Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΝΕΝΑΣ ...ΚΑΘΕΝΑΣ


Μην πάει η σκέψη σας, διαβάζοντας τη λέξη ΚΑΝΕΝΑΣ, στο ευφυολόγημα (ι 366 ούτις=Κανένας) του πολυμήχανου Οδυσσέα προς τον Κύκλωπα με το οποίο ξεγέλασε το ωμοφάγο τέρας και έσωσε τη δική του αλλά και τη ζωή των συντρόφων του.


Δεν πρόκειται γι' αυτό, αλλά για ένα τραγικό γεγονός του 21ου αιώνα, που αποσιωπήθηκε, δυστυχώς, από πολλούς αλλά σχεδόν και από τα περισσότερα ΜΜΕ που συνηθίζουν κάποτε να φέρονται έτσι, αφού άλλοτε μεγαλοποιούν σκόπιμα, με το λόγο και την εικόνα, μικρά και ασήμαντα γεγονότα και άλλοτε υποβαθμίζουν σημαντικά, σοβαρά και μεγάλα, γιατί έτσι τους αρέσει όπως λέει και το γνωστό σλόγκαν.


Έτσι, ο τραγικός θάνατος ενός αγνώστου ανθρώπου πέρασε από τις στήλες των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών χωρίς έμφαση και ιδιαίτερο σχολιασμό. Αλλά τί ήταν γι' αυτούς ο θάνατος ενός άγνωστου φτωχού ανθρώπου; Τίποτε παραπάνω από έναν καθημερινό θάνατο κάποιου ανάμεσα σε τόσους άλλους. Έτσι τον είδαν και έτσι τον σχολίασαν, όσοι τον σχολίασαν. Είναι να απορεί κανείς και να αναρωτιέται πού άραγε εξαφανίστηκαν όλοι αυτοί οι λαλίστατοι σχολιαστές των μέσων επικοινωνίας και σε ποιες ενέργειες προέβησαν, για να ενημερώσουν σχετικά το λαό για την κατάντια της σημερινής κοινωνίας και την απανθρωπιά της; Μερικοί από αυτούς αποσιώπησαν το τραγικό συμβάν, ενώ άλλοι συνέχισαν να σφυρίζουν αδιάφορα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.


Κι όμως, ένας άγνωστος, φτωχός, άστεγος και απογοητευμένος άνθρωπος, που νόμισε ότι βρήκε καταφύγιο από την παγωνιά των ημερών σε έναν κάδο σκουπιδιών, για να ζεστάνει την ύπαρξή του και να προστατεύσει τη ζωή του από τη διπλή παγωνιά του Δεκέμβρη και την παγωνιά της κοινωνίας, βρήκε τραγικό θάνατο! Τον πέταξαν σαν σκουπίδι στο απορριματοφόρο οι άνθρωποι του δήμου, χωρίς να γνωρίζουν ότι μέσα στον κάδο κοιμόταν μια δυστυχισμένη ύπαρξη, ένας άνθρωπος, και εκείνο, το ψυχρό μηχάνημα, τον κομμάτιασε, τον λιάνισε κυριολεκτικά, πριν προλάβει κάποιος από αυτούς να του παράσχει βοήθεια.


Και μετά από το τραγικό συμβάν ποιος ενδιαφέρθηκε να μάθει για τον άνθρωπο αυτό; Ποιος γνωρίζει να μας ενημερώσει για το όνομά του, για την καταγωγή του, για τη μικρή ή μεγάλη ιστορία του; Τα ερωτήματα πολλά και δικαιολογημένα. Και όμως έμειναν και μένουν ακόμη αναπάντητα, για να εξοργίζουν τον απλό και δυστυχισμένο άνθρωπο της καθημερινότητας, εμάς όλους.


Τον αναζήτησε Κανένας; ΄Οχι! Τον έκλαψε Κανένας; Όχι! Μα ποιος θα τον έκλαιγε και ποιος θα αναζητούσε τον Κανένα; Κανένας ήταν για μερικούς και ως Κανένας έφυγε για την άλλη ζωή! Επομένως, τι το παράξενο ή το εντυπωσιακό συνέβη, για να σχολιάσουντο θάνατο ενός τίποτα, ενός σκουπιδιού; Γι' αυτούς είδηση είναι όχι αν ο σκύλος δάγκωσε τον άνθρωπο, αλλά αν ο άνθρωπος δάγκωσε το σκύλο! Κι όμως ένας κάδος σκουπιδιών, που χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο για δωμάτιο και τελικά του στοίχισε τη ζωή του, τι άλλο είναι αν δεν είναι μια τρανταχτή είδηση;


Πέθανε ένας άνθρωπος με όνομα, ταυτότητα και πατρίδα. Γιατί τόση περιφρόνηση; Πρόκειται για μια στάση πέρα για πέρα λαθεμένη και κατακριτέα, γιατί ο άνθρωπος που έφυγε δεν ήταν"Κανένας" αλλά ΕΝΑΣ! Ήταν ένας σαν κι εμάς, ένας σημαντικός Ανθρωπος, αλλά άτυχος. Τον έστειλε στο θάνατο η πείνα, η δυστυχία, η δική μας ψυχρότητα και αδιαφορία. Με το να τον βαφτίσουμε "Κανένας" αυτό δεν απαλείφει την ευθύνη μας, αντίθετα τη μεγιστοποιεί, γιατί Εκείνος έφυγε από τη ζωή και μείναμε εμείς.....με τα μεγάλα ονόματα, με τα αξιώματα, τους τίτλους και τα πλούτη μας, χωρίς να αντιδράσουμε για την κατάντια της κοινωνίας και του εαυτού μας!


Ο άνθρωπος αυτός, με λίγη καλή θέληση και ανθρωπιά από μέρους μας, θα μπορούσε να αποφύγει το φρικτό θάνατο, αφού δε θα κατέφευγε για λίγη ζεστασιά στον κάδο σκουπιδιών, που έγινε το φέρετρό του!


Και τι κάναμε τελικά από τη στιγμή που πληροφορηθήκαμε το θάνατο του Κανένα; Απλώς, συγκινηθήκαμε, ανησυχήσαμε λίγο, ίσως κάποιοι πιο ευαίσθητοι να φώναξαν κάπως διαμαρτυρόμενοι για την κατάντια του σύγχρονου ανθρώπου και αυτό ήταν όλο. Άλλωστε, είναι γνωστή η άποψη αυτών που ισχυρίζονται πως και το μεγαλύτερο θαύμα κρατάει τρεις μέρες. Γιατί, λοιπόν, να διαρκέσει αυτό το ασήμαντο καθημερινό γεγονός περισσότερο από μία ή δύο μέρες; Καί όλα αυτά έγιναν όχι τόσο από λύπηση και αγανάκτηση, αλλά για το θεαθήναι και όχι, για να προλάβουμε μήπως κάποιος άλλος "Κανένας"-και είναι πολλοί αυτοί- βρεθεί σε παρόμοια συμφορά. Για να έχουν δε και ήσυχη τη συνείδησή τους τον βάφτισαν "Κανένας", μια λέξη σπάνια με το περιεχόμενο αυτό. Πρωτακούστηκε από το στόμα του Οδυσσέα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια και την ξανακούσαμε σήμερα, για να προσδιορίσουμε την ασημαντότητα του ανθρώπου, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και είναι ένα σκουπίδι, ένα τίποτα, σε αντίθεση με μας, που έχουμε ταυτότητα, τηλέφωνο, διεύθυνση, και καμαρώνουμε για τις βίλες και τα πλούτη μας!


Πώς αντιδράσαμε όλοι εμείς οι άλλοι στο φαινόμενο της αδιαφορίας, της αναλγησίας και της βαρβαρότητας; Γιατί περί αυτού πρόκειται κι ας μην κρυβόμαστε πίσω από προσχήματα και μεγάλα λόγια. Όλοι ακολουθήσαμε την "πεπατημένη" και είπαμε: "δε βαριέσαι, κι αυτός ο θάνατος ήταν σαν όλους τους θανάτους που συμβαίνουν καθημερινά στον κόσμο. Ήταν κι αυτός ένα τυχαίο περιστατικό". Με τη φράση αυτή κλείσαμε ένα σημαντικό θέμα και αποφύγαμε να ομολογήσουμε την αλήθεια, ότι δηλαδή η αδιαφορία και η ανθρώπινη ψυχρότητα ύπήρξαν αιτίες που οδήγησαν τον άνθρωπο αυτό στον κάδο και δι' αυτού στο φρικτό θάνατο, όπως ακριβώς και όλους τους ανώνυμους που φεύγουν από τη ζωή. Φεύγουν , γιατί τους έλειψε η ανθρώπινη ζεστασιά και τους πάγωσε η βαρβαρότητα και η παγωμένη ψυχή πολλών από ημάς των κακομαθημένων, που βλέπουμε το κακό και αδιαφορούμε, μια και δεν χτυπά ακόμη την πόρτα μας.


Κάποτε οι άνθρωποι πρέπει να ξυπνήσουν και να κινητοποιηθούν στο όνομα αυτού του "Κανένα". Πρέπει κάποιος ή κάποιοι να τολμήσουν και να κάνουν την αρχή, να δουν κατάματα τη δυστυχία και την αδικία που επικρατούν στον κόσμο και να τις πολεμήσουν με κάθε μέσο. Και τότε ποιος λογικός, συνετός και ευαίσθητος άνθρωπος θα απουσιάσει από έναν τέτοιο ωραίο αγώνα; Αγώνα για τον Άνθρωπο, για την αγάπη και την ανθρωπιά;


Και θα το πράξουμε πιστεύομε όλοι, για να παύσουμε να απορούμε και να ζητούμε να μας πουν πού πήγε η αγάπη και η προστασία του αδύνατου, του ικέτη, τον οποίο προστάτευε ο μέγιστος των θεών ο Δίας (ξένιος Ζεύς) στην αρχαιότητα, πού είναι η αγάπη στον άνθρωπο της νεότερης εποχής, πού η αδελφοσύνη, πού η αλληλεγγύη;


Μήπως όλες αυτές οι αξίες είναι απούσες, ξένες και απόμακρες από πολλούς ανθρώπους της σύγχρονης κοινωνίας; Το τονίζουμε, αν ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αφυπνιστεί και δεν αντιδράσει δυναμικά στην ανθρώπινη βαρβαρότητα, ας μην ελπίζει ότι θα έρθουν καλύτερες ημέρες, γιατί τότε οι άνθρωποι με το υποτιμητικό όνομα ΚΑΝΕΝΑΣ θα πολλαπλασιάζονται καθημερινά και μόνοι υπεύθυνοι θα είναι όλοι όσοι είχαν τη δυνατότητα και τα προσόντα να το πράξουν, αλλά αρνήθηκαν να στρατευτούν στην υπηρεσία του καλού και να πολεμήσουν την ανθρώπινη βαρβαρότητα, που οδηγούσε στην κατάπτωση του πολιτισμού μας.


Οι καιροί είναι δύσκολοι και ουδείς θα πρέπει να πιστεύει πως η συμφορά που πλήττει το γείτονα δε θα χτυπήσει και τη δική του πόρτα. Πρέπει ο καθένας μας να κατανοήσει και να πιστέψει πως ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, πλούσιος ή φτωχός, μαύρος ή λευκός, με μεγάλο ή μικρό όνομα, δεν είναι "ΚΑΝΕΝΑΣ΅. Είναι πάντα ΕΝΑΣ, ένας και μοναδικός, σκεύος θεού, σημαντικός, αναγνωρίσιμος και υπεύθυνος. Γι' αυτό προτείνουμε να απαλείψουμε από το λεξιλόγιό μας τη λέξη ΚΑΝΕΝΑΣ με την υποτιμητική της σημασία και να την αντικαταστήσουμε με άλλη πιο σημαντική και πιο οικεία, τη λέξη ΚΑΘΕΝΑΣ, που σημαίνει ακριβώς να βλεπουμε στον κάθε άνθρωπο τον καθένα από μας και να τον συντρέχουμε, όταν έχει την ανάγκη μας, όπως θα συντρέχαμε και τον εαυτό μας σε αντίστοιχη περίσταση.


Το αντιλαμβανόμαστε ότι ζητάμε πολλά και δύσκολα. Είναι όμως αυτονόητα. Δε συμφωνείτε;






ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η φιλοξενία του Τηλέμαχου από το Νέστορα (γ 34-64)

Ο Τηλέμαχος με το Μέντη (Αθηνά), αναζητώντας πληροφορίες για το αν ζει η πέθανε ο Οδυσσέας, φτάνουν στην Πύλο, όπου βρίσκουν το Νέστορα, βασιλιά της πόλης, να προσφέρει θυσία στον Ποσειδώνα, το θεό της θάλασσας. Οι άνθρωποι του βασιλιά, όταν βλέπουν τους δύο άνδρες να πλησιάζουν, σπεύδουν και τους καλωσορίζουν με χαρά, ενώ ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα, πρώτος αυτός πιάνοντάς τους από το χέρι τους βάζει να κάτσουν μαζί τους στο φαγοπότι, που γινόταν στην ακτή της Πύλου.
«οι δ΄ως ουν ξείνους ίδον, αθροοί ήλθον άπαντες
χερσίν τ’ ησπάζοντο και εδριάασθαι άνωγον.
πρώτος Νεστορίδης Πεισίστρατος εγγύθεν ελθών
αμφοτέρων έλε χείρα και ίδρυσεν παρά δαιτί
κώεσιν εν μαλακοίσιν, επί ψαμάθοις αλίησι,
παρ τε κασιγνήτω Θρασυμήδεϊ και πατέρι ω.»
« Κι ως είδαν τους ξένους, έτρεξαν κοντά του μαζωμένοι
και τους καλωσορίζανε, τους έδειχναν να κάτσουν.
Κι απ’ όλους ο Πεισίστρατος, ο γιος του γέρου, πρώτος
πήγε κοντά τους κι έπιασε τους ξένους απ’ το χέρι
και στο τραπέζι στη σειρά τους έβαλε να κάτσουν,
απάνω σ’ απαλές προβιές, στης θάλασσας την άμμο,
κοντά με τον πατέρα του και με το Θρασυμήδη
τον αδερφό του κι έκοψε δυο μερδικά απ΄τα σπλάχνα
κι ευτύς κρασί τους κέρασε σ’ ένα χρυσό ποτήρι.
Και το ποτήρι δίνοντας στ’ ασπιδοφόρου Δία
την κόρη, τη θεά Αθηνά, της μίλησε έτσι κι είπε.
Δεήσου, ξένε, τώρα εσύ του αφέντη Ποσειδώνα,
που σε θυσία τύχατε δική του να βρεθείτε.
Κι όταν του στάξεις κι ευχηθείς καθώς το θέλει η τάξη,
δώσε να στάξει το γλυκό κρασί κι ο σύντροφός σου,
γιατί κι αυτός προσεύχεται θαρρώ στους αθανάτους.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, των θεών όλοι έχουν την ανάγκη.
Μόν’ είναι αυτός μικρότερος, σαν συνομήλικός μου,
γι’ αυτό θα δώσω το χρυσό ποτήρι πρώτα εσένα».
Έτσι είπε, και της έδωσε στο χέρι το ποτήρι
και χάρηκε η Αθηνά, με τον καλό του τρόπο,
που πρώτα εκείνης πρόσφερε τ’ ολόχρυσο ποτήρι.
Κι αμέσως παρακάλεσε τον Ποσειδώνα κι είπε,
Άκου με, Σαλευτή της γης, και τις ευχές μας όλες
αυτές που σου δεόμαστε μην αρνηθείς να κάμεις.
Δώστε στο γέρο Νέστορα και στα παιδιά του δόξα
και σ΄ όλους χάρισε έπειτα τους άλλους τους Πυλιώτες
την ποθητή ανταπόδοση της ξακουστής θυσίας.
Βοήθα και τον Τηλέμαχο κι εμένα, στην πατρίδα
να πάμε, αφού τελέψει αυτά που θέλει κι ήρθε ξάργου.»
Η σκηνή έχει το δικό της ιδιαίτερο χρώμα. Παρουσιάζει ανάγλυφα τον τρόπο που υποδέχονται τους δυο ξένους ο νεαρός Πεισίστρατος και οι άλλοι. Η τελετή γίνεται στην ακροθαλασσιά προς τιμή του Ποσειδώνα, γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε πως το βασιλικό γένος του Νέστορα έλκει την καταγωγή του από το θεό της θάλασσας.
Ενδιαφέρον στη σκηνή αυτή έχουν τα πρόσωπα. Ο Πεισίστρατος, εκτός από την εγκάρδια υποδοχή που επιφυλάσσει στους δύο επισκέπτες, τους φροντίζει με πολύ ευγένεια και κατά τη διάρκεια του γεύματος. Είναι αυτός που, δίνοντας το ποτήρι στον φίλο του Τηλέμαχου, τον προτρέπει να δεηθεί πρώτος στον Ποσειδώνα, μια και συνέπεσε η παρουσία του με τη θυσία προς το θεό.. Εκείνος(η Αθηνά) χαίρεται για την προτίμηση αυτή και, σηκώνοντας το ποτήρι, παρακαλεί τον Ποσειδώνα να βοηθήσει τον Τηλέμαχο και τον ίδιο να γυρίσει στην πατρίδα, αφού φέρει σε πέρας το σκοπό για τον οποίο ταξιδεύει. Την ίδια ακριβώς δέηση επαναλαμβάνει και ο άπραγος Τηλέμαχος, που προσεύχεται κι αυτός στον Ποσειδώνα. Ζητά να τον βοηθήσει ο θεός, ώστε να πραγματώσει το σκοπό του ταξιδίου του, χωρίς βέβαια να γνωρίζει πως, αν ταλαιπωρείται ο πατέρας του στις θάλασσες, αυτό οφείλεται στην οργή του Ποσειδώνα εναντίον του!
«και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πια απ’ τις σούβλες,
σε μερδικά τα χώρισαν και κάθισαν να φάνε».
Οι δεήσεις στον Ποσειδώνα κάποτε τελειώνουν και οι άνθρωποι αρχίζουν το φαγοπότι. Ο ποιητής όμως με ένα άλμα πηδά και μας περιγράφει το τέλος του γεύματος.
Κι αφού πια τέλος χόρτασαν να τρώνε και να πίνουν, πρώτος τους μίλησε ο Νέστορας και ρώτησε τους ξένους ποιοι είναι και γιατί έχουν φτάσει στην Πύλο, διατρέχοντας τόσους κινδύνους στο ταξίδι.
Στον ‘Ομηρο είναι πάγια αρχή και έτσι συμβαίνει πάντα, προκειμένου για ξένο που φτάνει στην πόλη ή στο παλάτι του άρχοντα. Πρώτα υποδέχονται οι οικοδεσπότες τον ξένο, του παρέχουν στέγη, τροφή και μετά ρωτούν να μάθουν για την πατρίδα του, το όνομά του και την ανάγκη που τον έφερε στο παλάτι ή στη χώρα τους και ανάλογα τον εξυπηρετούν, γιατί θεωρούν τον ξένο προστατευόμενο του ξένιου Δία.
Ο Τηλέμαχος, απαντώντας στην ερώτηση του Νέστορα, του λέγει ότι πατρίδα του είναι η Ιθάκη και αναζητά τον πατέρα του που κάποτε, λένε, κυρίεψε μαζί με το Νέστορα το κάστρο της Τροίας. Η γνωριμία έγινε. Ο γερο-Νέστορας συγκινημένος για τη συνάντηση αυτή, βρίσκει ευκαιρία και αρχίζει να μιλά με κολακευτικά λόγια για τον πατέρα του και τη σχέση που είχαν οι δυο τους στον τρωικό πόλεμο.
«Κανένας δεν τολμούσε εκεί να παραβγεί στη γνώση
με το Δυσσέα, κι ίσος του δε στάθηκε στις τέχνες
άλλος απ’ τον πατέρα σου, αν είσαι γιος του αλήθεια
Ένας μεγάλος θαυμασμός με πιάνει όταν σε βλέπω».
Την άλλη μέρα ο Νέστορας, θέλοντας να ευχαριστήσει τη θεά Αθηνά, γιατί του έφερε στο παλάτι το γιο του φίλου του, τον Τηλέμαχο, δίνει εντολές να ετοιμαστεί γρήγορα θυσία στη θεά και γεύμα στον Τηλέμαχο. Η θεοσέβεια του Νέστορα είναι δεδομένη και ο γέροντας την αποδεικνύει σε κάθε περίσταση.
Στο απόσπασμα αυτό αποκαλύπτεται ένα μόνο μέρος της φιλοξενίας του ξένου. Του προσφέρεται υποδοχή, φαγητό και μετά ενδιαφέρεται ο οικοδεσπότης να ρωτήσει για την ταυτότητά του και το λόγο επίσκεψης στον τόπο του. Σε άλλο σημείο της αφήγησης του μύθου της Οδύσσειας ο ποιητής θα συμπληρώσει το τελετουργικό με άλλα πρόσθετα ενδιαφέροντα από κάθε άποψη στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό στην αφήγησή του να συμπληρώσει τα όσα ο αναγνώστης θα ήθελε να πληροφορηθεί σχετικά με το θέμα αυτό, ώστε να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του γεγονότος στο οποίοι με τόση γοητεία αφηγείται ο ποιητής.
Δημήτρης Κ. Αραμπατζής