Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΒΑΤΡΑΧΟΙ
(405 π.Χ.)

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΟΓΟΥ(στίχοι: 1-315)

Η παράσταση των Βατράχων του Αριστοφάνη πραγματοποιείται με τη φροντίδα του Φιλωνίδη στη γιορτή των Ληναίων το 405 π.Χ, όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα είναι ο Καλλίας. Διαγωνίζονται μαζί του ο Φρύνιχος με τις Μούσες και ο Πλάτων με τον Κλεοφώντα. Το πρώτο βραβείο απονέμεται στον Αριστοφάνη, το δεύτερο στο Φρύνιχο και το τρίτο στον Πλάτωνα.
Η κωμωδία αναφέρεται στο λογοτεχνικό διαγωνισμό (αγώνα) μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη, που γίνεται στον Κάτω Κόσμο, για τα πρωτεία στην τέχνη τους, με αγωνοθέτη τον Πλούτωνα, το θεό του Άδη, και κριτή το Διόνυσο, θεό του θεάτρου. Ο Σοφοκλής δεν παίρνει μέρος στον αγώνα, γιατί αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Αισχύλου.
Τελικά, ο Διόνυσος επιλέγει τον Αισχύλο, γιατί αυτόν χρειαζόταν η Αθήνα την εποχή εκείνη, για να επανέλθει στην παλιά της ακμή και δόξα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (στίχοι 1-315)
Στην Αθήνα, την πόλη της Παλλάδας, δε ζουν πια οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές. ΄Εχουν πεθάνει όλοι. (Αισχύλος+455, Ευριπίδης+406 Σοφοκλής+ 405), ενώ ο Διόνυσος, γιος της Σεμέλης, θεός του θεάτρου, θέλει να κατεβεί στον Άδη να φέρει στη γη το φίλο του Ευριπίδη, για να μπορεί και πάλι η πόλη να οργανώνει τραγικούς Χορούς.
Επειδή όμως αγνοεί το δρόμο για τον Άδη, επισκέπτεται τον αδελφό του Ηρακλή, γιο της Αλκμήνης, για να πάρει πληροφορίες για τη δική του κάθοδο. Τον συνοδεύει ένας δούλος, ο Ξανθίας, καβάλα σε γάιδαρο και σηκώνοντας στον ώμο του, κρεμασμένες από ένα ραβδί, τις αποσκευές του αφεντικού του. Ο Διόνυσος, μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή, κρατά στο χέρι του το ρόπαλο του ήρωα και φορεί τη λεοντή. Θεωρεί πως το ταξίδι στον Άδη δεν είναι ακίνδυνο, γι’ αυτό σκέφτεται ότι καλό θα είναι να το παίζει και λίγο παλικαράς, παριστάνοντας τον Ηρακλή.
Αυτά τα δύο πρόσωπα βλέπει ο θεατής να εισέρχονται από τη δεξιά πάροδο στην Ορχήστρα και ακούει να συνομιλούν μεταξύ τους με τόση οικειότητα σαν να πρόκειται για δύο φίλους συνοδοιπόρους. Αμέσως όμως διαπιστώνει ότι πρόκειται για δούλο και αφέντη ή αν θέλετε για άνθρωπο και θεό, γιατί ο Διόνυσος έχει και τις δύο ιδιότητες, του θεού και του αφέντη(πλήρης ανθρωπομορφισμός του θεού). Ο θεατής δεν ξαφνιάζεται, γιατί είναι εξοικειωμένος με την οικειότητα αυτή, η οποία δε διαφέρει από εκείνη των προσώπων που μετέχουν στα δρώμενα των διονυσιακών λαϊκών γιορτών στην πόλη του.
Η συνομιλία αφέντη και δούλου είναι ενδιαφέρουσα όχι τόσο από τα υψηλά της νοήματα όσο από το περιεχόμενό της και τη στάση του δούλου προς τον αφέντη του, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στο θέμα της κωμωδίας στους πρώτους 35 στίχους। Το κύριο θέμα που τους απασχολεί σ’ αυτούς τους στίχους είναι η στάση του Διόνυσου απέναντι στα κοπρολογικά χωρατά, που συμβαίνει να τα υιοθετούν άλλοι ποιητές. Γι’ αυτό, και απαγορεύει αυστηρά στο δούλο να πει κάποιο απ’ αυτά, ενώ λίγο πιο κάτω, πριν ακόμη κλείσει ο Πρόλογος, ό,τι είχε απαγορεύσει στο δούλο του, το πράττει ο ίδιος. Δάσκαλε που εδίσκες...πέφτει στο ίδιο παράπτωμα και ο ίδιος, χρησιμοποιώντας κι αυτός χυδαίες λέξεις, για να προκαλέσει, όσο το δυνατό, περισσότερο γέλιο!
Ο Πρόλογος εκτείνεται σε 315 στίχους (μεγάλος πρόλογος) και αναφέρεται θα μπορούσαμε να πούμε σε τέσσερις χαρακτηριστικές εικόνες που προκαλούν το γέλιο και το ενδιαφέρον του θεατή, ενώ ταυτόχρονα τον προετοιμάζουν για όσα σημαντικά και αξιόλογα θα παρακολουθήσει στην εξέλιξη της παράστασης.
(Πορεία προς το σπίτι του Ηρακλή. Συνάντηση Διόνυσου-Ηρακλή. Συνομιλία με ένα νεκρό. Διόνυσος-Χάρων. Διάβαση της Αχερουσίας)

Εικόνα πρώτη. Διόνυσος-Ξανθίας. Πορεία προς το σπίτι του Ηρακλή(στ.1-35)

Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας προχωρούν για το σπίτι του Ηρακλή. Ο δρόμος είναι μακρύς και ο Ξανθίας, για να σπάσει λίγο τη μονότονη πορεία, ζητά με ευγένεια την άδεια από τον αφέντη του να του επιτρέψει να πει κανένα χωρατό απ’ αυτά που λέει και γελούν οι θεατές τους.
Ξανθίας
«Είπω τι των ειωθότων, ω δέσποτα,
αφ’ οις αεί γελώσιν οι θεώμενοι;»
« Αφεντικό, να πω κανένα από τα συνηθισμένα
χωρατά μας, που μ’ αυτά πάντα γελούνε οι θεατές μας;»
Διόνυσος
«Νη τον Δί’, ο τι βούλει γε πλην «πιέζομαι»,
τούτο δε φυλάξαι, πάνυ γαρ εστ’ ήδη χολή».
«Μα τον Δία, πες ότι θέλεις, εκτός βέβαια απ’ το «σφίγγομαι».
Κρατήσου μακριά απ’ αυτό, γιατί παράγινε αηδία αυτό».
(Έμμεση αποστροφή προς τα τέτοιου είδους χωρατά, τα κοπροχωρατά).
Ξανθίας
«Μήδ’ έτερον αστείον τι;»
«Μήτε κάποιο άλλο χωρατό;»
Διόνυσος
«Πλην γ’ «ως θλίβομαι».
«Εκτός από το να μου πεις «μου έρχονται».
Ξαν. «Αμ τι να πω για χωρατό που φέρνει γέλιο;»
Διο.«Μα το Δία, πες το με θάρρος.Μόνο εκείνο μην πεις».
Ξαν «Σαν τι δηλαδή;»
Διο. «Μην πεις καθώς αλλάζεις ώμο στο φορτίο ότι «σου έρχεται να τα κάνεις».
Ξαν. «Ούτε να πω ότι τόσο βάρος πάνω στους ώμους κουβαλώ,
που αν δε μου το κατεβάσει κάποιος, θα ρίξω πορδές;».
Ο Ξανθίας, παρά την απαγόρευση του αφεντικού του δεν μπορεί να συγκρατηθεί, αδιαφορεί για την απαγόρευση και λέει το κοπροχωρατό του (πορδές). Και σαν να μην έφτανε αυτό διαμαρτύρεται κιόλας. Ο Διόνυσος θεωρεί τη διαμαρτυρία του υπερβολική, γιατί, αν έπρεπε κάποιος να διαμαρτύρεται είναι ο ίδιος που πεζοπορεί και κουράζεται και όχι εκείνος που, καβάλα στο ζώο, πορεύεται μαζί του. Αντιδρώντας ο Ξανθίας του λέει:
«Δεν είμαι φορτωμένος;»
Διο.. «Πώς είσαι, αφού καβαλικεύεις;»
Ξαν. «Μα κουβαλάω αυτά».
Διο. «Με ποιο τρόπο;»
Ξαν. «Με κόπο πολύ».
Διο «Λοιπόν δεν κουβαλάει ο γάιδαρος το φορτιό που κουβαλάς;»
Ξαν. « Όχι».
Διο «Πώς όχι, όταν εσένα σε κουβαλά άλλος; Αν ακόμη ισχυρίζεσαι πως ο γάιδαρός σου δε σου δίνει ωφέλεια, τότε φορτώσου το γάιδαρο και κουβάλα τον».
Ξαν.«Αλίμονο ο κακορίζικος! Γιατί δεν έπαιρνα μέρος στη ναυμαχία; Τότε, αλήθεια, θα σ’ έκανα να τσιρίζεις για πολύ».
Ο Ξανθίας έχει μετανιώσει που δεν πολέμησε στη ναυμαχία των Αργινουσών, γιατί θα ήταν σήμερα λεύτερος και δε θα επέτρεπε στο αφεντικό του να του συμπεριφέρεται έτσι.(θράσος δούλου).
Οι δύο άνδρες, με την κουβέντα και τον τσακωμό τους, φτάνουν στο σπίτι του Ηρακλή.

Εικόνα δεύτερη: Συνάντηση Ηρακλή – Διόνυσου(στίχ. 35 κεξ)

Ο Διόνυσος προστάζει τον Ξανθία να κατεβεί από το ζώο και να χτυπήσει την πόρτα του Ηρακλή. Ο δούλος, υπακούοντας, χτυπά δυνατά την πόρτα του Ηρακλή. Σε λίγο βγαίνει ο Ηρακλής. Και, αντί να δεχτεί τον αδελφό του στο σπίτι του, στέκεται στην πόρτα και ξεσπά σε γέλια από το μασκάρεμα του Διόνυσου. Εκείνος προσπαθεί να του εξηγήσει το λόγο αλλά δυσκολεύεται. Κάποτε του εξηγεί το λόγο του μασκαρέματός του αλλά και το σκοπό της επίσκεψής του. Λαχταρά, του λέει, να πάει στον Άδη και να φέρει στον Απάνω Κόσμο τον Ευριπίδη. Είναι η πρώτη αναφορά στο θέμα της κωμωδίας για την ενημέρωση των θεατών.
Ηρ. «Τι τάχα θέλοντας;»
Διο. «Χρειάζομαι έναν άξιο ποιητή. Γιατί οι άξιοι δε ζουν πια, κι όσοι υπάρχουν είναι κακοί».
Ο Ηρακλής απορεί με την απόφαση του Διόνυσου και, για να τον αποτρέψει, του λέει: Γιατί δεν πας στον Αγάθωνα ή στον Ξενοκλή ή στον Πυθάγγελο ή ακόμη σε τόσους νέους που γράφουν στίχους καλύτερους από εκείνους του Ευριπίδη;
Ο Διόνυσος τους απορρίπτει όλους.
Διο. «Δε μου αρέσει κανένας από αυτούς, γι’ αυτό σε παρακαλώ δείξε μου το συντομότερο δρόμο για τον Άδη».
Ο Ηρακλής, περιγελώντας τον, τον ερωτά ποια από τις συμβουλές θέλει να ακούσει πρώτη.
Ηρ. «Γιατί υπάρχει μια από σχοινί κι από σκαμνί καμωμένη, να κρεμάσεις τον εαυτό σου!»
Διο. «Πάψε να μιλάς για στράτα πνιγμού».
Ηρ. «Υπάρχει όμως κι ένα μονοπάτι σύντομο και τριμμένο, αυτό με το γουδοχέρι».
Διο. «Άραγε μου μιλάς για το κώνειο;»
Ηρ.«Θέλεις να σου πω και μια κατηφορική στράτα; Κατρακύλα ίσια στον Κεραμεικό. Κι από εκεί ανέβα πάνω στον πύργο τον ψηλό…».
Διο. «Για να κάνω τι;»
Ηρ. «Βλέπε από εκεί το ξεκίνημα της λαμπαδηφορίας κι έπειτα, όταν πουν οι θεατές «εμπρός βουτιά», τότε κι εσύ κάνε τη βουτιά σου».
Ο Διόνυσος, βέβαια, τον ακούει σκεφτικός και προβληματισμένος. Αντιλαμβάνεται τη διάθεση του Ηρακλή και αμέσως αποφασίζει να πάρει άλλο δρόμο για τον ‘Αδη, δηλαδή αυτόν που πήρε και εκείνος, ο Ηρακλής, και έφτασε στον Κάτω Κόσμο, για να κλέψει τον Κέρβερο.
Στο δεύτερο μέρος οι συμβουλές του Ηρακλή προκαλούν το γέλιο στο κοινό αλλά προβληματίζουν το Διόνυσο, που κατανοεί ότι ο Ηρακλής θέλει να τον εμποδίσει από το εγχείρημά του, γι’ αυτό και του λέει ότι ο δρόμος αυτός είναι μακρύς και επικίνδυνος. Του επισημαίνει υπό τύπον ενημέρωσης πως πρώτα θα φτάσει στην Αχερουσία λίμνη, όπου ένας γέροντας με ναύλο δύο όβολα θα τον μεταφέρει με τη βάρκα του στην απέναντι όχθη, ενώ παράλληλα κατά τη διαδρομή θα τον συνοδεύει το τραγούδι των Βατράχων που θα τραγουδούν σαν τους κύκνους.
Στην άλλη άκρη θα αντικρίσει φίδια κι αγρίμια, λάσπες και ακαθαρσίες, εκεί μέσα ακριβώς, του λέει, βρίσκονται οι κολασμένοι. Λίγο πιο πέρα η εικόνα θα είναι διαφορετική. Στα αυτιά του θα φτάνουν ήχοι ευχάριστοι από αυλούς, θα βλέπει μυρτιές, θα συναντά ευτυχισμένους ανθρώπους-άντρες και γυναίκες-αυτοί είναι οι μακάριοι, που στον απάνω κόσμο είχαν μυηθεί στα μυστήρια. Κατοικούν κοντά στο παλάτι του Πλούτωνα και μπορεί από αυτούς να μάθει ό,τι θα χρειαστεί. Αυτά του λέει και τον αποχαιρετά. Κι όμως αυτός επιμένει. Έχει μάθει μερικά πράγματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και την επιθυμία του να φτάσει οπωσδήποτε στο σκοπό του. Χαιρετά το αδερφό του και συνεχίζει την πορεία του.
Ηρ.« …έχε γεια, αδελφέ μου»
Διο.«Μα το Δία, κι εσύ έχε γεια, και συ Ξανθία φορτώσου τις αποσκευές που μόλις απόθεσες κάτω».
Ξαν. «Τις κουβαλώ».

Εικόνα τρίτη: Η συνομιλία με έναν νεκρό!

Διο. Σωστά μιλάς. Και να, κουβαλούν αυτόν εδώ, κάποιον που είναι πεθαμένος. Ε, συ ,σ’ εσένα μιλώ, σε σένα που είσαι πεθαμένος. Άνθρωπέ μου, θέλεις να κουβαλήσεις τις αποσκευές μου στον Άδη;»
Νεκρ «Πόσες είναι οι αποσκευές;»
Διο. «Αυτές».
Νεκρ « Μου δίνεις δύο δραχμές;»
Διο. «Μα το Δία, ζήτα λιγότερα».
Νεκρ. «Τραβάτε με λοιπόν στο δρόμο μου».
Διο. «Περίμενε ευλογημένε, να δούμε αν μπορούμε κάπως να συμφωνήσουμε».
Νεκρ. «Αν δε μου πληρώσεις δύο δραχμές μη συνεχίζεις να μου μιλάς».
Διο. « Πάρε μιάμιση δραχμή».
Νεκρ «Λοιπόν, καλύτερα να γυρίσω πάλι στη ζωή».
Οργισμένος ο Ξανθίας ξεσπά:
Ξαν. «Άμε να πας στ’ ανάθεμα καταραμένε. Τα πάω εγώ».
Διο. «Καλό είσαι κι άξιο παλικάρι. Δρόμο τώρα, για το πλεούμενο να πάμε».
Η σκηνή ξαφνιάζει. Σηκώνεται ο νεκρός και μιλά. Διαπραγματεύεται την πρόταση του Διόνυσου. Τα κόμιστρα που του προτείνει, για τη μεταφορά των αποσκευών είναι λίγα και ασύμφορα, τα παζάρια δεν ευδοκιμούν και συνεχίζουν ο καθένας το δρόμο του. Συνήθειες του Άνω κόσμου επαναλαμβάνονται και στον Κάτω. Τι αλλάζει;
Ο Ξανθίας, λυπημένος, γιατί δεν μπόρεσε να ξεφορτωθεί το βάρος των αποσκευών του θεού, συνεχίζει την πορεία με το βάρος στην πλάτητου.
Εικόνα τέταρτη: Διόνυσος –Χάρων. Η διάβαση της Αχερουσίας(στ.183 κεξ)

Οι δύο άνδρες φτάνουν στην Αχερουσία λίμνη και βλέπουν να τους πλησιάζει η βάρκα του Χάροντα.
Χαρ. «Ποιος είναι για ξεκούραση απ’ τα βάσανά του κι απ’ τους καημούς;
Ποιος είναι για τον κάμπο κάτω της λησμονιάς;
Ποιος για τις τρίχες του γαιδάρου, και του Ταινάρου τη σπηλιά, την είσοδο του Άδη;»
(Θυμίζει τους σημερινούς κράχτες στα λιμάνια των τουριστικών νησιών μας που αναμένουν το καράβι προς άγρα πελατών)
Διο. «Εγώ!»
Χάρ. « Έμπα μέσα».
Διο «.Έλα, παιδί».
Χάρ. «Δεν παίρνω δούλο, αν για το τομάρι του δεν είχε ναυμαχήσει».
Ο Χάρων δέχεται πρόθυμα στη βάρκα του το Διόνυσο όχι όμως και το δούλο, γιατί δεν πολέμησε στις Αργινούσες να απελευθερωθεί. Τον υποχρεώνει να κάνει το γύρο της λίμνης με τα πόδια
Ξαν. «Πού, λοιπόν, θα σας περιμένω;»
Χαρ.«Κοντά στο ξερόβραχο, εκεί όπου αναπαύονται».
Διο. «Κατάλαβες;»
Ξαν. «Κατάλαβα».
(Ως τώρα κουβαλούσε ο γάιδαρος τον Ξανθία στην πλάτη του, ενώ πεζοπορούσε ο Θεός. Τώρα οι συνθήκες άλλαξαν. Πεζοπορεί ο Ξανθίας, για να κάνει το γύρο της Αχερουσίας λίμνης, ενώ ταξιδεύει σε βάρκα ο Θεός, αν και τραβά ο ίδιος κουπί και κουράζεται).
Ξεκινά η βάρκα και ο Χάρων υποχρεώνει το Διόνυσο, παρά τι διαμαρτυρίες του, να τραβά κουπί. Εκείνος διαμαρτύρεται ότι δεν πήγε στη Σαλαμίνα, για να ξέρει, ενώ ο Χάρων του λέει ότι θα τα καταφέρει, γιατί, μόλις θα πιάσει το κουπί, θα ακούει ωραία τραγούδια από τους Βατράχους που τραγουδούν σαν κύκνοι.
Κι ενώ η βάρκα πλέει στα νερά της λίμνης ακούγεται από τις όχθες της το τραγούδι των βατράχων, που αθέατοι τραγουδούν και ίσως συντονίζουν το ρυθμό της κίνησης των κουπιών, γεγονός που κάποτε εκνευρίζει το θεό, γιατί έχει αποκάμει από την κούραση.
«Βρεκεκέξ κοάξ, κοάξ. Εμείς των κεφαλόβρυσων τα βαλτινά παιδιά, βοερά ύμνους ας πούμε αρμονικούς ας πούμε το γλυκόφωνο τραγούδι μας, κοάξ κοάξ που για το Διόνυσο από τη Νύσα, του Δία το γιο, λαλήσαμε κάτω στο Λήναιο ναό, που στων αγίων Χύτρων τη γιορτή, για το μετόχι του τραβά μες στο μεθύσι του γλεντιού τ’ ανθρωπολόι τ’ αμέτρητο. Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ…Και φέρνω ακόμη τη χαρά και στο λυράρη Απόλλωνα, γιατί εγώ τρέφω δροσερά στις λίμνες καλαμόκλωνα, της λύρας του πίφερα».
Ο θεός είναι κατάκοπος από την προσπάθειά του και οργισμένος απαντά:
Διο. «΄Εχω κι εγώ πρηξίματα και πισινοσφίγματα, και σκύψε- σκύψε στο κουπί, στο τέλος πια κι αυτός θα πει».
( Εκείνο που ως τώρα απαγόρευε να λέει ως χωρατό ο Ξανθίας το φωνάζει με αγανάχτηση ο ίδιος)
Βάτρ. «Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ».
Διο. «Σκασμός, βρε τραγουδογενιά».
Οι Βάτραχοι συνεχίζουν για λίγο ακόμη το τραγούδι, αλλά, όταν η βάρκα φτάνει στην αντίπερα ακτή της Λίμνης, σταματούν.
Ο Διόνυσος πληρώνει τους δύο οβολούς στο βαρκάρη και απομακρύνεται για τον τόπο του ραντεβού με τον Ξανθία, τον οποίο βλέπει να τον πλησιάζει, αφού έχει κάνει το γύρο της λίμνης με τα πόδια.
Διο. «Τι είναι αυτός ο τόπος;»
Ξαν. «Σκοτάδι, βούρκος».
Διο. «Είδες λοιπόν κάπου εδώ τους πατροκτόνους και τους ορκαπάτες, όπως μας έλεγε εκείνος;»
Ξαν.«Δεν τους βλέπεις Εσύ; (Δείχνει τους θεατές). Ναι, τώρα τους βλέπω. Όταν κατά την πορεία τους ο Ξανθίας του μιλά για τη Λάμια που είδε, Εκείνος, τρομοκρατημένος από την άγρια όψη της, εξορκίζει τον Ξανθία να του πει αν τη βλέπει ακόμη. Ο Ξανθίας με όρκο τον βεβαιώνει πως εξαφανίστηκε. Η ένορκη βεβαίωση καθησυχάζει τον παλικαρά θεό.
Κι ενώ προχωρούν προς το παλάτι του Πλούτωνα, φτάνει από μακριά στα αυτιά τους ήχος αυλού. Προέρχεται από τους Μύστες που πλησιάζουν και αποτελούν τον κύριο χορό της κωμωδίας.
Το παραχορήγημα των Βατράχων έχει τελειώσει την αποστολή του, αφού συνόδεψε ως την αντίπερα ακτή το Διόνυσο και έδωσε το όνομά του στην κωμωδία.
Ο Διόνυσος προτείνει να ζαρώσουν κάπου και να ακούσουν το τραγούδι των Μυστών προσεχτικά.
Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος των Βατράχων όχι όμως και οι δυσκολίες του Διόνυσου, που επιμένει να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Τελικά, παρά τις φοβίες του και τους παλικαρισμούς του ο Διόνυσος θα υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και θα πετύχει του σκοπού του, μόνο που θα αλλάξει το πρόσωπο του ποιητή που θα ανεβάσει στη γη. Η επιλογή ανάμεσα σε δύο σημαντικούς ποιητές, Αισχύλο και Ευριπίδη, είναι δύσκολη. Το ομολογεί ο ίδιος.
Δύσκολη η κρίση, μα το Δία Σωτήρα,
ο ένας σοφά, σταράτα τα είπε ο άλλος.(1433-34).
Τη σοφία διεκδικεί ο Αισχύλος, ενώ το σταράτο λόγο ο Ευριπίδης.
Ο Διόνυσος προτιμά τη σοφία, τον Αισχύλο, και αυτόν φέρνει στον Απάνω Κόσμο, γιατί αυτόν είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή η Αθήνα, για να ξαναβρεί την παλιά της αίγλη και δόξα.

Γενικές παρατηρήσεις

Η Παράβαση στην κωμωδία διακόπτει τη θεατρική δράση, για να επαινέσει ο Χορός συνήθως τον κωμικό ποιητή ή να προβεί σε άλλες σκέψεις και παροτρύνσεις, ενώ στον Πρόλογο ο ποιητής οφείλει να ενημερώνει το θεατή για το περιεχόμενο της κωμωδίας,, ώστε με τον τρόπο αυτό να δυνηθούν οι θεατές να παρακολουθήσουν και κατανοήσουν καλύτερα τα επί σκηνής δρώμενα.
Πολλούς τρόπους επινοεί ο κωμικός ποιητής, για να αρχίσει τον πρόλογο στην κωμωδία. Ένας από αυτούς είναι και του διαλόγου μεταξύ δύο προσώπων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στους Βατράχους( Όρνιθες, Ιππείς, Ειρήνη…).
Στους Βατράχους το κοινό ενημερώνεται για την υπόθεση της κωμωδίας με το σταγωνόμετρο θα λέγαμε, γιατί ο θεατής αντιλαμβάνεται την ουσία του περιεχομένου της κωμωδίας, όχι τόσο από τον πρόλογο, όπου έχει μια γενική ενημέρωση, αλλά το πώς και το γιατί θα το πληροφορηθεί στο δεύτερο μέρος της κωμωδίας, που αποτελεί και το πλέον ενδιαφέρον από άποψη ουσίας και γέλιου, όταν αρχίζει ο λογοτεχνικός αγώνας μεταξύ Ευριπίδη και Αισχύλου για το ποιος από τους δύο ποιητές είναι ο καλύτερος.
Ο Πρόλογος των Βατράχων, αν και αποτελεί τον προθάλαμο της κωμωδίας, αναφέρεται λιγότερο στο θέμα της και περισσότερο στην περιπετειώδη πορεία του Διόνυσου και του δούλου του Ξανθία στον Άδη, με εμπλουτισμό μερικών χαρακτηριστικών σκηνών, όπου ο ποιητής με την εναλλαγή τους προετοιμάζει το θεατή για όσα παράξενα θα ακολουθήσουν, αφού έχει σκιαγραφήσει ένα Θεό λίγο πολύ ανθρώπινο και αποφασιστικό, ταυτόχρονα όμως φοβιτσιάρη και περίεργο. «Στην περίπτωση αυτή ο ανθρωπομορφισμός του θεού έχει φτάσει στο έσχατο όριο και ζητά την προστασία του ιερέα του, που παρακολουθεί την παράσταση του έργου σε πρωτοκαθεδρία μεταξύ των θεατών» Θ. Μαυρόπουλος.
Αναφέρεται, έστω και με τον τρόπο του, στον Άδη, στα τέρατα, στην Αχερουσία λίμνη, στο σκληρό βαρκάρη που δεν υπολογίζει κανένα ούτε θεό ούτε άνθρωπο. Τονίζει ότι δεν περνά κανείς την Αχερουσία λίμνη αν δεν έχει δύο όβολα για περατίκι. Οι δούλοι κάνουν το γύρω της λίμνης με τα πόδια. Πρόκειται για πράγματα λίγο πολύ γνωστά στο κοινό της εποχής.
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει και κινεί το ενδιαφέρον του θεατή είναι ο τρόπος που τα παρουσιάζει ο κωμικός στη σκηνή, μια σκηνή που βγάζει γέλιο και προβληματισμό μαζί. Και αυτό είναι το σημαντικότερο από όλα τα άλλα γεγονότα που διανθίζουν τον κορμό της κωμωδίας και την καθιστούν ενδιαφέρουσα, αλλά προπαντός ωφέλιμη και διδακτική.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου