την πράξη του αυτή ο γιος της Θεάς θέτει το προσωπικό του ζήτημα πάνω από το κοινό, χωρίς όμως να είναι άμοιρος ευθύνης και ο Αγαμέμνων, που πρώτος δίνει αφορμή στη ρήξη. Η αποχώρηση του Αχιλλέα από τον πόλεμο οδηγεί σε δύσκολη θέση τους Αχαιούς, οι οποίοι στη συνέχεια δοκιμάζονται σκληρά από τους Τρώες. Στον κάμπο συνάπτονται μεταξύ των εμπολέμων φονικές μάχες.
Οι Αχαιοί αγωνίζονται να εδραιώσουν, τον πρώτο καιρό, την εξουσία τους στην περιοχή της Τρωάδες και στη συνέχεια να εκπορθήσουν την πόλη του Πρίαμου, ενώ οι Τρώες, με επικεφαλής τον Έκτορα, πολεμούν γενναία, για να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς.
Ο ποιητής, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ως το θάνατο και την ταφή του Έκτορα, αφηγούμενος με θαυμάσιο τρόπο τα πολεμικά γεγονότα, δεν παύει να μνημονεύει-πάνω από 360 φορές- το όνομα του Αχιλλέα, φέρνοντάς τον παρόντα σε όλες τις ραψωδίες του έπους, αποδεικνύοντας και με τον τρόπο αυτό την αξία και την προσφορά του ηγέτη αυτού στον πόλεμο.
Κι ενώ ο αναγνώστης αναμένει να επανέλθει στον πόλεμο ο Αχιλλέας, ύστερα μαλιστα και από τις θερμές παρακλήσεις των Αχαιών-αν και οι προσπάθειες που έγιναν δεν τελεσφόρησαν- εκείνος κατεβαίνει στον πόλεμο μόνον ύστερα από το φόνο του επιστήθιου φίλο του, για να λάβει προσωπικά ο ίδιος εκδίκηση από τον Έκτορα, το φονιά του Πάτροκλου. Η συμμετοχή του Αχιλλέα στον πόλεμο ενθαρρύνει τους φοβισμένους Αχαιούς, ενώ αντίθετα προξενεί φόβο και τρόμο στους Τρώες. Την εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει και ο ποιητής:
Οσο οι θεοί ακόμα βρίσκονταν απ' τους θνητούς μακριά,
οι Αχαιοί το είχαν καύχημα, που φάνηκε ξανά ο Αχιλλέας-
τόσον καιρό είχε αποτραβηχτεί από την άγρια μάχη.
Των Τρώων όμως τα γόνατα τρεμούλα τα είχε πιάσει
από το φόβο τους που έβλεπαν το γρήγορο Αχιλλέα
να αστράφτει μες στα όπλα του, ίδιος ο Άρης φονικός"(Υ 41-46).
Βέβαια, είναι γνωστό πως ο Αχιλλέας δεν ανήκει στους μνηστήρες της Ελένης. Ακολουθεί τους Αχαιούς στην Τροία, γιατί επιθυμεί να συνδράμει στην προσπάθειά τους να τιμωρήσουν του Τρώες για την αρπαγή της από το παλάτι του Μενέλαου. Το ομολογεί ο ίδιος, όταν συγκρούεται με τον Αγαμέμνονα για τη Βρισηίδα, την παλλακίδα που του έδωσαν οι Αχαιοί, όταν κυρίεψαν τη Λυρνησσό.
"Οι Τρώες οι πολεμιστές δεν ήταν αφορμή μου
να 'ρθω ν' αγωνιστώ εδώ. Ναι, δε μου έχουν φταίξει,
δεν άρπαξαν τα βόδια μου ούτε τα άλογά μου
κι ούτε ποτέ στην εύφορη, την αντροθρέφτρα Φθία
ρήμαξαν τα χωράφια μου, γιατί ανάμεσά μας
βρίσκονται σκιερά βουνά, θάλασσα αγριεμένη.
Για σένα αδιάντροπε, ήρθαμε, για χαρά σου
τους Τρώες να χτυπήσουμε, για σένα, σκυλομούρη,
και το Μενέλαο..."(Α 152-160).
Ο οργισμένος Αχιλλέας κατηγορεί τον Αγαμέμνονα για αδιαντροπιά και αχαριστία, γι' αυτό και τον "στολίζει" με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Οι ηγέτες εμφανίζουν μια εικόνα άσχημη, όταν φτάνουν στη μοιρασιά των λαφύρων, μια εικόνα που ενοχλεί, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Για να φτάσει όμως στο σημείο να οργιστεί τόσο πολύ ο Αχιλλέας εναντίον του Αγαμέμνονα, φαίνεται πως είχε και άλλοτε δυσαρεστηθεί μαζί του και τώρα βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπάσει εναντίον του.
Γι' αυτό και ο ποιητής στο εξής θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στο πρόσωπο του Αχιλλέα και τη δράση του ίσαμε να στερεώσουν οι Αχαιοί την εξουσία τους στην περιοχή της Τρωάδας. Πρώτο μέλημα των εισβολέων στην ξένη γη είναι να αποκλείσουν την πόλη του Πριάμου από τις γύρω πόλεις, κυριεύοντάς τες, ώστε να εξασφαλίσουν τα νώτα τους από τον ενδεχόμενο κίνδυνο που θα διέτρεχαν απ' αυτές, μια και από τη θάλασσα προστατεύονταν οι ίδιοι από τα καράβια τους, τα αγκυροβολημένα στην ακτή.
Οι πρώτες πληροφορίες για τα πολεμικά γεγονότα στην περιοχή της Τρωάδας μας δίνονται από τον ίδιο τον Αχιλλέα, τον αρχηγό των πολεμικών επιχειρήσεων. Ομολογεί πως κυριεύει δώδεκα(12) πόλεις (νησιά) με τα καράβια του και (11) έντεκα πόλεις στη στεριά με τον πεζικό του στρατό.
Η μαρτυρία είναι σοβαρή και καταδεικνύει το πλήθος των εχθρικών πόλεων που είχε να αντιμετωπίσει έως ότου εδραιώσει την εξουσία του στη στεριά και τη θάλασσα της περιοχής της Τρωάδας.
"Με τα καράβια δώδεκα πόλεις έχω κουρσέψει
και με τα πόδια ένδεκα στην καρπερή Τρωάδα.
Διάλεγα λάφυρα πολλά και πλούσια απ' εκείνες
κι όλα στον Αγαμέμνονα τα έδινα. Κι εκείνος
τα έπαιρνε πίσω μένοντας στα γοργά τα πλοία πλάι" (Ι 328-332).
Ο Αχιλλέας, από τη μια, περηφανεύται για τις κατακτήσεις του και τα λάφυρα που αποκομίζει από τις κουρσεμένες εχθρικές πόλεις, και από την άλλη, θλίβεται για την απαράδεκτη συμπεριφορά του Αγαμέμνονα κατά τη μοιρασιά των λαφύρων, αφού ο αρχιστράτηγος παίρνει πάντα τα καλύτερα , αν και απέχει από τις μάχες, μένοντας αμέριμνος και ασφαλής στα καράβια του.
Η κατηγορία είναι σοβαρή και πλήττει κυριολεκτικά τον ίδιο τον αρχιστράτηγο, έναν ηγέτη αδιάφορο και συμφεροντολόγο. Δεν πρόκειται βέβαια για εξωπραγματική κατηγορία ενός εξοργισμένου νέου, αφού παρόμοια κατηγορία ακούγεται να εκστομίζεται και από τον πιο άσχημο άνδρα, που φτάνει στην Τροία, το Θερσίτη. Ο τελευταίος δε συμπαθεί ούτε τον Οδυσσέα μα ούτε τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα. Αυτός, λοιπόν, ο δύσμορφος άντρας, κατά τον αριστοκράτη ποιητή, καταφέρεται εναντίον τους κυρίως όμως εναντίον του Αγαμέμνονα και λέει κάποιες αλήθειες που πληγώνουν βαθιά.
"Ατρείδη, τι σου έλειψε, γιατί παραπονιέσαι;
Χαλκό γεμάτες οι σκηνές και μέσα τους γυναίκες
έχεις πολλές και διαλεχτές, που δίνουμε σε σένα
πρώτο, όταν κουρσέψουμε πάντοτε κάποια πόλη.
Χρυσάφι μη σου έλειψε, που απ' τους Τρώες κάποιος
τους αλογάρηδες λύτρα θα φέρει για το γιο του,
που δένοντας φέρνω εδώ εγώ ή κάποιος άλλος
ή κοπέλα κάποια νέα, να είναι συντροφιά σου
και μόνος να τη χαίρεσαι; Αυτό σωστό δεν είναι
άρχοντας συ τους Αχαιούς σε συμφορές να ρίχνεις"(Β 225-232).
Σοβαρές οι κατηγορίες του Θερσίτη. Δεν απέχουν καθόλου από εκείνες του Αχιλλέα. Μας ξαφνιάζουν αλλά ταυτόχρονα και μας αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές της ζωής των Αχαιών κατά την παραμονή τους στην περιοχή της Τρωάδας, αγωνιζόμενοι να εκπορθήσουν το Ίλιο. Μπορεί οι κατηγορίες να ελέγχονται για το στοιχείο της υπερβολής που περιέχουν εξ αιτίας του μίσους των δύο ανδρών απέναντι στον Αγαμέμνονα, όμως δεν παύουν να αποκαλύπτουν αλήθειες και να έχουν την αξία που έχουν. Φαίνεται πως η πρώτη πόλη που κουρσεύει ο Αχιλλέας, ύστερα από σκληρό αγώνα, είναι η Λυρνησσός. Στον αγώνα για την άλωσή της σκοτώνει δύο γενναίους αντιπάλους του, το Μύνητα και τον Επίστροφο, τέκνα του Εύηνου. Ακολούθως λεηλατεί την πόλη και, μεταξύ των άλλων λαφύρων, παίρνει ως σκλάβα την ωραία Βρισηίδα, την οποία κρατά ως παλλακίδα στη σκηνή του. Την κόρη αυτή θα αρπάξουν βίαια από τον Αχιλλέα οι άνθρωποι του Αγαμέμνονα, γεγονός που θα προκαλέσει την οργή(μήνις) του οξύθυμου γιου της Θεάς, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί οργισμένος από τον πόλεμο.
"Ο Αχιλλέας ο γοργός έμενε στα καράβια
μ' οργή για την ωριόμαλλη τη Βρισηίδα κόρη,
που πήρε απ' τη Λυρνησσό σε δύσκολο αγώνα,
την πόλη αυτή κουρσεύοντας..."(Β 688-691).
Ο Αχιλλέας, εκτός από το περιστατικό της Βρισηίδας, θυμάται και τη συνάντησή του στη Λυρνησσό με τον Αινεία, την οποία του υπενθυμίζει τώρα που τον συναντά, βγαίνοντας και πάλι στον πόλεμο, για να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του Πάτροκλου.
"Στη Λυρνησσό μου ξέφυγες, κι αυτήν κούρσεψα όμως
με συνδρομή της Αθηνάς, του Δία του πατέρα,
γυναίκες αιχμαλώτισα και για σκλαβιά τις πήρα
εσένα σ΄'εσωσαν θεοί, ο Δίας και οι άλλοι.
Δε θα σε σώσουν τώρα πια..."( Υ 191-194).
Βέβαια, παρά την απειλή του Αχιλλέα, ο Αινείας δε θα σκοτωθεί από τον Αχιλλέα, θα επιζήσει του τρωικού πολέμου και θα γίνει γενάρχης των Ρωμαίων. Αυτή είναι η μοίρα του και ουδείς μπορεί να του την αλλάξει. Στην ίδια περιοχή ο Αχιλλέας έχει μία ακόμη επιτυχία. Κυρεύει την υψηλόπορτη Θήβα, όπου σκοτώνει τον Ηετίωνα, πατέρα της Ανδρομάχης και τα εφτά της αδέρφια. Το αναφέρει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, όταν προσπαθεί να τον πείσει να μείνει κοντά της και να απαρνηθεί τον πόλεμο.
"Σκότωσε τον πατέρα μου ο άξιος Αχιλλέας
και την καλόχτιστη πόλη κούρσεψε των Κιλίκων,
τη Θήβα την ψηλόπορτη. Δεν έγδυσε εκείνον,
ωστόσο, σαν τον σκότωσε, σεβάστηκε την ψυχή του,
με τα λαμπρά τα όπλα του έκαψε το σώμα,
τάφο σ' εκείνον έστησε...
Εφτά στο σπίτι αδελφούς είχα. Την ίδια μέρα
όλοι στον Άδη τράβηξαν, τους σκότωσε εκείνος" (Ζ 414-423).
Η Ανδρομάχη, και μέσα στο μεγάλο της πόνο, δεν παρασύρεται και δεν παύει να είναι αντικειμενική στη κρίση της απέναντι στον Αχιλλέα. Της έχει αφανίσει ολόκληρη την οικογένεια, μα ομολογεί πως ο Αχιλλέας δεν ατίμωσε τον πατέρα της. Τον τίμησε με την ταφή!
Η μόνη που γλίτωσε το θάνατο είναι η βασίλισσα μητέρα της, την οποία αιχμαλώτισε ο Αχιλλέας αλλά γρήγορα τη λευτέρωσε, παίρνοντας πολλά λύτρα.
Τη μητέρα της ".... που βασίλευε στη δασωμένη Πλάκο,
αφού την έφερε εδώ με τ' άλλα λάφυρά του,
τη λευτέρωσε, παίρνοντας λύτρα πολλά για κείνη,
μα η τοξεύτρα Άρτεμη τη σκότωσε στο σπίτι"( Ζ 425-428).
Οι Αχαιοί όμως, συνεχίζοντας τις επιθέσεις τους στις εχθρικές πόλεις της Τρωάδας, κυριεύουν τη Σκύρο και τη Λέσβο. Ανάμεσα στα λάφυρα που παίρνουν οι πορθητές των πόλεων αυτών συγκαταλέγεται και μια σκλάβα, η όμορφη Διομήδη, κόρη του Φόρβαντα. Σ' αυτήν την ωραία κόρη αναφέρεται ο ποιητής, όταν περιγράφει τη σκηνή του ύπνου του Αχιλλέα και του Πάτροκλου αμέσως μετά από την αποχώρηση της ελληνικής πρεσβείας από τη σκηνή του Αχιλλέα.
" Στο βάθος της καλόχτιστης σκηνής ο Αχιλλέας
κοιμόταν. Ήταν δίπλα του μια σκλάβα από τη Λέσβο
η Διομήδη η όμορφη, του Φόρβαντα η κόρη.
Αντίκρυ και ο Πάτροκλος πλάγιασε. Δίπλα είχε
την Ίφη, του Αχιλλέα δώρο, σαν του Ενυέα
την πόλη εκυρίευσε, την πετρωτή τη Σκύρο"( Ι 666-668).
Από όσα παραδείγματα παραθέσαμε γίνεται φανερό πως σε όλα πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο γενναίος γιος της Θέτιδας.
.Ο πόλεμος όμως συνεχίζεται σκληρός και αβέβαιος. Κάποτε η νίκη γέρνει με τους Αχαιούς άλλοτε πάλι με τους Τρώες. Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο. Οι Τρώες στον κάμπο νικούν τους Αχαιούς και τους απειλούν σοβαρά. Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, εκτιμώντας την κατάσταση ανησυχεί και αγωνιά για το τέλος της, γι' αυτό πείθει τον Πάτροκλο να προτρέψει τον Αχιλλέα να σταματήσει την οργή του και να βοηθήσει τους Έλληνες ή, αν δεν το πετύχει αυτό, να ζητήσει την πανοπλία του και να κατεβεί μ' αυτήν ο ίδιος στον πόλεμο, ίσως έτσι ανακόψουν την επιθετική ορμή των Τρώων.
Η πρώτη πρόταση απορρίπτεται απ' το γιο της Θεάς, γίνεται όμως δεκτή η δεύτερη. Γι'αυτό διατάζει τον ηνίοχο Αυτομέδοντα να ζέψει τα άλογα Βαλίο και Ξάνθο στο πολεμικό άρμα και δίπλα τους τον Πήδασο, ένα θαυμάσιο άλογο, λάφυρο του Αχιλλέα, όταν κούρσεψε την πόλη του Ηετίωνα, δηλαδή τη Θήβα στη Μ.Ασία.(Π.153-154). Ο Πάτροκλος, με την πανοπλία του Αχιλλέα και τους μυρμιδόνες βγαίνοντας στον πόλεμο, ανατρέπει για λίγο την κατάσταση και ανακουφίζει τους Αχαιούς.
Σε άλλη επιδρομή ο Αχιλλέας κυριεύει τη Λήμνο και συλλαμβάνει αιχμάλωτο το Λυκάονα, γιο του Πριάμου, βρίσκοντάς τον στο αμπέλι του πατέρα του. Με την επέμβαση όμως του Ηετίωνα τον απελευθερώνει. Ο Ηετίων ευχαριστημένος για τη σωτηρία του νέου, τον μεταφέρει στην Αρίσβη, πληρώνοντας πολλά λύτρα(Φ 34-44). Για κακή του όμως τύχη ο Λυκάονας συναντιέται με τον Αχιλλέα και αιχμαλωτίζεται από το γιο της θεάς. Ο νεαρός ικετεύει τον Αχιλλέα να του χαρίσει τη ζωή, ισχυριζόμενος πως ο Έκτορας δεν είναι αδελφός του από την ίδια μάνα. Ο Αχιλλέας αρνείται να δεχτεί την ικεσία και την ομολογία του νέου και τον σκοτώνει, εκδικούμενος το θάνατο του φίλου του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ακόμη πως με την αναδρομή του Λυκάονα στο γενεαλογικό του δένδρο, ο ποιητής πλουτίζει τις γνώσεις του ακροατή και τον κατατοπίζει σε διάφορα ζητήματα, έστω και αν βρίσκονται έξω από το κύριο κορμό της αφήγησης του επικού μύθου.
"Με γέννησε η Λαοθόη, του γέρου Άλτη η κόρη
που και τους φιλοπόλεμους Λέλεγες κυβερνάει
πλάι στο Σατνιόεντα την Πήδασσο κρατώντας.
Την κόρη του είχε ο Πρίαμος, καθώς και πολλές άλλες.
Δυο γιοί της γεννηθήκαμε, θα σφάξεις και τους δύο.
Σκότωσες μέσα στους πεζούς πρώτη γραμμή τον ένα,
τον άξιο τον Πολύδωρο, χτυπώντας με κοντάρι.
Κι εμένα θα με βρει κακό τώρα. Δεν το ελπίζω τα χέρια σου,
όπου η μοίρα μ' έριξε, να ξεφύγω.
Μα κάτι άλλο θα σου πω και βάλε το στο νου σου.
Μήτε με σκοτώσεις! Δεν είμαι από την ίδια μάνα
με τον Έκτορα, που φίλο καλό σου έχει σκοτώσει"( Φ 85-96).
Αυτά είναι τα σημαντικότερα περιστατικά που έχουν σχέση με τη δράση του Αχιλλέα στην περιοχή της Τρωάδας, πριν από την αποχώρησή του από τον πόλεμο εξ αιτίας της μήνιος.
Με την επιστροφή του ο εξοργισμένος Αχιλλέας είναι ακόμη πιο σκληρός απέναντι στους εχθρούς του, ώσπου να συναντήσει και να σκοτώσει τον Έκτορα. Το όφειλε στον Πάτροκλο και στον όρκο που του έδωσε πως δε θα σταματήσει τον πόλεμο, αν δεν πάρει εκδίκηση από το φονιά του.
Ο πόλεμος εξαγριώνει τον άνθρωπο, τον φανατίζει, τον κάνει σκληρό και άπονο, τον οδηγεί χωρίς δισταγμό στο φόνο. Ως τώρα ο Αχιλλέας έχει στείλει στον Άδη μεγάλο αριθμό Τρώων. Σκότωσε τα δυο παιδιά του του Εύηνου, τα εφτά αδέλφια της Ανδρομάχης και τώρα, λίγο πριν σκοτώσει τον Έκτορα, φονεύει τα δύο αδέρφια, τον Πολύδωρο και το Λυκάονα, αλλά και αμέτρητους Τρώες κατά τις τρεις εξορμήσεις του ίσαμε να σκοτώσει τον Έκτορα. Εκείνο που φοβόταν ο φίλος του Έκτορα Πολυδάμας δεν το απέφυγαν οι Τρώες. Η είσοδος του Αχιλλέα στον πόλεμο άλλαξε το πολεμικό τοπίο. Τώρα τον πρώτο λόγο έχουν οι Αχαιοί. Με το θάνατο του Έκτορα, προαναγγέλλεται και το τέλος της Τροίας.
Το αξιοθαύμαστο όμως με τον Αχιλλέα είναι ότι, ενώ γνωρίζει καλά πως, αν σκοτώσει τον Έκτορα, και η δική του ζωή θα είναι μικρή, εκείνος προτιμά να επιτελέσει το καθήκον του απέναντι στον επιστήθιο φίλο του και να απορίψει την παράταση μιας χωρίς αξία ζωής.
Ο Αχιλλέας είναι γνωστό πως δε σκοτώνεται στην Ιλιάδα, αλλά σε άλλο έπος την "Αιθιοπίδα" από τον Πάρη και τον Απόλλωνα. Ο θεός κατευθύνει το βέλος του Πάρη, στο μοναδικό τρωτό σημείο του σώματός του, τη φτέρνα. Οι Αχαιοί τον κηδεύουν με τιμές και του στήνουν μνημείο σε μια προεξοχή της ακτής στην είσοδο του Ελλησπόντου, για να το βλέπουν οι ναυτικοί από μακριά.
Η μητέρα του, η Θέτιδα, κατά την παράδοση, φέρνει το νεκρό του σώμα στο Λευκό Νησί στα Ηλύσια Πεδία, όπου ζουν οι ήρωες.
Ο Αχιλλέας δεν είναι μόνο το πρότυπο του γενναίου πολεμιστη και του πιστού φίλου, αλλά, κυρίως, πρότυπο ανθρώπου, που ξεπερνά εμπόδια και σκληρές δικιμασίες με τον προσωπικό του αγώνα και κερδίζει τη δόξα και την Αθανασία.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Η ΑΡΑ (ΚΑΤΑΡΑ) ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

"Ώμοι πατρός δη νυν αραί τελέσφοροι".
"Αλίμονο, οι κατάρες του πατέρα πιάνουν".
(Αισχύλου, Επτά επί Θήβας, στ.655).
Η Αρά (κατάρα) για τους αρχαίους Έλληνες είναι συγγένισσα της τρομερής Ερινύας και σκληρή τιμωρός εκείνων που πράττουν ανόσια έργα. Είναι μια πίστη παγιωμένη στον άνθρωπο της εποχής εκείνης, γι' αυτό και η τραγωδία πολλές φορές μνημονεύει την κατάρα μαζί με την Ερινύα, μια και οι δύο καταδιώκουν και τιμωρούν τον παραβάτη. Ο Αισχύλος για παράδειγμα στις Ευμενίδες θεωρεί τις Ερινύες ως τα φοβερά παιδιά της Νύχτας, που στον τόπο τους ονομάζονται Κατάρες.
ΧΟ.(Ερινύες)"Με συντομία θα μάθεις όλα, κόρη του Δία. Είμαστε εμείς της Νύχτας τα φοβερά παιδιά, κάτω από τη γη, στον τόπο μας, μας ονομάζουν Κατάρες (Αραί)" (Αισχυλ.Ευμενίδες, στ.415-417).
Επομένως κατά τον Αισχύλο, Ερινύα και Κατάρα, είναι το ίδιο πράγμα με διαφορετικό όνομα. Αποστολή τους είναι να αγρυπνούν για την τήρηση των θεμελιωδών νόμων της κοινωνίας και της οικογένειας, ιδιαίτερα είναι φύλακες της ανθρώπινης ζωής και τιμωροί του φόνου. Είναι αυτές που καταδιώκουν το μητροκτόνο Ορέστη και τον δικάζουν στον Άρειο Πάγο, όπου καταφεύγει ο μιασμένος.
Γνωρίζουμε με το όνομά τους τρεις μόνον Ερινύες, τη Μέγαιρα, την Αληκτώ και την Τισοφόνη. Κάθε μια από αυτές επιτελεί το δικό της καθήκον. Η Μέγαιρα είναι η προσωποποίηση του μίσους, η Αληκτώ η ασταμάτητη οργή και η αδυσώπητη μανία, ενώ η Τισιφόνη η εκδικήτρα του φόνου.Είναι αυτή που εκφράζει την κύρια αποστολή τους.
Ο Αισχύλος στις Ευμενίδες του μας δίνει ξεκάθαρα την αποστολή τους, τη σκοτεινή γέννησή τους και τη σκληρότητά τους. Οι ίδιες μάλιστα ομολογούν πως είναι σκληρές και άτεγκτες και γι' αυτό αποκλείονται από την κοινωνία του Ολύμπου, όπου οι άλλες θεές γιορτάζουν ντυμένες σε πάλλευκους πέπλους.
ΧΟ."Γιατί η Μοίρα η αλύγιστη αυτό τον κλήρο μου έδωσε να έχω για πάντα, τους θνητούς που πέφτουν μάταια σε κακουργίες να τους ακολουθώ ως που να μπουν στη γη, μα κι ο θάνατος μη βάλει χέρι, ούτε κανείς στα δείπνα μας να παίρνει μέρος, αφού μου στέρησε η μοίρα πάλλευκους πέπλους να φορώ.Γιατί εγώ προτίμησα να καταστρέφω σπίτια, όταν σε φίλους πέσει πόλεμος σπιτικός. Επάνω στο φονιά ορμούμε, κι όσο κι αν είναι δυνατός τον αφανίζουμε μέσα στο αίμα, που έχυσε" (Αισχυλ.Ευμενίδες στ.332 και εξής).
Παράλληλα με τη δράση των Ερινύων ο ποιητής μας αποκαλύπτει και την καταστρεπτική δύναμη της πατρικής κατάρας.
" Τοιάσδ' Αράς πρόσθε ελθείν εμοί
και μη 'ξατιμάζητον, ει τυφλού πατρός
τοιώδ' έφυτον. Αίδε γαρ τάδ' ουκ έδρων"
(Σοφοκλ.Οιδίπους επί Κολωνώ,στ 1375-1379).
"Τέτοιες και πριν σας είπα κατάρες εγώ κι όμοια
σας λέω και τώρα, για να μάθετε πως πρέπει
τους γονιούς να τιμάτε κι όχι, αν σεις σπουδαίοι
έχετε γίνει, τον τυφλό σας τον πατέρα
να τον περιφρονάτε. Αυτές δεν έκαναν έτσι".
Τους προειδοποιεί ο βασανισμένος από την παλιά κατάρα Οιδίποδας, αλλά εκείνοι κωφεύουν στις πατρικές συμβουλές, αφού η κατάρα δεν αποτελεί απλώς ένα φόβητρο για τον ασεβή άνθρωπο, μα είναι και μια ακατάβλητη δύναμη που αργά ή γρήγορα εκπληρώνει στο ακέραιο την αποστολή της και τιμωρεί σκληρά τον παράνομο. Αυτή τη φοβερή κατάρα τρέμει ο Χορός στην τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβας και και αναφωνεί γεμάτος αγωνία :
ΧΟ. "Ω μέλαινα και τέλεια γένεος Οιδίπου τ' Αρά.
Κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύος"(832-834).
ΧΟ. "Ω μαύρη, δυνατή Κατάρα του Οιδίποδα στους γιους του!
Απ' τη λαχτάρα την καρδιά μου περίζωσε κρυάδα".
Φοβερή η κατάρα που παγώνει την καρδιά του ανθρώπου από το φόβο μήπως τον τιμωρήσει αυστηρά για κάποιο αμάρτημά του. Έτσι την ονομάζει και ο ίδιος ο Οιδίπους, όταν λίγο πριν αποκαλυφθεί πως φονιάς του Λάιου είναι ο ίδιος.
ΟΙ."Οίμοι τάλας, έοικ'εμαυτόν εις αράς
δεινάς προβάλλω αρτίως ούκ ειδέναι" (Σοφοκλ.Οιδ. Τύρ.744-745).
ΧΟ. "Αλίμονο ο δυστυχής! Μου φαίνεται πως λίγο πριν κατάρες
φοβερές ξεστόμιζα για μένα, χωρίς να καταλάβω".
Από όσα παραθέσαμε γίνεται φανερό πως για τον αρχαίο Έλληνα η δύναμη της κατάρας είναι μεγάλη και τιμωρεί σκληρά εκείνον εναντίον του οποίου εκστομίζεται. Ο λαός φοβάται την κατάρα, γιατί πιστεύει πως η σύντομη αυτή φράση έχει μέσα της τη μαγική δύναμη να βγαίνει πάντοτε αληθινή, τιμωρώντας σκληρά τον ανόσιο. Αυτή είναι η πίστη του απλού ανθρώπου, γι' αυτό και δύσκολα καταριέται ανθρώπους στη ζωή του.
Αν θελήσουμε να ερευνήσουμε τη συχνότητα που μνημονεύεται η λέξη κατάρα απλή ή με επίθετο σε όλες τις τραγωδίες των τριών μεγάλων μας ποιητών, θα διαπιστώσουμε πως μόλις ξεπερνά τις πενήντα φορές. Συγκεκριμένα 18 φορές στον Αισχύλο, 15 φορές στο Σοφοκλή και 19 στον Ευριπίδη. Ειδικότερα, με επίθετο η λέξη κατάρα αναφέρεται αρκετές φορές:
Αισχύλος:Αρά μεγασθενής, μέλαινα Αρά, τέλεια αρά, δαιμόνιαι αραί, πολυκρατείς αραί.
Σοφοκλής: δεινόπους αρά, πικράς αράς, δεινάς αράς.
Ευριπίδης: τάλαινα αρά, ανοσιοτάτας αράς, δεινάς αράς.
Από τα επίθετα που συνοδεύουν τη λέξη αρά γίνεται αντιληπτό πως εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τόσο ο μεγάλος ή μικρός αριθμός των επιθέτων που τη χαρακτηρίζουν, όσο η ποιότητά τους. Και όλα τα επίθετα, χωρίς εξαίρεση, δηλώνουν φόβο, δύναμη, πίκρα, μαυρίλα, δυστυχία, ενώ απουσιάζουν επίθετα που σημαίνουν χαρά, αισιοδοξία, ευτυχία.Η προτίμηση αυτή έχει το λόγο της. Ο λαός στο άκουσμα της λέξης κατάρα αισθάνεται φόβο, απογοήτευση και απελπισία, αφού αναμένει ως επακόλουθό της τη σκληρή τιμωρία του παραβάτη. Ο φόβος του όμως γίνεται μεγαλύτερος, αν είναι πατρική κατάρα ή αν προέρχεται από ιερωμένο ή γέροντα, γιατί πιστεύει ακράδαντα πως τα πρόσωπα αυτά, επειδή είναι πιο κοντά στο θάνατο, στο θεό, γι' αυτό οι ευχές ή οι Κατάρες τους οπωσδήποτε πιάνουν και τιμωρούν αυτούς εναντίον των οποίων εκστομίζονται Ο απλός άνθρωπος, που φοβάται τη δύναμή τους, φροντίζει να αποφεύγει ενέργειες που θα μπορούσαν να επισύρουν σε βάρος του την Κατάρα αυτών των προσώπων.
Στη δύναμη της Κατάρας και της Ερινύας πιστεύει και Ετεοκλής.Παρακαλεί τις δύο θεές να μην καταστρέψουν την πόλη του, που ομιλεί γλώσσα ελληνική, σε αντίθεση με τη βαρβαρική γλώσσα του ξένου στρατού με τον Πολυνείκη που βαδίζει εναντίον της.
ΕΤΕ. "Ω Δία και Γη και πολιούχοι θεοί,
κι εσύ Κατάρα και Ερινύα η μεγαλοδύναμη,
μη μου την πόλη ξεχερσώστε από τις ρίζες της,
αυτή που γλώσσα ελληνική ομιλεί"(Αισχύλ.Επτά επί Θήβας, 69-71).
Άλλωστε, η τραγωδία Επτά επί Θήβας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο θρίαμβος της Αράς-Ερινύας, που εκστόμισε ο Οιδίπους εναντίον των παιδιών του, όπως ακριβώς και η Ορέστεια, όπου τα εγκλήματα του Αίγισθου -μοιχός και δολοφόνος- δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της κατάρας του Θυέστη, εξ αιτίας της οποίας τόσες συμφορές συσσωρεύτηκαν στον οίκο των Ατρειδών.
΄Οπως και να έχει όμως το ζήτημα η εκστόμιση μιας κατάρας προκαλεί τρόμο στον άνθρωπο και τίποτα δεν μπορεί να αιτιολογήσει μια τέτοια τρομερή πράξη. Το επιχειρεί ο Τειρεσίας στην τραγωδία Φοίνισσες του Ευριπίδη, θέλοντας να δικαιολογήσει τον Οιδίποδα για τις φοβερές κατάρες τις οποίες εκστόμισε εναντίον των παιδιών του.
ΤΕΙ. "...διότι καθώς ούτε τιμούσαν τον πατέρα τους ούτε τον άφηναν να βγει έξω από το σπίτι το δυστυχισμένο άντρα, τον εξαγρίωσαν και ξεστόμισε γι' αυτούς (Ετεοκλή και Πολυνείκη) κατάρες φοβερές (αράς δεινάς), καθώς ήταν κακοπαθημένος κι από πάνω περιφρονημένος" (Ευριπίδη, Φοίνισσες, στ.874-877).
Πόσο δίκιο ή άδικο έχει ο μάντης στην άποψή του αυτή θα αποφύγουμε να σχολιάσουμε, θα αφήσουμε όμως στον τραγικό να δώσει τη δική του απάντηση. Γι' αυτό, ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν τον τυφλό πατέρα να καταραστεί τα παιδιά του.
Ο Σοφοκλής στην τραγωδία του Οιδίπους επί Κολωνώ εμφανίζει τον Οιδίποδα εξορισμένο από τα παιδιά του στην Αττική, ικέτη του Θησέα. Τον έχουν εξορίσει ως ανόσιο από τη Θήβα και τώρα, χωρίς ντροπή θέλουν να τον επαναφέρουν σ' αυτήν, επειδή κάποιος χρησμός έλεγε πως, όποιος έχει μαζί του το γερο Οιδίποδα, εκείνου ο στρατός θα κερδίσει τον πόλεμο!
Πρώτος, λοιπόν, φτάνει στην Αττική ο Κρέων, ο νέος άρχοντας των Θηβών και αργότερα ο Πολυνείκης. Ο καθένας τους φτάνει εκεί, για να πάρει το δυστυχή Οιδίποδα μαζί του. Εκείνος όμως, που γνωρίζει το χρησμό, αγαναχτισμένος με το κατάντημά τους και βαθιά πληγωμένος από την ως τώρα απάνθρωπη συμπεριφορά των παιδιών του απέναντί του, διώχνει οργισμένος τον Κρέοντα, που έρχεται για λογαριασμό του Ετεοκλή, όσο και τον Πολυνείκη, που φθάνει λίγο αργότερα, για να τον πάρει μαζί του. Ο πατέρας του, εκτός εαυτού για την αδιαντροπιά του γιου του και το θράσος του, διώχνει τον Πολυνείκη με τον πιο σκαιό τρόπο.
ΟΙΔ."Γκρεμίσου, σύχαμα, απ' εμπρός μου και πατέρα
να μη με ξαναπείς, παγκάκιστε, και τούτες
να σε βρουν οι κατάρες μου. Μήτε να κυριέψεις
την πατρίδα σου, μήτε στ' Άργος να γυρίσεις
το βαθουλό, μα να θανατωθείς με χέρι
δικό, σκοτώνοντας αυτόν που σ΄έχει διώξει.
Αυτά σου καταριέμαι, και είθε να σε κλείσει
το πατρικό μισητό σκότος του Τάρταρου
και στις θεές το δέομαι τούτες και στον Άρη
που το φριχτό μίσος έμπηξε βαθιά σας"
(Σοφοκλ. Οιδ. επί Κολωνώ στ.1348-1392).
Το αποτέλεσμα της κατάρας είναι γνωστό. Τα δύο αδέλφια σε μονομαχία μεταξύ τους μπροστά στην έβδομη πύλη των Θηβών αφήνουν την τελευταία τους πνοή, πεσμένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Οι θεοί, πράγματι, εισάκουσαν την προσευχή τους. Η πόλη τους σώθηκε από την καταστροφή, ενώ εκείνοι δεν κέρδισαν παρά δυο μέτρα γης!
Τους σκότωσε η κατάρα του οργισμένου και ταπεινωμένου πατέρα!
Ο λαός, επηρεασμένος από τέτοια γεγονότα, πιστεύει στη δύναμη της κατάρας και συχνά επαναλαμβάνει πως οι "Κατάρες πιάνουν". Τι εννοεί όμως ο λαός μ΄αυτή του τη φράση; Αν εννοεί όλες οι κατάρες, δίκαιες και άδικες, τότε σε τι διαφέρουν οι πρώτες από τις δεύτερες; Πώς είναι δυνατό μια δίκαιη κατάρα να εξισώνεται με μια άδικη, όταν τις χωρίζει μέγα χάος; Ο ποιητής όμως, που θέλει να απαλλάξει το θεατή από τέτοιες σκέψεις, τον προλαβαίνει και διευκρινίζει πως αν κάποιες άδικες κατάρες φαίνεται να πιάνουν, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αλλά σε ανθρώπινο λάθος, και για να το αποδείξει αναφέρεται στο θάνατο του Ιππόλυτου, που οφείλονταν σε μια πλάνη και όχι στην άδικη κατάρα του πατέρα του.
Ο Ιππόλυτος ζει με τη Φαίδρα, τη μητριά του, στο παλάτι του Θησέα, βασιλιά της Αθήνας. Η Φαίδρα, παρασυρμένη από την ομορφιά του νέου, τον ερωτεύεται παράφορα.Ο νέος αδιαφορεί για τον έρωτα της Φαίδρας και προτιμά την ανέμελη ζωή και τη λατρεία της Άρτεμης, περιφρονώντας ταυτόχρονα προκλητικά και την Αφροδίτη, τη θεά του έρωτα.Η Φαίδρα, μην μπορώντας να ανεχτεί την αδιαφορία του νέου απέναντί της, μα ούτε να δαμάσει το πάθος της γι' αυτόν, αυτοκτονεί, αφήνοντας ένα γράμμα δίπλα της. Ο Θησέας, που φτάνει εσπευσμένα στο παλάτι, βρίσκει τη Φαίδρα νεκρή και δίπλα της το γράμμα. Το διαβάζει και έκπληκτος πληροφορείται πως η αιτία του θανάτου της ήταν ο γιος του, ο Ιππόλυτος, που θέλησε να επιβουλευτεί την τιμή της!Αυτά του γράφει.Ο Θησέας, οργισμένος από το περιεχόμενο της επιστολής, χωρίς καμιά άλλη ενέργεια, για να διακριβώσει την αλήθεια ή μη της κατηγορίας, απευθύνεται στον πατέρα του Ποσειδώνα και ζητά να τιμωρήσει το γιο του.
ΘΗ."Ω πόλη. Ο Ιππόλυτος με βία τόλμησε να θίξει το γάμο το δικό μου, το σεβάσμιο μάτι του Δία αψηφώντας. ΄Ω πατέρα Ποσειδώνα, από τις τρεις ευχές που κάποτε είχες τάξει σε με να δώσεις, με μια απ' αυτές το γιο μου να ξολοθρέψεις, πριν να σβήσει τούτη η μέρα" (Ευριπίδη, Ιππόλυτος στ.893-898)
Ο Ιππόλυτος, όταν πλησιάζει ανήσυχος τον πατέρα του να του μιλήσει για την αθωότητά του, εκείνος φρενιασμένος διώχνει το γιο του από την Αθήνα, χωρίς να του επιτρέψει να απολογηθεί. Συμπεριφορά που δε συνάδει με τη φήμη του συνετού Θησέα.
Μετά από λίγο καταφτάνει στο παλάτι ένας αγγελιαφόρος και αναγγέλλει στο Θησέα το σοβαρό τραυματισμό σε ιπποδρομία του Ιππόλυτου, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη του βασιλιά για τον τραυματισμό του γιου του.
ΑΓΓ."Απ' το δικό του αμάξι πάει αυτός χαμένος,
κι απ' τις κατάρες τις δικές σου, που στου Πόντου
τον άρχοντα (Ποσειδώνα), πατέρα σου, είπες για το γιο σου"
(Ιππόλυτος, στ.1166-68).
Ο Αγγελιαφόρος επισημαίνει την ευθύνη που έχει ο Θησέας και αποδίδει κατά ένα μέρος στις δικές του κατάρες τον τραυματισμό του γιου του. Πιστεύει κι αυτός, όπως ο λαός, πως η πατρική κατάρα σκοτώνει. Ο Θησέας ακούει τον Αγγελιαφόρο ψύχραιμα έως αδιάφορα. Στο τέλος, το μόνο που έχει να πει είναι να θίξει και πάλι την ηθική υπόσταση του γιου του.
ΘΗ."Μήπως χτυπήθηκε από το χέρι κάποιου που με βία ντρόπιασε τη γυναίκα του, όπως τη δικιά μου;"
Η φράση αυτή, γεμάτη μίσος και εμπάθεια, οδηγεί τον αγγελιαφόρο σε νέο ξέσπασμα.
ΑΓΓ."Από το δικό του αμάξι πάει αυτός χαμένος, κι απ' τις δικές σου κατάρες". Κι εκείνος, που αποφεύγει να δώσει μια απάντηση στη μομφή του άγγελου, στρέφεται και ευχαριστεί τον πατέρα του Ποσειδώνα, γιατί εισάκουσε την προσευχή του.
Σε λίγο φέρνουν βαριά τραυματισμένο τον Ιππόλυτο. Η Άρτεμη, που συμπαθεί τον ενάρετο νέο και δε θέλει να πεθάνει στιγματισμένος, αποκαλύπτει στο Θησέα όλη την αλήθεια για το φιάσκο της Φαίδρας σε βάρος του αθώου νέου. Τον Ιππόλυτο, του λέει, τον τιμώρησε σκληρά η Αφροδίτη για την ασέβειά του απέναντί της και όχι οι δικές σου κατάρες, για τις οποίες επιχαίρεις.
ΑΡΤ. "ΣΕ τον ευπατρίδηνΑιγέως κέλομαι
παίδ' επακούσαι.
Λητούς δε κόρη σ' ΄Αρτεμις αυδώ.
Θησεύ, τι τάλας τοίσδε συνήδη,
παίδ' ουχ' οσίως σον αποκτείνας,
ψευδέσι μύθοις αλόχου πεισθείς
αφανή φανεράν δ' έσχεθες άτην κτλ."
ΑΡΤ. "Εσένα, τον ευπατρίδη γιο
του Αιγέα, καλώ ν' ακούσεις.
Η κόρη της Λητώς, η Άρτεμη, σου μιλάω.
Θησέα κακότυχε, τι χαίρεσαι γι' αυτά; Ανόσια σκότωσες το γιο σου, δίνοντας πίστη στης γυναίκας σου τις ψεύτικες γραφές. Αβέβαιο αμάρτημα για βέβαιο δέχτηκες...'Επραξες απαίσια...ωστόσο μπορείς ακόμη να συγχωρηθείς. Η Κύπρη θέλησε να χορτάσει την οργή της. Γιατί μες στους θεούς υπάρχει τέτοιος νόμος. Κανείς δε στέργει πρόσκομμα να φέρει στου άλλου το θέλημα, αλλά πάντα απέχουμε. Κι εσύ απ' το κρίμα σου μια και ήσουνα σε πλάνη γλιτώνεις. Βαριά σε σένα τούτα τα δεινά ξέσπασαν. Κι εγώ λυπάμαι, γιατί οι θεοί δε νιώθουν χαρά, όταν πεθαίνουν οι ευσεβείς. Μα καταστρέφουν τους άσεβους με τα παιδιά τους και τα σπίτια" (Ευριπ.Ιππόλυτος 1286 και εξής).
Με την απάντησή της η θεά Άρτεμη αποκαθιστά την αλήθεια για τον Ιππόλυτο, το πιο λαμπρό αστέρι της Αθήνας, που λυτρωμένος τελειώνει την άψογη ζωή του στη ζεστή αγκαλιά του μετανιωμένου πατέρα του. Ο θησέας, συντριμμένος από το τραγικό του λάθος, αναφωνεί:
"Αχ, ας πεθάνω εγώ στη θέση σου, παιδί μου, μακάρι την κατάρα μου ποτέ να μην είχα εκστομίσει...Οι θεοί με πλάνεψαν απ' την ορθή τη γνώμη"(1410).
Με την αποκάλυψη της αλήθειας από την Άρτεμη ο ποιητής προφυλάσσει το θεατή από την εξαγωγή λαθεμένων συμπερασμάτων, ταυτόχρονα όμως βγάζει και από την πλάνη το Θησέα και ελεφρύνει κάπως το βάρος της ευθύνης του για τη στάση του απέναντι στον ενάρετο γιο του. Κατανοεί ότι η Αφροδίτη θανάτωσε το γιο του και όχι οι δικές τους κατάρες, γιατί ήταν άδικες!
Αν θελήσουμε να σχολιάσουμε τη στάση του Οιδίποδα και του Θησέα απέναντι στα παιδιά τους, τότε θα συμφωνούσαμε πιστεύω πως ο Θησέας εκστόμισε την πατρική κατάρα από άγνοια, γιατί παρασύρθηκε από το γράμμα της Φαίδρας με την ψεύτικη κατηγορία, ενώ ο Οιδίποδας ενήργησε ενσυνείδητα, γιατί η διαγωγή και η συμπεριφορά των παιδιών του ήταν απάνθρωπη. Το αποτέλεσμα στην περίπτωση του Οιδίποδα ο θάνατος των δύο παιδιών του. Η πατρική κατάρα έπιασε.
Κατάρα και Ερινύα.
Η κατάρα στην αρχαία ελληνική τραγωδία είναι φοβερή και πανίσχυρη δύναμη. Ζει και αιωρείται απειλητική πάνω από τα κεφάλια των θνητών, ως άλλη Ερινύα. Την επικαλείται ο Ετεοκλής και την παρακαλεί να μην ξεθεμελιώσει την πατρίδα του που κραίνει την ελληνική γλώσσα. Η Κατάρα όμως και η Ερινύα, όπως αναφέραμε, αποτελούν το ίδιο πράγμα, μια και οι δυο συγγενεύουν ως προς την αποστολή τους, να τιμωρούν δηλαδή το κακό, όπου κι αν εμφανίζεται αυτό στη ζωή του ανθρώπου. Ερινύες είναι τα κακά πνεύματα που εκδικούνται με σκληρό τρόπο τους παραβάτες των κανόνων της ζωής. Είναι σκληρές και τρομερές, γι' αυτό η Αθηνά φροντίζει να τις πείσει να αλλάξουν στάση και να γίνουν από θεές της Νύκτας και του κακού, σε ευεργετικές θεές, σε θεές του καλού (Ευμενίδες).
Γι' αυτό, εφόσον οι κατάρες για τον αρχαίο Έλληνα είναι οι προσωποποιημένες Ερινύες, τότε η δύναμή τους παίρνει άλλη διάσταση, θεϊκή, και γίνονται θεματοφύλακες της παράδοσης και τιμωροί των ασεβών ανθρώπων, των δολοφόνων και όσων βαρύνονται από την πατρική κατάρα. Ο Χορός στην τραγωδία Αγαμέμνων του Αισχύλου, έχοντας υπόψη του το ρόλο των Ερινύων, επισείει την αναπόφευκτη συμφορά που αναμένει τον Αίγισθο, για τις καυχησιές του και το έγκλημά του, όταν διαλαλεί ανοήτως πως όχι μόνο ο ίδιος σχεδίασε αλλά και σκότωσε τον Αγαμέμνονα. Κι ενώ ο χορός τον συμβουλεύει να μην λέει μεγάλα λόγια, γιατί το κεφάλι του δε θα αποφύγει το λιθοβολισμό, ο Αίγισθος τελικά αποφεύγει, βέβαια, το δημόσιο λιθοβολισμό, όχι όμως και την εκδίκηση του Ορέστη, που τον σκοτώνει μαζί με τη μητέρα του την Κλυταιμήστρα, παίρνοντας εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του.
Η κατάρα είναι παντοδύναμη. Το επαναλαμβάνει ο Χορός στην τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβας(831).
ΧΟ. "Ω μέλαινα και τέλεια γένεος Οιδίπους Αρά κτλ"
"ΧΟ."Ω μαύρη, δυνατή Κατάρα του Οιδίποδα στους γιους του!
Το είπε και το έκανε ως πέρα η κατάρα του πατέρα
και το παλιό το αμάρτημα του Λάιου βάσταξε ως τα τέλη"
Σε άλλη τραγωδία του ο Αισχύλος εξηγεί, γιατί η Ερινύα αντιμετωπίζει τόσο σκληρά τα θύματά της.
ΧΟ."Μα είναι νόμος. Όταν χυθεί σταγόνα φονική στο χώμα, να γυρεύει κι άλλο αίμα, γιατί ο φόνος καλεί την Ερινύα κι αυτή φέρνει απ' όσους πριν σκοτώθηκαν μια συμφορά ύστερα από την άλλη"
Το ίδιο απελπισμένος είναι και ο Ορέστης, που βλέπει γύρω του τόση καταστροφή.
ΟΡΕ."Αλίμονο, του Άδη άρχοντες, κατάρες παντοδύναμες των πεθαμένων, δείτε ό,τι απέμεινεν απ' τους Ατρείδες, σε ποιες στενοχώριες βρίσκονται διωγμένοι απ' τα παιδιά τους. Πού να στραφεί κανείς, θεέ μου!(Χοηφόροι 400-409).
Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο Προμηθέας, τονίζοντας την παντοδυναμία της Κατάρας στην περαστική Ιώ, κυνηγημένη από τη ζήλεια της Ήρας. Ο τιτάνας, καρφωμένος στο βράχο, αναφερόμενος στο μέλλον του Δία, του νέου σκληρού τύραννου του Ολύμπου, επισημαίνει:
"Κι όμως παρ' όλη την έπαρσή του ο Δίας θα έλθει μια μέρα που θα γίνει ταπεινός, γιατί ετοιμάζεται να κάμει γάμο, που θα τον γκρεμίσει απ' το θρόνο και την εξουσία, και τότε θα συντελεστεί πέρα για πέρα η κατάρα του πατέρα του Κρόνου, την οποία ξεστόμισε, όταν έπεφτε από της πανάρχαιης βασιλείας του το θρόνο. Και τη μέρα που θα πέσει στη συμφορά αυτή θα μάθει πόση διαφορά χωρίζει τον αφέντη από το δούλο"(Προμηθεύς Δεσμώτης).
Ύστερα, λοιπόν, από όσα φοβερά και τρομερά αναφέραμε για τη δύναμη της πατρικής κατάρας, νομίζουμε πως πρέπει να σταθούμε στη φράση του Ετεοκλή και να κατανοήσουμε κι εμείς το φόβο και τον τρόμο του ανθρώπου της εποχής εκείνης, ταυτόχρονα όμως και να παραδεχτούμε πως οι κατάρες σκοτώνουν και περισσότερο από όλες οι πατρικές.
ΕΤΕ."Ωιμέ, οι κατάρες του πατέρα τώρα τελεσφορούν".
Δημήτρης Κ. Αραμπατζής