Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Αισχύλου: Επτά επί Θήβας. Οι άνθρωποι αθύρματα στη θέληση των Θεών

H τραγωδία Επτά επί Θήβας του Αισχύλου διδάχτηκε το 467 π.Χ. "επί Θεαγενίδου άρχοντος ολυμπιάδι οη. Ενίκα Λαίω, Οιδίποδι, Επτά επί Θήβας, Σφιγξ σατυρική". Η παράσταση εντυπωσίασε το αθηναϊκό κοινό και ο ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο.
Ο μύθος της είναι αντλημένος από το "θηβαϊκό κύκλο" και αναφέρεται στη διαμάχη μεταξύ των αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη για τη διαδοχή στο θρόνο των Θηβών. Τα δύο αδέλφια, μετά την αυτοτύφλωση του πατέρα τους, τον απομονώνουν με πρόθεση να τον διώξουν από τη Θήβα. Εκείνος, που αντιλαμβάνεται την πρόθεσή τους, πάνω στην οργή του, καταριέται τους δύο γιους του να τους καταστρέψει η Ερινύα.
Μετά την τύφλωση του Οιδίποδα, ο Κρέοντας, που αναλαμβάνει την εξουσία της πόλης, δίνει εντολή να ενταφιαστεί με όλες τις τιμές ο Ετεοκλής, που υπήρξε υπερασπιστής της πατρίδας του, ενώ απαγορεύει να ταφεί ο Πολυνείκης, που υπήρξε εχθρός και προδότης της χώρας του, επειδή ήρθε με ξένο στρατό εναντίον της. Η Αντιγόνη, παρά την απαγορευτική διαταγή του Κρέοντα, αποφασίζει να θάψει το άταφο κουφάρι του αδελφού της!
Το δράμα αρχίζει με τη ρήση του Ετεοκλή, που παρουσιάζεται στη σκηνή και προβάλλει με περηφάνια ξεχωριστή τον εαυτό του ως νόμιμο υπερασπιστή της Θήβας, γιατί δεν επιθυμεί να δει την πόλη του να παραδίνεται σε ξενόγλωσσο στρατό, ετεροφώνω στρατώ. Προτρέπει τους Θηβαίους να υπερασπιστούν τους θεούς, τους βωμούς και τη λατρεία τους, και διαπιστώνει με ικανοποίηση πως, ως τώρα, το έπραξαν με επιτυχία. Σήμερα όμως, που ο αλάθητος μάντης τους προειδοποίησε πως ο εχθρός σχεδιάζει ύπουλη νυχτερινή επίθεση στην πόλη, τους καλεί όλους στις επάλξεις.
"Κάδμου πολίται...
αλλ' ες επάλξεις και πύλας πυργωμάτων
ορμάσθε πάντες, σούσθε συν παντευχία,
πληρούτε θωρακεία, καπί σέλμασιν
πύργων στάθητε, και πυλών επ' εξόδοις
μίμνοντες θαρσείτε, μηδ' επηλύδων
ταρβείτ' άγαν όμιλον, ευ τελεί θεός"(30-35).
" Πολίτες της Θήβας...
Εμπρός! Σε πύλες πύργων και σε επάλξεις
ορμάτε όλοι, πάνοπλοι ριχτήτε!
Πιάστε τις ντάπιες και στις πολεμίστρες στυλωθείτε,
και στων κάστρων τα ξεπόρτια ριζώστε
με άσειστο θάρρος! Το πλήθος του επιδρομέα
μη φοβάστε. Είναι μαζί μας ο θεός".
Ένας Αγγελιαφόρος, που φτάνει τη στιγμή εκείνη, επιβεβαιώνει τη μαντεία. Είδε, λέει, με τα μάτια του τους έξι στρατηγούς του εχθρού, μαζί τους και τον Πολυνείκη, να ορκίζονται ότι θα κατασκάψουν συθέμελα τη Θήβα ή θα πεθάνουν. Ο Ετεοκλής, που πληροφορείται την απειλή, προσφεύγει στους θεούς και ζητά από αυτούς αλλά και από την πατρογονική κατάρα να προστατέψουν την ελεύθερη γη του Κάδμου.
Ο εχθρικός στρατός πλησιάζει την πόλη και ο Χορός βλέπει μικριά να σηκώνεται σκόνη στον αέρα, να ακούει τον κρότο των ασπίδων και των αρμάτων των Αργείων.Τρέμει από το φόβο του και προσεύχεται στους θεούς να απομακρύνουν τον κίνδυνο από την πόλη.
Ο Ετεοκλής ενθαρρύνει τις φοβισμένες γυναίκες του Χορού, προτείνοντάς τες ψυχραιμία και πειθαρχία, γιατί η πειθαρχία, τονίζει, είναι μητέρα της σωτηρίας και της νίκης.
Βιάζεται να φύγει, γιατί θέλει να στήσει τους έξι πολέμαρχους, και με τον ίδιο εφτά, στις εφτά πύλες του κάστρου, γερούς αντίμαχους στους εχθρούς της πόλης(282).
Μετά από την κίνηση αυτή του Ετεοκλή ο φόβος του Χορού μεγαλώνει και ζητά από τους θεούς να σώσουν την πόλη.
Ο Αγγελιαφόρος στο διάστημα αυτό σκιαγραφεί τους αρχηγούς των δύο αντιπάλων στρατευμάτων, που αντιπαρατάσσονται στις εφτά πύλες Αναφέρεται και στον έβδομο αρχηγό, τον Πολυνείκη, που, με τη στρογγυλή ολοκαίνουργη ασπίδα του στα χέρια, καυχιέται πως, αν κυριέψει τη χώρα και στεφανωθεί άρχοντάς της, θα τρέξει να αναμετρηθεί με τον αδερφό του Ετεοκλή και ή θα τον σκοτώσει και θα πέσει και ο ίδιος νεκρός δίπλα του, ή, αν μείνει ζωντανός, θα τον εκδικηθεί για την ατιμία της εξορίας του, διώχνοντάς τον, όπως κι εκείνος τον έδιωξε από την πόλη(632-638).
Αγανακτισμένος και εξοργισμένος με όσα ακούει από τον Αγγελιαφόρο ο Ετεοκλής καταριέται τη μοίρα του και είναι έτοιμος για έναν αγώνα ζωής ή θανάτου.
ΕΤ."Ω θεομίσητη, πολυκαταραμένη
γενιά μου, η πολύκλαφτη του Οιδίποδα.
Αλίμονο, οι κατάρες του πατέρα τώρα πιάνουν.
....
Όσο για τον Πολυνείκη θα δούμε
αν θα τον φέρουν πίσω άρχοντα στη χώρα...
Άρχοντας μ' όλο το δίκιο,
αδελφός με αδελφό, εχθρός με εχθρό του
θα χτυπηθώ..." (653-675).
Η αμοιβαία αλληλοκτονία πυργώνει στη σκέψη του Ετεοκλή και αναφωνώντας:
"Θεών διδόντων ουκ αν εκφύγοις κακά'.
"Κακό που οι θεοί προσφέρουν είναι αδύνατο να το αποφύγεις"(719), προχωρεί προς το οικτρό από τη μοίρα του τέλος.
Ο Χορός, που παρακολουθεί με τρόμο και αγωνία τα όσα συμβαίνουν, θυμάται την κατάρα του πατέρα τους, "σιδήρω την πατρώαν ουσίαν κατανείμαι"(788), και οδηγείται στη σκέψη μήπως έφτασε η ώρα να πραγματοποιηθεί αυτή.
"Φοβάμαι τη φρικτή θεά που αφανίζει
τα σπιτικά, χωρίς θεούς να μοιάζει
την κακομάντευτη της συμφοράς σημάδι
την Ερινύα, που η κατάρα του γονιού του,
μήπως μας βγάλει αληθινές όσες κατάρες
ξεστόμισ' ο Οιδίποδας, σαν σάλεψε ο νους του,
γιατί η κατάρα τούτη σπρώχνει τα παιδιά του
στα αναπόφευκτα δίχτυα του θανάτου"(720-726).
Δεν προλαβαίνει να εκφράσει τους φόβους του, και ο Αγγελιαφόρος φέρνει μια νέα είδηση:
ΑΓΓ."Χαρείτε εσείς παιδιά καλών μανάδων
κι η πόλη γλίτωσε από τα βρόχια της σκλαβιάς της.
Πάνε τα φουσκωμένα κούφια λόγια
που φαφλάτιζαν οι τρανοί. Η μπόρα πάει
και το καράβι δεν πλημμύρισε απ' τη φουρτούνα.
Η πόλη σώθηκε, μα οι άρχοντες τ' αδέλφια...
Νεκροί κι οι δυο...
Πάνε και δυό απο το ίδιο χέρι....
Η πόλη μας τη νίκη κέρδισε, μα οι δυό αρχηγοί μας
με σκυθικό σπαθί τα κτήματά τους τώρα
μοιράσανε, και θάχουνε για κλήρο
όση έκταση θα πάρουν γης μέσα στον τάφο
όπου τους έχουν κατεβάσει οι κατάρες
ενός τυφλού πατέρα"(815-819).
Στη ρήση του Αγγελιαφόρου αντιπαραβάλλονται άλλη μια φορά οι δύο όψεις του γεγονότος: Αγαλλίαση για τη σωτηρία της πόλης, οδύνη για την τραγική μοίρα των γιων του Οιδίποδα. Ο θρήνος του Χορού, που ακολουθεί, είναι μεγάλος σε έκταση και έμμεσα σημασιοδοτεί το τέλος μιας οδυνηρής πράξης, της αδελφοκτονίας.
ΧΟ."Εξέπραξεν, ουδ' απείπεν
πατρόθεν ευκταίας φάτις.
βουλαί δ' άπιστοι Λαίου διήρκεσαν,
μέριμνα δ' αμφί πτόλιν,
θέσφατ' ουκ αμβλύνεται"(840-844).
"Το είπε και το έκανε ως πέρα ο αφορεσμός ενός πατέρα.
Το παλιό αμάρτημα του Λάιου βάσταξε ως το τέλος.
Έγνοια περισφίγγει την πόλη
και δε θέλει ο άγριος χρησμός να ημερέψει".
Τελικά, ο Ετεοκλής, τον οποίο προβάλλει ο ποιητής ως υπαρασπιστή της πόλης, στο τέλος αποδεικνύεται ένας άνθρωπος με διπλό ρόλο: του πιστού υπερασπιστή της πόλης κα του καταραμένου γιου του Οιδίποδα, ο οποίος, μην μπορώντας να κατανοήσει την πατρική κατάρα, ξεκινά με δική του ευθύνη τον αδελφοκτόνο αγώνα, επειδή, όπως διατείνονταν, τον ήθελε ο ίδιος και τον ωθούσαν σ' αυτόν και οι θεοί.
Η Ζaklin de Romilly, που αναφέρεται στο βαθύτερο νόημα της τραγωδίας αυτής, γράφει: "Στην τραγωδία αυτή ο Αισχύλος είδε στην υπόθεση δύο πράγματα: κατ' αρχήν την ατμόσφαιρα μιας πολιορκημένης πόλης, κατατρεγμένης αλλά έτοιμης να αμυνθεί με ανδρεία. ΄Επειτα είδε το δράμα ενός ανθρώπου, που θα επιτεθεί κατά του αδελφού του, θα τον σκοτώσει και θα σκοτωθεί από αυτόν, έτσι και μόνο επειδή μια κατάρα, συνέπεια μακράς σειράς λαθών και δυστυχιών, τον βαραίνει και τον υποχρεώνει...Το παράξενο είναι πως και οι δύο αντίπαλοι επικαλούνται τη βοήθεια των ίδιων θεών και οι θεοί θα εισακούσουν τις παρακλήσεις τους. Η Θήβα τουλάχιστον θα σωθεί!"
Η Θήβα, πράγματι, σώζεται από την καταστροφή, δεν την αποφεύγουν όμως τα δύο αδέρφια. Τους σκοτώνει η πατρική κατάρα. Και αναρωτιέται ο θεατής. Πόσο ευθύνονται τα δύο αδέρφια για το θάνατό τους και τι έπραξαν, για να αποφύγουν την πατρική κατάρα; Από όσα εκθέσαμε σχεδόν τίποτα. Οχυρώθηκαν πίσω από μια τακτική, η οποία δεν οδηγούσε παρά στη ρήξη και το θάνατο. Ο Πολυνείκης, ο αδικημένος αδελφός- που δεν εμφανίζεται στη σκηνή, παρά μόνο γίνεται μνεία του ονόματός του-κατηγορούσε τον Ετεοκλή ως επίορκο και σφετεριστή του βασιλικού θρόνου της Θήβας, ενώ ο Ετεοκλής χαρακτήριζε τον αδερφό του εχθρό και προδότη της πατρίδας, γεγονός που όξυνε την αντίθεσή τους και δυνάμωνε το μίσος του ενός απέναντι του άλλου, ώστε τελικά μόνοι τους να οδηγηθούν στο θάνατό τους, επαληθεύοντας την πατρική κατάρα. Οι ίδιοι έγιναν αθύρματα της μοίρας τους και επαλήθευσαν, δυστυχώς, τη σοφή φράση: Ον ο θεός βούλεται απολέσαι μωραίνει. Έτσι συνέβη τότε και έτσι θα συμβαίνει στους αιώνες, εφόσον οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις διαφορές τους με πνεύμα μίσους και εχθρότητας και όχι με πνεύμα κατευνασμού, σύνεσης και νηφαλιότητας.
Και ο τραγικός κλείνει το πρώτο μέρος της τραγωδίας με τη δήλωση του Χορού:
ΧΟ."Και πήρε τέλος η έχθρα τους
στα χώματα τα πατρικά
με το δικό τους αίμα ποτισμένα.
Οι δύο ζωές τους σμίξανε,
γιατί και οι δύο είναι ένα αίμα.
Μαύρος, πικρός ξεδιαλυτής
το σίδερο το ξενικό...
Πικρός και κακομοιραστής
στο βιος ο Άρης ο τρανός,
αυτός που τώρα βγάζει πέρα
τη φοβερή κατάρα του πατέρα!" (938-946).
Ο χορός, παρά την προσπάθειά του, δεν μπόρεσε να προλάβει το κακό και τώρα το σχολιάζει, θέλοντας να τονίσει στο θεατή πως οι άνθρωποι είναι αδύναμα πλάσματα και γίνονται αθύρματα στις θελήσεις των θεών. Τα παιδιά πληρώνουν για τα αμαρτήματα των γονιών τους. Ο Ετεοκλής γνωρίζει το βάρος της πατρικής κατάρας αλλά το μίσος για τον αδελφό του τον τυφλώνει και δεν του επιτρέπει να μετριάσει την οργή του, ενώ την ίδια στιγμή η Ερινύα, πανευτυχής, βλέπει να συνεχίζεται η τιμωρία ανθρώπων της τρίτης γενιάς, όπως είναι η αλληλοκτονία των δύο αδελφών.
Με το θάνατό τους η σκηνή αδειάζει. Η γενιά του Λάιου έχει ηττηθεί και η Άτη υψώνει το τρόπαιό της.Το πάθος της εξουσίας και η περιφρόνηση της πατρικής κατάρας τυφλώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν ακόμη και στο φόνο του αδελφού! Γι' αυτό οι άνθρωποι οφείλουν να είναι περισσότερο προσεκτικοί, περισσότερο ψύχραιμοι, λογικοί και δίκαιοι. Επιπλέον να δείχνουν σεβασμό στους θεούς και στους γονείς τους, ώστε να αποφεύγουν την κατάρα τους, αφού αυτή αργά ή γρήγορα τιμωρεί τον ασεβή και μάλιστα θανάσιμα, όπως συνέβη με τα δύο αδέλφια, που από την όλη διαμάχη τους δεν κέρδισαν παρά δυό μέτρα γης!


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Αριστοφάνη: Ειρήνη.Ο Ερμής και η χρυσή κούπα

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ:ΕΙΡΗΝΗ
(Μεγάλα Διονύσια 421 π.Χ.)
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.) μαίνεται εδώ και δέκα χρόνια και οι Αθηναίοι, αποκλεισμένοι στην πόλη τους από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, υποφέρουν τα πάνδεινα. Το φθινόπωρο του 422 π.Χ., στη μάχη της Αμφίπολης, σκοτώνονται οι δύο φολοπόλεμοι ηγέτες: ο αθηναίος δημαγωγός Κλέων και ο βασιλιάς της Σπάρτης Βρασίδας.Τους διαδέχονται στην εξουσία δύο ειρηνόφιλοι άνδρες, ο Νικίας και ο Πλειστοάνακτας, αντίστοιχα.
Ο Αριστοφάνης, φανατικός ειρηνόφιλος και ακούραστος πολέμιος των πολεμοκάπηλων της εποχής του, αγωνίζεται με πάθος να πετύχει την ειρήνευση μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Η συγκυρία και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ευνοεί μια τέτοια προσπάθεια, γι' αυτό και ο ποιητής, τη στιγμή που αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ των εμπολέμων, γράφει και ανεβάζει στη σκηνή την κωμωδία του Ειρήνη. Απαιτεί, μέσω αυτής, όχι μόνον από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες αλλά και από τους Πανέλληνες να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο και να συνάψουν μεταξύ τους ειρήνη.
Πρωταγωνιστής της προσπάθειας για ειρήνη είναι ένας απλός αμπελουργός από την Αθήνα, ο Τρυγαίος. Ανησυχεί και αγωνιά κι αυτός, όπως και οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες του για τη συνέχιση του πολέμου, και αποφασίζει με ένα κοπροσκαθάρι να ανεβεί στον Όλυμπο, για να φέρει τη φυλακισμένη εκεί από τον Πόλεμο Ειρήνη, αλλά και για να ρωτήσει το Δία, γιατί σκοτώνονται οι Έλληνες μεταξύ τους.
Φτάνοντας με το κοπροσκαθάρι του έξω από το παλάτι του Δία, συναντά τον Ερμή, φρουρό του παλατιού. Ο Θεός, βλέποντας μπροστά του τον Τρυγαίο, ένα βρωμιάρη άνθρωπο, παραξενεύεται και αναφωνεί αηδιασμένος από την μπόχα που αναδίδουν τα ρούχα του.
( στίχ.180).
ΕΡΜ.Ηρακλή μου, τι τέρας είναι τούτο δω;
ΤΡΥΓ.Ιπποκάνθαρος. Αλογοσκαθάρι.
ΕΡΜ.Βρε κάθαρμα, ξετσίποτε κι αποκοτιάρη
βρε βρωμερέ, βρωμοκοπρίτη, αρχιβρωμιάρη
πώς ήρθες εδώ επάνω, χιλιοβρωμισμένε;
Ποιο είναι το όνομά σου;
ΤΡΥΓ. Αρχιβρωμιάρης.
Είμαι ο Τρυγαίος από της Αθμονίας το Δήμο
καλός αμπελοδουλευτής, όχι κανένας ρουφιάνος
που τα ανακατώματα του αρέσουν.
ΕΡΜ.Και γιατί ήρθες;
ΤΡΥΓ. Τα κρέατα τούτα να σου φέρω.
O πονηρός αμπελουργός του προσφέρει αμέσως τα νόστιμα κρέατα και ο σκληρός θεός αρχίζει να μαλακώνει. Αλλάζει κάπως διάθεση και στάση απέναντι στο μέχρι τώρα βρωμιάρη Τρυγαίο και του λέει.
ΕΡΜ.Ω καημενούλη, πώς ήρθες;
ΤΡΥΓ. Αχ, λιχούδη, βλέπεις τώρα πως πια δε σου φαίνομαι βρωμιάρης; Πήγαινε τώρα και κάλεσέ μου το Δία( ίθι νυν κάλεσόν μοι τον Δία).
Ο Ερμής, ξαφνιασμένος με την απαίτηση του Τρυγαίου, του λέει ότι ο Δίας και οι θεοί εγκατέλειψαν τον Όλυμπο και έφυγαν εξοργισμένοι με τους Έλληνες, γιατί, ενώ τους έδωσαν τόσες ευκαιρίες για ειρήνη, εκείνοι αδιαφόρησαν και συνέχισαν τον αδελφοκτόνο πόλεμο. Τώρα τη θέση τους κατέχει ο Πόλεμος και κυβερνά ανεμπόδιστα. Έχει μάλιστα φυλακίσει σε μια σπηλιά την Ειρήνη και την κρατά εκεί αλυσοδεμένη.
Ο Τρυγαίος, που ακούει την είδηση, δεν απογοητεύεται. Επιμένει και θερμοπαρακαλεί τον Ερμή, όπως και ο Χορός, να βοηθήσει, ώστε να λευτερώσουν την Ειρήνη. Ο Ερμής όμως, θέλοντας να τους αποτρέψει, επειδή φοβάται και την τιμωρία από το Δία, τους τονίζει πως ψες το βράδι μάλιστα ο Πόλεμος έφερε ένα μεγάλο γουδί, όπου ρίχνει και στουμπίζει σαν σκόρδα τις πόλεις.
ΠΟ. Μέγαρα, Μέγαρα, θα σας κοπανίσω
τώρα κι εσάς και σκορδαλιά όλα θα σας κάνω.
Συνεχίζοντας τις απειλές τους αναφέρει πως θα συντρίψει τη Σικελία και άλλες πόλεις.
Ο Τρυγαίος είναι κρυμμένος σε μια γωνιά και γεμάτος φόβο και αγωνία ακούει τις απειλές του Πολέμου, που ζητά να του φέρουν το γουδοχέρι από την Αθήνα ή τη Σπάρτη, για να κοπανίσει κι άλλες πόλεις, πλην όμως παίρνει την απάντηση από το δούλο του Κυδοιμό πως το έχασαν οι πόλεις αυτές. Εκείνος τότε νευριασμένος αποχωρεί, απειλώντας πως θα κατασκευάσει ένα δικό του γουδοχέρι, για να μη δανείζεται ξένα.(Φεύγει).
Ο Τρυγαίος, ανακουφισμένος από τη τροπή που πήραν τα πράγματα, βγαίνει από την κρύπτη του και καλεί τους Πανέλληνες να λευτερώσουν την Ειρήνη.
(στίχ.292)
ΤΡΥΓ.Έλληνες, τώρα είναι η ώρα, από μπελάδες
και μάχες γλιτωμένοι, ν' ανασύρουμε
την κοσμαγάπητη έξω την Ειρήνη,
πριν μπει στη μέση κι άλλο γουδοχέρι(δοίδυξ).
Ξωμάχοι εσείς, έμποροι και μαστόροι
και δουλευτάδες, μέτοικοι και ξένοι,
κι εσείς νησιώτες, όλοι οι λαοί τρεχάτε,
με σχοινιά, λοστούς και τσάπες, γρήγορα
και ήρθε η στιγμή να πάνε όλα καλά.
ΧΟ.Πανέλληνες, ας τρέξουμε για βοήθεια περισσότερο από κάθε φορά,
γλιτώνοντας από στρατεύσεις και από αιματόβρεχτα κακά,
γιατί έλαμψε εδώ η μέρα που το Λάμαχο μισεί.
Ο Έρμης όμως, που θέλει να βοηθήσει, αλλά φοβάται την τιμωρία από το Δια, προσπαθεί να εμποδίσει τον Τρυγαίο, και του λέει:
ΕΡΜ.Δεν ξέρεις ότι ο Δίας προειδοποίησε ότι θα θανατωθεί
όποιος πιαστεί να ξεθάβει την Ειρήνη;
ΤΡΥΓ. Για όνομα των θεών μην το μαρτυρήσεις Ερμή.
ΕΡΜ. Δεν μπορώ να κρατήσω κλειστό το στόμα μου.
ΤΡΥΓ. Στο όνομα των κρεάτων που σου έδωσα, κάνε μου αυτή τη χάρη.
Τον παρακαλεί και ο Χορός.
ΧΟ.Σε παρακαλούμε πάψε,τώρα αντίδικός μας να 'σαι
και θυσίες ιερές και μεγάλες προσφορές
πάντα θα σου κάνουμε και θα σε δοξάζουμε,
κύριέ μας.
Ο Τρυγαίος, βλέποντας την αντίσταση του Ερμή, θέτει σε ενέργεια την πονηριά του. Του αποκαλύπτει δήθεν μια συνωμοσία του Ήλιου και της Σελήνης εναντίον των θεών του Ολύμπου. Ο Ήλιος και η Σελήνη του λέει, καταδίνουν στους βαρβάρους την Ελλάδα, επειδή αυτοί προσφέρουν θυσίες στους θεούς και οι βάρβαροι στον Ήλιο και τη Σελήνη. Γι' αυτό παρακαλεί τον Ερμή να γίνει βοηθός τους, αφού αυτοί αυτόν προσκυνούν και λατρεύουν.
(στίχ. 406-427)
ΤΡΥΓ.Ναι, μα το Δία. Γι' αυτό, φίλε Ερμή, γίνε
βοηθός μας, πρόθυμα κι έλα να τραβήξεις
τώρα εσύ μαζί μας έξω την Ειρήνη.
Και τότε όλα τα θεϊκά μας πανηγύρια
θα τα γιορτάζουμε μονάχα στ' όνομά σου.
Παντού θα θυσιάζουν
στον αλεξίκακο Ερμή. Μα και πολλά άλλα
καλά θα δεις. Και πρώτα πρώτα πάρε ετούτο
το δώρο κι έχε το να κάνεις τις σπονδές σου.
(Του προσφέρει μια ολόχρυση κούπα)
Ο Ερμής, βλέποντας τη χρυσή κούπα, αλλάζει τακτική και διάθεση. Μαλακώνει και ευχαριστημένος αναφωνεί:
ΕΡΜ.Ω πώς με κάνουν σπλαχνικό οι χρυσές οι κούπες;
Τώρα εμπρός λοιπόν, λεβέντες, τη δουλειά σας κάμετε.
Μπείτε αμέσως με τις τσάπες και τις πέτρες βγάλτε,
λευτερώστε την Ειρήνη".
Η χρυσή κούπα έκανε το θαύμα της τη στιγμή που δεν μπόρεσαν να το πετύχουν ούτε τα παρακάλια των ανθρώπων ούτε και η προσφορά νόστιμων κρεάτων στο θεό. Η θέα της χρυσής κούπας άλλαξε τη διάθεση, την ιδεολογία, τις αξίες που υπηρετούσε ο Ερμής, λησμόνησε την αυστηρή τιμωρία του Δία, που επικαλούνταν, για να δικαιολογήσει την άρνησή του να βοηθήσει. Το χρήμα διαφθείρει συνειδήσεις, ιδεολογίες, αρχές ακόμη κι αν πρόκειται και για θεούς, όπως ο Ερμής. Γι΄αυτό δίκαια αναρωτιέται ο σημερινός θεατής, που παρακολουθεί μία παράσταση της Ειρήνης. Τι άλλαξε από τότε ως σήμερα στον κόσμο; Τίποτε. Γι' αυτό και η κωμωδία του Αριστοφάνη εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και σήμερα, όπως και τότε, αφού στην ουσία τίποτε δεν άλλαξε στην ανθρώπινη φύση.
Στο τέλος, ο φτερωτός θεός, ταυτίζεται κι αυτός με τον Τρυγαίο και το Χορό και αγωνίζεται μαζί τους να λευτερώσουν την Ειρήνη από τη σπηλιά. Και όταν, με τη συνεργασία όλων, το πετυχαίνουν, τότε ο θεοσεβής Τρυγαίος προσφέρει σπονδές στους θεούς για την ευόδωση του έργου του, ενώ την ίδια στιγμή θυμίζει στους ανθρώπους πόσο άχρηστες είναι οι ασπίδες και τα όπλα. Τελικά, πέρα από τη δύναμη του χρυσού, ο αναγνώστης κατανοεί πως η ειρήνη είναι πάντοτε καλύτερη από τον πόλεμο. Γι' αυτό και οφείλει να αγωνίζεται γι' αυτήν, να την προστατεύει και να την υπερασπίζεται, όταν κινδυνεύει.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Ειδυλλιακά τοπία στα έπη του Ομήρου

Ο Όμηρος, αν και τυφλός, κατά την παράδοση, μας έχει δώσει στα δύο έπη του αριστουργηματικές περιγραφές ειδυλλιακών τοπίων, τις οποίες μόνον ένας λογοτέχνης με όραση, παρατηρητικότητα και ευαισθησία μεγάλη θα μπορούσε να περιγράψει. Με τις θαυμάσιες περιγραφές του ο ποιητής, όχι μόνο σαγηνεύει τον αναγνώστη ή τον ακροατή, αλλά ταυτόχρονα ποικίλλει και ομορφαίνει την αφήγησή του. Για τον ποιητή η Φύση άλλοτε είναι όμορφη και μαγευτική και άλλοτε φοβερή και τρομερή. Στην πρώτη περίπτωση χαροποιεί τον άνθρωπο, του στάζει δροσιά και βάλσαμο στην ψυχή, τον λυτρώνει από τις καθημερινές του έγνοιες και τον συγκινεί, ενώ στη δεύτερη, τον τρομάζει, τον προβληματίζει και τον πανικοβάλλει.
Πάντως, και οι δύο περιπτώσεις απεικονίζουν την πραγματικότητα της ζωής με τις χαρές και τις λύπες της. Γι' αυτό ο άνθρωπος πάντα θα προτιμά τις πρώτες από τις δεύτερες.
Η Φύση στη ματιά του Ομήρου είναι καθαρή, παρθενική και όμορφη. Αξίζει να ζει κανείς μέσα σ' αυτήν και να δημιουργεί, να αισθάνεται χαρούμενος και να αντιλαμβάνεται πως δεν είναι γι' αυτόν μόνον τροφός και δάσκαλος, αλλά και σημαντική πηγή ψυχικής αγαλλίασης, στοχασμού, ελευθερίας και καλλιτεχνικής έμπνευσης, ώστε να ταυτίζεται πολλές φορές μαζί της, να την αγαπά, να τη σέβεται και να τη θεοποιεί!
Αυτή τη Φύση προσπαθεί να μας γνωρίσει ο ποιητής με το χρωστήρα του λόγου του και να μας κάνει κοινωνούς της ομορφιάς της, αφού αντιλαμβάνεται ότι, ζώντας κανείς μέσα σ' αυτήν, δεν εξαγνίζει μόνο την ψυχή του αλλά ταυτόχρονα εμπνέεται από αυτήν και γίνεται υμνητής, ζωγράφος και ποιητής.
Αν, επομένως, η παράδοση θέλει τον ποιητή των δύο επών, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, τυφλό, η πραγματικότητα το διαψεύδει περίτρανα. Αποδεικνύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λαθεμένη την αντίληψη αυτή και την απορρίπτει, κάτι που θα φανεί και από τα κείμενα που ακολουθούν.
Οι θεοί στον Όλυμπο έχουν αποφασίσει να επιστρέψει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη και στέλνουν τον Ερμή στην Καλυψώ, για να μεταφέρει την απόφασή τους αυτή στη θεά. Ο φτερωτός θεός, με ένα του άλμα, φτάνει στο νησί. Στέκεται μαγεμένος έξω από τη σπηλιά της Θεάς και θαυμάζει την ομορφιά της γύρω φύσης.
" Σ' αυτό το σπήλαιο μέσα η Νύμφη
κατοικούσε η λαμπροπλέξουδη και μέσα εκεί τη βρήκε.
Φωτιά μεγάλη έκαιγε στη στια και μια ευωδιά απ' αλάργα
μοσκοβολούσε στο νησί, κέδρου κι αφράτης θούγιας
που καίγονταν. Κι η Καλυψώ μ' ολόχρυση σαΐτα
στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.
Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος
με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με λεύκες και με σκλήθρα,
όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,
γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδαλούπες,
θαλασσοπούλια που αγαπούν τα πέλαγα να σκίζουν.
Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη
κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερες βρύσες στη σειρά γλυκό νερό αναβρύζαν,
κοντά-κοντά, κι άλλη απ' αλλού κυλούσε τα νερά της.
Κι ανθούσαν γύρω στη στεριά λιβάδια με γιοφύλια
και σέλινα, που αν τα 'βλεπε κι αθάνατος ακόμα,
θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του.
Εκεί στεκότανε ο Ερμής και θαύμαζε θωρώντας"(ε 58-75)

Η περιγραφή συναρπάζει τον αναγνώστη.
Ο ποιητής αρχίζει την αναφορά του με το κεντρικό πρόσωπο, την καλοπλέξουδη Καλυψώ, που μέσα στη λαμπρή σπηλιά της, η οποία ευωδιάζει από πεύκο και θούγια, υφαίνει ευτυχισμένη στον αργαλειό της και τραγουδά, μοτίβο γνωστό στον Όμηρο, για να ακολουθήσει η περιγραφή του ειδυλλιακού τοπίου και αμέσως μετά η δυσάρεστη είδηση, που ανατρέπει όλη εκείνη την ομορφιά. Η χαρούμενη διάθεση μετατρέπεται σε λύπη, όταν μαθαίνει πως πρέπει να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα να φύγει για την πατρίδα του.
Το τοπίο γύρω από την σπηλιά της θεάς είναι θαυμάσιο. Μια απλωμένη κληματαριά με τα γλυκά της σταφύλια καλύπτει τη γύρω περιοχή, τέσσερες βρύσες χύνουν τα άφθονα δροσερά νερά τους και και γύρω τους ανθίζουν λιβάδια με γιοφύλια και σέλινα. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το ειδυλλιακό τοπίο, που βλέπει και θαυμάζει όχι μόνο ο φτερωτός θεός αλλά και ο κάθε επισκέπτης. Ικανοποιούν την όραση, την ακοή, τη γεύση και την όσφρηση. Μαζί με το θεό χαίρεται και ο σύγχρονος αναγνώστης, νοερά έστω, γιατί ένα τέτοιο θαυμάσιο τοπίο τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα πιο σπάνιο και επομένως περισσότερο αναγκαίο στον άνθρωπο των μεγαλουπόλεων και του τσιμέντου.
Ο ποιητής όμως, πέρα από τη φυσική ομορφιά του τοπίου, ξέρει να βλέπει και να εκτιμά και την ομορφιά που απλώνεται μέσα σε ένα κήπο, καθαρό δημιούργημα της φιλοπονίας του ανθρώπου, που αγαπά τη Φύση. Πρόκειται για τον κήπο στο παλάτι του Αλκίνοου, που είναι προστατευμένος με φράκτη και είναι φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα, που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο, ενώ δύο βρύσες, η μια ποτίζει με τα νερά της τον κήπο, ενώ η άλλη προσφέρει τα νερά της για τις ανάγκες του κόσμου.
"έκτοσθεν δ' αυλής μέγας όρχατος άγχι θυράων
τετράγυος, περί δ' έρκος ελήλαται αμφοτέρωθεν.
ένθα δε δένδρα μακρά πεφύκασι τηλεθόωντα,
όγχναι και ροιαί και μηλέαι αγλαόκαρποι κτλ."
"Στ' απόξω μέρος της αυλής, κοντά στις πόρτες, είχε
μεγάλο κήπο, τεσσάρων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης
γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα,
φύτρωναν δροσερά, αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με μήλα,
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές επάνω στον ανθό τους,
που δεν τους έλειπε ο καρπός χειμώνα καλοκαίρι,
μήτε ποτές τον έχαναν, μον' άπαυτα φυσώντας
ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Μετά απ' τ' αχλάδια, αχλάδια ανθούν, μετά απ' τα μήλα, μήλα,
σύκο το σύκο γίνεται, σταφύλι το σταφύλι.
Είχε κι ένα πολύκαρπο αμπέλι φυτεμένο.
Άλλες του λιάστρες ξήραινε σε γη στρωμένη ο ήλιος
κι άλλα σταφύλια που τρυγούν κι άλλα πατούν ξοπίσω.
.......................... και στους στερνούς τους όργους,
λογής με τέχνη φύτρωναν πρασιές πάντα ανθισμένες.
Δύο βρύσες έτρεχαν, κι μια πότιζε όλο τον κήπο,
κι απ' το κατώφλι της αυλής, η άλλη απ' τ' άλλο μέρος,
προς το παλάτι πήγαινε, όθε έπαιρνε ο κόσμος.
Τέτοια χαρίσανε οι θεοί δώρα λαμπρά του Αλκίνοου"( η 112-132
)
Ο ποιητής, περιγράφοντας το τοπίο γύρω από τη σπηλιά της Καλυψώς, μας παρουσιάζει ένα φυσικό τοπίο, ενώ στον κήπο του Αλκίνοου, ένα τοπίο (κήπο), καθαρό δημιούργημα της ανθρώπινης φιλοπονίας και αγάπης στη Φύση.
Στην "Κυκλώπεια" ο Όμηρος, ακολουθώντας το γνωστό του μοτίβο, πλάθει με τη φαντασία του ένα όμορφο νησάκι απέναντι από το νησί των Κυκλώπων, το οποίο φαντάζεται ως προθάλαμος, ως δόλωμα της Φύσης, για να προσελκύσει τον ταξιδιώτη σ' αυτό και από εκεί η περιέργειά του να τον ρίξει στα σαγόνια του ανθρωποφάγου τέρατος, του Κύκλωπα, που ζει στο διπλανό νησί, βόσκοντας τα γιδοπρόβατά του με τους ομοίους του.Το ευχάριστο και χαρούμενο συναίσθημα που νιώθει ο επισκέπτης αυτού του ήρεμου νησιού σε λίγο μετατρέπεται σε συμφορά, σε φόβο και σε θλίψη μεγάλη με το θάνατο των συντρόφων του Οδυσσέα, από το μονόφθαλμο Πολύφημο (Κύκλωπα), γιο του Ποσειδώνα
" Κι ένα νησάκι απλώνεται πιο πέρα απ' το λιμάνι,
ούτε κι αλάργα ούτε κοντά στη χώρα των Κυκλώπων,
πολύδεντρο, όπου αμέτρητα τα άγρια γίδια βόσκουν
γιατί πατήματα ποτές ανθρώπων δεν τα σκιάζουν,
μήτε συχνάζουν κυνηγοί, που στα πυκνά λαγκάδια
και στις ψηλές βουνοκορφές παν και τσακούν τα πόδια.
Κοπάδια απάνω στο νησί δεν έχει ούτε χωράφια,
μον' άσπαρτο κι ανόργωτο χρόνο καιρό είναι έρμο
και μόνο θρέφει στις βοσκές βελαζολάλες γίδες.
Δεν έχουν κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες καράβια
μήτε τεχνίτες καραβιών πλεούμενα να φτιάσουν
σε κάθε χρήσιμη δουλειά, να πάνε σ' άλλους τόπους,
όπως συχνά τις θάλασσες περνώντας τρέχουν άλλοι,
να φέρουν στ' αφροχώματο νησί να τους δουλέψουν.
Ξερό δεν είναι. Θα 'φερνε κάθε καρπό στην ώρα.
Γιατί από την άκρη του γιαλού αρχίζουν τα λιβάδια
δροσάτα απαλοχώματα. Τα αμπέλια αιώνια θα 'ταν.
Η γη στρωτή για όργωμα. Παντού βαθιά χωράφια,
με χώμα αφράτο, που ο καιρός σαν έρθει, θα θερίσεις.
Κι έχει λιμάνι απάνεμο, που μήτε παλαμάρια
θέλεις εκεί,μήτε άγκυρες, μήτε σχοινιά να δέσεις,
μον' αραγμένος κάθεσαι καιρό, όσο το πρίμο αγέρι πάρει.
Και μια πηγή στου λιμανιού το βάθος αναβρύζει
νεράκι, κάτω απ' τη σπηλιά και γύρω ανθίζουν λεύκες"( ι 115-141
).
Ο ποιητής, απ' το ωραίο τοπίο της Καλυψώς και το θαυμάσιο κήπο του Αλκίνοου, μας μεταφέρει στο ερημικό νησί και περιγράφει όχι μόνο τις ομορφιές που έχει το νησί αλλά και τι του λείπει. Έτσι, την αρνητική διατύπωση στην περιγραφή, τη διαδέχεται η καταφατική, η θετική.
Πάντως, πρόκειται για ένα μαγευτικό παρθένο ερημονήσι, κατάλληλο για ξεκούραση στον περαστικό ναυτικό.
Μήπως με τον ίδιο τρόπο δεν παρουσιάζει ο ποιητής και το νησί της Κίρκης, όπου φτάνει ο Οδυσσέας με το καράβι του; Από μακριά προβάλλει το μαρμαροχτισμένο παλάτι της θεάς μάγισσας, που προκαλεί την επίσκεψη μιας ομάδας ανδρών του Οδυσσέα. Οι άνδρες, περίεργοι όπως είναι, φτάνουν και θαυμάζουν το παλάτι της Κίρκης. Τους βλέπει η θεά, τους υποδέχεται με ναζιάρικη προσποίηση και αμέσως με το μαγικό της ραβδί τους μεταμορφώνει σε χοίρους. Η θεά εξοντώνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες με το ραβδί της και τους μεταμορφώνει σε ζώα. Στο παλάτι υπάρχουν και άλλοι που είχαν την τύχη των συντρόφων του Οδυσσέα και είναι αυτοί που είναι μεταμορφωμένοι σε ήρεμα λιοντάρια και άλλοι σε άκακους λύκους. Το παραμύθι καλά κρατεί.Η περιγραφή είναι εντυπωσιακή και εξυπηρετεί τους σκοπούς της θεάς μάγισσας, ενώ, ως ένα σημείο, ικανοποιεί και τον επισκέπτη ή αναγνώστη.
"Μες στο λαγκάδι βρήκανε της Κίρκης το παλάτι
σε μια κορφούλα αγναντερή, με μάρμαρα χτισμένο.
Λιοντάρια λαγκαδόθρεφτα και λύκους είχε γύρω,
που με βοτάνια μαγικά τα 'χει όλα μερωμένα
μηδ' ορμήσαν απάνω τους, μον' τις μακρές ουρές τους
κουνούσαν κι όρθια σταθήκαν...
......Κι όλοι ετρέμαν τέτοια θεριά σαν είδαν.
Κι άκουσαν μέσα με γλυκιά φωνή που τραγουδούσε,
την Κίρκη κι έφαινε άφθαρτο πανί μεγάλο, ως είναι
όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα"(κ 213-226).
Οι άνδρες του Οδυσσέα, αντί να υποψιαστούν με τα όσα είδαν, αφέθηκαν στην τύχη τους και η κακιά μάγισσα τους μεταμόρφωσε κι αυτούς σε ζώα. Τα φαινόμενα, δυστυχώς, εξαπατούν και οι άνθρωποι οφείλουν να είναι περισσότερο προσεκτικοί και δύσπιστοι, αν δε θέλουν να γίνονται θύματα σε τέτοιους διπρόσωπους ανθρώπους.
Θα κλείσουμε το σημείωμά μας με δύο χωρία από την Ιλιάδα. Το πρώτο αναφέρεται στην τρυφερή σκηνή Δία-Ήρας, ενώ το δεύτερο στην περιγραφή μιας σκηνής που φιλοτέχνησε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα.
Η Ήρα, για να προκαλέσει ερωτικά το Δία, στολισμένη με λαμπρά φορέματα και λάμποντας από ομορφιά, επισκέφτεται το σύζυγό της με το πρόσχημα ότι πηγαίνει να δει τα πέρατα του κόσμου. Εκείνος, ξαφνιασμένος από την ομορφιά της, θέλει να την πείσει να μείνει και να κοιμηθούν μαζί, ενώ εκείνη αρνείται με την πρόφαση ότι δεν είναι κατάλληλο το μέρος και η ερωτική τους συνεύρεση θα γίνει ευχάριστο θέαμα σε όλους του θεούς. Τότε ο γυναικοκατακτητής Δίας βάζει τα δυνατά του και προσπαθεί να την πείσει ότι θα δημιουργήσει τέτοια φωλίτσα για τον έρωτά τους, ώστε και οι ακτίνες του ήλιου να μην μπορούν να τους εντοπίσουν! Η προσποίηση της Ήρας τελεσφόρησε και ο μεγάλος γυναικοκατακτητής έπεσε στα πλοκάμια της.
"Είπε, κι ο Δίας πήρε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του.
Για χάρη τους η θεία γη έβγαλε κάτωθέ τους χλωρό χορτάρι
και δροσερό αγριοτρίφυλλο και κρόκους και υακίνθους
πυκνούς και απαλούς, κρατώντας τους ψηλά απ' το χώμα.
Πλάγιασαν μέσα εκεί κρυμμένοι σε όμορφο σύννεφο
χρυσό, κι έπεφταν στη γη στιλπνές δροσοσταλίδες"( Ξ 346-361).

Το δεύτερο χωρίο αναφέρεται στην ασπίδα του Αχιλλέα, έργο της τέχνης του θεού Ήφαιστου. Ο ποιητής στο χωρίο αυτό περιγράφει μια σκηνή τρύγου, όπου, νέοι και νέες, τραγουδώντας το τραγούδι του Λίνου, τρυγούν τ' αμπέλια χαρούμενοι με τη συνοδεία του ήχου γλυκιάς κιθάρας και των τραγουδιών τους. Η σκηνή είναι γεμάτη από χρώμα, ζωντάνια, κίνηση και ήχο, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα σε όσα, βέβαια, μέρη εξακολουθεί να γίνεται ο τρύγος
..
"Σχεδίασε κι αμπέλι σταφύλια φορτωμένο,
πανέμορφο, χρυσό. Μαύριζαν πάνω τα σταφύλια του,
κι ως πέρα στήριζαν τα κλήματα διχάλες ασημένιες.
Άνοιξε πλάι χαντάκι βαθυγάλαζο υψώνοντας ολόγυρα,
φράχτη από καλάμι, μόνο ένα μονοπάτι στο αμπέλι οδηγούσε,
από εκεί περνούσαν οι κουβαλητές την εποχή του τρύγου.
Και κουβαλούσαν το γλυκό καρπό, όλο χαρά, νέες
και παλικάρια μες σε πλεχτά καλάθια.
Ανάμεσά τους ένα αγόρι 'επαιζε γλυκιά μελωδική κιθάρα
και γλυκοτραγουδούσε απαλά του Λίνου το τραγούδι,
οι άλλοι, όλοι μαζί τα πόδια τους χτυπώντας, ακολουθούσαν
χοροπηδώντας με φωνές και με τραγούδια"(Ξ 501-572
).
Ασφαλως, με τα χωρία που παραθέσαμε από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, δεν εξαντλήσαμε το θέμα, μια και υπάρχουν πολλά άλλα χωρία στα έπη του Ομήρου, μικρότερα σε έκταση ή και μεγαλύτερα, αλλά νομίζουμε πως και μ' αυτά που επιλεκτικά σας παρουσιάσαμε, όχι μόνο αποδεικνύουν την ικανότητα του ποιητή να περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο σκηνές μονομαχιών, τραυματισμών ή σκοτομών στα έπη του, αλλά παράλληλα και να φιλοτεχνεί με μοναδικό τρόπο σκηνές και εικόνες χαρούμενες, ζωντανές, πολύχρωμες και ανθρώπινες. Ο ποιητής περιγράφει με την ίδια ικανότητα και αυτάρκεια σκηνές φόβου αλλά και σκηνές χαρούμενες, τρυφερές ανθρώπινες. Είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Προκειται, ασφαλώς, για έναν μεγάλο καλλιτέχνη, ποιητή και ζωγράφο, που θαύμασε και θαυμάζει ο κόσμος όλος, για τον οποίο όμως ουδείς μπορεί πια να ισχυριστεί ότι υπήρξε τυφλός.
[Ο ΄Ομηρος δεν ήταν άνθρωπος που ετοιμολογούν πολλοί το όνομά του από το (ο+μη+ ορών), ούτε και ένας αιχμάλωτος (αιχμή+ αλίσκομαι), όπως τον θέλουν άλλοι (Όμηρος=σκλάβος πολέμου). Ο μεγάλος ποιητής ήταν ελεύθερος άνθρωπος από την Ιωνία, έβλεπε και παρατηρούσε τον κόσμο όσο λίγοι άνθρωποι. Έγραψε τα έπη του στην πατρογονική του γλώσσα, την ιωνική, γιατί αυτήν μιλούσε ο ίδιος και οι συμπατριώτες του και σ΄αυτήν ήταν γραμμένα και άλλα πριν από αυτόν κείμενα!]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ