Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012


Αναφορές του Πλάτωνα και του Αριστοφάνη
στη νίκη του Μαραθώνα

«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.»
(Σιμωνίδης)
Η νίκη των Αθηναίων στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής εκείνης, κυρίως όμως για τους Έλληνες.  Στο Μαραθώνα οι λίγοι Έλληνες πολέμησαν γενναία και νίκησαν τους πολλούς Πέρσες, κατέρριψαν την ιδέα του αήττητου του περσικού στρατού και  αναπτέρωσαν το ηθικό του Έλληνα.
Το μεγάλο γεγονός σχολιάστηκε ποικιλότροπα από σύγχρονους αλλά και από μεταγενέστερους συγγραφείς. Αναφέρθηκαν σ’  αυτό εκτενώς, τόσο ο πατέρας της ιστορίας, Ηρόδοτος, όσο και ο μεγάλος τραγικός ποιητής, Αισχύλος, που συμμετείχε μάλιστα με τον αδελφό του Κυνέγειρο στη μεγάλη αναμέτρηση. Υπάρχουν και πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς που μνημονεύουν στα έργα τους τη σημαντική νίκη των Ελλήνων, όπως είναι ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης,  ο φιλόσοφος Πλάτων, ο ρήτορας Λυσίας και  άλλοι.
Εμείς θα περιοριστούμε μόνο σε δύο από αυτούς, στον Αριστοφάνη (450-385π.Χ.) και τον Πλάτωνα (428-380 π.χ.), που εντυπωσιάστηκαν από τη νίκη των Ελλήνων στο Μαραθώνα και τη σχολίασε ο καθένας τους με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Πιο κοντά χρονικά στο ιστορικό γεγονός βρίσκεται ο Αριστοφάνης, ενώ ο Πλάτων είναι εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς. Μεγάλος κωμικός ποιητής ο πρώτος, μεγάλος φιλόσοφος ο δεύτερος. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Οι δύο συγγραφείς διαφέρουν χρονικά κατά μια γενιά μεταξύ τους και επιπλέον καλλιεργούν διαφορετικό λογοτεχνικό είδος, και αυτό έχει τη σημασία του.
Πάντως, όσοι μίλησαν για τη νίκη στο Μαραθώνα, δε θεώρησαν τη νίκη αυτή ως μια απλή αθηναϊκή νίκη αλλά ως μια ελληνική νίκη που κέρδισε η Αθήνα για λογαριασμό της Ελλάδας. Δεν ήταν μια νίκη που εξόντωσε, βέβαια, τον αντίπαλο και τον αφάνισε από το ιστορικό προσκήνιο. Ήταν όμως μια πρώτη σημαντική επιτυχία, που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων και αφύπνισε τον ελληνισμό, για μια πιο συντονισμένη προσπάθεια, εάν επανεμφανιστεί ο ίδιος εχθρός στο προσεχές μέλλον και τους απειλήσει ξανά.
Ο αθηναίος ρήτορας Λυσίας (445-380 π.χ.) σχολιάζοντας το μεγάλο γεγονός, γράφει στον Επιτάφιο:
(Λυσία, Επιτάφιος 21)
« Ο γαρ της Ασίας βασιλεύς ουκ αγαπών τοις υπάρχουσιν αγαθοίς, αλλ’ ελπίζων και την Ευρώπην δουλώσεσθαι, έστειλε πεντήκοντα μυριάδας στρατιάν, ηγησάμενοι δε, ει τήνδε την πόλιν, ή εκούσαν φίλην ποιήσαιντο ή άκουσαν κατεστρέψαιντο, ραδίως των πολλών Ελλήνων άρξειν, απέβησαν εις Μαραθώνα…»
Ο σχολιασμός του, αν και χαρακτηρίζει επιτυχώς την πλεονεξία του μεγάλου βασιλιά της Περσίας και τονίζει ξεκάθαρα το σκοπό της εκστρατείας των Περσών, υποκρύπτει και μια δόση ειρωνείας, γιατί νόμιζε πως η κατάκτηση της Ελλάδας ήταν γι’ αυτόν μια εύκολη και ολιγοχρόνια περίπτωση.
Κρίνοντας κανείς το σχέδιο και το σκοπό του Δαρείου δεν μπορεί παρά να το χαρακτηρίσει μεγαλεπήβολο. ΄Ηταν όμως ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο;
Κάθε πράξη κρίνεται θετικά ή αρνητικά από το αποτέλεσμά της. Και το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει σε τέτοιες περιπτώσεις. Το σχέδιο απέτυχε, οι Πέρσες νικήθηκαν από την ελληνική αποφασιστικότητα και ανδρεία. Αυτές οι αρετές νίκησαν τον προκλητικό και αλαζόνα εχθρό στο Μαραθώνα. Και οι νικητές του Μαραθώνα δεν είναι ανώνυμοι. Έχουν όνομα. Ονομάζονται Αθηναίοι (9.000 άνδρες) και Πλαταιείς (1000 άνδρες). Αυτήν ακριβώς τη μεγάλη και ανέλπιστη νίκη τονίζει και ο Σιμωνίδης στο επίγραμμά του.
«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».
Πρωτεργάτες της νίκης στο Μαραθώνα είναι οι Αθηναίοι, οι οποίοι, υπό την αρχηγία του Μιλτιάδη, πολέμησαν γενναία μαζί με τους Πλαταιείς για λογαριασμό όλων των Ελλήνων και νίκησαν.
Και ο Πλάτων, ο μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας, αναφερόμενος στο Μαραθώνα (Νόμοι 707, 2), διευκρινίζει κι αυτός πόσο σημαντικές ήταν οι δύο νίκες των Ελλήνων στο Μαραθώνα και στις Πλαταιές(479 π.χ.) .
«Φαμέν την πεζήν μάχην την εν Μαραθώνι γενομένην και εν Πλαταιαίς, την μέν άρξαι της σωτηρίας τοις Έλλησι, την δε τέλος επιθείναι…».
 Η πρώτη μάχη στο Μαραθώνα, τονίζει, σημείωσε την αρχή της σωτηρίας για τους Έλληνες, ενώ η δεύτερη  μάχη στις  Πλαταιές υπήρξε η επισφράγισή της. Και συνεχίζοντας με το ίδιο πνεύμα ο φιλόσοφος στο διάλογό του Μενέξενος, σημειώνει :
 «Εν τούτω αν τις γενόμενος γνοίη οίοι άρα ετύγχανον όντες την αρετήν οι Μαραθώνι δεξάμενοι την των βαρβάρων δύναμιν και κολασάμενοι την υπερηφανίαν όλης της Ασίας και πρώτοι στήσαντες τρόπαια των βαρβάρων, ηγεμόνες και διδάσκαλοι τοις άλλοις γενόμενοι ότι ουκ άμαχος είη η Περσών δύναμις, αλλά παν πλήθος και πας πλούτος αρετή υπείκει, εγώ μεν ουν εκείνους τους άνδρας φημί ου μόνον των σωμάτων των ημετέρων πατέρας είναι, αλλά και της ελευθερίας της τε ημετέρας και συμπάντων των εν τήδε τη ηπείρω…. τα μεν ουν αριστεία τω λόγω εκείνοις αναθετέον, τα δε δυτερεία τοις περί Σαλαμίνα και επ’ Αρτεμισίω ναυμαχήσασι και νικήσασι.» (Πλάτων Μενέξενος 240, 3)
Στο απόσπασμα αυτό τονίζει πως οι πολεμιστές στο Μαραθώνα τιμώρησαν με την πολεμική τους ανδρεία την αλαζονεία της Ασίας και πρώτοι από όλους αυτοί έστησαν τρόπαιο νίκης κατά των βαρβάρων, αποδεικνύοντας πως δεν είναι αήττητη η περσική δύναμη και ότι κάθε δύναμη και κάθε πλούτος υποτάσσεται στην ανδρεία και την παλικαριά. Γι’ αυτό θεωρεί ότι οι Μαραθωνομάχοι όχι μόνον είναι εκείνοι που έσωσαν τη ζωή και τη λευτεριά των Ελλήνων αλλά και τη λευτεριά αυτών που ζουν σ’ αυτή τη χώρα… Και το πρώτο αριστείο δικαιωματικά ανήκει στους Μαραθωνομάχους, ενώ το δεύτερο σε εκείνους που πολέμησαν στη Σαλαμίνα και στο Αρτεμίσιο και νίκησαν τους Πέρσες.
Η νίκη στο Μαραθώνα για τους Έλληνες μπορεί να διεκδικεί τα πρωτεία, πλην όμως θα ήταν παροδική, αν οι Έλληνες δεν συνειδητοποιούσαν τον εξ Ανατολών κίνδυνο και δεν ομονοούσαν στη συνέχεια, για να αντιμετωπίσουν αργότερα τον ίδιο κίνδυνο αποτελεσματικά. Και αυτή ο ομοψυχία επαληθεύτηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν οι Πέρσες, με το βασιλιά τους Ξέρξη, θα επιχειρήσουν και πάλι να καταλάβουν τη χώρα, διαθέτοντας τώρα ένα στρατό  ασυγκρίτως πολυαριθμότερο από εκείνο της πρώτης εκστρατείας.
Η νέα απειλή όφειλε να αντιμετωπιστεί με ομοψυχία και ενότητα δυνάμεων. Οι Έλληνες έπρεπε να πολεμήσουν  και πάλι για τη λευτεριά και τη περηφάνια τους. Και αυτό έπραξαν τη φορά αυτή όλοι μαζί. Το αποδεικνύει περίτρανα η θυσία του Λεωνίδα με τους άνδρες του στις Θερμποπύλες (480 π.Χ). Η γενναία αντίσταση των τριακοσίων και των άλλων Ελλήνων ήταν μια πρόγευση γενναιότητας και αποφασιστικότητας, που δήλωνε στον επιδρομέα πόσο δύσκολο έργο έχει αναλάβει. Η ήττα των Θερμοπυλών θεωρήθηκε από πολλούς ως η πιο ένδοξη ήττα στον κόσμο για τους Έλληνες. Οι Έλληνες μπορεί να έχασαν μια μάχη όχι όμως και τον πόλεμο, αφού το ίδιο έτος, ο ενωμένος ελληνικός στόλος, θα εκδικηθεί το θάνατο των τριακοσίων στις Θερμοπύλες, συντρίβοντας στα νερά της Σαλαμίνας σχεδόν ολοσχερώς τον περσικό (480 π.Χ), ενώ τον επόμενο χρόνο θα θριαμβεύσει και ο ενωμένος ελληνικός στρατός στις Πλαταιές(479 π.Χ.), αναγκάζοντας έτσι το θρασύ εισβολέα να εγκαταλείψει τη χώρα και να επιστρέψει ταπεινωμένος στην Περσία.
Οι Έλληνες, για μια ακόμη φορά, επιβεβαίωσαν αυτό ακριβώς που τόνισε στον Καλλίμαχο ο Μιλτιάδης, κατά τον Ηρόδοτο, όταν του επεσήμανε πόσο σοβαρή είναι η απόφασή του να αναθέσει την ημέρα της αρχιστρατηγίας του στον ίδιο, δηλαδή το Μιλτιάδη, λέγοντάς  του ότι από τη δική του απόφαση εξαρτάται αν οι Έλληνες θα διασφάλιζαν την ελευθερία τους και η πόλη τους, η Αθήνα, θα γινόταν πρώτη των εν Ελλάδι (Ηρόδ.6.109 κεξ).
Γρήγορα  η νίκη των Ελλήνων στο Μαραθώνα εναντίον των Περσών, έγινε θέμα σχολιασμού και παράδειγμα προς μίμηση στους λαούς που θέλουν να ζήσουν λεύτεροι στη χώρα τους. Γι’ αυτό, κάθε φορά που οι Έλληνες ήθελαν να εξάρουν μια πράξη γενναία, αναφέρονταν στο Μαραθώνα και τους Μαραθωνομάχους. Εξέφραζαν πάντα το θαυμασμό  και την περηφάνια τους για την περιφανή νίκη, για το γένος των Ελλήνων, για τη δημοκρατία και τη λευτεριά τους. Η νίκη των Ελλήνων δεν έκανε περήφανους μόνον αυτούς που πολέμησαν εκεί, αλλά και όλους τους μεταγενέστερους. Ήταν περήφανοι για τους προγόνους τους και τη μεγάλη τους νίκη, όπου οι λίγοι νίκησαν τους πολλούς και απέφυγαν τη σκλαβιά και την ταπείνωση.
Το κατόρθωμα της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα φυσικό ήταν να γίνει η απαρχή και το θεμέλιο εγκωμιαστικών λόγων, τόσο για την πόλη των Αθηνών, όσο και για τους γενναίους μαχητές, τους Μαραθωνομάχους.
Ασυγκίνητος από την περιφανή νίκη δεν έμεινε ούτε ο Αριστοφάνης, ο μεγάλος κωμικός ποιητής της αρχαιότητας. Κάθε φορά που έβρισκε ευκαιρία αναφερόταν στο Μαραθώνα και τους Μαραθωνομάχους, σ’ αυτούς που δόξασαν τον τόπο και ανύψωσαν το ηθικό φρόνημα του ελληνικού λαού. Σε έξι από τις έντεκα σωζόμενες κωμωδίες του αναφέρεται στο Μαραθώνα, στην αξία της γενναιότητας και της αυταπάρνησης για την πατρίδα και την ελευθερία.
Στους Αχαρνείς, στην Παράβαση, διαμαρτύρεται για τη συμπεριφορά των νέων απέναντι στους γέρους, τους Μαραθωνομάχους, που ενώ στα νιάτα τους πρόσφεραν τόσα πολλά στην πατρίδα, τώρα οι νέοι τους αδικούν, περιφρονώντας τους.
«Αυτά πώς είναι σωστά, γέροντας ασπρομάλλης να χάνει σε μια δίκη, ενώ κόπιασε τόσο πολύ κι έχει σφουγγίξει ιδρώτα αντρικό θερμό και πολύ, αφού στάθηκε αντρείος στο Μαραθώνα για την πόλη του; Στο Μαραθώνα όταν ήμασταν, κυνηγούσαμε τους εχθρούς και τώρα από κακούς ανθρώπους έντονα κυνηγούμαστε κι έπειτα στα χέρια τους μας πιάνουν. Γι’ αυτά ποιος Μαρψίας θα ΄ρθει αντίρρηση να φέρει;»(693-701).
Διαμαρτύρονται και με το δίκιο τους οι Μαραθωνομάχοι και λένε πως κάποτε, όταν ήταν νέοι, κυνηγούσαν στο Μαραθώνα τον εχθρό, τώρα, γέροντες πια, τους κυνηγούν στην πατρίδα τους οι κακοί συμπολίτες τους. Δεν είναι ντροπή αυτή η συμπεριφορά;
Το παράπονο του γέροντα για την περιφρόνηση του νέου απέναντι σε έναν ανδρείο αγωνιστή του Μαραθώνα έχει τη δική του αλήθεια. Είναι ένα παράπονο που  επαναλαμβάνεται δυστυχώς και στις μέρες μας. Και σήμερα, όπως και τότε, άνθρωποι που πρόσφεραν στο κοινό καλό, αντί να τιμούνται, όπως τους αξίζει,  πολλοί από αυτούς διώκονται, μένουν στο περιθώριο και περιφρονούνται! Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, οι νοοτροπίες όμως παραμένουν οι ίδιες και οι δίκαιες διαμαρτυρίες θα κρούουν πάντοτε, δυστυχώς, πόρτες κουφών!
Σε άλλη κωμωδία του, τους Ιππείς, διευκρινίζει την ίδια περίπτωση με εκείνη που αναφέραμε, πλην όμως η διαμαρτυρία του Αγοράκριτου έναντι του Κλέωνα είναι περισσότερο ξεκάθαρη. Ο Αγοράκριτος υπόσχεται στο Δήμο εκδουλεύσεις που ξεπερνούν εκείνες του αντιπάλου του και ως τώρα εξουσιαστή του Δήμου, του Κλέωνα, και νικά τον αντίπαλό του στον μεταξύ τους αγώνα για τις παροχές του προς το Δήμο.
ΑΓΟΡ. «Εσένα(το Δήμο, το λαό της Αθήνας), που με τους Πέρσες για την πατρίδα στο Μαραθώνα χτυπήθηκες και νικώντας μάς έκανες να καυχησιολογούμε πολύ, δε σε νοιάζεται, που κάθεσαι τόσο σκληρά πάνω, σ’αυτά τα βράχια, όχι όπως εγώ που σου έραψα και σου φέρνω αυτό το μαξιλάρι. Έλα σήκω και κάθισε μαλακά, για να μη χαλάσεις ό,τι είχες στη Σαλαμίνα» (ιππείς 781-786). (Εδώ πρόκειται για το ποιος από τους δύο αντιπάλους(Κλέων ή Αγοράκριτος) φροντίζει καλύτερα το γερο-Δήμο, δηλαδή το λαό των Αθηνών)
Όταν τελικά από τις παροχές του κάθε αντιπάλου ξεχωρίζουν εκείνες του Αγοράκριτου και αυτός κερδίζει την εμπιστοσύνη του Δήμου, ο Δήμος διώχνει τον Κλέωνα και παραδίνει την εξουσία στο νέο πολιτικό άνδρα. Ο τελευταίος βράζει το Δήμο και τον παρουσιάζει στο κοινό αλλαγμένο, ντυμένο τη φορεσιά των Μαραθωνομάχων της εποχής του Αριστείδη και του Μιλτιάδη. Ο Χορός, που βλέπει έκπληκτος αυτή την αλλαγή, θριαμβολογώντας,  παρουσιάζει το Δήμο στο λαό και αναφωνεί χαρούμενος:
ΧΟ.» Χαίρ’ ω βασιλεύ των Ελλήνων και σοι
 ξυγχαίρομεν ημείς.
της γαρ πόλεως άξια πράττεις και του
εν Μαραθώνι τροπαίου» (ιππείς 1334κεξ)’
ΧΟ. «Γεια σου, των Ελλήνων βασιλιά!
Μαζί σου χαιρόμαστε κι εμείς.
Διότι ενεργείς με τρόπο αντάξιο της πόλης
και της νίκης μας στο Μαραθώνα».
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια και την ιδιοτέλεια  είναι ολοφάνερη. Την πρώτη εκπροσωπεί ο Αγοράκριτος, τη δεύτερη ο δημαγωγός Κλέων που έχασε την εξουσία. Ο  Δήμος ξαναβρήκε την παλιά του δόξα, τη δόξα της εποχής των Μαραθωνομάχων κι η ελπίδα για κάτι καλύτερο ενισχύεται σημαντικά. Ο ωφελιμιστής Κλέων έχασε την εξουσία. Τώρα νέες σελίδες δόξες ανοίγονται για το Δήμο, που αμέσως αρχίζει τις αλλαγές σε πρόσωπα και δράσεις.
Στους Όρνιθες ο ποιητής ονομάζει τον κάμπο του Μαραθώνα θελκτικό, όπου ζουν ποικιλία πουλιών
«Λειμώνα τ’ερόεντα Μαραθώνος»(Όρνιθες 245).
Στην κωμωδία Σφήκες (711 κεξ) ο ποιητής, δια στόματος του Βδελυκλέωνα, γιου του Φιλοκλέωνα, λέει ότι υπάρχουν χίλιες πόλεις που πληρώνουν φόρο στην Αθήνα.
Εισίν γε πόλεις χίλιαι αι νυν τον φόρον ημίν απάγουσι×
τούτων είκοσιν άνδρας βόσκειν εί τις προσέταξεν εκάστη,
δύο μυριάδ’ αν των δημοτικών έζων εν πάσι λαγώοις
και στεφάνοισιν παντοδαποίσιν και πυριάτη,
άξια της γης απολαύοντες και του εν Μαραθώνι
τροπαίου.
Νυν δ’ ώσπε ελαιολόγοι χωρείθ’ άμα τω τον μισθόν έχοντι.
Υπάρχουν χίλιες πόλεις που τώρα το φόρο τους κουβαλούν σε μας×
αν κάποιος τους πρόσταζε η καθεμιά να συντηρεί είκοσι πολίτες μας,
είκοσι χιλιάδες από τους πολίτες μας θα ζούσαν μ’ όλες τις λιχουδιές,
με κάθε λογής στεφάνια με πρωτόγαλα και με αφρόκρεμα απολαμβάνοντας
όσα αξίζουν στη χώρα αυτή και στο τρόπαιο της μάχης του Μαραθώνα.
Ενώ τώρα σαν ελιομαζώχτρες πάτε πίσω απ’ όποιον έχει το μισθό σας.
Το τρόπαιο της μάχης του Μαραθώνα σημασιοδοτεί μια υποχρέωση, μια δέσμευση προς αυτούς που του έδωσαν υψηλό νόημα και το κατέστησαν γνωστό σε όλο τον κόσμο μα πρωτίστως στον Αθηναίο και στον Έλληνα πολίτη γενικότερα. (Λυσιστράτη 281-285)
«Έτσι πολιόρκησα εγώ τον άντρα εκείνο με τρόπο σκληρό ξαγρυπνώντας στις πύλες μπροστά με ασπίδες σε δεκαεφτά γραμμές. Κι αυτές εδώ που έχουν την εχθρότητα του Ευριπίδη και των Θεών( εννοεί τις γυναίκες που είναι κλεισμένες στην Ακρόπολη ) όλων δε θα τις σταματήσω λοιπόν από την τόσο μεγάλη αποκοτιά τους; Αλλιώς στην τετράπολη της Αθήνας ας μη μείνει το τρόπαιό μου».
Η Λυσιστράτη αναφέρεται κι αυτή στο τρόπαιο του Μαραθώνα, για να τονίσει πως πρέπει οι Αθηναίοι να φανούν και τώρα αντάξιοι εκείνης της μεγάλης στιγμής και να νιώσουν κι αυτοί και να χαρούν, γιατί ήταν κι αυτοί εκεί, όπως ο Αισχύλος, ο Κυνέγειρος, ο Καλλίμαχος, ο Αριστείδης και τόσοι άλλοι ονομαστοί και γενναίοι άνδρες της Αθήνας, που πολέμησαν για τη λευτεριά τους.
Σήμερα στο χώρο όπου διεξήχθη η ιστορική μάχη δεν απομένει παρά ο τύμβος που δέχτηκε τους λίγους νεκρούς της μάχης, ο τύμβος του Μαραθώνα, και η καθιέρωση του Μαραθωνίου δρόμου, που θυμίζει κάθε τόσο το μαραθωνοδρόμο εκείνο που έτρεξε στην Αθήνα, για να αναγγείλει τη νίκη στους συμπατριώτες του. Όσοι πολέμησαν στη μάχη εκείνη θεωρούσαν τη συμμετοχή τους σημαντική. Γι’ αυτό και ο Αισχύλος, ο μεγάλος τραγικός ποιητής, που πολέμησε με τον αδελφό του Κυνέγειρο στο Μαραθώνα, στο επίγραμμα, που χαράχτηκε πάνω στον τάφο του, δεν επαίρεται για την πνευματική του προσφορά, όσο για τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα και την ανδρεία του στη μάχη αυτή που μπορεί να τη βεβαιώσει και το άλσος του Μαραθώνα αλλά και ο Πέρσης, με την πυκνή χαίτη, που τη γνωρίζει καλά.
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
μνήμα καταφθίμενον πυρφόροιο Γέλας
αλκήν δ’ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
και βραχυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος»
« Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, γιο του Ευφορίωνα, /Αθηναίο, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα, / για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα / και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνωρίζει καλά»
Κλείνουμε το σημείωμά μας αυτό με ένα απόσπασμα από το Μενέξενο του Πλάτωνα, όπου τονίζεται ότι πρέπει να επαινούμε τους άνδρες εκείνους που πολέμησαν και νίκησαν τους Πέρσες στη στεριά και στη θάλασσα, γιατί δίδαξαν στους άλλους να μη φοβούνται πια τους Πέρσες.
Τούτο δε άξιον επαινείν των ανδρών των τότε ναυμαχησάντων, ότι τον εχόμενον φόβον διέλυσαν των Ελλήνων και έπαυσαν φοβουμένους πλήθος νεών τε και ανδρών× υπ’αμφοτέρων δη συμβαίνει, των τε Μαραθώνι μαχησαμένων και των εν Σαλαμίνι ναυμαχησάντων, παιδευθήναι τους άλλους Έλληνας, υπό μεν των κατά γην, υπό δε των κατά θάλατταν μαθόντας και εθισθέντας μη φοβείσθαι τους βαρβάρους.

Δ. Κ. Αραμπατζής


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου