Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

1. ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΟΣ
(Λιβάδι 1772- Μονή Σέκου 1821)

"Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνει ή διά την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του"
" Ελληνική Νομαρχία"

Ο Γεωργάκης Νικολάου, η καταγωγή του, τα παιδικά του χρόνια

Ο Γεωργάκης Νικολάου, Ολύμπιος, υπήρξε ο επιφανέστερος αγωνιστής του Ολύμπου κατά την επανάσταση του 1821.
"Ο άνδρας αυτός τα είχε όλα: τον αδάμαστο και ίσιο χαρακτήρα, το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο και σταθερό ενθουσιασμό, τη βαθιά πείρα του πολέμου, την άφταστη τόλμη και την επιβολή στους άλλους...Η μεγάλη αυτή ψυχή κατοικούσε το πιο κοινό κουφάρι. Ανάστημα μέτριο, αδύνατος, χλωμός, πρόσωπο κανονικό, σαγόνι μάλλον λεπτό, μύτη αετού: ήταν όλος δύο μάτια, μεγάλα, μυγδαλωτά. Ήτανε μάτια φλογερά και όμως γεμάτα σαν από παιδιάστικη αθωότητα και καλοσύνη. Λεβέντικο μουστάκι τούδινε το στρατιωτικό αέρα" (Σπύρος Μελάς).
"Ήτο καμωμένος από την ευγενή ύλη των εξαιρετικών ανδρών... αγνός άνθρωπος, χριστιανός, άψογος, ένθερμος πατριώτης και ήρως", συμπληρώνει ο Δ. Κόκκινος στην ιστορία του "Ελληνική Επανάστασις", σελ. 245.
Ο Γεωργάκης καταγόταν από τη μεγάλη γενιά των Λαζαίων, τους οποίους με δόλο κάλεσε στον Τίρναβο ο Βελή πασάς δήθεν να τους συμβουλευτεί και έτσι τους θανάτωσε. Φαίνεται πως, εκτός των άλλων και αυτή την εκδίκηση, και όχι μόνο, ορκίστηκε να πάρει πίσω ο νέος, όταν έγινε κλέφτης στην περιοχή του Ολύμπου.
Ο Γεωργάκης γεννήθηκε στο Λιβάδι της Ελασσόνας το Μάρτιο του 1772. Ο πατέρας του λεγόταν Νικόλαος Λάζος, ενώ η μητέρα του, γόνος επιφανούς οικογένειας του Λιβαδίου, Νικολέτα, την οποία έχασε νωρίς. Πέθανε από επιδημική ασθένεια λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του. Την φροντίδα του ανέλαβε ο στοργικός πατέρας του και η δυναμική γιαγιά του Αγνή, που του στάθηκε δεύτερη μητέρα και φιλόστοργη γιαγιά. Δίπλα στη γυναίκα αυτή έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε πολλά και χρήσιμα για τη μετέπειτα ζωή του. Ζώντας κοντά στον πατέρα του και τους δικούς του ανθρώπους ο νεαρός γόνος των Λαζαίων διδάδχτηκε πολλά και ωφέλιμα πράγματα, που σημάδεψαν αργότερα την ηρωική του παρουσία στα τεκτενόμενα της περιοχής του και όχι μόνο. Κοντά τους απόκτησε τις πρώτες εμπειρίες της ζωής. Άκουσε με προσοχή τους μύθους και τις παραδόσεις του τόπου του, αφουγκράσθηκε τους καημούς και τους πόνους των συγχωριανών του, συγκλονίστηκε από το πνεύμα του ηρωισμού και της παλικαριάς των κλεφτών του Ολύμπου και έκανε όνειρα για το δικό του μέλλον.
Για την καταγωγή του ήρωα ερίζουν κι άλλες πόλεις όπως η Φτέρη και η Μηλιά. Ο Γιωργάκης Ολύμπιος δεν ανήκει μόνο στον τόπο που γεννήθηκε αλλά και στα μέρη όπου πολέμησε και δοξάστηκε, ανήκει σε όλους τους Έλληνες, ανήκει στην ιστορία. Αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων ανδρών και ο Γεωργάκης, παρά το υποκοριστικό του όνομα, υπήρξε μεγάλος! Ένας γενναίος αγωνιστής της ελευθερίας που έκανε περήφανους τους Έλληνες!
Ζώντας στο Λιβάδι και σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 1100 μέτρων, συνήθισε να βλέπει σαν από αεροπλάνο κάτω την πεδιάδα χρυσοκίτρινη το καλοκαίρι από τα ώριμα σπαρτά και κατάλευκη το χειμώνα από τα πολλά χιόνια, γεγονός που του δημιουργούσε ένα αίσθημα υπέροχο, το οποίο όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια ακόμη μέσα του. Ζούσε με δέος αλλά και ανακούφιση μαζί, όταν κάθε τόσο έβλεπε την αστραπή στον Όλυμπο να μεταβάλλεται σε μπόρα και σε λίγο πάλι να γαληνεύει ο καιρός και ο ήλιος λαμπρός να χρυσώνει τις πλαγιές του.
Πέρασε την παιδική του ηλικία κοντά στη φύση. Ξάπλωσε κι αυτός μικρό παιδί κάτω από το δροσερό ίσκιο των πλατανιών το καλοκαίρι, όπως και όλα τα παιδιά της ηλικίας του, άφησε την παιδική του φαντασία να πετάξει, να ονειρευτεί δόξες και κατορθώματα για τον εαυτό του, ανάλογα με εκείνα των συγγενών και συγχωριανών του. Δροσίστηκε στα κρυστάλλινα και γάργαρα νερά, πού έτρεχαν άφθονα παντού, ανέπνευσε το ζωογόνο αέρα του βουνού και ένιωσε λεύτερος κι ευτυχισμένος.
Η ζωή του κοντά στη φύση ή καλύτερα μέσα στη φύση διαμόρφωσε και το χαρακτήρα του. Έγινε γενναίος, ειλικρινής με τους άλλους και δίκαιος, ποτέ άδικος και σκληρός. Υπήρξε ανήσυχος, επινοητικός και θαρραλέος. Αναδείχτηκε εραστής της ελευθερίας και τρομερός πολέμιος της τυραννίας. Αγάπησε τη φύση και τον τόπο του. Κατανόησε πόσο σημαντική είναι η λευτεριά για έναν άνθρωπο, για ένα λαό, και όλα αυτά, θητεύοντας δίπλα σε τρεις μεγάλους δασκάλους, δηλαδή τη φύση, την οικογένειά του και το σχολείο.
Όταν μεγάλωσε και άρχισε να ασχολείται κι αυτός με τα όπλα, όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του, οι δικοί του άνθρωποι του έδωσαν τις συμβουλές τους. Του είπαν με κάθε ειλικρίνεια πως τα όπλα που κρατά στα χέρια του πρέπει να μάθει να τα χρησιμοποιεί σωστά, γιατί μ' αυτά θα υπερασπιστεί τη ζωή του, αν κινδυνέψει, αλλά και θα πολεμήσει τον Τούρκο για τη λευτεριά της πατρίδας( από προσωπική μαρτυρία ενός των γερόντων της παρέας του Πολέζου). Παρακαταθήκη σημαντική, την οποία δε θα λησμονήσει ποτέ ο νεαρός Λιβαδιώτης.
Δεν ήταν όμως μικρότερης σημασίας και η προσφορά του σχολείου στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νέου. Μαθήτευσε στην ονομαστή για την εποχή της σχολή του Λιβαδίου και ευτύχησε να έχει δασκάλους δύο σοφούς άνδρες: τον Ιωάννη Πέζαρο και τον Ιωνά Σπαρμιώτη. Οι λαμπροί αυτοί δάσκαλοί του δε δίδαξαν στο μικρό μαθητή τους μόνο γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, αλλά και κάτι άλλο πιο σημαντικό και πιο σπουδαίο, του δίδαξαν την ένδοξη ελληνική ιστορία. Ενεφύσησαν στην τρυφερή ψυχή του την αγάπη για την πατρίδα και τη λευτεριά. Η λευτεριά, του τόνισαν, δεν είναι αγαθό ουρανόσταλτο και ούτε δωρίζεται σε κανέναν από κανένα. Κατακτιέται από τον καθένα με αγώνες, θυσίες και αίμα. Γι' αυτό βλέπεις τους καπεταναίους και όλους τους αρματολούς να κρατούν όπλα. Μ’ αυτά πολεμούν τον τούρκο, το δυνάστη και υπερασπίζονται τη ζωή τους, την πατρίδα, τη λευτεριά τους, την αξιοπρέπειά τους.
Ο νεαρός Γεωργάκης κράτησε βαθιά στην καρδιά του τις συμβουλές των γονιών και των δασκάλων του και τις έκανε πράξη, όταν μεγάλωσε. Αναδείχτηκε γενναίος πολεμιστής, θερμός πατριώτης και μέγας αγωνιστής της ελευθερίας. Τη μεγάλη του φιλοπατρία και το απαράμιλλο θάρρος του ομολογεί και ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ, ο οποίος είναι γνωστό πόσο μισούσε τους Έλληνες.
Γι’ αυτό και η μαρτυρία του έχει αξία.
"Ο Γεωργάκης, γράφει, υπήρξε ειλικρινής πατριώτης... άνθρωπος θαρραλέος και λογικός, είχε αποκτήσει στρατιωτική πείρα στη ρωσική υπηρεσία, και ήταν με ενθουσιασμό αφοσιωμένος στην υπόθεση της Ελλάδας...".

Ο Γεωργάκης αρχικαπετάνιος του Ολύμπου
Μεγαλώνοντας μέσα σε μια οικογένεια κλεφταρματολών ο μικρός Γεωργάκης γρήγορα έκανε τις αγωνίες και τις φιλοδοξίες των συγγενών του και δικές του. Χειροκροτούσε περήφανος και χαρούμενος τους κλέφτες, όταν τους έβλεπε να επιστρέφουν από τις μάχες αρματωμένοι. Χάιδευε με τα παιδικά του χέρια τα μπαρουτοκαπνισμένα καριοφίλια, άκουε με προσοχή και θαυμασμό τα κατορθώματά τους και η παιδική του ψυχή σκιρτούσε μέσα του, γιατί ήθελε κι αυτός μια μέρα να φορέσει τα άρματα και να πολεμήσει τον εχθρό, όπως όλοι οι συντοπίτες του.
Τα παιδικά χρόνια πέρασαν γρήγορα και ο Γεωργάκης εικοσάχρονο πια παλικάρι, λιγνό και ωραίο, με μάτια που έδειχναν αποφασιστικότητα και τόλμη, εντάχθηκε στο ασκέρι του συγγενή του Έξαρχου Λάζου, για να γίνει σε λίγο ένας ονομαστός κλέφτης και πρωτοπαλίκαρο στο ασκέρι του θείου του, Τόλιου Λάζου, ξακουστού κλέφτη του Ολύμπου. Ο θείος τον δέχτηκε με χαρά στο ασκέρι του, γιατί πίστευε πως ο αγώνας θα ήταν μακροχρόνιος και θα χρειαστεί νέο αίμα και νέους ανθρώπους.
Η ημέρα εκείνη υπήρξε σημαντική και ορόσημο στη ζωή για το νεαρό κλέφτη. Δε θα λησμονήσει ποτέ τη στιγμή που έπαιρνε τα άρματα από τα χέρια του συγγενή του, μπροστά στα άλλα παλικάρια του ασκεριού του. Ο νεαρός, συγκινημένος βαθιά αλλά ταυτόχρονα και περήφανος για την εμπιστοσύνη του έμπειρου καπετάνιου στο πρόσωπό του, ορκίστηκε πίστη και αφοσίωση στους σκοπούς και επιδιώξεις της κλεφτουριάς. Και όσον καιρό έμεινε στο ασκέρι του ποτέ δε λησμόνησε τον όρκο του. Φρόντιζε καθημερινά με λόγια και έργα να τον επιβεβαιώνει.
Κοντά στον έμπειρο πολέμαρχο και τους άλλους γνωστούς για την ανδρεία τους καπετάνιους του Ολύμπου το μικρό κλεφτόπουλο διδάχτηκε την τέχνη του κλεφτοπόλεμου, διδάχτηκε πώς θα αντιμετωπίζει τον εχθρό ή πώς θα τον παραπλανά, για να πετύχει το σκοπό του με λιγότερες απώλειες. Ο θείος του, βλέποντας το νέο να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του κλέφτη και να μεταμορφώνεται γρήγορα σε έναν ανδρειωμένο πολεμιστή, τον προήγαγε σε πρωτοπαλίκαρό του. Η προαγωγή ήταν δίκαια, αλλά συνεπαγόταν περισσότερες ευθύνες, αφού μια τέτοια πράξη υπονοούσε διαδοχή στο καπετανάτο του Ολύμπου, αν εκείνος, για οποιονδήποτε λόγο, έφευγε από τη ζωή.
Δεν πέρασαν ούτε πέντε χρόνια από τότε που έγινε κλέφτης ο Γεωργάκης και η ανελέητη μοίρα σημάδεψε και τη ζωή του γενναίου θείου του. Το 1798, σε μια μάχη κοντά στη Μονή Πέτρας του Ολύμπου, εναντίον των Τούρκων, όπου έλαβε μέρος και ο Γεωργάκης, ένα θανατερό βόλι βρήκε το γενναίο αρματολό Τόλη Λάζο και του έκοψε πρόωρα το νήμα της ζωής του. Όπως ήταν το έθιμο των κλεφτών, αρχηγός του ασκεριού έγινε το πρωτοπαλίκαρό του, ο Γεωργάκης, Αργότερα ανακηρύχτηκε και επίσημα από τους συμπολεμιστές του καπετάνιος του Ολύμπου και από τότε του προστέθηκε το παρεπίθετο "ολύμπιος". Ήταν τότε ο Γεωργάκης μόλις 26 χρόνων.
Από τη στιγμή εκείνη ο Γεωργάκης Νικολάου πρόσθεσε στο όνομά του και το "ολύμπιος", με το οποίο πέρασε στην ιστορία και την αθανασία. Το χρησιμοποιούσε σχεδόν σε όλες ή τις περισσότερες επιστολές που έστελνε σε διάφορα πρόσωπα. Υπόγραφε συνήθως ως Γεωργάκης Νικολάου Ολύμπιος, σπανιότερα όμως και ως Γεωργάκης Νικολάου.

Η δράση του Γ. Ολύμπιου στην Ελλάδα, στη Σερβία και το ρωσικό στρατό
Η δράση του στην Ελλάδα
Ο Γιωργάκης, ως αρματολός του Ολύμπου, πολέμησε τον εχθρό στην περιοχή του μαζί με τους άλλους καπετάνιους για αρκετά χρόνια.Έδειξε θάρρος και αποφασιστικότητα μοναδική και σημείωσε αρκετές επιτυχίες στον πόλεμο αυτό. Το 1798, ήταν μοιραία χρονιά και για τον Ολύμπιο, όπως και για τον αγώνα των συμπολεμιστών του στην περιοχή του Ολύμπου, της Πιερίας και του ευρύτερου χώρου, γιατί ο πασάς των Ιωαννίνων, Αλής Τεπενλελής, θέλοντας να εξασφαλίσει τα νώτα του και να επεκτείνει την εξουσία του στην περιοχή, αποφάσισε να εξοντώσει τους καπετάνιους του Ολύμπου και να αφανίσει από την περιοχή τους κλέφτες που ενοχλούσαν την οθωμανική αυτοκρατορία και τον ίδιο προσωπικά. Επιχείρησε αρκετές φορές ο ίδιος να εξοντώσει τους κλέφτες του Ολύμπου, αλλά οι προσπάθειές του απέτυχαν. Τότε ανέθεσε το δύσκολο αυτό έργο στο φιλόδοξο γιο του Μουχτάρ Πασά. Ο τελευταίος, οδηγώντας είκοσι χιλιάδες επίλεκτους Αλβανούς στρατιώτες, κινήθηκε εναντίον των κλεφτών του Ολύμπου, αποφασισμένος να δώσε ένα τέλος στην υπόθεση αυτή.
Ακολούθησαν πολλές σκληρές και αιματηρές μάχες. Οι αρματολοί του Ολύμπου(Λάζος, Τζαχείλας, Ρομφέης, Γεωργάκης Ολύμπιος), μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν την τεράστια τουρκική δύναμη, επειδή βρέθηκαν σε δεινή θέση, εγκατέλειψαν την περιοχή τους και άλλοι κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στη Σκόπελο, άλλοι στη Σκιάθο και σε άλλα νησιά.
Ο Ολύμπιος, παρά τη φυγή των συμπολεμιστών του, παρέμεινε στο αρματολίκι του και με τους άνδρες του συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο κατά των στρατευμάτων του Μουχτάρ, έναν πόλεμο άνισο και δύσκολο.
Λέγεται πως, κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, επισκέφτηκε το Γεωργάκη Ολύμπιο στην περιοχή του ο Σέρβος αρματολός Βέλκος Πέτροβιτς (Άνοιξη 1804) και ζήτησε από τους καπεταναίους να βοηθήσουν τη σερβική επανάσταση, που είχε ξεσπάσει εναντίον της καταπίεσης των Γενιτσάρων στη Σερβία. Ο Γιωργάκης θεώρησε κατάλληλη την ευκαιρία της σύμπραξης Ελλήνων και Σέρβων σε κοινό κατά των τούρκων αγώνα, γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα το όνειρο του Ρήγα Φεραίου αλλά και το δικό του που ταυτιζόταν με εκείνο του Ρήγα. Όταν όμως σε λίγο διαπίστωσε κι αυτός πως ήταν αδύνατο να ανατρέψει την κατάσταση στον Όλυμπο, όπως είχε δημιουργηθεί, μετά τη φυγή των κλεφτών στα νησιά, αποφάσισε μαζί με το Νικοτσάρα και τον Καρατάσο να μεταβούν στη Σερβία και να πολεμήσουν εκεί στο πλευρό των Σέρβων επαναστατών.
Με τους 550 περίπου άντρες τους διέσπασαν τον κλοιό των τουρκικών στρατευμάτων του Μουχτάρ και πέρασαν, μέσω Μακεδονίας, στην επαναστατημένη Σερβία, για να συνεχίσουν τον αγώνα τους κατά των Τούρκων στο σερβικό έδαφος.

Η δράση του στη Σερβία (Μάιος 1804)
΄Οταν έφθασαν στη Σερβία, διαπίστωσαν πως οι επαναστάτες υπό τον Καραγεώργη βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, γιατί ήταν περικυκλωμένοι από τα τουρκικά στρατεύματα. Οι Γενίτσαροι από την πλευρά τους, όταν πληροφορήθηκαν την άφιξή τους, θορυβήθηκαν, πλην όμως ο Ολύμπιος, φερόμενος έξυπνα απέναντί τους, καθησύχασε τους Γενίτσαρους, λέγοντας πως η παρουσία τους στη Σερβία είχε σκοπό να βοηθήσει τον Πασά, ο οποίος πολεμούσε να καταστείλει τη σερβική εξέγερση.
Γι’ αυτό στην αρχή εντάχθηκαν οι άνδρες του Ολυμπίου και των άλλων αγωνιστών στην υπηρεσία του Πασά ως μισθοφόροι. Με τον τρόπο αυτό ξεπέρασαν τις πρώτες δύσκολες ημέρες στη Σερβία, παράλληλα όμως απόκτησαν πραγματική γνώση των όσων συνέβαιναν στη χώρα, αφού ο αγώνας των Σέρβων πατριωτών συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση.
Ο Ολύμπιος, στο χρονικό διάστημα που βρισκόταν στην υπηρεσία του Πασά, βρήκε τον τρόπο και επικοινώνησε με τον αρχηγό των Σέρβων Καραγεώργη, που ήταν κυκλωμένος από τα τουρκικά στρατεύματα και η κατάστασή του ήταν απελπιστική. Η επικοινωνία οδήγησε σε μυστική συμφωνία μεταξύ τους. Συναποφάσισαν την από κοινού επίθεση κατά των Τούρκων την ημέρα του Μπαϊραμιού (1804). Η πίεση ήταν ισχυρή που δέχτηκαν τα τουρκικά στρατεύματα και οι πολιορκημένοι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που επικράτησε, διέσπασαν τον τουρκικό κλοιό και σώθηκαν. Μαζί τους σώθηκε και ο αρχηγός τους, ο Καραγεώργης.
Ο Καραγεώργης Πέτροβιτς, μετά τη σωτηρία του, γνωρίστηκε με το Γ. Ολύμπιο, εκτίμησε τις ικανότητές του και συνδέθηκε μαζί του με άρρηκτη φιλία, η οποία κράτησε ως τη δολοφονία του από τον πολιτικό του αντίπαλο Μίλος Οβρένοβιτς (1817).
Στη Σερβία ο Ολύμπιος είχε την ευτυχία να συναντήσει ίσως για δεύτερη φορά το Σέρβο αρματολό Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου την πλούσια χήρα, Στάνα, νυμφεύτηκε αργότερα, όταν για δεύτερη φορά επέστρεψε στη Σερβία, το 1814, εκτελώντας μυστική αποστολή του Τσάρου Αλέξανδρου της Ρωσίας, στην υπηρεσία του οποίου βρισκόταν τότε ο Γεωργάκης, Ο Ολύμπιος, όταν έγινε γνώστης του σκοπού της σερβικής επανάστασης και των ιδεών των ανθρώπων που την καθοδηγούσαν, σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα να λάβει σάρκα και οστά το σχέδιο του Ρήγα, που προέβλεπε κοινή εξέγερση όλων των λαών της βαλκανικής κατά της τουρκικής αυτοκρατορίας. Πίστευε πως μπορεί να γίνει πραγματικότητα το σχέδιο αυτό, αν συντρέξει την επανάσταση των λαών της βαλκανικής και η τσαρική χριστιανική Ρωσία. Ο Ολύμπιος δεν έκανε επιλογή χώρου. Πολεμούσε τον Τούρκο, όπου τον συναντούσε. Πίστευε πως πολεμώντας στη Σερβία, ήταν σαν να πολεμούσε για την Ελλάδα και τη λευτεριά της. Ο αγώνας για τη λευτεριά, έλεγε, όπου και αν διεξάγεται είναι ιερός, πολύ δε περισσότερο, εάν αυτός έχει ως στόχο τον αντίχριστο τούρκο δυνάστη. Έτσι σκεφτόταν ο γενναίος αγωνιστής και μόνον έτσι δικαιολογούνται οι μάχες που έδωσε σε διάφορα μέρη μέσα στην Ελλάδα και έξω από αυτήν.
Πολεμούσε τον Τούρκο και οραματιζόταν τη λευτεριά των Ελλήνων αλλά και των άλλων λαών της βαλκανικής. Οι καταπιεσμένοι έχουν υποχρέωση να αγωνίζονται για τη λευτεριά τους και μόνοι και μαζί με άλλους. Η λευτεριά είναι αγαθό που πρέπει να απολαμβάνει ο κάθε άνθρωπος, χωρίς καμιά διάκριση ή εξαίρεση. Αυτή ήταν η βαθιά του πίστη και αυτή τον οδηγούσε στον αγώνα του κατά της τουρκικής τυραννίας. Επειδή όμως πιστεύει στη συνεργασία των λαών της Βαλκανικής για αγώνα εναντίον της τουρκικής σκλαβιάς, γι’ αυτό απευθύνεται στον ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνο Υψηλάντη και τον ικετεύει να βοηθήσει την επανάσταση και να οργανώσει κι αυτός στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο μ΄ αυτό της Σερβίας. Με τον τρόπο αυτό πίστευε πως θα εξαναγκάσει την τουρκία να επέμβει, για να καταστείλει την εξέγερση, οπότε ήταν πολύ πιθανό να εκραγεί ένας ρωσοτουρκικός πόλεμος, γεγονός που θα βοηθούσε την επανάσταση και τους σκοπούς της. Δυστυχώς για τους σκλάβους το σχέδιο απέτυχε όπως και Σερβική εξέγερση.

Η δράση του Γ. Ολύμπιου στο ρωσικό στρατό
Όταν, λοιπόν, ατόνισε η σερβική επανάσταση, ο Γεωργάκης Ολύμπιος πέρασε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν πολυπληθές και παρουσιάστηκε στον ηγεμόνα του Βουκουρεστίου Κ. Υψηλάντη, μέσω του οποίου αργότερα γνώρισε και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που ήταν γιος του ηγεμόνα.
Με τον Κ. Υψηλάντη κατέστρωσαν ένα φιλόδοξο σχέδιο, που απέβλεπε να ξεσηκώσουν τους ΄Ελληνες και τους Σέρβους σε κοινό κατά των Τούρκων αγώνα. Ο Κ.Υψηλάντης, που εκτίμησε την προσωπικότητά του, τον κράτησε κοντά του και τον διόρισε Λοχαγό της Αλβανικής Φρουράς του Βουκουρεστίου.
Κάποια στιγμή φάνηκε πως το όραμα του Ρήγα Φεραίου θα γινόταν πραγματικότητα. Το σχέδιο όμως αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γιατί ο Κ. Υψηλάντης, λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου(1806), διαφώνησε με το στρατηγό Κουτούζωφ, εγκατέλειψε το αξίωμά του και έφυγε για το Κίεβο, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Για το Γεωργάκη δυσκόλεψαν τα πράγματα, γιατί ή έπρεπε να εγκαταλείψει τη Βλαχία ή να βρει κάποια άλλη λύση. Γι' αυτό, το 1806, όταν ο ρωσικός στρατός εισέβαλε με το στρατηγό Κουτούζωφ στη Βλαχία, ο Ολύμπιος, με αρκετούς άνδρες(1300), ύψωσε τη σημαία της επανάστασης και προσχώρησε στη ρωσική δύναμη. Στη μεγάλη μάχη του Οστρόβου μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, όχι μόνο νίκησε τους Τούρκους, αλλά κατάφερε να συλλάβει 3200 αιχμαλώτους και να τους προσφέρει δώρο στο στρατηγό του. Για την επιτυχία του αυτή, με έγγραφο που φέρει ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1807 και υπογράφεται από τον υποστράτηγο Ι. Σμολένσκυ, του ανακοινώθηκε η απονομή του βαθμού του συνταγματάρχη.
"Τω κυρίω συνταγματάρχη Νικολάου Ολυμπίω,
"Η αυτού Εκλαμπρότης ... δια διατάγματος της πρώτης Νοεμβρίου, με ειδοποίησεν ότι υμείς κατά το της Α. Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος Διάταγμα, το εκδοθέν εις το Αυτοκρατορικόν Στρατιωτικόν Υπουργείον τη τριακοστή του παρελθόντος Αυγούστου δια την εξαίρετον ανδρείαν υμών, εκδηλωθείσαν εν τη μάχη κατά του τουρκικού στρατού εν τω χωρίω Οστρόβω, μετωνομάσθητε από Αλβανόν λοχαγόν ( αυτός ήταν ο τίτλος του Γεωργάκη στο στρατό του ηγεμόνα Κ.Υψηλάντη), συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού. Το Υψηλόν τούτο Διάταγμα δια του αυτού εγγράφου αναγγέλλεται ήδη εις Υμάς, διέταξα δε να ορκισθήτε δια τον βαθμόν τούτον......"
τη 3 Δεκεμβρίου 1807 Κραγιόβα
Ο υποστράτηγος: Ι. Σμολένσκυ
Έτσι, ο Γεωργάκης πέρασε στο ρωσικό στρατό και πολέμησε πολλές φορές με απαράμιλλο θάρρος μαζί του τους Τούρκους.
Ανήσυχος, όπως πάντα, ο Ολύμπιος, μόλις κηρύχτηκε ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος (1811) έφυγε από τη Ρωσία και με εθελοντικό σώμα έφθασε στον κόλπο του Ξηρού και από εκεί με πλοιάρια στην Τένεδο. Αφού κατέλαβε το νησί με άλλους Μακεδόνες, έπλευσε στην ακτή της Πιερίας, όπου νίκησε την τουρκική φρουρά του Πλαταμώνα και κήρυξε την επανάσταση για μια ακόμη φορά στην περιοχή του Ολύμπου και των Πιερίων, ανεπιτυχώς βέβαια, αφού εντός ολίγου η συναφθείσα ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας ματαίωσε το ρωσικό ενδιαφέρον για την ελληνική εξέγερση.
Ο Ολύμπιος, με την καρδιά βαριά και το κορμί γεμάτο πληγές, γύρισε στις ηγεμονίες, όπου συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ρωσικό στρατό. Στη μάχη μάλιστα του Βιδινίου ανδραγάθησε και πάλι. Για την πράξη του αυτή απέσπασε όχι μόνον το θαυμασμό αλλά και την εκτίμηση των Ρώσων συμπολεμιστών του και του στρατηγού Ισάιεφ. Ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας, τον τίμησε για το κατόρθωμά του και του απένειμε το παράσημο των Ιπποτών του Τάγματος της Αγίας ΄Αννης
Το έγγραφο του Αυτοκράτορα έχει ως εξής:
"Ημείς ελέω θεού Αλέξανδρος Α΄ Ιμπεράτορ και Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσιών,
Τω Κ. Αλβανώ συνταγματάρχη Γεωργίω Ν. Ολυμπίω
Προς αμοιβήν της ενζήλου υπηρεσίας υμών και της διακρίσεως, επιδειχθείσης εν τω πολέμω του 1811 κατά των Τούρκων και ιδίως εν τη μάχη της 9ης Οκτωβρίου εις την δεξιάν όχθην του Δουνάβεως παρά το Βιδίνι, όπου υμείς ευρισκόμενοι μεταξύ εθελοντών, πρώτος ερρίφθητε εις το εχθρικόν ιππικόν και εδηλώσατε την σπανίαν ανδρείαν, το θάρρος και τον ζήλον, πανευμενέστατα αναγορεύομεν υμάς τη 12 Ιουνίου 1812, ιππότην του τάγματος της Αγίας ΄Αννης τετάρτης τάξεως...'
Τη 9η Οκτωβρίου 1812
Εξεδόθη εν τω γραφείω των Αυτοκρατορικών Ταγμάτων
Πετρούπολις31 Ιανουαρίου1818
Η φήμη του Ολύμπιου και τα λαμπρά του κατορθώματα συγκίνησαν τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄, ώστε, το 1812, τον προσέλαβε στην ιδιαίτερη υπηρεσία του, ενώ λίγο αργότερα, το 1814, γνωρίζοντας καλά τις ικανότητές του, την αφοσίωσή του και το θάρρος του, τον πήρε μαζί του ως στρατιωτικό ακόλουθο και σύμβουλό του στο Συνέδριο της Βιέννης. Από εκεί τον έστειλε με εμπιστευτικά έγγραφα- ίσως για τον Καραγεώργεβιτς της Σερβίας-στη Βεσσαραβία.
Ο Γεωργάκης όμως περνώντας από τη Μπέλλα Τσέροβα της Αυστρίας, όπου έμενε η χήρα του αδελφοποιτού του Βέλκο Πέτροβιτς, και πριν μεταβεί στη Βεσσαραβία, προέβη στην εκτέλεση μιας άλλης εντολής, της εντολής της καρδιάς του. Ζήτησε σε γάμο την ωραία Στάνα. Η πρότασή του έγινε δεκτή. Δυστυχώς, δεν έμεινε πολύ μετά το γάμο του εδώ, γιατί το καθήκον τον καλούσε σε νέους αγώνες.
Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: το Μιλάνο, τον Αλέξανδρο και την Ευφροσύνη, που γεννήθηκε μετά το θάνατό του.
Ο Ολύμπιος ήταν γαλουχημένος με υψηλές ηθικές αρχές και φαίνεται πως αισθανόταν υποχρέωση και καθήκον ιερό για το γάμο αυτό. Γι' αυτό μόλις του δόθηκε η ευκαιρία τον πραγματοποίησε πρόθυμα. Υπήρξε συνεπής και τίμιος άνδρας τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους, τους φίλους του και τους συναγωνιστές του.
Η Στάνα αγάπησε τον Ολύμπιο και τον αγώνα του, γι' αυτό αργότερα δε δίστασε να δανείσει στη Φιλική Εταιρία 5500 φλουριά. Λίγο μετά το θάνατό του η Στάνα, εκτελώντας την επιθυμία του άντρα της, εγκατέλειψε την πατρίδα της και εγκαταστάθηκε με τα τρία παιδιά της στην Αθήνα, όπου και πέθανε(;).

Ο Γεωργάκης μέλος της Φιλικής Εταιρίας και αρχιστράτηγος των στρατευμάτων του Δουνάβεως
Ό,τι με επιμονή και αγώνες προσπάθησε να πετύχει ο γενναίος αγωνιστής και φλογερός πατριώτης μέσα και έξω από τη γαλάζια πατρίδα του, ας μη χαρακτηρισθεί ως τυχοδιωκτισμός, αλλά ως διακαής πόθος για δράση και ελευθερία, γεγονός που του πρόσφερε η μύησή του στη Φιλική Εταιρία.
Ένας από τους πρώτους Έλληνες της περιοχής αυτής, που μυήθηκε στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρίας, ήταν και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.
Ο Τ. Κανδηλώρος υποστηρίζει πως ο Γεωργάκης μυήθκε στην Φ. Εταιρία από το φιλικό Γ. Λεβέντη το 1817, ο οποίος τότε διηύθυνε το Ρωσικό Προξενείο στο Ιάσιο και ήταν παλιός γνώριμος και φίλος του. (Το περιστατικό της μύησης αναλυτικά στην Ιστορία του Τ. Βουρνά,Φιλική Εταιρία , Αθήνα 1959).
Ο ίδιος συμπληρώνει: " Ο Γ. Ολύμπιος δεν είναι απλός εταίρος, αλλά ένας εκ των 12 αποστόλων, προορισμένος δια την Σερβίαν, βάσει καταλόγου, τον οποίον ο Σκουφάς "επί κλίνης θανάτου κείμενος κατήρτισεν". Ο Γεωργάκης αναφερόταν στον κρυπτογραφικό κώδικα της Εταιρίας με τον αριθμό ΙΙΙ. Η Εταιρία τον προόριζε για τη Σερβία και τούτο, γιατί είχε πολλούς φίλους εκεί, αλλά και γιατί απολάμβανε την αγάπη και εκτίμηση του σερβικού λαού, για την προσφορά του στον αγώνα του για τη λευτεριά και ανεξαρτησία του από τον τουρκικό ζυγό. Όλοι γνώριζαν την προσφορά του στον αγώνα των Σέρβων εναντίον των Τούρκων. Αυτό οι Σέρβοι δεν το λησμόνησαν ποτέ.
Η μύησή του στη Φιλική Εταιρία γέμισε με χαρά και ελπίδα τον Ολύμπιο, γιατί επιτέλους το γένος έχει πάρει την τύχη στα χέρια του και εργαζόταν μυστικά μεν, αλλά οπωσδήποτε αποφασιστικά για το μεγάλο ξεσηκωμό. Ενεργώντας κι αυτός για λογαριασμό της Οργάνωσης, επωμίστηκε την ευθύνη να μυήσει στα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας τον Καραγεώργη της Σερβίας, παλαιό γνώριμο και καλό φίλο του, που βρισκόταν εξόριστος στη Βεσσαραβία, αλλά δεν έπαυε να ενδιαφέρεται για την πατρίδα του. Ο Γεωργάκης, εκτός από τον Καραγεώργη, μύησε και τον ελληνικής καταγωγής γραμματέα του Ναούμ, καθώς και το Σέρβο Πατριάρχη, ευρισκόμενο τότε στη Βεσσαραβία.
Παρά τις καλές διαθέσεις του Καραγεώργη και των συνεργατών του για μια συνεργασία μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων εναντίον της τουρκικής σκλαβιάς, αυτή ματαιώθηκε, γιατί δολοφονήθηκε ο Καραγεώργης και ο γραμματέας του την ώρα που κοιμόταν, από τον δήθεν μεσολαβητή Βουλίσεβιτς, που αποδείχτηκε όργανο του Μίλος Οβρένοβιτς, πολιτικού αντιπάλου του Καραγεώργη (13 Ιουλίου 1817).
Ο Μίλος Οβρένοβιτς, που συνέχισε την εξέγερση και τον αγώνα των Σέρβων για ελευθερία και ανεξαρτησία, παρά τις προτάσεις του Γεωργάκη για συνεργασία, εκείνος, όντας "πονηρός και καιροσκόπος", όπως τον χαρακτήρισε ο Ολύμπιος, απέφυγε να απαντήσει ευθέως και κράτησε στάση αναμονής. Πίστευε πως με τη στάση του αυτή θα πετύχει την ανεξαρτησία της Σερβίας με συναίνεση της Πύλης.
Ήταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια στη νεότερη ελληνική ιστορία, για να επιτευχθεί συμμαχία Ελλήνων και Σέρβων, την οποία τόσο πολύ επιθυμούσε η Φιλική Εταιρία και ασφαλώς θα βοηθούσε πολύ στην εξέλιξη των πραγμάτων στη Βαλκανική.
Ύστερα όμως από την τροπή αυτή που πήραν τα πράγματα στη Σερβία, ο Γεωργάκης, θλιμμένος για την αποτυχία του σχεδίου αλλά και τον τραγικό θάνατο του φίλου του, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Με τους λίγους άνδρες του έφτασε στο Βουκουρέστι, όπου ο Μιχαήλ Σούτσος, ηγεμόνας της Βλαχίας, που ήθελε να οργανώσει το πυροβολικό της ηγεμονίας του, βρήκε στο πρόσωπο του τον κατάλληλο άνθρωπο. Τον διόρισε αρχιστράτηγο των ενόπλων δυνάμεων των Παραδουνάβιων ηγεμονιών.
Το Φεβρουάριο του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αρχηγός πια της Φιλικής Εταιρίας, επισκέφτηκε το Κίεβο, όπου άρχισε με τους Φιλικούς, που συγκεντρώθηκαν στην πόλη αυτή, τις πρώτες του επαφές και συζητήσεις για την καλύτερη οργάνωση του Αγώνα. Στη συνάντηση του Κιέβου συζητήθηκαν πολλά θέματα και ελήφθησαν ορισμένες σοβαρές αποφάσεις. Μια από αυτές ήταν και ο διορισμός του Γεωργάκη Ολυμπίου ως αρχιστρατήγου των στρατευμάτων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.
Τη γνωστοποίηση στον Ολύμπιο ανέθεσε ο Υψηλάντης στους Φιλικούς Ξάνθο και Περραιβό, οι οποίοι επρόκειτο να κατέλθουν στην Ελλάδα. Έτσι, οι δύο Φιλικοί, περνώντας από το Βουκουρέστι, όπου βρισκόταν ο Γεωργάκης, παρουσία του Γ. Λεβέντη, του ανακοίνωσαν την απόφαση του Αρχηγού. Ο Γεωργάκης από την αναπάντεχη είδηση έμεινε για λίγο άναυδος. Όταν συνήλθε από την έκπληξη και συγκίνηση ορκίστηκε ενώπιον όλων πίστη και αφοσίωση μέχρι θανάτου στον Αρχηγό και τους σκοπούς του Αγώνα.
Η αναγνώριση αυτή ήταν η μεγαλύτερη που του έγινε από ελληνικής πλευράς και ήταν δίκαια, αφού ο Γεωργάκης ήταν πράγματι ικανός για τη θέση αυτή. Από την άλλη μέρα άρχισε να κινείται για την καλύτερη οργάνωση των στρατευμάτων, τον εξοπλισμό και την εκπαίδευσή τους, ώστε να τα καταστήσει ικανά για τη μεγάλη αναμέτρηση, την οποία υπολόγιζε ότι θα έλθει και μάλιστα πολύ σύντομα.
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να παραθέσουμε την απαντητική επιστολή του Γεωργάκη προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για τη μεγάλη τιμή που του έκανε.

Βουκουρέστι 24 Σεπτεμβρίου1820
Εκλαμπρότατε
Με άκραν ευχαρίστησιν και σέβας ήκουσα τα όσα οι κύριοι Ξάνθος και Περραιβός μοι ωμίλησαν συμφώνως εκ μέρους της εκλαμπρότητάς σας. Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερνή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμία ανθρώπινος περίστασις. Και με όλον το προσήκον και ειλικρινές σέβας υποσημειούμαι.
Της Υμετέρας εκλαμπρότητος ταπεινότατος δούλος και αδελφός.
Γεωργάκης Ν. Ολύμπιος

Ο Γεωργάκης βοηθός του Υψηλάντη. Οι πρώτες μέρες και οι πρώτες δυσκολίες της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία

"Την 22 Φεβρουαρίου του 1821, γράφει ο Δ. Κόκκινος στην ιστορία του, ο Υψηλάντης, συνοδευόμενος από τους αδελφούς του Γεώργιον και Νικόλαον, Γεώργιον Μάνον, Γεώργιον Κατακουζινόν και τον Πολωνόν αξιωματικόν Γαρνόβσκυ, επέρασεν ως ιδιώτης τον Προύθον. Εις τας όχθας του ποταμού τον ανέμενεν η φρουρά του ηγεμόνος Μιχαήλ Σούτσου, η οποία τον συνώδευσεν εις το Ιάσιον... Εκεί αμέσως εκάλεσε τον Πρόξενον της Ρωσίας και του εδήλωσεν ότι δεν έχει σκοπόν την κατάλυσιν του καθεστώτος, δηλαδή της ηγεμονίας του Μιχαήλ Σούτσου, αλλά την οργάνωσιν του Ελληνικού στρατού και την κάθοδον εις Ελλάδα… Ανυψώθη εις την οικίαν του Ρίζου, όπου έμεινεν ο αρχηγός, η σημαία του, και ταυτοχρόνως ηνοίχθη κατάλογος εγγραφής εθελοντών. Μετά δύο ημέρας ο Υψηλάντης προέβη στην προκήρυξιν δια της οποίας εκαλούσε τους ΄Ελληνας εις επανάστασιν, υπενθυμίζων το ελληνικόν παρελθόν και ομιλών περί του ελευθέρου μέλλοντος".
Ο Γεωργάκης, όταν πληροφορήθηκε την είσοδο του Υψηλάντη στο Ιάσιο, ενήργησε αμέσως όπως προέβλεπε το σχέδιο. Κατάργησε τη Διοίκηση του Βουκουρεστίου, σήκωσε τη σημαία της επανάστασης και εγκατέστησε φρούραρχους το Σάββα Καμινάρη και το ρουμάνο οπλαρχηγό Βλαδιμηρέσκου, μυημένο στη Φιλική Εταιρία, και αναχώρησε με τους 1500 άνδρες του, για να συναντήσει τον Αρχηγό της Φιλικής εταιρίας και της Επανάστασης, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Στο διάστημα αυτό έφθασαν στο Ιάσιο και άλλες μικρότερες σε αριθμό δυνάμεις. Ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Υψηλάντη και ο αριθμός τους ανήλθε σε 3500 πεζούς, 260 κοζάκους και 70 Ουλανούς του Γαρνόφσκυ, 4 πυροβόλα και 70 Έλληνες σπουδαστές, που σχημάτισαν αρχικά τον περίφημο "Ιερό Λόχο".
Στη σύσκεψη που ακολούθησε με όλους τους οπλαρχηγούς, κρίθηκε σκόπιμο να ζητηθεί εκ νέου η σύμπραξη στον αγώνα του Σέρβου ηγέτη Μίλος Οβρένοβιτς.
Για το σκοπό αυτό στάλθηκε στη Σερβία ο Φιλικός Αριστείδης Παπάς. Η αποστολή απέτυχε. Ο Αριστείδης, πηγαίνοντας να συναντήσει τον Οβρένοβιτς, συνελήφθη από τα όργανα του Σεκήρ Πασά, τα οποία, ύστερα από φοβερά βασανιστήρια, για να αποκαλύψει το σκοπό της αποστολής του, τον σκότωσαν.
Λέγεται πως οι Τούρκοι βρήκαν επάνω του κάποια έγγραφα, τα οποία παρέδωσαν στον ηγεμόνα Σούτσο να τα μεταφράσει, αλλά ο καλός πατριώτης, όπως τον αποκαλεί ο Παπαρρηγόπουλος, παρερμήνευσε σκόπιμα το περιεχόμενό τους και παραπλάνησε τους Τούρκους, ώστε να μη δώσουν μεγάλη σημασία σ' αυτά.
Ο Μίλος Οβρένοβιτς, που πληροφορήθηκε την πρόταση της Φιλικής Εταιρίας, από επιστολή, την οποία του έστειλε μυστικά ο Γεωργάκης Ολύμπιος, αρνήθηκε στην ουσία τη σύμπραξη, γιατί νόμισε πως έτσι πρόσφερε υπηρεσία στους Τούρκους, οι οποίοι σε αντάλλαγμα της στάσης του θα αναγνώριζαν την ανεξαρτησία της ηγεμονίας του. Η καιροσκοπική στάση του πονηρού Οβρένοβιτς, χωρίς ποσώς να ωφελήσει τη σερβική υπόθεση, έβλαψε τον ελληνικό αγώνα, γιατί μια ταυτόχρονη εξέγερση των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής, όπως την οραματίστηκε ο Ρήγας, θα δημιουργούσε σοβαρό αντιπερισπασμό στους Τούρκους και αναμφισβήτητα θα ωφελούσε το ελληνικό κίνημα.

Οι πρώτες δοκιμασίες του Αγώνα. Η προδοσία του Καμινάρη και του Βλαδιμηρέσκου
Η επανάσταση του Υψηλάντη από τις πρώτες ημέρες άρχισε να συναντά πολλά και ποικίλα εμπόδια. Η πρώτη πικρία που δοκίμασε ο Αρχηγός ήταν η αποκήρυξη του Αγώνα και η διαγραφή του από τις τάξεις του ρωσικού στρατού από τον Τσάρο της Ρωσίας στο συνέδριο του Λάυμπαχ (Μάρτιος 21). Λίγο αργότερα, 8 Απριλίου, έφτασε η πληροφορία ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε, για να διαφυλάξει το ποίμνιό του από την τουρκική θηριωδία, αφόρισε την Ελληνική Επανάσταση και τον Αρχηγό της.
Σαν να μην έφταναν οι πικρίες αυτές ήρθαν και άλλες.
Πρόκειται για την προδοσία του Σάββα Καμινάρη και του Φιλικού Βλαδιμηρέσκου, του ρουμάνου αρχηγού των Πανδούρων. Ο πρώτος, μόλις είδε την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, δείλιασε, εγκατέλειψε τον Υψηλάντη και αυτομόλησε στο τουρκικό στρατόπεδο, ενώ ο δεύτερος ήρθε σε συνεννόηση με τους Τούρκους και υποσχέθηκε να εξουδετερώσει τον Αρχηγό της Επανάστασης, Αλέξανδρο Υψηλάντη και το φίλο του Γεωργάκη Ολύμπιο! Την προδοσία και δολιότητα του Βλαδιμηρέσκου κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Γεωργάκης, Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία.
Γρήγορα ο Γεωργάκης με τους ανθρώπους του συνέλαβε τον ταχυδρόμο του αυστριακού πρέσβη Ουδρίσκυ, ο οποίος μεταξύ των άλλων επιστολών κόμιζε στον Πασά της Σιλίστριας και επιστολή του Βλαδιμηρέσκου, στην οποία ο ρουμάνος οπλαρχηγός έγραφε πως αναλάμβανε ο ίδιος την ευθύνη να εξουδετερώσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το Γεωργάκη Ολύμπιο ή να τους αιχμαλωτίσει.
Οι πληροφορίες αποδείχτηκαν αληθινές. Ο Βλαδιμηρέσκου ήταν προδότης και έπρεπε να εξουδετερωθεί, πριν προλάβει να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του στον Πασά, αλλά πώς; Ο Βλαδιμηρέσκου τη στιγμή αυτή ήταν αρχηγός 3000 Πανδούρων που ήταν στρατοπεδευμένοι έξω από το Βουκουρέστι, έτοιμοι για καθετί. Επομένως, η όποια εναντίον του προσπάθεια δεν ήταν εύκολη και χρειαζόταν πείρα, ψυχραιμία, σκέψη και τόλμη.
Το εγχείρημα ανατέθηκε από τον Υψηλάντη στο Γεωργάκη Ολύμπιο. Έπρεπε με κάθε τρόπο να συλλάβει τον προδότη και να τον οδηγήσει στον Αρχηγό. Χωρίς χρονοτριβή ο Γεωργάκης και με συνοδεία 300 διαλεχτών ανδρών έφθασε στο στρατόπεδο του Βλαδιμηρέσκου, προχώρησε στο εσωτερικό του, συνάντησε το Βλαδιμηρέσκου και χωρίς περιστροφές και δισταγμούς τον κατηγόρησε ευθέως μπροστά στους άνδρες του, ως επίορκο και προδότη. Παραθέτω τη σκηνή όπως μας τη διέσωσε στα απομνημονεύματά του ο Ηλίας Φωτεινός:
" Ω ανάξιε άνθρωπε του φωτός και της ημέρας, η ζωή σου πάντοτε ήτο εις τας χείρας μου, γνώρισον ότι με έν μόνον νεύμα ιδικόν μου, δύναται να κυλισθεί η κεφαλή σου προ των ποδών μου. Συ εις την ιεράν φιλίαν ύπουλος προδότης εδείχθης, τον τρομερόν σου όρκον αναιρέσας, την Πατρίδα σου ηρνήθης, τα ιερά δικαιώματα κατεπάτησες. Συ, πριν σε αξιώσει αυτή η χειρ μου, τι ήσουν: Σιωπείς:Ειπέ μοι τι ήσουν: Ενας ποταπός και ασήμαντος. Εγώ σε ανάστησα, σε εβοήθησα και σε εδέχθην οπαδόν μου, σε έκανα συνεταίρον μου και γι' αυτό λέγεσαι πλάσμα δικό μου. Ενθυμήσου και τι έπραξας μετά ταύτα: Σκυθρωπάζεις: Ας είναι όμως. Οι άνθρωποι από αδυναμίαν υποπίπτουν εις σφάλματα και οι ίδιοι μετά ταύτα κρίνοντας το καλόν και το κακόν και ελέγχοντας το ορθόν επιδιορθώνουν τα σφάλματά των. Το καλόν. το φως και η αλήθεια εξαρτώνται σήμερον από την θέλησίν σου και αντιστρόφως".
Ο Βλαδιμηρέσκου έμεινε άναυδος. Όταν όμως σε λίγο με μια του κίνηση έδειξε την ενοχή του, ο Γεωργάκης του πρότεινε:
"Ελθέ , λοιπόν, ας υπάγωμεν εις τον Αρχηγόν μας Υψηλάντην να ζητήσεις δια της μεσιτείας μου την συγχώρησιν την οποίαν έσο βέβαιος ότι θέλεις απολαύσει καθ' ότι είναι όλων ημών αγαθός πατήρ".
Στη συνέχεια στράφηκε στους συγκεντρωμένους στρατιώτες και τους ρώτησε
" Τι λέγετε, εσείς αδελφοί, εγκρίνετε να υπάγη:'.
Απάντησαν όλοι με μια φωνή:" Το δίχως άλλο, γιατί αλλοιώς είμεθα χαμένοι".
Στο Τιργοβίστι, όπου οδηγήθηκε ο Βλαδιμηρέσκου, έγινε η δίκη του. Καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία. Την εκτέλεσή του πραγματοποίησε ο Βασίλης Καραβιάς στις 22- 23 του Μάη. Ο Γεωργάκης, όταν έγινε η εσπευσμένη δίκη και η καταδίκη του Βλαδιμηρέσκου, απουσίαζε από το Τιργοβίστι, βρισκόταν στο Πιτέστι, στο εκεί στρατόπεδο των Ελλήνων. Αυτό καταδεικνύεται από επιστολή που έστειλε ο Ολύμπιος σε απάντηση αυτής που έλαβε από κάποιο φίλο του, ο οποίος τον πληροφορούσε για το θάνατο του πρώην φίλου του, δηλαδή του Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου.
"Πιτέστι 23 Μαϊου/ 4 Ιουνίου 1821"
" Ελαβα την αδελφικήν σας επιστολήν και εχάρην πληροφορηθείς ότι υγιαίνεις. Παρατηρώ ότι μου γράφεις περί του Θεοδώρου. Αδελφέ, ο όρκος είναι βαρύ πράγμα, και η θεία οργή πάντοτε τιμωρεί την παραβίασίν του. Η δικαία του Υψίστου κρίσις και όχι ημείς, ετιμώρησε τον Θεόδωρον, διότι ο αιμοβόρος ούτος άνθρωπος ετόλμησε να χύσει το αίμα των αδελφών και τέκνων του...Ο ουρανός θα τιμωρήσει και ημάς, αν παραβιάσωμεν τον όρκον μας, ο μη γένοιτο! Αδελφέ, γνωρίζεις ότι ημείς ισχυροποιήσαμεν τον Θεόδωρον..Πώς ήτο δυνατόν εις άνθρωπον, όστις είχε λάβει τόσας χάριτας, να γίνη αγνώμων προς τον ευεργέτην του: Και εδώ πάλιν βλέπομεν ότι ο Θεός είναι δίκαιος και ανταμείβει τους ανθρώπους κατά τας πράξεις του. Η ιδία του κακία τον εκρήμνισεν, ούτω δε έγινε κρίσις και ανταπόδοσις".
Σας ασπάζομαι αδελφικώς
Γεωργάκης Ολύμπιος
Οι Πανδούροι, μετά το θάνατο του αρχηγού τους, οι περισσότεροι, κατατάχτηκαν στο σώμα του Ολυμπίου, ενώ άλλοι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ασφαλώς, παραξενεύει τον αναγνώστη ο τρόπος της σύλληψης του Βλαδιμηρέσκου και η μεταφορά του στον Υψηλάντη. Πολλά έχουν ειπωθεί, αλλά φαίνεται πως περισσότερο πειστική είναι η εξήγηση που έδωσε ο ρουμάνος ιστορικός Ν. Ιorga.
Αυτός ισχυρίζεται πως ο Βλαδιμηρέσκου βρισκόταν τον καιρό εκείνο σε διάσταση με μια μεγάλη ομάδα των Πανδούρων, η οποία εντάθηκε εξ αιτίας της εκτέλεσης ενός Πανδούρου, του Ουρντεάνου, γιατί διαφώνησε μαζί του.
Ο Μακεδόνσκυ, που παρακολουθούσε από κοντά την κατάσταση στο στρατόπεδο των Πανδούρων, ειδοποίησε το Γεωργάκη, και εκείνος, εκμεταλλευόμενος τη γενική δυσαρέσκεια που επικρατούσε σε βάρος του αρχηγού τους, τον συνέλαβε εύκολα, χωρίς καμιά αντίσταση και τον οδήγησε στον Υψηλάντη, με τον τρόπο που προαναφέραμε. Με την εκδοχή αυτή συμφωνούν και άλλοι ιστορικοί, όπως ο Gordon Thomas, o οποίος αναφέρεται στο γεγονός με πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως" 1832. Η εξουδετέρωση του Βλαδιμηρέσκου προκάλεσε δυσαρέσκεια στους ρουμάνους και από τη στιγμή εκείνη αρχίζει μια ψυχρότητα των ρουμάνων απέναντι στην ελληνική εξέγερση, επιζήμια για τον ελληνικό αγώνα.

Η αδράνεια του Υψηλάντη. Το σχέδιο αντιμετώπισης των τουρκικών στρατευμάτων
Ο Υψηλάντης από τις πρώτες μέρες της επανάστασης έδειξε μια αδικαιολόγητη αδράνεια στις αποφάσεις του. Καθυστερούσε άσκοπα μακριά από το Βουκουρέστι, ασχολούμενος με δευτερεύοντα θέματα. Στο Ιάσιο, όπου κήρυξε την Επανάσταση, έμεινε 4 ημέρες και μετά κινήθηκε αργά προς το Βουκουρέστι. Στη διαδρομή όμως για το Βουκουρέστι, όταν είδε τους κατοίκους έντρομους να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να φεύγουν, έστειλε επιστολή στο Μητροπολίτη, τους επισκόπους και τους άρχοντες της Βλαχίας τους οποίους καθησύχαζε και τους παρότρυνε να πείσουν τους κατοίκους να μένουν στα σπίτια τους, γιατί δε διατρέχουν κανένα κίνδυνο από το στρατό του.
Όταν έφτασε στο Φωξάνι, μια μικρή πόλη στο δρόμο του προς το Βουκουρέστι, φρόντισε να οργανώσει καλύτερα το στρατό του. Εδώ ίδρυσε τον "Ιερό Λόχο" από τους πρώτους ΄Ελληνες που έσπευσαν πρόθυμα να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών. Στις 13 Μαρτίου εγκατέλειψε το Φωξάνι και στις 18 του ίδιου μήνα βρισκόταν στο Μεντζίλι, όπου τον συνάντησε ο Γεωργάκης Ολύμπιος. Έφθανε εκεί προερχόμενος από το Βουκουρέστι με σκοπό να ενημερώσει τον Αρχηγό του για την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη με την είσοδο σ΄ αυτήν του ρουμάνου οπλαρχηγού Βλαδιμηρέσκου.
Την 1η Απριλίου ο Υψηλάντης μετακινήθηκε και έφτασε στο Τιργοβίστι, κωμόπολη της ορεινής Βλαχίας. Εδώ ανέπτυξε τα τμήματα του στρατού του από το Πιτέστι ως το Πλοέστι. Επισκεύασε παλαιά οχυρώματα, κατασκεύασε νέα, εξασφάλισε πολεμοφόδια και αποθήκευσε τρόφιμα. Είχε αντιληφθεί ότι ο καιρός πέρασε και όφειλε να προβεί σε κάποιες σοβαρές προετοιμασίες, ώστε να αντιμετωπίσει τον εχθρό με περισσότερη σιγουριά και από θέσεις που θα είχαν το τακτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου.
Από την πρώτη όμως στιγμή ο Υψηλάντης διέπραξε ένα σφάλμα. Αφαίρεσε την αρχιστρατηγία του Αγώνα από το Γεωργάκη, τον κράτησε όμως δίπλα του ως σωματάρχη του, γιατί νόμιζε πως ο ίδιος θα ήταν ικανότερος να συντονίσει τον αγώνα και τις μάχες που θα ακολουθούσαν με τον εχθρό.
Ενεργώντας με βραδύ ρυθμό ο Υψηλάντης, πέρασε ο Απρίλιος και σχεδόν ο Μάιος και ο Αρχηγός, εκτός από τη θριαμβευτική είσοδο στο Ιάση και την κήρυξη της επανάστασης δεν έπραξε τίποτε άλλο σημαντικό. Γι’ αυτό το Μάϊο, όταν πληροφορήθηκε πως ο Κεχαγιάμπεης με πολύ τουρκικό στρατό πλησίαζε προς το Βουκουρέστι και η σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη, έστειλε και προσκάλεσε τους αρχηγούς των τμημάτων στο Πιτέστι.
Στη συγκέντρωση των οπλαρχηγών ακούστηκαν πολλές γνώμες, αλλά και εκείνη με την οποία συμφώνησε και ο Υψηλάντης, δηλαδή οι επαναστάτες να ακολουθήσουν αμυντική τακτική κατά των επερχομένων τουρκικών δυνάμεων.
Ο Ολύμπιος, έκπληκτος από την πρόταση του αρχηγού του, ζήτησε και πήρε το λόγο. Ήταν σαφής. Χωρίς περιστροφές χαρακτήρισε την αμυντική τακτική "ολέθρια" και αντιπρότεινε να αναληφθεί μια συντονισμένη επιθετική ενέργεια κατά των τουρκικών στρατευμάτων της Μικράς Βλαχίας αρχικά, και μετά ο στρατός να στραφεί κατά του Κεχαγιάμπεη, την κύρια δύναμη του τουρκικού στρατού, όχι όμως στα πεδινά, όπως ζητούσε ο Υψηλάντης. Στα μέρη αυτά,(τα ορεινά) είπε, οπωσδήποτε οι άνδρες μας θα αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη επιτυχία τους Τούρκους, αφού στα βουνά οι Τούρκοι δε θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν το ισχυρό ιππικό τους. Ένας ακόμη λόγος, είπε, που πρέπει να παρασύρουμε εδώ τους Τούρκους είναι και τούτος. Οι στρατιώτες μας είναι συνηθισμένοι να πολεμούν σε τέτοιες περιοχές και όχι στον κάμπο. Έπειτα, οι Πανδούροι θα πολεμήσουν και αυτοί γενναία, γιατί θα υπερασπίζονται τα σπίτια τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Μπροστά στην επιμονή του Ολυμπίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υποχώρησε και αποδέχτηκε την προτεινόμενη τακτική. ΄Ηταν λογική και είχε πολλά πλεονεκτήματα.

Η μάχη στο Δραγατσάνι. Η ήττα και η καταστροφή
Αμέσως έδωσε διαταγή να αρχίσουν οι προετοιμασίες και να λάβουν τις κατάλληλες θέσεις τα στρατεύματα. Από εκείνη τη στιγμή οι κινήσεις στο στρατόπεδο άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονες. Τους πίεζαν τα γεγονότα. Οι τούρκοι απείχαν μερικά χιλιόμετρα και οχυρωνόταν στους λόφους πέρα από το Δραγατσάνι. Όλοι ετοιμαζόταν για τη μεγάλη στιγμή της αναμέτρησης.
Πράγματι, σε λίγο οι πληροφορίες έλεγαν πως ο τουρκικός στρατός του Καραφεήζ εφέντη με 800 ιππείς, προπομπός άλλου πολυάριθμου τουρκικού στρατού, έφτασε έξω από το Δραγατσάνι και οχυρωνόταν πάνω σε ένα λόφο, λαμβάνοντας έτσι τα μέτρα του μήπως του επιτεθούν οι ελληνικές δυνάμεις αιφνιδιαστικά, οι οποίες ήταν στρατοπεδευμένες σε αρκετή απόσταση από τις δικές του θέσεις.
Όταν ο Υψηλάντης βεβαιώθηκε για τις κινήσεις των Τούρκων και αξιολόγησε την κατάσταση, όπως αυτή διαμορφωνόταν τη στιγμή εκείνη, αποφάσισε κι αυτός να μετακινήσει σε θέσεις κατάλληλες τα στρατεύματά του, ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον εχθρό.
Η κύρια δύναμη του Υψηλάντη τη στιγμή αυτή ήταν συγκεντρωμένη στο Ρίμνικο, αρκετά μακριά από το Δραγατσάνι, περίπου 8 ώρες. (Πεζοί 5000, ιππείς 500 και 4 τέσσερα κανόνια).
Με τη δύναμή του αυτή σκόπευε να επιτεθεί σε ένα τμήμα του τουρκικού στρατού, ώστε τα άλλα τουρκικά τμήματα να αναγκαστούν να αποσυρθούν από τις θέσεις τους, που τυχόν θα εμπόδιζαν την επιτυχία του σχεδίου του Υψηλάντη. Η επίθεση του Υψηλάντη θα εκδηλωνόταν κεραυνοβόλα στα τουρκικά τμήματα που βρίσκονταν έξω από το Δραγατσάνι.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, σωματάρχης του Υψηλάντη, όταν πληροφορήθηκε τις θέσεις του τουρκικού ιππικού, μετακινήθηκε κι αυτός από τις θέσεις που κατείχε ως τώρα και στις 3 Ιουνίου κατέλαβε θέσεις πάνω σε ένα λόφο που δέσποζε μιας γέφυρας, η οποία βρισκόταν πάνω σε ένα τέλμα, ενώ τα σώματα του Ν. Υψηλάντη και του χιλίαρχου Βασίλη Καραβιά κατέλαβαν το χείλος της χαράδρας κοντά στη γέφυρα.
Το ίδιο έκανε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που στο διάστημα αυτό πιεζόμενος από τουρκικές δυνάμεις υποχώρησε, με 3000 άνδρες στο Ρίμνικο και από εκεί σε νέα τοποθεσία που βρισκόταν πιο κοντά στο Δραγατσάνι και η οποία δεν απείχε από αυτό περισσότερο από τρεις ώρες. Το Δραγατσάνι βρίσκεται σε πεδιάδα .
Έτσι ήταν διαμορφωμένη η στρατιωτική κατάσταση στην περιοχή γύρω από το Δραγατσάνι, λίγο πριν από τη μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στους επαναστάτες και τους Τούρκους. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Η τύχη της έκβασης του αγώνα θα εξαρτιόταν από τον τρόπο που θα ενεργούσαν και θα εφάρμοζαν τις διαταγές του Αρχηγού τα επαναστατικά στρατεύματα, αλλά και από τη γενναιότητα που θα έδειχναν απέναντι σε αριθμητικά υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις και φυσικά περισσότερο εμπειροπόλεμες.
Ο Γεωργάκης, που αντελήφθη την κρισιμότητα της κατάστασης και επειδή ήθελε η επιχείρηση να διεξαχθεί όσο πιο συντονισμένα και πειθαρχημένα γινόταν, έφυγε από τη θέση του, ύστερα και από πρόσκληση του Υψηλάντη, να τον επισκεφτεί, ώστε να συντονίσουν καλύτερα τις ενέργειές τους
Πριν αναχωρήσει όμως για το στρατόπεδο του Υψηλάντη, ο Γεωργάκης κάλεσε το Ν. Υψηλάντη και το Βασίλη Καραβιά, χιλίαρχο, και τους συνέστησε να προσέχουν τις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων, να μην αναλάβουν καμία δράση εναντίον τους, πριν επιστρέψει ο ίδιος. Άλλωστε, τους είπε, και μόνοι σας το καταλαβαίνετε πως οι στρατιώτες μας είναι κατάκοποι από την πορεία και την εντατική εργασία της προηγούμενης ημέρας, για να ετοιμάσουν τις θέσεις τους. Τους τόνισε ακόμη πως πρέπει να περιμένουν και την άφιξη νέων δυνάμεων που θα τους έστελνε ο Υψηλάντης.
Τα γεγονότα όμως εξελίχτηκαν με τέτοιο απρόβλεπτο τρόπο στο μικρό διάστημα της απουσίας του Ολύμπιου, ώστε να μην τελεσφορήσουν ούτε οι συμβουλές μα ούτε και οι διαταγές του Γεωργάκη προς τους αξιωματικούς του .
Γιατί "ο Βασίλης Καραβιάς, όπως γράφει ο Κόκκινος, βλέποντας τους καπνούς και τας φλόγας καιομένων υπό του Καραφεήζ σπιτιών του Δραγατσανίου προς εξυπηρέτησιν των οχυρωμάτων του, ενόμισεν ότι οι Τούρκοι ητοιμάζοντο να φύγουν και δια τούτο έκαιον το χωριό. Συνήθροισε τους ιππείς του και ετέθη επικεφαλής των δια να επιτεθή κατά των φευγόντων, όπως εσφαλμένως είχε σχηματίσει την γνώμην, δια να μη χάση την ευκαιρίαν μιας ευκόλου νίκης. Ματαίως προσεπάθησε να τον εμποδίση ο Ν. Υψηλάντης υπενθυμίζων εις αυτόν ότι ο αρχηγός (Γεωργάκης Ολύμπιος) είχεν απαγορεύσει οιανδήποτε ενέργειαν χωρίς την άδειάν του".
Ο Καραβιάς, φιλόδοξος όπως ήταν, δεν άκουσε κανένα και επιτέθηκε με το ιππικό του στους Τούρκους που ήταν οχυρωμένοι σε μια Μονή. Σε λίγο έφτασαν τουρκικές ενισχύσεις και ο Καραβιάς βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πράγμα που ανάγκασε και το Ν. Υψηλάντη να κινηθεί σε βοήθειά του. Η συμπλοκή ήταν σφοδρή και τα πρώτα ντουφέκια και οι κανονιές των Τούρκων δόνησαν τον αέρα.
Σε λίγο στον αγώνα συνεπλάκη και ο Ιερός Λόχος, όταν ακόμη πολεμούσε απεγνωσμένα ο Καραβιάς με τους 60 εναπομείναντες ιππείς του. Οι Ιερολοχίτες, παρά τη βροχή, άρχισαν τον αγώνα υπό τους ήχους του εμβατηρίου των εταιριστών. Οι νέοι του Ιερού Λόχου, απειροπόλεμοι οι περισσότεροι, παρόλο ότι πολέμησαν γενναία, έπεσαν οι περισσότεροι στο πεδίο της μάχης,
Ο Γεωργάκης, μόλις άκουσε τους κρότους των κανονιών, πετάχτηκε έξω από τη σκηνή του Υψηλάντη φωνάζοντας
'Μας κατάστρεψε ο Καραβιάς'
Αμέσως, πήρε όσους ιππείς βρήκε έτοιμους στην περιοχή και ξεκίνησε για τη μάχη. Όταν έφτασε στο Δραγατσάνι το κακό είχε γίνει.
Η εμφάνιση όμως του Ολυμπίου στο πεδίο της μάχης ανέκοψε την ορμή των Τούρκων και πρόλαβε με κεραυνοβόλα επίθεση να σώσει τη ζωή 136 ιερολοχιτών από τους 373 που είχε ο Ιερός Λόχος και μαζί τους, ημιλιπόθυμο τον αρχηγό τους Ν. Υψηλάντη, το Γιώργο Λασσάνη, υπασπιστή του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τον "πρωταρχηγό" της Φιλικής Εταιρίας και υπασπιστή του Ιερού Λόχου, Αθανάσιο Τσακάλωφ.
Η καταστροφική αυτή αναμέτρηση, θα είχε αποφευχθεί, εάν η άμετρη φιλοδοξία και επιπολαιότητα του Καραβιά δεν τον οδηγούσε στην άκαιρη και ασυντόνιστη επίθεση. Η μάχη υπήρξε μοιραία. ΄Εκρινε οριστικά την τύχη του Αγώνα. Γιατί στο Δραγατσάνι δε χάθηκε μόνον το άνθος της ελληνικής νεολαίας, αλλά μαζί τους χάθηκε και κάθε ελπίδα για την περαιτέρω συνέχιση του Αγώνα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Η απροσδόκητη ήττα ματαίωσε οριστικά το σχέδιο του Υψηλάντη και προκάλεσε κατάρρευση του ηθικού του στρατού, που οδήγησε τελικά στη διάλυσή του.

Η αποχώρηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο ηρωικός θάνατος του Ολυμπίου. Το τέλος του Αγώνα.
Η ανατολή της 8ης Ιουνίου βρήκε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη βαθιά θλιμμένο και απογοητευμένο από την απροσδόκητη συμφορά στο Δραγατσάνι να βαδίζει από το πεδίο της μάχης προς το Ρίμνικο. Το Ρίμνικο θα αποτελέσει και την τελευταία πόλη από όπου ο Υψηλάντης για τελευταία φορά ως γενικός Αρχηγός του Αγώνα, θα απευθύνει την τελευταία του προκήρυξη.
Σ' αυτήν εξήρε την ανδρεία των Ιερολοχιτών, ενώ ταυτόχρονα κατηγόρησε δριμύτατα για προδοσία μερικούς από τους συνεργάτες του και κυρίως το Σάββα Καμινάρη και το Βασίλη Καραβιά, τους οποίους αναθεμάτισε για τη διαγωγή τους. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα της προκήρυξής του.
" Σεις, σκιαί των γενναίων Ελλήνων εκ του Ιερού Λόχου, όλοι οι προδοθέντες επέσατε θύματα δια την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχθήτε δι' εμού τας ευχαριστήσεις των ομογενών σας! Ολίγος καιρός και στήλη θα αναγερθή να διαιωνίση τα ονόματά σας. Με φλογερούς χαρακτήρας είναι χαραγμένα εις τα φίλτρα της καρδιάς μου τα ονόματα εκείνων, όσοι μέχρι τέλους μ' έδειξαν πίστιν και ειλικρίνειαν. Η θύμησίς των θα είναι πάντοτε το μόνον δροσιστικόν ποτόν της ψυχής μου".
Ήταν το μεγάλο "ευχαριστώ" του αρχηγού προς τους άνδρες του, οι οποίοι στάθηκαν δίπλα του και πολέμησαν για το μεγάλο σκοπό. Ο Ολύμπιος, που τον συνόδευε με το σώμα του, δε συνέχισε την πορεία του παραπέρα. Στο σημείο αυτό οι δύο άνδρες χωρίστηκαν. Η σκηνή του αποχωρισμού υπήρξε συγκινητική. Να πως την περιγράφει ο Κόκκινος:
"Οι δύο άνδρες, ο λεπτός πρίγκιψ και ο ηρωικός πολεμιστής του Ολύμπου, που είχαν συνενωθή δια τον μεγάλο Αγώνα της απολυτρώσεως της πατρίδος, με τόσην δόξαν παρελθόντος και οι δύο, με νωπήν την κοινήν ατυχίαν ενηγκαλίσθησαν αλλήλους και εφιλήθησαν ωσάν αδελφοί, με τα δάκρυα εις τα μάτια. Δεν ευρήκαν άλλην φράσιν ν' ανταλλάξουν. Καλήν αντάμωσιν εις την Πατρίδα. ΄Ηλπιζαν και οι δύο. Κάτω εις την Ελλάδα ερρίπτοντο νικηφόροι πυροβολισμοί και η ηχώ των έφθασεν εις την ψυχήν των".
Και ο μεν Υψηλάντης με τους αδελφούς του και μερικούς άλλους διάβηκε τα αυστριακά σύνορα και είχε τη γνωστή σε όλους μας τύχη, ο δε Γεωργάκης Ολύμπιος πήρε το δρόμο για την ορεινή Βλαχία, όπου τον ανέμενε με αγωνία η γυναίκα του Στάνα και τα παιδιά του, τους οποίους αποχαιρέτησε, αλίμονο, για τελευταία φορά. Έπειτα, με τα παλικάρια του προχώρησε προς τα σύνορα της Ρωσίας με την ελπίδα πως θα μπορούσε να σωθεί εκεί και να κατέλθει από εκεί στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, για να συνεχίσει με τους συμπατριώτες του το μεγάλο Αγώνα για τη λευτεριά της Πατρίδας.
Φτάνοντας στη Βλαχία συνάντησε το Γιάννη Φαρμάκη με τους δικούς του. Οι δυο οπλαρχηγοί ένωσαν τις δυνάμεις τους, για να αντιμετωπίσουν στο εξής κάθε παρουσιαζόμενο κίνδυνο, μέχρι να σωθούν στη Ρωσία.
Δυστυχώς, για το Γεωργάκη και το Φαρμάκη, η κατάσταση στη Ρουμανία είχε μεταβληθεί. Οι Ρουμάνοι είδαν τη διέλευσή τους με εχθρικό μάτι και πρόδωσαν τις κινήσεις των Ελλήνων στους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν την καταδίωξή τους, πριν προλάβουν να περάσουν στο ρωσικό έδαφος. Για κακή του τύχη ο Ολύμπιος όλο αυτό το χρόνο ήταν άρρωστος και μεταφερόταν σε φορείο.
Στο τέλος Αυγούστου έχει αναρρώσει και, μη θέλοντας να μείνει το χειμώνα στην ορεινή περιοχή, αποφάσισε να κατεβεί χαμηλότερα. Η κίνηση αυτή είχε ως συνέπεια να τον εγκαταλείψουν πολλοί σύντροφοί του, γιατί δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους. Έτσι, ο Γεωργάκης και ο Φαρμάκης, με 350 συνολικά άνδρες, έφτασαν στη Μονή Νάμτσου και από εκεί στις 8 Σεπτεμβρίου στη Μονή Σέκου, που απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο.
Στις 7-8 Σεπτεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες, ενώ στις 9 του ιδίου μηνός η πολιορκία της Μονής. Οι επιθέσεις των Τούρκων αποκρούονταν η μια μετά την άλλη. Ο Φαρμάκης πολεμούσε γενναία κλεισμένος στη Μονή, ενώ είχε μεταφέρει πολεμοφόδια στο καμπαναριό, όπου ήταν οχυρωμένος με 11 άνδρες ο Γεωργάκης Ολύμπιος και απέκρουε απεγνωσμένα τις αλλεπάλληλες τουρκικές επιθέσεις. Οι Τούρκοι ήταν πολυάριθμοι και η μια επίθεση ακολουθούσε την άλλη. Ο Γεωργάκης, όταν διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να κρατήσει με τους συντρόφους του το καμπαναριό, λέγεται, πως απηύθυνε μια ανακοίνωση προς όλους τους Έλληνες, παραπονούμενος για τη στάση των ισχυρών απέναντι στο δίκαιο αγώνα τους και προέτρεψε τους έντεκα συναγωνιστές την πιο κρίσιμη στιγμή για τη ζωή τους να πεθάνουν για την πατρίδα.
«Ανδρείοι Έλληνες, όλοι μας υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα… από τους ομοδόξους γείτονές μας κάποιοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας…Εσώσαμεν εντούτοις την τιμήν μας. Η Ευρώπη γνώρισε τους γιους της Ελλάδας! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται αργά για μας. Εμπρός, αδέρφια, ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η Θρησκεία και η Ελευθερία της Ελλάδας, Θάνατος στους βαρβάρους’
( 11 Σεπτεμβρίου 1921.)
Πριν όμως προχωρήσει στην ανατίναξη του καμπαναριού, όταν υπήρχε ακόμη δυνατότητα κάποιοι να φύγουν και να σωθούν ο Γεωργάκης είπε στους συντρόφους του
"Παιδιά, εγώ θα μείνω εδώ να λειώσω, εσείς αν θέλετε, φύγετε. Σας ανοίγω την Πόρτα". Άνοιξε την πόρτα. Δεν έφυγε κανένας! Σε λίγο οι Τούρκοι πλησίασαν το καμπαναριό και προσπάθησαν να ανεβούν τα σκαλιά. Δεν πρόλαβαν. Γιατί μια ισχυρή βροντή ανατίναξε το καμπαναριό και αφάνισε υπερασπιστές και επιτιθεμένους. Έτσι ηρωικά άρχισε τον αγώνα κατά των Τούρκων ο γενναίος αγωνιστής του Ολύμπου και έτσι γενναία πέθανε για την πατρίδα.
Ο Φαρμάκης, μην μπορώντας να συνεχίσει τον άνισο αγώνα, παρόλο ότι αντιστάθηκε 14 ολόκληρες ημέρες στη Μονή, στις 23 Σεπτεμβρίου, ύστερα από συμφωνία που επιτεύχθηκε με εγγύηση του Αυστριακού Γενικού Προξένου Ουδρίσκη, παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι Τούρκοι όμως αθέτησαν το λόγο τους. Συνέλαβαν και έσφαξαν τους γενναίους αγωνιστές της Μονής, το γενναίο όμως αρχηγό τους, άτυχο Γιάννη Φαρμάκη, τον έστειλαν ζωντανό λάφυρο στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον εκτέλεσαν με τον αγριότερο τρόπο.
Η τελευταία τουφεκιά της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ρίχτηκε το πρωινό της 23ης Σεπτεμβρίου, όταν ο Γιωργάκης πια είχε περάσει στην αθανασία εδώ και μέρες και ο Φαρμάκης παραδινόταν στα χέρια των Τούρκων, ενώ την ίδια στιγμή πολλοί συμπολεμιστές του γνώριζαν την εκδικητική μανία των αλλοθρήσκων μωαμεθανών.
Ο ήλιος κατακόκκινος κι αυτός από το πολύ αίμα έδυσε και σήμερα πίσω από τις ψηλές κορυφές των βουνών και αποχαιρέτησε για τελευταία φορά νεκρούς, αλλά δοξασμένους τους γενναίους αγωνιστές της Μονής Σέκου. Την ημέρα αυτή έσβηνε άδοξα μια επανάσταση, αλλά εδραιωνόταν μια άλλη, η επανάσταση στην Ελλάδα και ο γέρος του Μοριά έφιππος ανέβαινε νικητής και τροπαιούχος στην Ακρόπολη της Τριπολιτσάς!
Έτσι τελείωσε η ζωή των γενναίων ανδρών και ιδιαίτερα του γενναίου αρματολού του Ολύμπου, Γεωργάκη Νικολάου Ολύμπιου και των γενναίων συμπολεμιστών του.
Όλοι αργότερα, όσοι ασχολήθηκαν με την Ελληνική Επανάσταση- φίλοι και εχθροί- στάθηκαν με θαυμασμό και άπειρο σεβασμό μπροστά στη γενναιότητα, τη φιλοπατρία, την αγνότητα και την αυτοθυσία του ήρωα, ώστε να γράψει ο Φωριέλ για το Γεωργάκη ¨Ο Γεωργάκης Ολύμπιος είχε, εκείνα τα χρόνια μια φήμη, ιδιαίτερα στους Έλληνες του εξωτερικού, όση εμείς οι νεώτεροι δεν συγκρατήσαμε. Αρματολός του Ολύμπου, που από παλιότερα, αναδείχτηκε βαλκανικός ήρωας από το 1800, πολεμώντας πλάι στους Σέρβους, στους Ρουμάνους και στους Ρώσους, τον εχθρό. Με το κίνημα του Υψηλάντη το 1821 ο ελληνικός λαός έμαθε ή διαισθάνθηκε ότι αυτός ήταν η ψυχή του αγώνα στη Μολδοβλαχία. Κι έμεινε έτσι πραγματικός ως το ηρωικό ολοκαύτωμά του στο Μοναστήρι του Σέκου».(Δημ. Λουκάτου, Περιοδ Νέα, Τα πρώτα τραγούδια του ’21, Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1970)
Τόση μεγάλη ήταν η απήχηση της μεγάλης προσφοράς του στον αγώνα του έθνους, ώστε να αναγκάσει κι αυτόν το μισέλληνα Φίνλευ να ομολογήσει πως "ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε άνδρας αγαθός, ενθουσιωδώς αφοσιωμένος εις τον Ελληνικό αγώνα και τρέφων μίσος άσπονδο κατά των Τούρκων".
Η ομολογία αυτή νομίζουμε πως αποτελεί την καλύτερη αναγνώριση της αξίας του άνδρα και της προσφοράς του στην Ελληνική υπόθεση.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ευτύχησε να έχει θάνατο ηρωικό και να εκπληρώσει στο ακέραιο τα όσα υποσχέθηκε στον Υψηλάντη. "Υπόσχομαι να αγωνιστώ ως τη στερνή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινη περίσταση".
Το Έθνος των Ελλήνων τον ευχαριστεί και τον ευγνωμονεί αιωνίως. Μαζί του και όλους τους συμπολεμιστές του που θυσιάστηκαν για τη λευτεριά της Πατρίδας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου