Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014



Ο  ατίθασος Ποσειδώνας θεός της θάλασσας ή της γης;


Ο Ποσειδώνας, αδελφός του Δία και του Πλούτωνα, αν και θεωρείται θεός της θάλασσας, στην Οδύσσεια εμφανίζεται με επίθετα που συνηγορούν ότι είναι θεός της γης  (γαιήοχος, ενοσίγαιος, ενοσίχθων)  και όχι της θάλασσας.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, και ο ποιητής κάθε τόσο από τη μια συνοδεύει το όνομα του Ποσειδώνα με τέτοια επίθετα, ενώ από την άλλη τον εμφανίζει να ενεργεί ως θεός της θάλασσας, που με την τρίαινά του αναταράζει τη θάλασσα, προκαλεί τρικυμίες και καταιγίδες, σπάζει ή ανατρέπει σχεδίες και πνίγει στο πέλαγος τους ανθρώπους;
Λογικό το ερώτημα.Πόσο όμως ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή όχι η εντύπωση αυτή που σχηματίζει ο αναγνώστης τους έπους; Πιστεύουμε πως  δε θα αφήσει αναπάντητο το ερώτημα ο ποιητής αλλά θα χρειαστεί λίγη υπομονή και περισσότερη προσοχή.
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να ερευνούμε τη συμπεριφορά του Ποσειδώνα από την αρχή του έπους, για να σχηματίσουμε μία πιο σφαιρική ιδέα για το δεύτερο θεό στην ιεραρχία των θεών του Ολύμπου.
Ο Ποσειδώνας, στην πρώτη συνέλευση των θεών στον Όλυμπο, απουσιάζει στη χώρα των Αιθιόπων. Οι άλλοι θεοί, υπό την προεδρία του Δία, συζητούν το θέμα της επιστροφής του Οδυσσέα στην πατρίδα, την οποία εγκρίνουν με ομοφωνία. Ο Δίας όμως, που γνωρίζει τη νοοτροπία του αδερφού του, προτρέπει τους άλλους θεούς να ψηφίσουν την πρόταση επιστροφής του Οδυσσέα στη πατρίδα, γιατί και ο Ποσειδώνας θα αφήσει το μίσος του κατά μέρος, γιατί δε θα μπορέσει να εναντιωθεί στην ομόφωνη απόφαση των θεών.
"Αλλ' άγεθ' ημείς οίδε περιφραζώμεθα πάντες     νόστον,όπως έλθησι. Ποσειδάων δε μεθήσει  ον χόλον,
ου μεν γαρ τι δυνήσεται αντία πάντων
αθανάτων αέκητι θεών εριδεναίμεν οίος"(α,76-78).
"Μον', ας σκεφτούμε όλοι οι λοιποί θεοί πως θα γυρίσει (ο Οδυσσέας).
Θα αφήσει πια το πάθος του γι' αυτόν ο Ποσειδώνας,
γιατί μονάχος δεν μπορεί, στους αθάνατους όλους
ενάντια να φιλονικά, χωρίς το θέλημά τους".
Κι όμως η σιγουριά του Δία για τον Ποσειδώνα ότι δε θα τολμήσει να διαφωνήσει με την απόφαση των θεών, διαψεύδεται αμέσως. Ο Ποσειδώνας όχι μόνο δε συμμορφώνεται με την απόφαση των θεών, αλλα συνεχίζει να καταδιώκει και να ταλαιπωρεί τον Οδυσσέα, αν και, ως θεός, γνωρίζει καλά πως η απόφαση των θεών είναι υποχρεωτική και γι' αυτόν, και επιπλέον ότι η μοίρα του Οδυσσέα είναι να γυρίσει σώος στην πατρίδα του και κανένας θνητός ή αθάνατος μπορεί να την αλλάξει.

Ο χολωμένος όμως θεός φαίνεται ότι αδιαφορεί και για την απόφαση των θεών αλλά και τη μοίρα του ήρωα. Συνεχίζει να καταδιώκει τον Οδυσσέα, πλην όμως δεν τον σκοτώνει.
"Ου τι κατακτείνει, πλάζει δ' από πατρίδος αίης" (α 75).
Άρα αίρεται η περίπτωση της άγνοιας του θεού, αφού το ομολογεί ο ίδιος πως δεν τον σκοτώνει, αλλά πράττει αυτό που μπορεί, τον ταλαιπωρεί, τον βασανίζει, εμποδίζοντάς τον να φτάσει στην πατρίδα του.
Τελικά, αναρωτιέται κανείς, τι τέλος πάντων εκπροσωπεί ο θεός αυτός στο έπος της Οδύσσειας, όταν ενεργεί ως ανυπότακτος θεός στη δύναμη του Δία αλλά και των αποφάσεων της συνέλευσης των θεών;
Αν θελήσει κανείς να λάβει μίαν απάντηση για τη στάση αυτή του θεού, ίσως τον βοηθήσουν τα επίθετα που συνοδεύουν το όνομά του, και ασφαλώς θα καταλήξει πως πρόκειται για ένα ιδιότροπο θεό που εκτείνει την εξουσία τόσο στη γη όσο και στη θάλασσα.
Η πρώτη του ιδιότητα εμπεριέχεται στο όνομά του Πο-σει-δών.
Η λέξη είναι σύνθετη από τις λέξεις πόσις και δας(πόσις=δυνατός, σύζυγος και δας(γας)=γη, δηλαδή εξουσιαστής της γης.
Στην ίδια ιδιότητα παραπέμπουν και τα επίθετα που συνοδεύουν το όνομα του θεού: γαιήοχος (γαία+έχω), δηλαδή αυτός που εξουσιάζει τη γη, ενοσίχθων, ενοσίγαιος = γαιοσείστης. Όλα αυτά τα επίθετα χαρακτηρίζουν την εξουσία του Ποσειδώνα στη γη και όχι στη θάλασσα.
Ο ποιητής δεν προβαίνει σε καμιά εξήγηση του φαινομένου. Το προσπερνά ως κάτι το φυσιολογικό και μας εμφανίζει στην πράξη έναν Ποσειδώνα εξουσιαστή της γης αλλά και του υγρού στοιχείου, της θάλασσας, δίνοντάς μας την εικόνα ενός φοβερού θεού, που κρατά την τρίαινα στο χέρι και μ' αυτήν αναταράσσει τη θάλασσα, σηκώνει θύελλες και καταιγίδες ή τη γαληνεύει κατά βούληση.
"Χερσί τρίαινα ελών πάσας δ' ορόθυνε αέλας"
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της τρικυμίας που συντρίβει τη σχεδία του Οδυσσέα και τα κύματα απειλούν να συντρίψουν και τον ίδιο στα αιχμηρά βράχια της ακτής. Ο Οδυσσέας, ύστερα από δεκαεφτά μερόνυχτα που βασανίζεται από την τρικυμία στη θάλασσα και κινδυνεύει να σκοτωθεί προσκρούοντας στα βράχια της ακτής, βρίσκει την εκβολή ενός ποταμού και το κύμα τον εκβράζει εκεί και τον σώζει.

"Μέρες
 τραβούσα δεκαεφτά μες του γιαλού τα πλάτια.
Στις δεκαοχτώ φανήκανε τ' απλόσκιωτα ακροβούνια
του τόπου σας και χάρηκε του δύστυχου η καρδιά μου.
Όμως ακόμη συμφορές με καρτερούσαν κι άλλες
όσες της γης ο Σαλευτής μου 'στειλε ο Ποσειδώνας,
που σήκωσε όλους τους καιρούς και μου ΄κλεισε το δρόμο,
και δυνατά συντάραξε τη θάλασσα, που μήτε
στη βάρκα επάνω να σταθώ δε μ' άφηνε το κύμα
με τους πικρούς μου στεναγμούς. Στο τέλος η φουρτούνα
κομμάτιασε τη βάρκα μου.Και κολυμπώντας τότε
…..
Σ’ ένα ποτάμι σίμωσα…
όξω για ανάσα πλάγιασα κι εκεί ήρθε η μαύρη  νύχτα..." (η 271-290).
Και σαν να μην επαρκούσαν τα παραδείγματα που παραθέτει ο ποιητής συνεχίζει την ίδια τακτική με τις αναφορές του στον Πσειδώνα ως θεό της θάλασσας, επισημαίνοντας ότι πολλά βασιλικά γένη έλκουν την καταγωγή τους από το θεό αυτό, όπως της καταγωγής των βασιλιάδων της Φαιακίας και της Πύλου, ναυτικοί λαοί, που έχουν απώτερο γενάρχη τους τον Ποσειδώνα.
"Ναυσίθοον μεν πρώτα Ποσειδάων ενοσίχθων
γείνατο και Περίβοια, γυναικών είδος αρίστη
οπλοτάτη θυγάτηρ μεγαλήτορος Ευρυμέδοντος,
......................................................................................
τη δε Ποσειδάων εμίγη, και γείνατο παίδα
Ναυσίθοον μεγάθυμον, ίν εν Φαίηξιν άνασσε
Ναυσίθοος έτεκεν Ρηξήνορα τ' Αλκίνοον τε" (η 56-61).
Γέννησε πρώτα ο Σαλευτής του κόσμου το Ναυσίθοο
με την Περίβοια, ασύγκριτη στην ομορφιά γυναίκα,
στερνή του μεγαλόκαρδου Ευρυμέδοντα θυγατέρα.
…………………
Μ’εκείνη ο Σείστης πλάγιασε κι έκαμε το Ναυσίθοο,
Που στους Φαιάκους έπειτα βασίλεψε, και γιους του
έκαμε το Ρηξήνορα και τον άρχοντα Αλκίνοο.
Επομένως, ο Ναυσίθοος, ο πρώτος βασιλιάς της Φαιακίας, είναι γιος του Ποσειδώνα και της Περίβοιας. 
Παιδιά του Ναυσίθοου ο Ρηξήνορας και ο Αλκίνοος.

Από τον ίδιο θεό, τον Ποσειδώνα, κατάγεται και η γενιά του βασιλικού γένους της Πύλου, γι' αυτό και οι κάτοικοι της πόλης προσφέρουν στην ακροθαλασσιά θυσίες ταύρων και προβάτων στο γενάρχη θεό τους (γ 5-65)
Όλα τα στοιχεία βεβαιώνουν πως ο Ποσειδώνας είναι όντως θεός της θάλασσας και γενάρχης λαών με ναυτική παράδοση, πλην όμως τα επίθετα εξακολουθούν να έχουν διαφορετική γνώμη.
Ακόμη σημειώνουμε πως, όπου αναφέρεται το όνομα του Ποσειδώνα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, όπως στην Πύλο, παντού αλλού η αναφορά στο θεό σχετίζεται με το κακό και τον όλεθρο.
Συγκεκριμένα στη ραψωδία (δ 501-518) ο Νέστορας, αφηγούμενος τους νόστους άλλων αρχηγών, θυμάται και τους άνδρες εκείνους που δε γύρισαν ποτέ στην πατρίδα, όπως ήταν ο χαμός του Αίαντα του Τελαμώνιου, ο οποίος, κατά την επιστροφή του στην πατρίδα, καυχήθηκε μεσοπέλαγα πως θα σωθεί από τον κίνδυνο της θάλασσας ακόμη και σε πείσμα των θεών (ύβρις). Ο Ποσειδώνας, που ακούει την καυχησιά του ήρωα, για να τον τιμωρήσει, χτυπά με την τρίαινα τη Γυρόπετρα, όπου καθόταν ο ήρωας, και την κάνει δύο κομμάτια. Το ένα κομμάτι μένει ασάλευτο το άλλο, με τον Αίαντα επάνω, πέφτει στο κυματοδαρμένο πέλαγος και πνίγει τον ήρωα! (ύβρις-τίσις).
(Άλλη εκδοχή του θανάτου του Αίαντα).
Ο Ποσειδώνας όμως, ατίθασος όπως είναι, προβαίνει σε νέα ενέργεια με την οποία προσβάλλει την απόφαση των θεών, παρά τη διαβεβαίωση του Δία ότι θα αναγκαστεί να την σεβαστεί και εκείνος.
Ο Οδυσσέας, μετά από μια καταναγκαστική επτάχρονη διαμονή στο παλάτι της Καλυψώς, αποπλέει, ύστερα από εντολή των θεών, με τη σχεδία του για την πατρίδα. Ο Ποσειδώνας, που επιστρέφει από την Αιθιοπία, μόλις τον βλέπει στη μέση του πελάγους να κατευθύνεται με ούριο άνεμο προς το νησί του, ανησυχεί, και για μια στιγμή του περνάει από τη σκέψη πως οι θεοί άλλαξαν γνώμη για τον Οδυσσέα. Αμέσως, χωρίς άλλη σκέψη, ξεσηκώνει μεγάλη τρικυμία, για να ματαιώσει το νόστο του ήρωα.
"Έτσι είπε και τα σύγνεφα συνάζει, και στα χέρια
την τρίαινά του αδράχνοντας, το πέλαο συνταράζει,
κι όλες τις μπόρες σήκωσε κάθε λογής ανέμου
και σκέπασε στεριά μαζί και θάλασσα με νέφια.
Απ' τα ουράνια χύθηκε σκοτάδι και φυσούσαν
μαζί ο Σιρόκος κι η Νοτιά κι ο Ζέφυρος, αέρας
φουρτουνιασμένος, κι ο Βοριάς που φέρνει παγοκαίρι,
θεριά μεγάλα κύματα στο διάβα του κυλώντας.
Γόνατα τότε κι η καρδιά κόπηκαν του Δυσσέα.
Κι είπε, βαριά στενάζοντας στην άφοβη ψυχή του
Αλίμονο μου ο δύστυχος! Στο τέλος τι θα γίνω;
Φοβούμαι αλάθευτα η θεά μη μου τα πρόβλεψε όλα,
που μου ΄λεγε πως συμφορές στα πέλαγα θα πάθω,
πριν φτάσω στην πατρίδα μου. Να που αληθεύουν όλα" (ε μτφρ. 301-314).

Η τρικυμία όμως σπάζει και διαλύει τη σχεδία του Οδυσσέα, ενώ αφήνει τον ίδιο έρμαιο στη μανία των
 κυμάτων. Η πράξη του θεού παραβαίνει ρητά την ομόφωνη απόφαση των θεών, πλην όμως από πουθενά δεν ακούγεται καμιά φωνή διαμαρτυρίας. Αυτό βάζει σε σκέψεις τον ακροατή / αναγνώστη.
Ο ποιητής προσπερνά το γεγονός χωρίς σχολιασμό!
Ο Ποσειδώνας όμως προβαίνει και σε άλλη προκλητική ενέργεια, χειρότερη από την πρώτη, η οποία εκθέτει τον ίδιο αλλά και τον δικαιοκρίτη Δία, ο οποίος επιδοκιμάζει ως ένα βαθμό την παράλογη απαίτησή του, να κλείσει δηλαδή την πόλη το Φαιάκων με ένα βουνό, γιατί υποστηρίζει πως οι Φαίακες ασέβησαν στο γενάρχη τους και μετέφεραν με το ταχύπλοο καράβι τους τον άσπονδο εχθρό του, τον Οδυσσέα, στην Ιθάκη.
Ο Ποσειδώνας επιμένει στο αίτημά του και απειλεί πως, αν ο Δίας δεν τιμωρήσει παραδειγματικά τους ασεβείς ναύτες του Αλκίνοου, κινδυνεύει να καταντήσει δίχως τιμή ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, αφού οι θνητοί Φαίακες δεν τον υπολογίζουν, αν και κρατούν από τη δική του φύτρα, προσθέτοντας μάλιστα πως δε σκοπεύει να αποτρέψει την επιστροφή του στην πατρίδα.
"Αλήθεια, τώρα το 'λεγα, πικρά σαν πιει φαρμάκια
να φτάσει στην πατρίδα του μια μέρα πια ο Δυσσέας.
Μα να του σβήσω ολότελα του γυρισμού τη μέρα
σκοπό δεν είχα, αφού απ' αρχής τον όρισες ο ίδιος" (ν 137-140). 
Κι ενώ ο αναγνώστης αναμένει ένα ισχυρό όχι από το Δία, εκείνος ενδίδει στην εξήγηση που του δίνει ο Ποσειδώνας, ότι δεν έχει σκοπό να σβήσει τη μέρα του γυρισμού του Οδυσσέα στην πατρίδα, καθησυχάζοντας τον αδελφό του, ο οποίος επιτρέπει σ' αυτόν να αντιμετωπίσει την κατάσταση όπως εκείνος επιθυμεί.
"Όχι, οι θεοί δε σ' αψηφούν μηδέ τολμά κανένας
τον πιο μεγάλο, πιο τρανό, να καταφρονέσει.
Μα αν σ΄αψηφά κάποιος θεός, στην τόλμη του θαρρώντας,
πάντα απ' το χέρι σου περνά να τον πλερώσεις.
Όπως το θέλεις κάμε το κι ως το ποθεί η καρδιά σου" (μτφρ. ν 149-153).
Ο Δίας, τελικά, εγκρίνει την απαίτηση του Ποσειδώνα, ο οποίος μετριάζει κάπως την τιμωρία και αποφεύγει να κλείσει με βουνό την πόλη των Φαιάκων, όπως αρχικά απείλησε, αλλά απλώς πετρώνει το καράβι των Φαιάκων, κατά την επιστροφή του, μακριά από την πόλη. Η διαφοροποίηση της τιμωρίας οφείλεται κυρίως στο Δία και στις προσευχές των Φαιάκων.
Ο Αλκίνοος, έκπληκτος από το γεγονός, θυμάται και ομολογεί πως κάποιος μάντης παλιότερα του είχε προφητέψει για το κακό που θα χτυπήσει το νησί και σκέφτεται πως τώρα η μαντεία του βγαίνει αληθινή, γι' αυτό προτείνει:
"Ας πάψουν τα ταξίδια αυτά του καθενός που φτάσει
στην πόλη μας, κι ας σφάξουνε τ' αφέντη Ποσειδώνα
δώδεκα ταύρους διαλεχτούς, ίσως και μας πονέσει
και δε μας κλείσει με ψηλό βουνό την πόλη γύρω"(μτφρ. ν 189-192 ).
Ο Αλκίνοος υποχωρεί, γιατί φοβάται τη σκληρότητα του Ποσειδώνα, ο Δίας όμως ποιον φοβάται και υποχωρεί στην απαίτηση του Ποσειδώνα; Για την υποχώρηση του Δία μία μόνο δικαιολογία μπορεί να επικαλεστεί κανείς, ότι ο Ποσειδώνας, ως γενάρχης της δυναστείας του νησιού, είχε το δικαίωμα να τιμωρεί τους δικούς του που ενεργούν αψηφώντας την οργή του. Η διευκόλυνση των Φαιάκων στον Οδυσσέα να φτάσει στην Ιθάκη εκλαμβάνεται από το θεό ως πράξη ανυπακοής και ασέβειας προς τη θέλησή του. Οι ισχυροί, πολλές φορές χαρακτηρίζουν τα δίκαια πράγματα ως άδικα, γιατί έτσι τους συμφέρει. Κατηγορεί, λοιπόν, ο Ποσειδώνας τους ναύτες του Αλκίνοου ότι, βοηθώντας τον Οδυσσέα να επιστρέψει στο νησί του, διέπραξαν μέγα ατόπημα, πρόδωσαν τον ίδιο, επειδή παρέβλεψαν το μίσος του προς τον ήρωα, που τύφλωσε το γιο του Πολύφημο!
Από όσα αναφέραμε αποδεικνύεται ότι ο Ποσειδώνας είναι όντως θεός και εξουσιαστής της θάλασσας, πλην όμως το επεισόδιο που ακολουθεί αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.
Η Αθηνά, όταν τελικά συναντάται με τον Οδυσσέα στο νησί του και συνομιλούν πρόσωπο με πρόσωπο μεταξύ τους, απαντώντας στο παράπονο του Οδυσσέα ότι δεν τον βοήθησε, όταν κινδύνευε να χάσει τη ζωή του στη θάλασσα από τη μανία του Ποσειδώνα, εκείνη του αποκαλύπτει:
"Εγώ όμως πάντα πίστευα και το ’λεγα στο νου μου.
Μα με τον πατρικό θείο, το σείστη Ποσειδώνα,
δεν ήθελα και να πιαστώ, που πάθος σου κρατούσε,
γιατί το γιο του τύφλωσες που αγαπητό τον είχε" (μτφρ.ν 351-355).
Η απάντηση της Αθηνάς είναι ξεκάθαρη. Δεν επιχείρησε να σώσει τον προστατευόμενό της όχι γιατί δεν μπορούσε ή δεν είχε τη δυνατότητα, αλλά γιατί δεν ήθελε να συγκρουστεί με το θείο της. Η Αθηνά, με την απάντησή της αυτή, φάσκει και αντιφάσκει, αφού, σε μια στιγμή που ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα και κινδυνεύει να τσακιστεί στα βράχια των ακτών της Σχερίας, επεμβαίνει δυναμικά, γαληνεύει την τρικυμισμένη θάλασσα και σώζει τον Οδυσσέα!
"Τότε άλλο σκέφτηκε η θεά Παλλάδα με το νου της
Έκοψε κάθε ανέμου ορμή κι όλοι λαγιάσαν
και γλυκόπνευτο Βοριά ξεσήκωσε μονάχο
κι έσπασε μπρος τα κύματα, ωσότου πια ο Δυσσέας
να πάει να βρει τους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένους
απ' το χαμό γλιτώνοντας κι απ' τη βαριά του μοίρα" (μτφρ. ε, 399-404).
Ίσως ισχυριστεί κανείς πως η Αθηνά δραστηριοποιήθηκε, όταν ο Ποσειδώνας αποδέχτηκε πως δεν μπορεί άλλο να ταλαιπωρεί τον Οδυσσέα, όταν δηλαδή τον άφησε να θαλασσοδέρνεται και αποχώρησε, λέγοντας ειρωνικά:
"Έτσι χορτάτος βάσανα στο πέλαο τώρα τράβα,
ωσότου θεογέννητους ανθρώπους (Φαίακες) ν' απαντήσεις.
Μα κι έτσι μ' όσα τράβηξες, παράπονο δε θα 'χεις" (μτφρ. ε 394-396).
Τι κάνει όμως η Αθηνά; Αφήνει στο έλεος των κυμάτων τον Οδυσσέα; ΄Οχι. Επεμβαίνει αμέσως. Συγκρατεί τους άλλους ανέμους και αφήνει μόνο το Βοριά, γιατί αυτός τον βοηθά να φτάσει στο νησί.
Εδώ τελειώνει ο χόλος του Ποσειδώνα και οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα στη θάλασσα. Ο θεός της θάλασσας, τελικά, αποδεικνύεται ένας εμπαθής, σκληρός και άδικος θεός απέναντι στον Οδυσσέα, μια και η τύφλωση του Πολύφημου, την οποία επικαλούνταν ως βασική αιτία του μίσους του δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, γιατί ήταν πράξη ανάγκης για τον Οδυσσέα και επρόκειτο για τη ζωή όχι μόνο τη δική του αλλά και των συντρόφων του.
Τελος, αν θελήσουμε να ερευνήσουμε τα αποδιδόμενα στον Ποσειδώνα επίθετα, θα διαπιστώσουμε, για μια ακόμη φορά, πως προέχουν εκείνα που τον χαρακτηρίζουν ως θεό της γης και όχι της θάλασσας. Και αυτά είναι:
Ποσειδάων
 ενοσίχθων απαντάται 9 φορές: (α 74, ε 389, 366, η 56, 271, ι283, λ 253, ν 146, 259).
Ποσειδάων γαιήοχος 6 φορές: (α 67, γ 55,θ 323, 350, ι 268, λ 241).
Ποσειδάωνι άνακτι 6 φορές:(γ 43, ι 256, 410, λ 130, ν 185, ψ 277).
γαιήοχος εννοσίγαιος μία φορά ( λ 241)
Και όλες τις άλλες φορές αναφέρεται η λέξη Ποσειδών σε διάφορες πτώσεις,
αλλά χωρίς επίθετο.
Ποσειδάων (δ. 500, λ 399, 406, ν 181, ψ, 234, ω 109)
Ποσειδάωνος(δ 386, λ 306)
Ποσειδάωνι(γ 178, 333)
Ποσειδάωνα (θ 343, 565, ν 173).

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως, ενώ όλα τα αποδιδόμενα στον Ποσειδώνα επίθετα φωτογραφίζουν ένα θεό της γης (γαιήοχος, ενοσίχθων, ενοσίγαιος), αντίθετα οι ενέργειές του στο έπος αποδεικνύουν ένα θεό εξουσιαστή της θάλασσας, χωρίς κανένα ενδεικτικό επίθετο, παρά μόνο κάποιες αναφορές και μνείες ότι είναι γενάρχης και προστάτης των ναυτικών Φαιάκων, καθώς και της βασιλικής οικογένειας του Νέστορα, του βασιλιά της Πύλου.
Κι όμως τα στοιχεία που παραθέτει ο ποιητής  εμφανίζουν από τη μια το θεό ως θεό της θάλασσας και από την άλλη ως θεό της γης.
Ο ποιητής παίζει σε δύο επίπεδα και ταλαιπωρεί τον αναγνώστη, πετυχαίνοντας έτσι να κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του και να αναμένει μία εξήγηση στο ερώτημά του που διατύπωσε από την αρχή. Ο ποιητής που ξέρει να να ελίσσεται, κάποτε ανταποκρίνεται στο αίτημα του αναγνώστη και του προσφέρει την απάντηση που αναμένει. Επικαλείται μια πληροφορία που έρχεται από τα παλαιότερα χρόνια του τρωικού πολέμου, από την παράδοση. Αυτήν την πληροφορία επαναλαμβάνει αυτούσια και ο ποιητής, σημειώνοντας πως μετά την εκθρόνιση του Κρόνου από τον Όλυμπο τα τρία αδέρφια: ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Πλούτων, μοίρασαν μεταξύ τους το σύμπαν. Ο Δίας πήρε την εξουσία του απέραντου Ουρανού, ο Ποσειδώνας της πλατιάς Θάλασσας και ο Άδης ή Πλούτωνας την εξουσία του σκοτεινού Κάτω Κόσμου.
Έμεινε έξω από την πρώτη μοιρασιά η  γη. Επ’ αυτής αποφάσισαν να έχουν ισότιμη εξουσία (κατά μοίραν ή κατ΄αίσαν) και τα τρία αδέλφια. Με τη μαρτυρία αυτή νομίζουμε ότι δίνεται η απάντηση σε όλες τις απορίες και τα ερωτήματα του αναγνώστη, που κατανοεί για ποιο λόγο ο ποιητής χρησιμοποιεί τα επίθετα  γαιήοχος, ενοσίχθων, ενοσίγαιος, που δηλώνουν εξουσιαστή της γης και από την άλλη πλευρά, για ποιο λόγο εμφανίζεται ο Ποσειδώνας ως θεός της θάλασσας. Ο Ποσειδώνας ήταν θεός που εξουσίαζε τη γη, όπως και οι άλλοι θεοί, αλλά ήταν κατ’εξοχήν θεός της θάλασσας, του υγρού στοιχείου.(0 189-193). Αν δε συμμορφωνόταν με τις αποφάσεις του Δία, ήταν γιατί είχε στη γη την ίδια εξουσία με το Δία.


Δ. Κ. Αραμπατζής



Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014


Εσωτερικός μονόλογος στα έπη του Ομήρου

Ο λογοτέχνης, αν και έχει στη διάθεσή  του πολλούς τρόπους να εκφράζει τις ιδέες και τις απόψεις του σε ένα λογοτεχνικό έργο, διήγημα, μυθιστόρημα ή άλλο, πάντοτε αναζητά τον καλύτερο και τον πιο ευχάριστο τρόπο να τις εκφράζει.
Ένας από τους εκφραστικούς αυτούς τρόπους είναι και ο εσωτερικός μονόλογος, που αποκλείει διαμεσολαβήσεις. Στόχος του είναι να αποτυπώσει στο χαρτί την αδιάκοπη ροή των σκέψεων και των συναισθημάτων που πηγάζουν κατά τρόπο αυθόρμητο και συνειρμικό από μια ενεργή συνείδηση, ικανή να απορροφά ερεθίσματα, εντυπώσεις και εικόνες, αναπαράγοντας όλο αυτό το υλικό με λόγο βιωματικό και ευαίσθητο.
Πρόκειται για ένα εκφραστικό μέσο παλιό, αλλά που μόλις τον περασμένο αιώνα βρήκε τους καλύτερους εκφραστές του στα πρόσωπα του James Joyce (Οδυσσέας1929), του Thomas Mann (Το μαγικό βουνό) και άλλων.
Ασφαλώς, δε θα πρέπει να εκπλαγούμε, αν αποκαλύψουμε πως το είδος αυτό του λόγου δεν είναι επινόηση των λογοτεχνών του περασμένου αιώνα, γιατί ο πρώτος που το χρησιμοποίησε στο λόγο του υπήρξε ο θείος Όμηρος, όπως ήταν και πρώτος δάσκαλος και πολλών άλλων ειδών λόγου. O λογοτέχνης στον εσωτερικό μονόλογο μιλά στον εαυτό του για ένα προσωπικό ζήτημα που μπορεί να αναφέρεται στον εαυτό του ή σε κάποιον άλλον. Πρόκειται, βέβαια, για τις μοναδικές στιγμές του ανθρώπου που θέλει να μιλήσει με τον εαυτό του, να ακούσει τη δική του σκέψη, να κρίνει, να σχολιάσει, να αποφασίσει. Και δεν είναι σπάνιες οι φορές που αισθάνεται την ανάγκη αυτή ένας σκεπτόμενος και υπεύθυνος άνθρωπος.
Στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα ο ποιητής εκμεταλλεύεται τους ήρωες των δύο επών και αυτούς ψυχογραφεί με τους μονολόγους τους, που δείχνουν το μέγεθος της ευθύνης τους και τη σοβαρότητα της σκέψης που τους απασχολεί. Κάποτε ο ήρωας βρίσκεται σε δύσκολη θέση και θέλει να κάνει το μεγάλο βήμα, αλλά διστάζει. Τον εμποδίζουν άλλα γεγονότα. Το μπρος γκρεμός, που λέει ο λαός, και πίσω ρέμα, το αντιμετωπίζει συχνά στη ζωή. Και γι’ αυτό μάχεται διαρκώς με το καθήκον, την υποχρέωση και την ευθύνη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Οδυσσέας. Ο συμπαθής ήρωας της Οδύσσειας κάθε τόσο συναντά εμπόδια και κινδύνους στο ταξίδι του για την Ιθάκη. Έρχονται στιγμές που ακόμη κι αυτός ο πολυμήχανος άνδρας δεν μπορεί να βρει αμέσως μια λογικά αποδεκτή λύση. Και τότε μιλά με τον εαυτό του. Τον ρωτά τι πρέπει να κάνει και πώς πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Μαζί του αγωνιά και αναρωτιέται και ο αναγνώστης, αν και γνωρίζει πως στο τέλος ο ήρωας θα ξεπεράσει το εμπόδιο και θα βρει μια λύση.
Ας παρακολουθήσουμε τον εσωτερικό μονόλογο του Οδυσσέα, όταν, ταξιδεύοντας με τη σχεδία του  για την Ιθάκη, συναντά τον κίνδυνο που λέγεται Ποσειδώνας. Ο θεός της θάλασσας, επιστρέφοντας στον Όλυμπο από τη χώρα των Αιθιόπων, βλέποντας τον Οδυσσέα να πλησιάζει στις ακτές της Ιθάκης, αμέσως ξεσηκώνει  όλες τις μπόρες και κάθε λογής ανέμους, σκεπάζει με σύννεφα στεριά και θάλασσα και με τα τεράστια κύματα απειλεί να πνίξει τον Οδυσσέα. Εκείνος μάταια αγωνίζεται να ξεπεράσει την καταιγίδα και φοβάται πως έφτασε το τέλος του. Γι’ αυτό, αναστενάζοντας βαριά, λέει:
«Αλίμονό μου, ο δύστυχος! Στο τέλος τι θα γίνω;
Φοβούμαι αλάθευτα η θεά μη μου τα πρόβλεψε όλα,
που μου ’λεγε πως συμφορές στα πέλαγα θα πάθω,
πριν φτάσω στην πατρίδα μου. Να που αληθεύουν όλα.
……..Αχ, τώρα πια πάει, γλιτωμό δεν έχει.
Χίλιες φορές οι Δαναοί πιο καλοτυχεροί μου,
που μες στην Τροία χάθηκαν για τους δυο γιους τ’ Ατρέα.
Έτσι είθε να’πεφτα κι εγώ την ώρα που χιλιάδες
τα χάλκινα κοντάρια τους οι Τρώες μου πετούσαν
για τ’ Αχιλλέα το νεκρό. Μνημούρι τότε θα ’χα
 κι οι Αχαιοί τη δόξα μου παντού θα διαλαλούσαν.
 Μα τώρα γράφει η μοίρα μου να κακοθανατίσω».(ε μτφρ.311-324).
Για μια στιγμή περνούν όλα όσα του είπε η Καλυψώ απ’ το μυαλό του και τότε αποκαλύπτει μια ενδόμυχη σκέψη του, ότι δεν θα ήθελε ένα τέτοιο άδοξο θάνατο και καλοτυχίζει εκείνους που έπεσαν πολεμώντας στην Τροία, γιατί, αν είχε την τύχη εκείνων, θα είχε κι αυτός ένα μνήμα που θα θύμιζε τη δόξα του ανάμεσα στους ανθρώπους.
Αμέσως όμως επανέρχεται στην πραγματικότητα και διαπιστώνει με λύπη πως τώρα πρέπει να ετοιμαστεί να πεθάνει με κακό, με άδοξο τρόπο, κάτι που ποτέ δεν είχε φανταστεί και ούτε θα ήθελε.
Νυν δε με λευγαλέω θανάτω είμαρτο αλώναι
Βέβαια, αυτό που τρέμει για τον εαυτό του δεν πραγματοποιείται, γιατί με την επέμβαση της Λευκοθέας, που κάθεται δίπλα στο μονόξυλό του και του δίνει συμβουλές κι ένα μαγικό μαντίλι (κρήδεμνον άμβροτον = μαντίλι αθάνατο) τον σώζει.
Αν από τον κίνδυνο αυτό τον σώζει η Λευκοθέα λίγο αργότερα η εύνοια των θεών τον οδηγεί στο παλάτι του Αλκίνοου και της Αρήτης, και αυτοί ενθουσιασμένοι, διότι είχαν την ανείπωτη χαρά να φιλοξενήσουν τον πιο ένδοξο άνδρα του τρωικού πολέμου, αμέσως με καράβι τους και πλούσια δώρα τον στέλνουν στην πατρίδα του την Ιθάκη. Οι ναύτες τον αφήνουν κοιμισμένο στην ακτή και επιστρέφουν στο νησί τους. Κάποτε ο Οδυσσέας ξυπνά Βλέπει ξαφνιασμένος γύρω του αλλά δε γνωρίζει τον τόπο. Αναστενάζει βαθιά και αναφωνεί απογοητευμένος.
«Ώχου, σε ποιων να βρέθηκα τη χώρα ανθρώπων πάλι;
Άγριοι είναι τάχα και κακοί και δίκιο δεν κατέχουν
ή να φοβούνται τους θεούς και ν’ αγαπούν τους ξένους;
Πού πάω αυτούς τους θησαυρούς κι εγώ πού παραδέρνω;
Ας τα χαιρότανε όλα αυτά καλύτερα οι Φαιάκοι
και εγώ σε βασιλιά τρανού θα πήγαινα άλλου χέρια
να με φιλέψει και στερνά στο Θιάκι να με στείλει.
Τώρα πού να τα βάλω αυτά κι εγώ δεν καλοξέρω
μήτε κι εδώ θα τ’ άφηνα, γιατί θα μου τα κλέψουν.
Ώχου, δεν το’κριναν καλά μήτε ήξεραν το δίκιο
οι αρχηγοί και πρόκριτοι Φαιάκοι που με πήγαν
σε ξένον τόπο κι έλεγαν πως θα με παν στο Θιάκι,
μα να, το λόγο αθέτησαν.Ο σπλαχνικός ο Δίας
ας τους πλερώσει που τη γη απ’ τα ουράνια βλέπει
και κάθε φταίχτη τιμωρεί. Μόν’ έλα ας τους μετρήσω
τους θησαυρούς μου, για να ιδώ κανένα μη μου πήραν
στο βαθουλό καράβι τους κι εδώθε πάνε κι άλλοι».( ν μτφρ.208-224)
Ο Οδυσσέας δε γνωρίζει το νησί του, αυτό που τόσα χρόνια αγωνίζεται να ξαναδεί, γιατί η Αθηνά το έχει καλύψει με ομίχλη. Γρήγορα όμως όταν διαλύεται η ομίχλη και βλέπει με έκπληξη πως βρίσκεται στη γη της πατρίδας του, στο αγαπημένο του νησί, η συγκίνησή του είναι μεγάλη και ανείπωτη η χαρά του.
Ως τη μεγάλη χαρούμενη στιγμή ο Οδυσσέας είναι γεμάτος από απορίες και ερωτήσεις. Αναρωτιέται αν βρίσκεται σε χώρο που ζουν πολιτισμένοι άνθρωποι ή όχι, γιατί έχει κακή εμπειρία από τον Αντιφάτη και τον Κύκλωπα, προβληματίζεται για το θησαυρό του και θέλει να τον μετρήσει μήπως και κάτι του αφήρεσαν οι ναύτες που τον μετέφεραν στον άγνωστο τόπο.  Μετά αμφισβητεί και την ειλικρίνεια των Φαιάκων και ζητά το θεό να τους τιμωρήσει. Και όλα αυτά τα σκέπτεται και τα σχολιάζει, ώσπου να γίνει το θαύμα, να φύγει η ομίχλη, και να διαπιστώσει πως καμιά από τις υποψίες του δεν ήταν σωστή. Βρισκόταν στο νησί του και από το θησαυρό του δεν έλειπε τίποτα!
Σειρά έχει η Ιλιάδα. Θα αναφερθούμε και σε δύο περιπτώσεις του έπους αυτού. Η πρώτη έχει σχέση με τον εσωτερικό μονόλογο του Αγαμέμνονα, που αδυνατεί να αντιμετωπίσει μόνος του τον Έκτορα και εύχεται στη δύσκολη γι’ αυτόν στιγμή να φανεί από κάπου ο Αίαντας να τον πολεμήσουν μαζί. Η δεύτερη αναφέρεται στον Έκτορα, όταν ο ήρωας προβληματίζεται αν θα πρέπει να σταθεί έξω από το κάστρο και να πολεμήσει ως ίσος τον Αχιλλέα ή όχι. Είναι δύο ξεχωριστά πρόσωπα του έπους. Το καθένα προβαίνει στο δικό του μονόλογο και αποκαλύπτει τον προβληματισμό του.
Αγαμέμνων.
«΄Ωχου μου, απ’ τα πανώρια τ’ άρματα τώρα αν τραβήξω πίσω
κι απ’ τον Πάτροκλο, που κείτεται για την τιμή μου εμένα,
μπας και θαμπώσει λέω θωρώντας με κανείς απ’ τους Άργίτες.
Μονάχος πάλε αν με τον Έχτορα και με τους Τρώες τα βάλω
από ντροπή, μη εκείνοι πιότεροι τον ένα, εμένα ζώσουν,
τι τώρα ο κρανοσείστης Έχτορας με όλους τους Τρώες πλακώνει.
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ’ αναδεύει ετούτα;
Ενάντια στου θεού το θέλημα να πολεμάς με κάποιον
που’ χει θεό προστάτη, γρήγορα κακό τρανό θα σ’ έβρει.
Ποιος Δαναός λοιπόν θα θύμωνε θωρώντας με να φεύγω
στον ΄Εχτορα μπροστά, που μάχεται και είναι οι θεοί μαζί του;
Ν’ άκουγα μόνο το βροντόφωνο τον Αίαντα κάπου τώρα!
Μαζί χιμώντας θα θυμούμασταν ξανά την αντριγιά μας,
κι ενάντια στο θεό. Να σέρναμε καν το κουφάρι πίσω
για χάρη του Αχιλλέα. Καλύτερο στα πάθη μας δε βρίσκω».(Ρ μτφρ. 91-105)
Ο Αγαμέμνων προβληματίζεται και αναρωτιέται με ποιο τρόπο να αντιμετωπίσει το γενναίο Έκτορα τώρα που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από τον αντίπαλό του. Πολλοί οι εχθροί και το φοβερότερο ο Έκτορας έχει τους θεούς μαζί του. Σκέφτεται, αν το έβαζε στα πόδια και έφευγε ασφαλώς δε θα τον κατηγορούσε κανένας Αχαιός, όμως εκείνος θέλει να πολεμήσει και θα ευχότανε να εμφανιζόταν τώρα ο Αίαντας, για να θυμηθούνε δόξες παλιές.
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τις σκέψεις του και εμφανίζεται ο Αίαντας. Βλέπει το πτώμα του Πάτροκλου και το σκεπάζει με την πελώρια ασπίδα του, προστατεύοντάς το από τους εχθρούς που το διεκδικούν.. Ο αγώνας για το λείψανο του Πάτροκλου συνεχίζεται αμφίρροπος, ώσπου  στο τέλος οι Αχαιοί παίρνουν το σώμα του νεκρού και το φέρνουν στη σκηνή του Αχιλλέα.
 Ο Δίας όμως, όταν βλέπει τον Έκτορα να φορά τα αθάνατα όπλα του Αχιλλέα, που σύλησε, όταν σκότωσε τον Πάτροκλο, μονολογεί κι αυτός με νόημα και προδικάζει το τέλος του Έκτορα..  
«Βαριόμοιρε! Δεν πάει στο θάνατο καθόλου ο νους σου εσένα,
που πια σε ζύγωσε, μον’ άρπαξες τρανού αντρειωμένου τώρα
 τ’ αθάνατα άρματα και ντύνεσαι, που τόνε τρέμουν κι άλλοι.
…..
Τι δε θα σε δεχτεί γυρίζοντας ποτέ της η Αντρομάχη
τα ξακουστά από πάνω σου άρματα να βγάλει του Αχιλλέα».(Ρ μτφρ. 201-208)
Και πράγματι, από εκείνη την ώρα άρχισε να μετρά αντίθετα ο χρόνος της ζωής και για τον Έκτορα.
Ο φρικτός πόλεμος συνεχίζεται. Ο Αχιλλέας, μανιασμένος αναζητεί τον Έκτορα να πάρει εκδίκηση για το φόνο του φίλου του. Κι ο Έκτορας αντιμετωπίζει ηθικό πρόβλημα. Να αντιμετωπίσει έξω στον κάμπο ως ίσος το γιο της θεάς ή να μπει στο κάστρο, όπως τον παρακαλούν να πράξει οι γονείς του και η Ανδρομάχη; Τα γεγονότα  πιέζουν το γενναίο υπερασπιστή της Τροίας, τον Έκτορα, και  πρέπει να επιλέξει τον τρόπο που θα αντιμετωπίσει τον μανιασμένο Αχιλλέα.
Έκτορας:
‘Αλί μου ! Τώρα εγώ αν διαβαίνοντας τις πόρτες μπω στο κάστρο,
πρώτος-το ξέρω- ο Πολυδάμαντας θα βγει να με ντροπιάσει,
που μου ’δινε βουλή, στο κάστρο μας τους Τρώες να φέρω μέσα,
ψες βράδυ, που ο Αχιλλέας ασκώθηκε για την κακιά μας μοίρα.
Μα δεν τον άκουσα και δε θα ΄μασταν πολύ πιο κερδεμένοι.
Τώρα,  που τόσο ασκέρι χάλασα με φταίξιμο δικό μου,
μπροστά στους Τρώες αλήθεια ντρέπομαι και στις μακρομαντούσες
Τρωαδίτισσες κανένας κάποτε μην πει αχαμνότερός μου:
«Ο Έχτορας χάλασε το ασκέρι μας με την ξεθαρρεσιά του».
Αυτά θα πουν. Πολύ καλύτερο μένα θα’ταν τότε
για να σκοτώσω, μπρος του βγαίνοντας, τον Αχιλλέα, πριν γύρω,
για και να πέσω από τα χέρια του, σαν άντρας, μπρος στο κάστρο.
   …………………
 Κάλλιο θαρρώ μιαν ώρα αρχύτερα να πιάσουμε το απάλε(μάχη)
σε ποιον να ιδούμε ο αφέντης του Ολύμπου τη νίκη θα χαρίσει».(Χ μτφρ.99-130)
Τελικά ο Έκτορας μένει έξω από το κάστρο και αντιμετωπίζει ως ίσος τον αντίπαλο και πέφτει νεκρός από την ανωτερότητα του γιου της θεάς, του Αχιλλέα. Το τέλος της Τροίας πλησιάζει, ταυτόχρονα όμως και ο χρόνος της ζωής του Αχιλλέα, αφού έχει στενή σχέση με τη ζωή του Έκτορα.
Ο θείος Όμηρος και στον τομέα αυτό δείχνει το δρόμο στους νεότερους, ως πρώτος διδάξας το είδος αυτό, δηλαδή του εσωτερικού μονολόγου, που μόνο ύστερα από πολλούς αιώνες θα γίνει αγαπητό εκφραστικό μέσο σε μερικούς αξιόλογους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, για να συνεχιστεί να προτιμάται και από πολλούς νεότερους αλλά αξιόλογους συγγραφείς.