Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Πότε αλώθηκε για πρώτη φορά η Τροία και από ποιον ;




Είναι πολλές οι 100 λίτρες χρυσού στον Πατριάρχη για μια στέψη αυτοκράτορα; 
Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίον άργυρος / κακόν νόμισμ’ έβλαστε× τούτο και πόλεις / πορθεί, τόδ’ άνδρας εξανίστησι δόμων, / τόδ’ εκδιδάσκει και παραλλάσσει φρένας / χρηστάς προς αισχρά πράγμαθ’ ίστασθαι βροτών. (Σοφοκλή, Αντιγόνη.295-299).
Γιατί κανένα απ’ όσα συνηθίζονται στους ανθρώπους δε φύτρωσε τόσο κακό σαν το χρήμα. Αυτό κυριεύει και πόλεις, αυτό διώχνει και τους ανθρώπους απ’ τα σπίτια τους, αυτό πλανεύει και γυρίζει τα μυαλά των φρονίμων, ώστε να παρασύρονται σε αισχρά πράγματα.
Αυτή ήταν η άποψη του Σοφοκλή, του μεγάλου τραγικού ποιητή της αρχαιότητας, για τη δύναμη του χρήματος. Μια άποψη η οποία έκτοτε επαληθεύεται, δυστυχώς, συνεχώς. Και δίκαια αναρωτιέται κανείς τι άραγε επί πλέον θα μπορούσε να πει ο ποιητής, αν γνώριζε και τα όσα εγκλήματα διαπράχτηκαν από την εποχή του ως σήμερα για το χρήμα.
Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Ειρήνη, μια κούπα χρυσή ως δώρο από τον Τρυγαίο αναγκάζει το θεό Ερμή να αλλάξει γνώμη και να βοηθήσει το δωρητή να ανασύρει τη φυλακισμένη σε σπηλιά από τον Πόλεμο Ειρήνη και να τη φέρει στη Γη.
Μια χρυσή κούπα έκαμψε τον άτεγκτο Θεό, ενώ τριάντα αργύρια αργότερα οδήγησαν τον Ιούδα στην προδοσία και τη σταύρωση του Χριστού μαζί με δύο ληστές, γεγονότα που δείχνουν πως το χρήμα είναι ισχυρό και ουδείς μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή του.
Σε ένα τέτοιο περιστατικό της βυζαντινής περιόδου, δηλαδή της παντοδυναμίας του χρήματος θα αναφερθούμε, στηριζόμενοι στις μαρτυρίες δύο κυρίως συγγραφέων, του Κεδρηνού και του Μιχαήλ Ψελλού, για να απαντήσουμε και στην ερώτηση του τίτλου.
Όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Η΄ (1025-1028) αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος του θέλησε να ρυθμίσει το ζήτημα της διαδοχής, γιατί η γυναίκα του Ελένη δεν του γέννησε παρά μόνον τρεις θυγατέρες, ανύπαντρες ως τον καιρό εκείνο. Την Ευδοκία, η οποία ήταν μοναχή και δύο άλλες, τη Ζωή και τη Θεοδώρα. Σκέφτηκε, λοιπόν, να επιλέξει για γαμπρό του στη Ζωή το Ρωμανό Αργυρό, έπαρχο της Πόλης. Τον ανάγκασε μάλιστα να χωρίσει τη νόμιμη σύζυγό του και να νυμφευθεί τη Ζωή, που ήταν τότε 48 χρόνων, ενώ ο Ρωμανός δέκα χρόνια μεγαλύτερός της (Ιω. Σκυλίτζης). Ο γάμος τελέστηκε στις 12 Νομβρίου1028, ενώ τρεις μέρες αργότερα πέθανε ο αυτοκράτορας και στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του Ρωμανός Γ΄ Αργυρός.
Στην αυλή όμως του παλατιού υπηρετούσε τότε ο ισχυρός άνδρας, ο παρακοιμώμενος του βασιλιά, ο γνωστός ευνούχος Ιωάννης, που είχε 4 αδέλφια και τα είχε τακτοποιήσει όλα σε σημαντικές διοικητικές θέσεις του κράτους
Ένας από τους αδελφούς του, ο Μιχαήλ, «όστις ήτο ωραιότατος την όψιν και εν ακμή της νεότητός του, όπως γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, έλαβεν εν τη αυλή αξίωμα, ως εκ του οποίου διετέλει συνεχώς παρά τη βασιλίσση.».
Ο Ρωμανός όμως, μια και η αυτοκράτειρα ήταν μεγάλη σε ηλικία, σε σχέση με το Μιχαήλ, δεν ήταν δυνατό να υποψιαστεί ότι η Ζωή θα μπορούσε να ερωτευθεί όψιμα ένα νεαρό αξιωματούχο του παλατιού.
«Εν τούτοις τούτο συνέβη, ο δε έρως αυτής απέβη τοσούτον δαιμονιώδης και μανικός, κατά Κεδρηνόν, ώστε εξαπτόμενος προσέτι υπό της φιλοδοξίας του Μιχαήλ και της φιλαρχίας του Ιωάννου παρέσυρεν αυτήν εις το να απαλλαγή του συζύγου της δια του δηλητηρίου βραδέως ενεργούντος. Αλλ’ ο ανυπόμονος Μιχαήλ δεν ηθέλησε να περιμένει τα τοιαύτα του δηλητηρίου αποτελέσματα, και μετ’ ου πολύ την 11η Απριλίου 1034 απελθόντος του βασιλέως εις το εν παλατίω βαλανείον (λουτρόν), απέπνιξε αυτόν εν τη κολυμβήθρα του λουτρού».
Αυτή είναι η άποψη του Κεδρηνού. Υπάρχει όμως και η άποψη του Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος ομολογεί ότι ήταν παρών κατά την κηδεία του αυτοκράτορα Ρωμανού, τον οποίο έθαψαν στις 11 Απριλίου του 1034, τη μεγάλη Παρασκευή, στη μονή της Περιβλέπτου, την οποία ο ίδιος είχε ανεγείρει. Ο Μ. Ψελλός υποστηρίζει πως δεν είναι σίγουρος αν ο αυτοκράτορας πέθανε από πνιγμό, γιατί λέει πως, ενώ βρισκόταν μέσα στο λουτρό, ξαφνικά άρχισε να καλεί σε βοήθεια.
«Και βοής επί τούτο γενομένης, άλλοι τε τινες παρήσαν και η βασιλίς αυτή αδορυφόρητος, ως επί πένθει δεινώ. Και ιδούσα αύθις απήλθε, το πιστόν της τελευτής ειληφυϊα δια της όψεως. Ο δε βαρύ τι στενάξας και βύθιον, τήδε κακείσε περιεβλέπετο, φωνήσαι μεν μη δυνάμενος, σχήμασι δε και νεύμασι δηλών το βούλημα της ψυχής. Ως δε συνελαμβάνετο έτι ουδείς, μύσας τους οφθαλμούς πυκνότερον αύθις επήσμαινεν. Είτα δη αθρόον αναρραγέντος υπεκχείται δια του στόματος μελάντερόν τι την χρόαν και πεπηγός, εφ’ ω δη δις και τρις ασθμάνας την ζωήν απολείπει....Και ευθύς μετακαλεσάμενη (η Ζωή) τον Μιχαήλ και την χρυσοϋφή στολήν υπειδύσασα, έπειτα δε και την βασιλικήν στεφάνην τη κεφαλή προσαρμόσασα, επεί τε πολυτελούς θρόνου καθίσασα και αυτή παρακαθισαμένη πλησίον εν ομοίω τω σχήματι, πάσιν επιτάττει όσοι το βασιλείον τηνικαύτα ώκουν άμφω κοινή προσκυνείν τε και ευφημείν. Οι μεν ουν ούτως εποίουν. Διαδόσιμον δε το πράγμα και τοις εκτός και των ανακτόρων καθίστατο, και πάσα η Πόλις παραλαβείν του συνθήματος την ευθυμίαν εβούλετο, τούτο μεν και ψευδομένων των πλειόνων την ευφημίαν και κολακευόντων τον βασιλεύσαντα και κούφως άμα και ελαφρώς συν ευθυμία και ηδονή εκδεξαμένων τον Μιχαήλ».Συνεχίζοντας ο Ψελλός προσθέτει και μερικές ακόμη πληροφορίες ότι δηλαδή το πρόσωπό του νεκρού αυτοκράτορα ήταν αλλοιωμένο από τα πολλά φάρμακα που έπαιρνε, ενώ λίγοι τον έκλαψαν. Οι περισσότεροι κρατούσαν στάση ψυχρή, γιατί ενθυμούντο τη σκληρότητά των μέτρων που έλαβε σε βάρος τους. 
Στο περιστατικό της δολοφονίας και της στέψης του Μιχαήλ ως αυτοκράτορα του Βυζαντίου αναφέρεται και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
«Επελθούσης δε της νυκτός, και ψαλλομένων των αγίων παθών, μηνύεται ο τότε πατριάρχης Αλέξιος, υπό του βασιλέως Ρωμανού δήθεν, να ανέλθη εις τα ανάκτορα. Ο πατριάρχης έσπευσε να έλθη, αλλ’ευρίσκει με απορίαν του νεκρόν μεν τον βασιλέα, την δε Ζωήν καθημένην επί θρόνου, έχουσαν πλησίον της τον Μιχαήλ, και μανθάνει ότι προσεκλήθη ίνα ομολογήση τούτον αυτή. Έκθαμβος δε γενόμενος ίστατο εννεός και ενδοιάζων περί του πρακτέου, ότι ο Ιωάννης και η Ζωή δόντες αυτώ μεν πεντήκοντα λίτρας χρυσίου, εις δε τον κλήρον άλλας πεντήκοντα, κατέπεισαν αυτούς να τελέσωσι την ιεροπραξίαν. Η σκηνή αύτη είναι βεβαίως απ’ αρχάς μέχρι τέλους μια των οικτροτέρων της μεσαιωνικής ημών ιστορίας και μαρτυρεί μέχρι τίνος βαθμού προέβη η κακοήθεια των ανθρώπων και ο εμπαιγμός των ιερωτάτων θεσμών».
Εκείνο όμως που εξοργίζει κάθε νοήμονα άνθρωπο με τη Ζωή είναι η συμπεριφορά της, προκειμένου να πετύχει το γάμο της με τον εραστή της Μιχαήλ και τον εκβιασμό της απέναντι στον πατριάρχη που τον ανάγκασε να ευλογήσει το γάμο της και να στέψει το Μιχαήλ αυτοκράτορα στο βυζαντινό θρόνο, αντί ενός σεβαστού χρηματικού ποσού. Η αυτοκράτειρα εκβίασε τη Σύγκλητο, τους Άρχοντες και τον Πατριάρχη. Κατακριτέα η διαγωγή της. Τι θα μπορούσε όμως να πει κανείς για τον Πατριάρχη και την ακολουθία του; Ενέδωσαν, μόλις πήραν τις 5ο λίτρες χρυσού η κάθε πλευρά. Έτσι τέλεσαν με περισσότερο κέφι την ιεροπραξία της στέψης. Φαίνεται πως η λάμψη του χρυσού είναι ισχυρότερη από κάθε άλλη και θαμπώνει τον άνθρωπο ακόμη κι έναν πατριάρχη με την ακολουθία του. Αλίμονο!.
Αν ήταν η μόνη περίπτωση χρηματισμού αυτή στο Βυζάντιο, ίσως θα μπορούσε να την προσπεράσει κανείς με περιφρόνηση. Τέτοιες όμως πράξεις (παράνομοι χρηματισμοί, δολοπλοκίες, δολοφονίες) ήταν φαινόμενα όχι σπάνια στο βυζαντινό παλάτι, αφού οι περισσότεροι αυτοκράτορες έχασαν τη ζωή τους όχι από φυσικό θάνατο αλλά δολοφονημένοι από τους αντιπάλους τους ακόμη και από τους πιο στενούς συγγενείς ή από πληρωμένους, χρυσοπληρωμένους δολοφόνους.
Φαίνεται πως η χρυσή κούπα στον Ερμή και οι 50 λίτρες χρυσού στον Πατριάρχη Αλέξιο και άλλες τόσες στην ακολουθία του, εξακολουθούν να κάνουν το θαύμα τους και να έχουν ισχύ και δύναμη σε κάθε εποχή. Εάν προσθέταμε στη δύναμη του χρήματος και την ανθρώπινη φιλοδοξία ως αιτίες όλων των εκτρόπων που μνημονεύσαμε-επιεικής η έκφραση-τότε νομίζουμε πως θα προλαβαίναμε κάθε νέα ερώτηση του αναγνώστη.Γ.Κόραβου-Χρ.Δρόσου.Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 2008)

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΕΙΠΝΑ ΣΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Εισαγωγή
Η θυσία(θύω), αιματηρή ή αναίμακτη, είναι η προσφορά του ανθρώπου στη θεότητα, για να επικοινωνήσει μαζί της, προκειμένου να την ευχαριστήσει για κάτι καλό που του έκανε(ευχαριστήρια) ή να ζητήσει τη βοήθειά της (ικετήρια). Θυσία για τον αρχαίο Έλληνα σημαίνει τελετή, γιορτή και έχει το δικό της τελετουργικό, το οποίο ακολουθεί πιστά ο άνθρωπος.
Κατά την τέλεση της αιματηρής θυσίας απαραίτητη είναι η επιλογή του ζώου που θα θυσιαστεί, ο εξαγνισμός του με ραντισμό, ο σφαγιασμός και ο τεμαχισμός του. Τα κρέατα του ζώου ψήνονται στη φωτιά και μερικά από αυτά, τα πιο καλά, προσφέρονται στο θεό προς τιμή του οποίου τελείται η θυσία, ενώ στη συνέχεια οι τελούντες τη θυσία παρακάθονται σε πλούσιο δείπνο. (Λέγεται πως το δέρμα του ζώου δινόταν στον ιερέα, όταν η θυσία ήταν ιδιωτική, ενώ, πουλούσαν το δέρμα, όταν ήταν δημόσια).
Όλα τα στοιχεία που αναφέραμε τα αντλούμε από τις περιγραφές που μας χαρίζει ο Όμηρος στα δύο έπη του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Πρόκειται για στοιχεία διάσπαρτα στα έπη, τα οποία οφείλει κανείς να συλλέξει, για να έχει μια γενική και ολοκληρωμένη εικόνα.
Σημειώνουμε πως ο ποιητής, μερικές φορές-το συνηθίζει αυτό- δεν ολοκληρώνει σκόπιμα την περιγραφή μιας τελετής, αλλά περιορίζεται στην παράθεση μόνον ορισμένων στοιχείων της, αφήνοντας στον αναγνώστη να συμπληρώσει τα άλλα που λείπουν με τη φαντασία του. Με τον τρόπο αυτό κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη, κινεί το ενδιαφέρον του και τον κερδίζει αβίαστα!
Αρχίζουμε με σκηνές θυσίας που περιγράφονται στην Οδύσσεια και θα συνεχίσουμε με εκείνες της Ιλιάδας.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

(α 136-157) Το φαγοπότι των μνηστήρων

Στη ραψωδία α και στους στίχους (136-157) περιγράφεται μια σκηνή δείπνου με δύο αντίθετες εικόνες, όπου δίνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία, που αρχίζουν με την προετοιμασία του δείπνου και φτάνουν ως την ολοκλήρωσή του.
Είναι γνωστό πως η Οδύσσεια αρχίζει με την Τηλεμάχεια (α,β,γ,δ). Στους πρώτους σχεδόν στίχους της ο ποιητής αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατεί στο παλάτι του Οδυσσέα στα τελευταία χρόνια της απουσίας του, και περιγράφει με θαυμάσιο τρόπο, το φαγοπότι των μνηστήρων και την αδιαντροπιά τους, προοικονομώντας έτσι τον αφανισμό τους στο τέλος του έπους.
Ο Τηλέμαχος και ο επισκέπτης του, φίλος του Οδυσσέα, Μέντης (Αθηνά) μπαίνουν στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού και κάθονται σε μιαν άκρη, για να βρει ευκαιρία ο Τηλέμαχος να ζητήσει από τον ξένο του πληροφορίες για την τύχη του πατέρα του. Από εκεί, από την άκρη της μεγάλης αίθουσας, οι δύο άνδρες θα παρακολουθήσουν, ιδιαίτερα ο Μέντης, τα όσα άνομα θα συμβούν σε λίγο στο παλάτι του Οδυσσέα.
Τους δύο άνδρες βλέπει μια παρακόρη του παλατιού και σπεύδει πρόθυμα να τους εξυπηρετήσει. Η παρακόρη ακολουθεί πιστά το τελετουργικό που ακολουθείται στις περιπτώσεις αυτές, όταν δηλαδή κάποιος φιλοξενείται σε κάποιο σπίτι και ο οικοδεσπότης του προσφέρει δείπνο. Τους ρίχνει νερό να πλύνουν τα χέρια τους από χρυσή κανάτα μέσα σε αργυρή λεκάνη, μετά φέρνει και τοποθετεί μπροστά τους ωραίο σκαλιστό τραπέζι, ενώ η οικονόμα τους προσφέρει ψωμιά και προσφάγια, νόστιμα κρέατα σε δίσκο και κρασί σε χρυσά κύπελλα.«χέρνιβα δ’ αμφίπολος προχόω επέχευε φέρουσα
καλή, χρυσείη, υπέρ αργυρέοιο λέβητος
νίψασθαι, παρά δε ξεστήν ετάνυσσε τράπεζαν.
σίτον δ’ αιδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
είδατα πολλεπιθείσα, χαριζομένη παρεόντων.
δαιτρός δε κρειών πίνακας παρέθηκεν αείρας,
παντοίων, παρά δε σφι τίθει χρύσεια κύπελλα
κήρυξ δ' αυτοίσιν θάμ' επώχετο οινοχοεύων» (α 136-143).
«Μια παρακόρη με χρυσό πεντάμορφο λαγήνι
νερό τους χύνει να νιφτούν σε μια αργυρή λεκάνη,
κι εμπρός τους, στο μάκρος, σκαλιστό τους έστρωσε τραπέζι.
Ψωμιά τους έφερε έπειτα και η σεβαστή οικονόμα
κι άλλα προσφάγι πληθερά, μετά χαράς ό,τι είχε.
κι ο σιτιστής λογής ψητά, σηκώνοντας σε δίσκους,
τους έφερε κι ολόχρυσα τους έβαλε ποτήρια.
κι ο κεραστής νοιάζονταν συχνά και τους κερνούσε".
Αυτή είναι μια πρόγευση ενός δείπνου που προσφέρεται στον Τηλέμαχο και το Μέντη, τον φιλοξενούμενό του, στο παλάτι του Οδυσσέα. Πρόκειται για μια ήρεμη εικόνα, όπου δύο άνθρωποι χωρίς θόρυβο και φωνές δειπνούν.
Ακολουθεί η αντίθετη εικόνα, η οποία χαρακτηρίζεται από την ορμητική εισβολή των μνηστήρων στην αίθουσα του παλατιού. Οι άνθρωποι αυτοί κάθονται σε σκαμνιά που είναι αραδιασμένα δίπλα στα τραπέζια με τα πλούσια εδέσματα και πολύ κρασί στα κροντήρια. Πρόκειται όμως για ένα δείπνο που ετοίμασαν γι' αυτούς οι άνθρωποί τους με ξένο βιος!
"Μπήκανε κι οι περήφανοι μνηστήρες, κι όλοι αράδα
πήγαν αμέσως στα θρονιά και στα σκαμνιά να κάτσουν.
Κι εκεί νερό τους έχυναν στα χέρια τους οι κράχτες,
και σε πανέρια τα ψωμιά οι σκλάβες κουβαλούσαν,
κι οι νιοι ως τα χείλια με πιοτό γεμίζαν τα κροντήρια.
Κι αυτοί στα έτοιμα άπλωναν φαγιά στρωμένα εμπρός τους.
Κι όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι,
στο νου τους έβαλαν χορό ν’ αρχίσουν και τραγούδι,
που ΄ναι στολίδια του γλεντιού. Και τη γλυκιά κιθάρα
ο κράχτης πήγε κι έβαλε στα χέρια του Φημίου,
που τραγουδούσε από ανάγκη στον κύκλο των μνηστήρων».
Η δεύτερη εικόνα είναι εντελώς αντίθετη από την πρώτη. Τη χαρακτηρίζει η ορμή και η αλαζονεία των πολυπληθών μνηστήρων, που εισβάλλουν στην αίθουσα, για να δειπνήσουν. Κι εδώ ο ποιητής ακολουθεί στην περιγραφή του την πάγια σειρά που γνωρίσαμε στην προηγούμενη σκηνή, δηλαδή πλύσιμο χεριών, προσφορά ψωμιών κτλ.
Η δεύτερη εικόνα όμως εμπεριέχει και δύο νέα στοιχεία:το τραγούδι και το χορό, καθώς και την απαλλαγή από την ευθύνη του αοιδού Φήμιου, που τραγουδά και διασκεδάζει τους μνηστήρες από ανάγκη. Με τη φράση αυτή από ανάγκη ο ποιητής απαλλάσσει από κάθε ευθύνη και ενοχή τον αοιδό, προοικονομώντας έτσι τη σωτηρία του κατά τη μνηστηροφονία.
Οι δύο εικόνες είναι χαρακτηριστικές, πλην όμως δεν περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία μιας θυσίας. Γι' αυτό σημειώνουμε πως , εάν στην αρχή της εικόνας αυτής προσθέσουμε τα στοιχεία μιας θυσίας (επιλογή σφαγίου, εξαγνισμός με ραντισμό, σφαγιασμός, τεμαχισμός, ψήσιμο κτλ.,) τότε θα έχουμε μια σαφή και πλήρη εικόνα του τελετουργικού της θυσίας.
Για να σχηματίσουμε, λοιπόν, μια άρτια καθόλα εικόνα μιας τελετής θυσίας με όλα τα συνακόλουθά της, παραθέτουμε τα στοιχεία αυτά με την καθιερωμένη από την παράδοση σειρά τους.
Επιλογή σφαγίου, εξαγνισμός με ραντισμό, σφαγιασμός, τεμαχισμός, ψήσιμο κομματιών κρέατος στη φωτιά, προσφορά επιλεγμένων κομματιών στο βωμό του θεού. Ακολουθεί το δείπνο(φαγοπότι), το τραγούδι και ο χορός.
'Ολα αυτά τα στοιχεία οφείλει να έχει κανείς υπόψη του, προκειμένου να σχηματίσει μια πλήρη εικόνα ενός δείπνου από την προετοιμασία του ως το τέλος του, που το επισφραγίζει το τραγούδι κι ο χορός των συνδαιτυμόνων
Ας επανέλθουμε όμως στο σχολιασμό της δεύτερης εικόνας, μιας εικόνας που εντυπωσιάζει με το πλήθος και την αδιαντροπιά των μνηστήρων. Οι μνηστήρες με την παρουσία τους φαίνεται πως το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι το φαγητό, το ποτό και το γλέντι(τραγούδι και χορός). Τρώνε και σπαταλούν ξένο βιος, χωρίς αιδώ. Η ανάρμοστη διαγωγή τους προκαλεί το θεατή και τους καθιστά στην αντίληψή του αντιπαθείς, που με ανακούφιση θα έβλεπε μια δίκαια τιμωρία τους από κάποιον. Ο ποιητής αντιπαθεί κι αυτός τους μνηστήρες και έμμεσα πλην σαφώς υπαινίσσεται τόσο την τιμωρία τους, όσο και τη σωτηρία του αοιδού Φήμιου, γιατί, όπως διευκρινίζει, τραγουδά ενώπιόν τους όχι από ευχαρίστηση αλλά από ανάγκη.Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: όποιος φτάνει στην αλαζονεία τιμωρείται. Ο χρόνος αργά ή γρήγορα θα το επαληθεύσει.
(γ 34-51) Φιλοξενία Τηλέμαχου στην Πύλο από το Νέστορα
Ο Τηλέμαχος με το Μέντη (Αθηνά), αναζητώντας πληροφορίες για τον πατέρα του, αν πέθανε ή ζει, φτάνουν στην Πύλο. Εκεί βρίσκουν το Νέστορα, το βασιλιά της πόλης, με τους κατοίκους της να προσφέρουν θυσία στον Ποσειδώνα. Τους βλέπουν οι άνθρωποι του βασιλιά, μαζί τους και ο γιος του Πεισίστρατος, τους καλωσορίζουν με εγκαρδιότητα και τους καλούν να παρακαθίσουν μαζί τους στη χαρά της γιορτής. Ο Πεισίστρατος τους τοποθετεί σε τιμητική θέση, δηλαδή δίπλα στο Νέστορα και τον αδελφό του Θρασυμήδη. Τους προσφέρει από ένα ποτήρι κρασί και τους προτείνει να κάνουν κι αυτοί μιαν ευχή στον Ποσειδώνα.
«οι δ΄ως ουν ξείνους ίδον, αθροοί ήλθον άπαντες
χερσίν τ’ησπάζοντο και εδριάασθαι άνωγον.
πρώτος Νεστορίδης Πεισίστρατος εγγύθεν ελθών
αμφοτέρων έλε χείρα και ίδρυσεν παρά δαιτί
κώεσιν εν μαλακοίσιν, επί ψαμάθοις αλίησι,
παρ τε κασιγνήτω Θρασυμήδεϊ και πατέρι ω.»(γ 34-39)
«
Κι ως είδαν τους ξένους, έτρεξαν κοντά του μαζωμένοι
και τους καλωσορίζανε, τους έδειχναν να κάτσουν.
Κι απ’ όλους ο Πεισίστρατος, ο γιος του γέρου, πρώτος
πήγε κοντά τους κι έπιασε τους ξένους απ’ το χέρι
και στο τραπέζι στη σειρά τους έβαλε να κάτσουν,
απάνω σ’ απαλές προβιές, στης θάλασσας την άμμο,
κοντά με τον πατέρα του και με το Θρασυμήδη
τον αδερφό του κι έκοψε δυο μερδικά απ΄τα σπλάχνα
κι ευτύς κρασί του κέρασε σ’ ένα χρυσό ποτήρι.
Και το ποτήρι δίνοντας στ’ ασπιδοφόρου Δία
την κόρη, τη θεά Αθηνά, της μίλησε έτσι κι είπε.
Δεήσου, ξένε, τώρα εσύ του αφέντη Ποσειδώνα,
που σε θυσία τύχατε δική του να βρεθείτε.
Κι όταν του στάξεις κι ευχηθείς καθώς το θέλει η τάξη,
δώσε να στάξει το γλυκό κρασί κι ο σύντροφός σου,
γιατί κι αυτός προσεύχεται θαρρώ στους αθανάτους.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, των θεών όλοι έχουν την ανάγκη.΄
Μόν' είναι αυτός μικρότερος, σαν συνομήλικός μου,
γι' αυτό θα δώσω το χρυσό ποτήρι πρώτα εσένα".
"Έτσι είπε και της έδωσε στο χέρι το ποτήρι
και χάρηκε η θεά Αθηνά με τον καλό του τρόπο.
Κι αμέσως παρακάλεσε τον Ποσειδώνα κι είπε:
"Άκου με, Σαλευτή της γης, και τις ευχές μας όλες
αυτές που σου δεόμαστε μην αρνηθείς να κάμεις.
Δώστε στο γερο Νέστορα και στα παιδιά του δόξα
..................
Βόηθα και τον Τηλέμαχο κι εμένα, στην πατρίδα
να πάμε, αφού τελέψει αυτά που θέλει κι ήρθε εκείνος".
Έτσι δεήθηκε η θεά κι αυτή τα τέλεψε όλα.
Δίνει και στον Τηλεμαχο το δίχειρο ποτήρι
κι έτσι δεήθηκε κι ο γιος του ξακουστού Οδυσσέα".
Έχουν γίνει όλα τα προκαταρτικά: υποδοχή, κέρασμα και σπονδή από τους δύο ξένους. Ενδιαφέρον όμως στη σκηνή αυτή έχουν κυρίως τα φιλοξενούμενα πρόσωπα.
Πρώτος δέεται στον Ποσειδώνα ο Μέντης (Αθηνά). Ζητά από το θεό να βοηθήσει τον Τηλέμαχο να γυρίσει στην πατρίδα, αφού φέρει σε πέρας το σκοπό για τον οποίο ταξιδεύει.
Την ίδια δέηση επαναλαμβάνει και ο άπραγος Τηλέμαχος καθ' υπόδειξη του Μέντη. Ζητά κι αυτός από τον Ποσειδώνα να τον βοηθήσει στην πραγμάτωση του σκοπού του. Ο αναγνώστης όμως, που γνωρίζει όσα αγνοεί ο Τηλέμαχος, απορεί και αναζητά μια εξήγηση, δηλαδή πώς είναι δυνατό να ζητά βοήθεια ο Τηλέμαχος από τον Ποσειδώνα, όταν εξ αιτίας του μίσους αυτού του θεού περιπλανιέται χρόνια τώρα ο πατέρας στου στα πέλαγα και τις στεριές.
Η γιορτή όμως δεν έχει τελειώσει.
«και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πια απ’ τις σούβλες,
σε μερδικά τα χώρισαν και κάθισαν να φάνε».
Κι αφού πια τέλος χόρτασαν να τρώνε και να πίνουν,
πρώτος τους είπε ο Νέστορας ο γεροαλογολάτης".
'Ποιοι να 'στε οι ξένοι κι από πού στης θάλασσας τους δρόμους
γυρνάτε. Μήπως για δουλειά ή πάτε έτσι στην τύχη,
καθώς οι κλεφτες, που γυρνούν στα πέλαγα και φέρνουν
στους ξένους τόπους συμφορές και τη ζωή τους παίζουν".(γ 67-77)
Στη ομηρική εποχή τηρείται μια πάγια αρχή. Ο οικοδεσπότης υποδέχεται τον ξένο, του παρέχει στέγη, τροφή και μετά ρωτά να μάθει για την πατρίδα του, το όνομά του και την ανάγκη που τον οδήγησε στο αρχοντικό του (παλάτι) ή στη χώρα του. Μετά φροντίζει να τον εξυπηρετήσει, γιατί ο ξένος, ο περαστικός, θεωρείται πρόσωπο ιερό,προστατευόμενο από τον ξένιο Δία.
Ο Τηλέμαχος, λοιπόν, απαντώντας με σεβασμό στο γερο Νέστορα, του λέει πως πατρίδα του είναι η Ιθάκη και ότι αναζητά τον πατέρα του που κάποτε, λένε, κυρίεψε μαζί του το κάστρο της Τροίας. Ο Νέστορας ξαφνιάζεται και συγκινημένος βαθιά καλωσορίζει στο παλάτι του το γιο του φίλου του. Θυμάται τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, τους φίλους που χάσανε και καταλήγει στη μνημόνευση του ονόματος του γιου του Αντίλοχου που έπεσε στην Τροία. Μετά, απαντώντας στην παράκληση του Τηλέμαχου, αναφέρεται στον Οδυσσέα με κολακευτικά λόγια. Ομολογεί πως στο μυαλό ίσος δε στάθηκε κανένας απέναντί του και ότι τώρα που βλέπει μπρος του το γιο του φίλου του τον συνέχει μεγάλος θαυμασμός για τον πατέρα του.
Ο Νέστορας θεωρεί την επίσκεψη του Τηλέμαχου στην πόλη του σαν δώρο δώρο της Αθηνάς προς αυτόν. Γι' αυτό, την άλλη μέρα, για να αποδείξει έμπρακτα το σεβασμό του στη θεά, δίνει εντολές να ετοιμαστεί θυσία προς τιμήν της θεάς και γεύμα στον Τηλέμαχο. Η ευχαριστήρια θυσία και το δείπνο φιλοξενίας εξαίρουν την προσωπικότητα του Νέστορα και επαληθεύουν τη φήμη του για τη θεοσέβειά του, τη γνώση και τη σύνεσή του.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ