Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

ΤΑ ΕΞΗΜΕΡΩΜΕΝΑ ΖΩΑ ΣΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

1. Ο ΣΚΥΛΟΣ
(ΚΥΩΝ)
Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος αγαπά και προστατεύει τα ζώα και τα φυτά, αφού αποτελούν απαραίτητο μέρος της ζωής του. Από τα πολύ παλιά χρόνια φρόντισε να εξημερώσει μερικά από τα ζώα, που κυκλοφορούσαν κοντά του. Και ένα από αυτά ήταν και ο σκύλος(κύων, κυνός).
Στα έπη του Ομήρου γίνεται πολύς λόγος για το σκύλο και τις ικανότητές του. Παρουσιάζεται από τον ποιητή ως ένα ζώο πιστό και υπάκουο στον αφέντη του. Τον ακολουθεί στη δουλειά, τον συντρέχει στο κυνήγι, του είναι φύλακας και προστάτης της ζωής και της περιουσίας του. Συνοδεύει τον κύριό του τιμητικά στις διάφορες δημόσιες εμφανίσεις του, αν είναι δημόσιο πρόσωπο. Ζει κοντά στον άνθρωπο μαζί με τον άνθρωπο. Είναι το πιο συμπαθές κατοικίδιο ζώο αλλά και το πιο πιστό στον άνθρωπο.
Ο ποιητής, μεταξύ των πολλών αναφορών του σε σκύλους, εστιάζει το ενδιαφέρον του σε ένα σκύλο, στον Άργο, τον πιστό σκύλο του Οδυσσέα. Είναι ο σκύλος που μεγάλωσε ο Οδυσσέας, τον είχε συντροφιά στο κυνήγι αλλά τον αποχωρίστηκε, όταν έφυγε για τον πόλεμο, χωρίς να αδιαφορεί και για τους άλλους σκύλους που κατά περίπτωση αναφέρει και μνημονεύει στα έπη του.
Ο Άργος, όταν επιστρέφει στην Ιθάκη ο Οδυσσέας, είναι ένας γερασμένος σκύλος, που γνώρισε δόξες στα νιάτα του. Τα είκοσι περίπου χρόνια που πέρασαν άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη της γήρανσης πάνω του. Τώρα ανήμπορος από τα γηρατειά και περιφρονημένος από τους ανθρώπους, βρίσκεται ξαπλωμένος σε κάτι κοπριές και αναμένει την ευσπλαχνία κάποιων ανθρώπων για λίγη τροφή. Παρά τα γηρατειά του διατηρεί στο ακέραιο τη μνήμη και κάποιες αισθήσεις του. Γι’ αυτό, όταν διέρχεται δίπλα του ο κουρελής Οδυσσέας, πηγαίνοντας με τον Εύμαιο για το παλάτι, η όσφρησή του δεν τον ξεγελά. Αναγνωρίζει στο διερχόμενο δίπλα του ξένο τον Οδυσσέα, τον αγαπημένο του αφέντη, και κουνάει χαρούμενος την ουρά και τ’ αυτιά του.
Οι άνθρωποι μπορεί γρήγορα να λησμονούν τους συνανθρώπους τους, οι πιστοί σκύλοι όμως ποτέ το αγαπημένο τους αφεντικό!
(ρ 300-305)
¨ενθα κύων κείτ’ Άργος ενίπλειος κυνοραιστέων.
δη τότε γ’, ως ενόησεν Οδυσσέα εγγύς εόντα,
ουρή μεν ρ’ο γε έσηνε και ούατα κάμβαλεν άμφω,
άσσον δ’ ουκέτ’ έπειτα δυνήσατο οίο άνακτος
ελθέμεν, αυτάρ ο νόσφιν ιδών απομάρξατο δάκρυ,
ρεία λαθών Εύμαιον,…»
« Κι ο Άργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος.
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα,
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ’ αυτιά του.
Όμως δεν είχε τη δύναμη να τρέξει πια κοντά του.
Έστρεψε εκείνος τότε αλλού και σφούγγισε ένα δάκρυ,
χωρίς να το αντιληφθεί ο Εύμαιος…»
Το πρόσωπο του Οδυσσέα υγραίνει ένα δάκρυ. Είναι το δάκρυ της ευγνωμοσύνης του ανθρώπου προς το σκύλο, προς τον πιστό και μοναδικό φίλο, τον Άργο.
Ο ποιητής, κάθε φορά που αναφέρεται στους σκύλους- και αναφέρεται πάνω από 30 φορές στην Ιλιάδα και 24 φορές στην Οδύσσεια- συνηθίζει να τους χαρακτηρίζει ταχείς (ταχέες, αργούς, δηλαδή ταχείς. Τους ονομάζει ακόμη τραπεζήες, θαλεροί και αιζηοί= ακμαίοι).
(β 11)
«… άμα τω γε δύω κύνες αργοί έποντο»
«Μαζί του δυο σκυλιά γρήγορα στα πόδια τον ακολουθούσαν».
Αξιοποιώντας την ταχύτητα των σκύλων ο άνθρωπος τους χρησιμοποιεί στο κυνήγι. Το κυνήγι του κάπρου θα ήταν αρκετά δύσκολο για τους κυνηγούς του είδους αυτού, αν δε βοηθούσαν για το εντοπισμό τους οι σκύλοι, Τα δυναμικά αυτά ζώα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος και για άλλες δουλειές.
Άλλοτε αποτελούν τη συνοδεία υψηλών προσώπων(βασιλιάδες, άρχοντες) και άλλοτε προστατεύουν το αφεντικό τους και τα κοπάδια του.
Τέτοιους δύο σκύλους, συνοδούς είχε μαζί του ο Τηλέμαχος, όταν εμφανίστηκε στη συγκέντρωση των Ιθακήσιων, για να τους ανακοινώσει τις αποφάσεις του. Επρόκειτο για τη σύγκληση του λαού, που γινόταν για πρώτη φορά, αφότου έφυγε ο Οδυσσέας για τον πόλεμο στην Τροία. Η εμφάνιση του Τηλέμαχου, ως συνεχιστή της βασιλικής εξουσίας, έπρεπε να εντυπωσιάσει τους Ιθακήσιους, γι’ αυτό όφειλε να είναι μεγαλόπρεπη και λαμπρή, όπως θα άρμοζε σε βασιλιά.
(β 9-11)
« αυτάρ επεί ρ’ ήγερθεν ομηγερέες τ’ εγένοντο,
βη ρ’ ίμεν εις αγορήν, παλάμη δ’ έχε χάλκεον έγχος,
ουκ οίος, άμα τω γε δύω κύνες αργοί έποντο».
« Και έπειτα σαν τους φώναξαν και συναχτήκαν όλοι,
πήγε κι αυτός στη σύνοδο, στο χέρι του κρατώντας
το χάλκινο κοντάρι του, κι ούτε μονάχος του ήταν.
παρά μαζί του δύο γρήγορα σκυλιά ακολουθούσαν».
Στην περίπτωση του Τηλέμαχου οι δύο ταχείς σκύλοι αποτελούν βασικό συμπλήρωμα της ακολουθίας του. Έχουν συμβολική και τιμητική θέση δίπλα στον αφέντη, τον οποίο προστατεύουν και αγαπούν.
Κι ενώ ο ποιητής αναφέρεται σε δύο σκύλους συνοδούς του Τηλέμαχου στην δημόσια εμφάνισή του, διπλασιάζει τον αριθμό τους, όταν αναφέρεται στους σκύλους- τους μεγάλους σαν θεριά- που κάθονται δίπλα στον Εύμαιο και προστατεύουν τον ίδιο και το κοπάδι του.
(ξ 21-22)
«Κοντά του τέσσερα σκυλιά όμοια θεριά, φυλούσαν,
που τα ’θρεψε ο χοιροβοσκός των κοπελιών ο αφέντης».
Οι σκύλοι όμως δεν είναι μόνο φύλακες και συνοδοί υψηλών προσώπων, έχουν και αρετές μοναδικές, γνωρίζουν τους ανθρώπους που αγαπούν ακόμη κι αν περάσουν πολλά χρόνια. Ο Άργος κουνά ουρά και αυτιά στο πλησίασμα του Οδυσσέα, το ίδιο κάνουν και άλλοι σκύλοι, όχι τόσο φημισμένοι, μα εξίσου ικανοί και πιστοί, όπως οι σκύλοι του Εύμαιου, που όταν αντιλαμβάνονται από μακριά την προσέγγιση κάποιου ξένου στο καλύβι του χοιροβοσκού δεν αλυχτούν παρά κουνούν χαρούμενοι την ουρά τους. Βλέπει την κίνησή τους ο Οδυσσέας και παραξενεύεται. Σε λίγο όμως αντιλαμβάνεται, όταν βλέπει και ο ίδιος τον ξένο που πλησιάζει. Δεν είναι άλλος από το γιο του Τηλέμαχο, τον οποίο με άφατη χαρά και συγκίνηση μεγάλη βλέπει για πρώτη φορά, από τότε που τον άφησε μωρό στην αγκαλιά της Πηνελόπης.
(π 4-7)
«Και τ’ αλυχτάδικα σκυλιά κουνούσαν την ουρά τους,
ως πρόβαλε ο Τηλέμαχος, χωρίς να τον γαβγίζουν.
Είδε ο Οδυσσέας τα σκυλιά, που την ουρά τους σειούσαν,
κι άκουγε γύρω του ποδιών πατήματα που αχούσαν»
Οι σκύλοι όμως του Εύμαιου φαίνεται πως έχουν και αλλές ικανότητες, διαισθάνονται ακόμη και την παρουσία των θεών, κάτι που δε συμβαίνει με τους κοινούς ανθρώπους. Τρανή απόδειξη είναι, όταν οι σκύλοι αντιλαμβάνονται την παρουσία της Αθηνάς στο καλύβι του Εύμαιου. Ο ποιητής είναι κατηγορηματικός σ’ αυτό. Τη θεά Αθηνά έβλεπαν τη στιγμή εκείνη μόνο τα σκυλιά και δε γαυγίζαν αλλά και ο προστατευόμενός της Οδυσσέας.
(π 162)
«Μόνο ο Οδυσσέας την έβλεπε κι οι σκύλοι, ουδέ γαυγίζαν,
μόν’ στη γωνιά ζαρώσανε της στάνης φοβισμένοι»
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ ο ποιητής εμφανίζει στην Οδύσσεια τους σκύλους ήρεμους και πιστούς, στην Ιλιάδα, κατά παράδοξο τρόπο, ενώ μνημονεύει τη δράση τους πολλές φορές, τους εμφανίζει σκληρούς, άγριους και απειλητικούς, κυρίως όμως σε παρομοιώσεις, όπως π.χ. (Χ 189 και Θ 338).Δραστήριο και γρήγορο ιχνηλάτη στην πρώτη περίπτωση και φοβερό μαχητή στη δεύτερη.
«Πως το λαφόπουλο ξοπίσω παίρνει σκύλος,
που απ’ τη μονιά του ξετόπωσε, μες σε πλαγιές και λόγγους,
κι αν μια στιγμή θαρρεί πως ξέφυγε τρυπώνοντας στα θάμνα
μ’ αυτός δε σταματάει την ανίχνευση και το τρεχιό, ως να το’βρει,
όμοια τον Έκτορα απ’ τα μάτια του δεν άφηνε ο Αχιλλέας».
«Πως σκύλος λιόντα για αγριογούρουνο στρώνει μπροστά και τρέχει
με ταχύτητα, δαγκώνοντας ξοπίσω τα μεριά τους
και τα καπούλια, και φυλάγεται στο στριφογύρισμά τους,
όμοια κι εκείνος(Έκτορας) τους Αργίτες κυνηγούσε».
Στην Ιλιάδα υπάρχουν και αδέσποτοι σκύλοι, τους οποίους μνημονεύει ο Αχιλλέας, όταν αναφέρεται στην ακεραιότητα του πτώματος του Έκτορα
(Ω 411-413)
«Δεν τον έφαγαν, όχι, τα όρνια και οι σκύλοι ακόμα
πλάι στου Αχιλλέα την πρύμνα ανέβλαβος κείτεται ο γιος σου πάντα,
μες στο καλύβι….».
Λίγο νωρίτερα το δήλωσε κατηγορηματικά ο Αχιλλέας πως τον Έκτορα δε θα τον παραδώσει για ταφή αλλά θα τον εκδικηθεί για το θάνατο του Πάτροκλου και θα ρίξει το σώμα του βορά στα σκυλιά.
(Ψ 183)
«τον φύλαξα(τον Έκτορα), για να τον φαν οι σκύλοι».
Επειδή σε πολλά σημεία ο ποιητής εξήρε τις ικανότητες και την τόλμη των σκύλων, για να μη θεωρηθεί ότι αγνοεί την πραγματικότητα αναφέρεται και σε μια άλλη διάστασή τους, το φόβο, αφού και οι πλέον τολμηροί σκύλοι στη θέα του λιονταριού κάνουν πίσω και γαυγίζουν από μακριά.
(Σ 583).
«Του κάκου αγγρίζαν τα γοργόποδα σκυλιά να τους ριχτούνε,
γιατί αυτά μπροστά στους λιόντες δείλιαζαν, κι αντίς να τους δαγκάσουν
χιμώντας, στέκαν δίπλα, εγαύγιζαν, και πίσω πάλι εφεύγαν».
Εδώ τα σκυλιά βρήκαν το μάστορά τους, τα λιοντάρια, που τρέμουν από το φόβο στη θέα τους και δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να γαυγίζουν από μακριά εκ του ασφαλούς
Δεν υπάρχουν μόνο δειλά σκυλιά αλλά υπάρχουν και αχάριστα, όπως τα παρουσιάζει ο Πρίαμος, για να πείσει τον Έκτορα να αποφύγει την αναμέτρησή του με τον Αχιλλέα. Φαντάζεται τον εαυτό του νεκρό και το σώμα του να γίνεται βορά των σκυλιών και μάλιστα των δικών του, που με τόση φροντίδα τάιζε, όταν τα είχε φρουρούς και φύλακες του στην πόρτα του παλατιού του. Αυτά τα σκυλιά, του λέει, μετά το θάνατό του, αφού φάνε τις σάρκες του και χορτάσουν, θα ξαπλώσουν ευχαριστημένα μπροστά στην πόρτα, όπου κάποτε έστεκαν φρουροί και προστάτες του! Ο απαξιωτικός χαρακτήρας για τα σκυλιά του έχει το λόγο του, αφού έτσι τραγικοποιεί τα πράγματα, για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό να μεταπείσει τον Έκτορα, ώστε να ματαιώσει την αναμέτρηση με τον Αχιλλέα
(Χ 66-70)
«Στερνό και μένα μπρος στην εξώπορτα θα με τραβολογήσουν,
ωμό για να με φαν οι σκύλοι μου, όταν με κρούσει κάποιος
με το σπαθί για το κοντάρι του, και τη ζωή μου πάρει.
Αυτοί που τάιζα στο τραπέζι μου, να μου φυλάν τις πόρτες,
κι αφού ρουφήξουν πια το γαίμα μου με φρενιασμένα σπλάχνα,
θα ξαπλωθούν μπροστά στην εξώπορτα…»
Ως εδώ ο ποιητής μίλησε για το σκύλο τον πιστό και το γενναίο, για τον κακό και το δειλό ή τον αχάριστο.
Θα συμπληρώσει όμως το θέμα του με άλλες αναφορές, στις οποίες θα εξάρει την κατηγορία εκείνων των σκύλων που με αυταπάρνηση αγωνίζονται, για να υπερασπιστούν τα παιδιά τους από τον κίνδυνο του εχθρού, όπως ακριβώς συνέβη με τη σκύλα μάνα στην οποία αναφέρεται με θαυμασμό.
(υ 14-16)
«ως δε κύων αμαλήσι περί σκυλάκεσσι βεβώσα
άνδρ’αγνοήσασ’ υλάει μέμονέν τε μάχεσθαι,
ως ρα του ένδονυλάκτει αγαιομένου κακά έργα».
«Κι ως τρέχει η σκύλα ολόγυρα στα τρυφερά κουτάβια
σαν νιώσει ξένο, κι αλυχτά και ορμά να τον δαγκάσει,
έτσι αλυχτούσε κι η καρδιά στα στήθια του Οδυσσέα,
κι έβραζε, τις παράνομες δουλειές αυτές να βλέπει¨.
Με τη γενναία μάνα, την ορμή και την επιθετικότητά της, ο ποιητής παρομοιάζει την οργή του Οδυσσέα, όταν βλέπει τις παρανομίες που γίνονται στο παλάτι του.
Υπάρχουν όμως και άλλες κατηγορίες σκύλων. Είναι οι ψεύτικοι, αυτοί που η τέχνη του Ήφαιστου έπλασε και στολίζουν τα ανάκτορα θεών και βασιλιάδων, αλλά και εκείνοι, στους οποίους χαρακτηρίζει σπιτίσιους. Πρόκειται για σκύλους, που τους έχουν για λούσο στο σπίτι, τους τραπεζήες, όπως τους αποκαλεί, δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα σκύλους των σαλονιών.
«ή αύτως οίοί τε τραπεζήες κύνες ανδρών
γίνοντ’. αγλαϊης δ’ ένεκεν κομέουσιν άνακτες».
« ή τάχα είναι ένα σκυλί σπιτίσιο που οι αφέντες
έτσι για λούσο συνηθούν στα σπίτια τους να θρέφουν».(ρ 312)
Έτσι βλέπει ο ομηρικός άνθρωπος το σκύλο δίπλα του, στο σπίτι, στη στάνη, στο κυνήγι, παντού. Τον αγαπά και τον φροντίζει όπως αγαπά και έναν καλό και έμπιστο φίλο του, πλην όμως δεν τρέφει αυταπάτες, υπάρχει και ο κακός, που κάποτε αποδεικνύεται αχάριστος και ενεργεί ως εχθρός, ικανοποιώντας τα άγρια ένστικτά του. Ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες. Είναι ρεαλιστής!

Παραπομπές σε Ιλιάδα και Οδύσσεια(κύων ,κύνα, κύνες)
ΙΛΙΑΔΑ
[Α 225, Γ 26, Ζ 344,356, Θ 338, 368, Κ 183, Λ 414, 549, Ν 623, Ο 272,351, 579, 587, Ρ 65, 110, 558, Σ 271, 283, 578, 581, Χ 42, 66,75, 89, 189, 335, 354, 509, Τ 173,184, Ω 411]
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
[β 11, γ 259, η 91, κ 216, ξ 21, 133, π 4, 9, 162, ρ 62, 200, 248, 291, 300, 306, 309, 312, τ 228, 372, 436, υ 14, 145, φ 363, χ 35]


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου