Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Αισχύλου: Επτά επί Θήβας. Οι άνθρωποι αθύρματα στη θέληση των Θεών

H τραγωδία Επτά επί Θήβας του Αισχύλου διδάχτηκε το 467 π.Χ. "επί Θεαγενίδου άρχοντος ολυμπιάδι οη. Ενίκα Λαίω, Οιδίποδι, Επτά επί Θήβας, Σφιγξ σατυρική". Η παράσταση εντυπωσίασε το αθηναϊκό κοινό και ο ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο.
Ο μύθος της είναι αντλημένος από το "θηβαϊκό κύκλο" και αναφέρεται στη διαμάχη μεταξύ των αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη για τη διαδοχή στο θρόνο των Θηβών. Τα δύο αδέλφια, μετά την αυτοτύφλωση του πατέρα τους, τον απομονώνουν με πρόθεση να τον διώξουν από τη Θήβα. Εκείνος, που αντιλαμβάνεται την πρόθεσή τους, πάνω στην οργή του, καταριέται τους δύο γιους του να τους καταστρέψει η Ερινύα.
Μετά την τύφλωση του Οιδίποδα, ο Κρέοντας, που αναλαμβάνει την εξουσία της πόλης, δίνει εντολή να ενταφιαστεί με όλες τις τιμές ο Ετεοκλής, που υπήρξε υπερασπιστής της πατρίδας του, ενώ απαγορεύει να ταφεί ο Πολυνείκης, που υπήρξε εχθρός και προδότης της χώρας του, επειδή ήρθε με ξένο στρατό εναντίον της. Η Αντιγόνη, παρά την απαγορευτική διαταγή του Κρέοντα, αποφασίζει να θάψει το άταφο κουφάρι του αδελφού της!
Το δράμα αρχίζει με τη ρήση του Ετεοκλή, που παρουσιάζεται στη σκηνή και προβάλλει με περηφάνια ξεχωριστή τον εαυτό του ως νόμιμο υπερασπιστή της Θήβας, γιατί δεν επιθυμεί να δει την πόλη του να παραδίνεται σε ξενόγλωσσο στρατό, ετεροφώνω στρατώ. Προτρέπει τους Θηβαίους να υπερασπιστούν τους θεούς, τους βωμούς και τη λατρεία τους, και διαπιστώνει με ικανοποίηση πως, ως τώρα, το έπραξαν με επιτυχία. Σήμερα όμως, που ο αλάθητος μάντης τους προειδοποίησε πως ο εχθρός σχεδιάζει ύπουλη νυχτερινή επίθεση στην πόλη, τους καλεί όλους στις επάλξεις.
"Κάδμου πολίται...
αλλ' ες επάλξεις και πύλας πυργωμάτων
ορμάσθε πάντες, σούσθε συν παντευχία,
πληρούτε θωρακεία, καπί σέλμασιν
πύργων στάθητε, και πυλών επ' εξόδοις
μίμνοντες θαρσείτε, μηδ' επηλύδων
ταρβείτ' άγαν όμιλον, ευ τελεί θεός"(30-35).
" Πολίτες της Θήβας...
Εμπρός! Σε πύλες πύργων και σε επάλξεις
ορμάτε όλοι, πάνοπλοι ριχτήτε!
Πιάστε τις ντάπιες και στις πολεμίστρες στυλωθείτε,
και στων κάστρων τα ξεπόρτια ριζώστε
με άσειστο θάρρος! Το πλήθος του επιδρομέα
μη φοβάστε. Είναι μαζί μας ο θεός".
Ένας Αγγελιαφόρος, που φτάνει τη στιγμή εκείνη, επιβεβαιώνει τη μαντεία. Είδε, λέει, με τα μάτια του τους έξι στρατηγούς του εχθρού, μαζί τους και τον Πολυνείκη, να ορκίζονται ότι θα κατασκάψουν συθέμελα τη Θήβα ή θα πεθάνουν. Ο Ετεοκλής, που πληροφορείται την απειλή, προσφεύγει στους θεούς και ζητά από αυτούς αλλά και από την πατρογονική κατάρα να προστατέψουν την ελεύθερη γη του Κάδμου.
Ο εχθρικός στρατός πλησιάζει την πόλη και ο Χορός βλέπει μικριά να σηκώνεται σκόνη στον αέρα, να ακούει τον κρότο των ασπίδων και των αρμάτων των Αργείων.Τρέμει από το φόβο του και προσεύχεται στους θεούς να απομακρύνουν τον κίνδυνο από την πόλη.
Ο Ετεοκλής ενθαρρύνει τις φοβισμένες γυναίκες του Χορού, προτείνοντάς τες ψυχραιμία και πειθαρχία, γιατί η πειθαρχία, τονίζει, είναι μητέρα της σωτηρίας και της νίκης.
Βιάζεται να φύγει, γιατί θέλει να στήσει τους έξι πολέμαρχους, και με τον ίδιο εφτά, στις εφτά πύλες του κάστρου, γερούς αντίμαχους στους εχθρούς της πόλης(282).
Μετά από την κίνηση αυτή του Ετεοκλή ο φόβος του Χορού μεγαλώνει και ζητά από τους θεούς να σώσουν την πόλη.
Ο Αγγελιαφόρος στο διάστημα αυτό σκιαγραφεί τους αρχηγούς των δύο αντιπάλων στρατευμάτων, που αντιπαρατάσσονται στις εφτά πύλες Αναφέρεται και στον έβδομο αρχηγό, τον Πολυνείκη, που, με τη στρογγυλή ολοκαίνουργη ασπίδα του στα χέρια, καυχιέται πως, αν κυριέψει τη χώρα και στεφανωθεί άρχοντάς της, θα τρέξει να αναμετρηθεί με τον αδερφό του Ετεοκλή και ή θα τον σκοτώσει και θα πέσει και ο ίδιος νεκρός δίπλα του, ή, αν μείνει ζωντανός, θα τον εκδικηθεί για την ατιμία της εξορίας του, διώχνοντάς τον, όπως κι εκείνος τον έδιωξε από την πόλη(632-638).
Αγανακτισμένος και εξοργισμένος με όσα ακούει από τον Αγγελιαφόρο ο Ετεοκλής καταριέται τη μοίρα του και είναι έτοιμος για έναν αγώνα ζωής ή θανάτου.
ΕΤ."Ω θεομίσητη, πολυκαταραμένη
γενιά μου, η πολύκλαφτη του Οιδίποδα.
Αλίμονο, οι κατάρες του πατέρα τώρα πιάνουν.
....
Όσο για τον Πολυνείκη θα δούμε
αν θα τον φέρουν πίσω άρχοντα στη χώρα...
Άρχοντας μ' όλο το δίκιο,
αδελφός με αδελφό, εχθρός με εχθρό του
θα χτυπηθώ..." (653-675).
Η αμοιβαία αλληλοκτονία πυργώνει στη σκέψη του Ετεοκλή και αναφωνώντας:
"Θεών διδόντων ουκ αν εκφύγοις κακά'.
"Κακό που οι θεοί προσφέρουν είναι αδύνατο να το αποφύγεις"(719), προχωρεί προς το οικτρό από τη μοίρα του τέλος.
Ο Χορός, που παρακολουθεί με τρόμο και αγωνία τα όσα συμβαίνουν, θυμάται την κατάρα του πατέρα τους, "σιδήρω την πατρώαν ουσίαν κατανείμαι"(788), και οδηγείται στη σκέψη μήπως έφτασε η ώρα να πραγματοποιηθεί αυτή.
"Φοβάμαι τη φρικτή θεά που αφανίζει
τα σπιτικά, χωρίς θεούς να μοιάζει
την κακομάντευτη της συμφοράς σημάδι
την Ερινύα, που η κατάρα του γονιού του,
μήπως μας βγάλει αληθινές όσες κατάρες
ξεστόμισ' ο Οιδίποδας, σαν σάλεψε ο νους του,
γιατί η κατάρα τούτη σπρώχνει τα παιδιά του
στα αναπόφευκτα δίχτυα του θανάτου"(720-726).
Δεν προλαβαίνει να εκφράσει τους φόβους του, και ο Αγγελιαφόρος φέρνει μια νέα είδηση:
ΑΓΓ."Χαρείτε εσείς παιδιά καλών μανάδων
κι η πόλη γλίτωσε από τα βρόχια της σκλαβιάς της.
Πάνε τα φουσκωμένα κούφια λόγια
που φαφλάτιζαν οι τρανοί. Η μπόρα πάει
και το καράβι δεν πλημμύρισε απ' τη φουρτούνα.
Η πόλη σώθηκε, μα οι άρχοντες τ' αδέλφια...
Νεκροί κι οι δυο...
Πάνε και δυό απο το ίδιο χέρι....
Η πόλη μας τη νίκη κέρδισε, μα οι δυό αρχηγοί μας
με σκυθικό σπαθί τα κτήματά τους τώρα
μοιράσανε, και θάχουνε για κλήρο
όση έκταση θα πάρουν γης μέσα στον τάφο
όπου τους έχουν κατεβάσει οι κατάρες
ενός τυφλού πατέρα"(815-819).
Στη ρήση του Αγγελιαφόρου αντιπαραβάλλονται άλλη μια φορά οι δύο όψεις του γεγονότος: Αγαλλίαση για τη σωτηρία της πόλης, οδύνη για την τραγική μοίρα των γιων του Οιδίποδα. Ο θρήνος του Χορού, που ακολουθεί, είναι μεγάλος σε έκταση και έμμεσα σημασιοδοτεί το τέλος μιας οδυνηρής πράξης, της αδελφοκτονίας.
ΧΟ."Εξέπραξεν, ουδ' απείπεν
πατρόθεν ευκταίας φάτις.
βουλαί δ' άπιστοι Λαίου διήρκεσαν,
μέριμνα δ' αμφί πτόλιν,
θέσφατ' ουκ αμβλύνεται"(840-844).
"Το είπε και το έκανε ως πέρα ο αφορεσμός ενός πατέρα.
Το παλιό αμάρτημα του Λάιου βάσταξε ως το τέλος.
Έγνοια περισφίγγει την πόλη
και δε θέλει ο άγριος χρησμός να ημερέψει".
Τελικά, ο Ετεοκλής, τον οποίο προβάλλει ο ποιητής ως υπαρασπιστή της πόλης, στο τέλος αποδεικνύεται ένας άνθρωπος με διπλό ρόλο: του πιστού υπερασπιστή της πόλης κα του καταραμένου γιου του Οιδίποδα, ο οποίος, μην μπορώντας να κατανοήσει την πατρική κατάρα, ξεκινά με δική του ευθύνη τον αδελφοκτόνο αγώνα, επειδή, όπως διατείνονταν, τον ήθελε ο ίδιος και τον ωθούσαν σ' αυτόν και οι θεοί.
Η Ζaklin de Romilly, που αναφέρεται στο βαθύτερο νόημα της τραγωδίας αυτής, γράφει: "Στην τραγωδία αυτή ο Αισχύλος είδε στην υπόθεση δύο πράγματα: κατ' αρχήν την ατμόσφαιρα μιας πολιορκημένης πόλης, κατατρεγμένης αλλά έτοιμης να αμυνθεί με ανδρεία. ΄Επειτα είδε το δράμα ενός ανθρώπου, που θα επιτεθεί κατά του αδελφού του, θα τον σκοτώσει και θα σκοτωθεί από αυτόν, έτσι και μόνο επειδή μια κατάρα, συνέπεια μακράς σειράς λαθών και δυστυχιών, τον βαραίνει και τον υποχρεώνει...Το παράξενο είναι πως και οι δύο αντίπαλοι επικαλούνται τη βοήθεια των ίδιων θεών και οι θεοί θα εισακούσουν τις παρακλήσεις τους. Η Θήβα τουλάχιστον θα σωθεί!"
Η Θήβα, πράγματι, σώζεται από την καταστροφή, δεν την αποφεύγουν όμως τα δύο αδέρφια. Τους σκοτώνει η πατρική κατάρα. Και αναρωτιέται ο θεατής. Πόσο ευθύνονται τα δύο αδέρφια για το θάνατό τους και τι έπραξαν, για να αποφύγουν την πατρική κατάρα; Από όσα εκθέσαμε σχεδόν τίποτα. Οχυρώθηκαν πίσω από μια τακτική, η οποία δεν οδηγούσε παρά στη ρήξη και το θάνατο. Ο Πολυνείκης, ο αδικημένος αδελφός- που δεν εμφανίζεται στη σκηνή, παρά μόνο γίνεται μνεία του ονόματός του-κατηγορούσε τον Ετεοκλή ως επίορκο και σφετεριστή του βασιλικού θρόνου της Θήβας, ενώ ο Ετεοκλής χαρακτήριζε τον αδερφό του εχθρό και προδότη της πατρίδας, γεγονός που όξυνε την αντίθεσή τους και δυνάμωνε το μίσος του ενός απέναντι του άλλου, ώστε τελικά μόνοι τους να οδηγηθούν στο θάνατό τους, επαληθεύοντας την πατρική κατάρα. Οι ίδιοι έγιναν αθύρματα της μοίρας τους και επαλήθευσαν, δυστυχώς, τη σοφή φράση: Ον ο θεός βούλεται απολέσαι μωραίνει. Έτσι συνέβη τότε και έτσι θα συμβαίνει στους αιώνες, εφόσον οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις διαφορές τους με πνεύμα μίσους και εχθρότητας και όχι με πνεύμα κατευνασμού, σύνεσης και νηφαλιότητας.
Και ο τραγικός κλείνει το πρώτο μέρος της τραγωδίας με τη δήλωση του Χορού:
ΧΟ."Και πήρε τέλος η έχθρα τους
στα χώματα τα πατρικά
με το δικό τους αίμα ποτισμένα.
Οι δύο ζωές τους σμίξανε,
γιατί και οι δύο είναι ένα αίμα.
Μαύρος, πικρός ξεδιαλυτής
το σίδερο το ξενικό...
Πικρός και κακομοιραστής
στο βιος ο Άρης ο τρανός,
αυτός που τώρα βγάζει πέρα
τη φοβερή κατάρα του πατέρα!" (938-946).
Ο χορός, παρά την προσπάθειά του, δεν μπόρεσε να προλάβει το κακό και τώρα το σχολιάζει, θέλοντας να τονίσει στο θεατή πως οι άνθρωποι είναι αδύναμα πλάσματα και γίνονται αθύρματα στις θελήσεις των θεών. Τα παιδιά πληρώνουν για τα αμαρτήματα των γονιών τους. Ο Ετεοκλής γνωρίζει το βάρος της πατρικής κατάρας αλλά το μίσος για τον αδελφό του τον τυφλώνει και δεν του επιτρέπει να μετριάσει την οργή του, ενώ την ίδια στιγμή η Ερινύα, πανευτυχής, βλέπει να συνεχίζεται η τιμωρία ανθρώπων της τρίτης γενιάς, όπως είναι η αλληλοκτονία των δύο αδελφών.
Με το θάνατό τους η σκηνή αδειάζει. Η γενιά του Λάιου έχει ηττηθεί και η Άτη υψώνει το τρόπαιό της.Το πάθος της εξουσίας και η περιφρόνηση της πατρικής κατάρας τυφλώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν ακόμη και στο φόνο του αδελφού! Γι' αυτό οι άνθρωποι οφείλουν να είναι περισσότερο προσεκτικοί, περισσότερο ψύχραιμοι, λογικοί και δίκαιοι. Επιπλέον να δείχνουν σεβασμό στους θεούς και στους γονείς τους, ώστε να αποφεύγουν την κατάρα τους, αφού αυτή αργά ή γρήγορα τιμωρεί τον ασεβή και μάλιστα θανάσιμα, όπως συνέβη με τα δύο αδέλφια, που από την όλη διαμάχη τους δεν κέρδισαν παρά δυό μέτρα γης!


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Αριστοφάνη: Ειρήνη.Ο Ερμής και η χρυσή κούπα

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ:ΕΙΡΗΝΗ
(Μεγάλα Διονύσια 421 π.Χ.)
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.) μαίνεται εδώ και δέκα χρόνια και οι Αθηναίοι, αποκλεισμένοι στην πόλη τους από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, υποφέρουν τα πάνδεινα. Το φθινόπωρο του 422 π.Χ., στη μάχη της Αμφίπολης, σκοτώνονται οι δύο φολοπόλεμοι ηγέτες: ο αθηναίος δημαγωγός Κλέων και ο βασιλιάς της Σπάρτης Βρασίδας.Τους διαδέχονται στην εξουσία δύο ειρηνόφιλοι άνδρες, ο Νικίας και ο Πλειστοάνακτας, αντίστοιχα.
Ο Αριστοφάνης, φανατικός ειρηνόφιλος και ακούραστος πολέμιος των πολεμοκάπηλων της εποχής του, αγωνίζεται με πάθος να πετύχει την ειρήνευση μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Η συγκυρία και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ευνοεί μια τέτοια προσπάθεια, γι' αυτό και ο ποιητής, τη στιγμή που αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ των εμπολέμων, γράφει και ανεβάζει στη σκηνή την κωμωδία του Ειρήνη. Απαιτεί, μέσω αυτής, όχι μόνον από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες αλλά και από τους Πανέλληνες να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο και να συνάψουν μεταξύ τους ειρήνη.
Πρωταγωνιστής της προσπάθειας για ειρήνη είναι ένας απλός αμπελουργός από την Αθήνα, ο Τρυγαίος. Ανησυχεί και αγωνιά κι αυτός, όπως και οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες του για τη συνέχιση του πολέμου, και αποφασίζει με ένα κοπροσκαθάρι να ανεβεί στον Όλυμπο, για να φέρει τη φυλακισμένη εκεί από τον Πόλεμο Ειρήνη, αλλά και για να ρωτήσει το Δία, γιατί σκοτώνονται οι Έλληνες μεταξύ τους.
Φτάνοντας με το κοπροσκαθάρι του έξω από το παλάτι του Δία, συναντά τον Ερμή, φρουρό του παλατιού. Ο Θεός, βλέποντας μπροστά του τον Τρυγαίο, ένα βρωμιάρη άνθρωπο, παραξενεύεται και αναφωνεί αηδιασμένος από την μπόχα που αναδίδουν τα ρούχα του.
( στίχ.180).
ΕΡΜ.Ηρακλή μου, τι τέρας είναι τούτο δω;
ΤΡΥΓ.Ιπποκάνθαρος. Αλογοσκαθάρι.
ΕΡΜ.Βρε κάθαρμα, ξετσίποτε κι αποκοτιάρη
βρε βρωμερέ, βρωμοκοπρίτη, αρχιβρωμιάρη
πώς ήρθες εδώ επάνω, χιλιοβρωμισμένε;
Ποιο είναι το όνομά σου;
ΤΡΥΓ. Αρχιβρωμιάρης.
Είμαι ο Τρυγαίος από της Αθμονίας το Δήμο
καλός αμπελοδουλευτής, όχι κανένας ρουφιάνος
που τα ανακατώματα του αρέσουν.
ΕΡΜ.Και γιατί ήρθες;
ΤΡΥΓ. Τα κρέατα τούτα να σου φέρω.
O πονηρός αμπελουργός του προσφέρει αμέσως τα νόστιμα κρέατα και ο σκληρός θεός αρχίζει να μαλακώνει. Αλλάζει κάπως διάθεση και στάση απέναντι στο μέχρι τώρα βρωμιάρη Τρυγαίο και του λέει.
ΕΡΜ.Ω καημενούλη, πώς ήρθες;
ΤΡΥΓ. Αχ, λιχούδη, βλέπεις τώρα πως πια δε σου φαίνομαι βρωμιάρης; Πήγαινε τώρα και κάλεσέ μου το Δία( ίθι νυν κάλεσόν μοι τον Δία).
Ο Ερμής, ξαφνιασμένος με την απαίτηση του Τρυγαίου, του λέει ότι ο Δίας και οι θεοί εγκατέλειψαν τον Όλυμπο και έφυγαν εξοργισμένοι με τους Έλληνες, γιατί, ενώ τους έδωσαν τόσες ευκαιρίες για ειρήνη, εκείνοι αδιαφόρησαν και συνέχισαν τον αδελφοκτόνο πόλεμο. Τώρα τη θέση τους κατέχει ο Πόλεμος και κυβερνά ανεμπόδιστα. Έχει μάλιστα φυλακίσει σε μια σπηλιά την Ειρήνη και την κρατά εκεί αλυσοδεμένη.
Ο Τρυγαίος, που ακούει την είδηση, δεν απογοητεύεται. Επιμένει και θερμοπαρακαλεί τον Ερμή, όπως και ο Χορός, να βοηθήσει, ώστε να λευτερώσουν την Ειρήνη. Ο Ερμής όμως, θέλοντας να τους αποτρέψει, επειδή φοβάται και την τιμωρία από το Δία, τους τονίζει πως ψες το βράδι μάλιστα ο Πόλεμος έφερε ένα μεγάλο γουδί, όπου ρίχνει και στουμπίζει σαν σκόρδα τις πόλεις.
ΠΟ. Μέγαρα, Μέγαρα, θα σας κοπανίσω
τώρα κι εσάς και σκορδαλιά όλα θα σας κάνω.
Συνεχίζοντας τις απειλές τους αναφέρει πως θα συντρίψει τη Σικελία και άλλες πόλεις.
Ο Τρυγαίος είναι κρυμμένος σε μια γωνιά και γεμάτος φόβο και αγωνία ακούει τις απειλές του Πολέμου, που ζητά να του φέρουν το γουδοχέρι από την Αθήνα ή τη Σπάρτη, για να κοπανίσει κι άλλες πόλεις, πλην όμως παίρνει την απάντηση από το δούλο του Κυδοιμό πως το έχασαν οι πόλεις αυτές. Εκείνος τότε νευριασμένος αποχωρεί, απειλώντας πως θα κατασκευάσει ένα δικό του γουδοχέρι, για να μη δανείζεται ξένα.(Φεύγει).
Ο Τρυγαίος, ανακουφισμένος από τη τροπή που πήραν τα πράγματα, βγαίνει από την κρύπτη του και καλεί τους Πανέλληνες να λευτερώσουν την Ειρήνη.
(στίχ.292)
ΤΡΥΓ.Έλληνες, τώρα είναι η ώρα, από μπελάδες
και μάχες γλιτωμένοι, ν' ανασύρουμε
την κοσμαγάπητη έξω την Ειρήνη,
πριν μπει στη μέση κι άλλο γουδοχέρι(δοίδυξ).
Ξωμάχοι εσείς, έμποροι και μαστόροι
και δουλευτάδες, μέτοικοι και ξένοι,
κι εσείς νησιώτες, όλοι οι λαοί τρεχάτε,
με σχοινιά, λοστούς και τσάπες, γρήγορα
και ήρθε η στιγμή να πάνε όλα καλά.
ΧΟ.Πανέλληνες, ας τρέξουμε για βοήθεια περισσότερο από κάθε φορά,
γλιτώνοντας από στρατεύσεις και από αιματόβρεχτα κακά,
γιατί έλαμψε εδώ η μέρα που το Λάμαχο μισεί.
Ο Έρμης όμως, που θέλει να βοηθήσει, αλλά φοβάται την τιμωρία από το Δια, προσπαθεί να εμποδίσει τον Τρυγαίο, και του λέει:
ΕΡΜ.Δεν ξέρεις ότι ο Δίας προειδοποίησε ότι θα θανατωθεί
όποιος πιαστεί να ξεθάβει την Ειρήνη;
ΤΡΥΓ. Για όνομα των θεών μην το μαρτυρήσεις Ερμή.
ΕΡΜ. Δεν μπορώ να κρατήσω κλειστό το στόμα μου.
ΤΡΥΓ. Στο όνομα των κρεάτων που σου έδωσα, κάνε μου αυτή τη χάρη.
Τον παρακαλεί και ο Χορός.
ΧΟ.Σε παρακαλούμε πάψε,τώρα αντίδικός μας να 'σαι
και θυσίες ιερές και μεγάλες προσφορές
πάντα θα σου κάνουμε και θα σε δοξάζουμε,
κύριέ μας.
Ο Τρυγαίος, βλέποντας την αντίσταση του Ερμή, θέτει σε ενέργεια την πονηριά του. Του αποκαλύπτει δήθεν μια συνωμοσία του Ήλιου και της Σελήνης εναντίον των θεών του Ολύμπου. Ο Ήλιος και η Σελήνη του λέει, καταδίνουν στους βαρβάρους την Ελλάδα, επειδή αυτοί προσφέρουν θυσίες στους θεούς και οι βάρβαροι στον Ήλιο και τη Σελήνη. Γι' αυτό παρακαλεί τον Ερμή να γίνει βοηθός τους, αφού αυτοί αυτόν προσκυνούν και λατρεύουν.
(στίχ. 406-427)
ΤΡΥΓ.Ναι, μα το Δία. Γι' αυτό, φίλε Ερμή, γίνε
βοηθός μας, πρόθυμα κι έλα να τραβήξεις
τώρα εσύ μαζί μας έξω την Ειρήνη.
Και τότε όλα τα θεϊκά μας πανηγύρια
θα τα γιορτάζουμε μονάχα στ' όνομά σου.
Παντού θα θυσιάζουν
στον αλεξίκακο Ερμή. Μα και πολλά άλλα
καλά θα δεις. Και πρώτα πρώτα πάρε ετούτο
το δώρο κι έχε το να κάνεις τις σπονδές σου.
(Του προσφέρει μια ολόχρυση κούπα)
Ο Ερμής, βλέποντας τη χρυσή κούπα, αλλάζει τακτική και διάθεση. Μαλακώνει και ευχαριστημένος αναφωνεί:
ΕΡΜ.Ω πώς με κάνουν σπλαχνικό οι χρυσές οι κούπες;
Τώρα εμπρός λοιπόν, λεβέντες, τη δουλειά σας κάμετε.
Μπείτε αμέσως με τις τσάπες και τις πέτρες βγάλτε,
λευτερώστε την Ειρήνη".
Η χρυσή κούπα έκανε το θαύμα της τη στιγμή που δεν μπόρεσαν να το πετύχουν ούτε τα παρακάλια των ανθρώπων ούτε και η προσφορά νόστιμων κρεάτων στο θεό. Η θέα της χρυσής κούπας άλλαξε τη διάθεση, την ιδεολογία, τις αξίες που υπηρετούσε ο Ερμής, λησμόνησε την αυστηρή τιμωρία του Δία, που επικαλούνταν, για να δικαιολογήσει την άρνησή του να βοηθήσει. Το χρήμα διαφθείρει συνειδήσεις, ιδεολογίες, αρχές ακόμη κι αν πρόκειται και για θεούς, όπως ο Ερμής. Γι΄αυτό δίκαια αναρωτιέται ο σημερινός θεατής, που παρακολουθεί μία παράσταση της Ειρήνης. Τι άλλαξε από τότε ως σήμερα στον κόσμο; Τίποτε. Γι' αυτό και η κωμωδία του Αριστοφάνη εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και σήμερα, όπως και τότε, αφού στην ουσία τίποτε δεν άλλαξε στην ανθρώπινη φύση.
Στο τέλος, ο φτερωτός θεός, ταυτίζεται κι αυτός με τον Τρυγαίο και το Χορό και αγωνίζεται μαζί τους να λευτερώσουν την Ειρήνη από τη σπηλιά. Και όταν, με τη συνεργασία όλων, το πετυχαίνουν, τότε ο θεοσεβής Τρυγαίος προσφέρει σπονδές στους θεούς για την ευόδωση του έργου του, ενώ την ίδια στιγμή θυμίζει στους ανθρώπους πόσο άχρηστες είναι οι ασπίδες και τα όπλα. Τελικά, πέρα από τη δύναμη του χρυσού, ο αναγνώστης κατανοεί πως η ειρήνη είναι πάντοτε καλύτερη από τον πόλεμο. Γι' αυτό και οφείλει να αγωνίζεται γι' αυτήν, να την προστατεύει και να την υπερασπίζεται, όταν κινδυνεύει.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Ειδυλλιακά τοπία στα έπη του Ομήρου

Ο Όμηρος, αν και τυφλός, κατά την παράδοση, μας έχει δώσει στα δύο έπη του αριστουργηματικές περιγραφές ειδυλλιακών τοπίων, τις οποίες μόνον ένας λογοτέχνης με όραση, παρατηρητικότητα και ευαισθησία μεγάλη θα μπορούσε να περιγράψει. Με τις θαυμάσιες περιγραφές του ο ποιητής, όχι μόνο σαγηνεύει τον αναγνώστη ή τον ακροατή, αλλά ταυτόχρονα ποικίλλει και ομορφαίνει την αφήγησή του. Για τον ποιητή η Φύση άλλοτε είναι όμορφη και μαγευτική και άλλοτε φοβερή και τρομερή. Στην πρώτη περίπτωση χαροποιεί τον άνθρωπο, του στάζει δροσιά και βάλσαμο στην ψυχή, τον λυτρώνει από τις καθημερινές του έγνοιες και τον συγκινεί, ενώ στη δεύτερη, τον τρομάζει, τον προβληματίζει και τον πανικοβάλλει.
Πάντως, και οι δύο περιπτώσεις απεικονίζουν την πραγματικότητα της ζωής με τις χαρές και τις λύπες της. Γι' αυτό ο άνθρωπος πάντα θα προτιμά τις πρώτες από τις δεύτερες.
Η Φύση στη ματιά του Ομήρου είναι καθαρή, παρθενική και όμορφη. Αξίζει να ζει κανείς μέσα σ' αυτήν και να δημιουργεί, να αισθάνεται χαρούμενος και να αντιλαμβάνεται πως δεν είναι γι' αυτόν μόνον τροφός και δάσκαλος, αλλά και σημαντική πηγή ψυχικής αγαλλίασης, στοχασμού, ελευθερίας και καλλιτεχνικής έμπνευσης, ώστε να ταυτίζεται πολλές φορές μαζί της, να την αγαπά, να τη σέβεται και να τη θεοποιεί!
Αυτή τη Φύση προσπαθεί να μας γνωρίσει ο ποιητής με το χρωστήρα του λόγου του και να μας κάνει κοινωνούς της ομορφιάς της, αφού αντιλαμβάνεται ότι, ζώντας κανείς μέσα σ' αυτήν, δεν εξαγνίζει μόνο την ψυχή του αλλά ταυτόχρονα εμπνέεται από αυτήν και γίνεται υμνητής, ζωγράφος και ποιητής.
Αν, επομένως, η παράδοση θέλει τον ποιητή των δύο επών, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, τυφλό, η πραγματικότητα το διαψεύδει περίτρανα. Αποδεικνύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λαθεμένη την αντίληψη αυτή και την απορρίπτει, κάτι που θα φανεί και από τα κείμενα που ακολουθούν.
Οι θεοί στον Όλυμπο έχουν αποφασίσει να επιστρέψει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη και στέλνουν τον Ερμή στην Καλυψώ, για να μεταφέρει την απόφασή τους αυτή στη θεά. Ο φτερωτός θεός, με ένα του άλμα, φτάνει στο νησί. Στέκεται μαγεμένος έξω από τη σπηλιά της Θεάς και θαυμάζει την ομορφιά της γύρω φύσης.
" Σ' αυτό το σπήλαιο μέσα η Νύμφη
κατοικούσε η λαμπροπλέξουδη και μέσα εκεί τη βρήκε.
Φωτιά μεγάλη έκαιγε στη στια και μια ευωδιά απ' αλάργα
μοσκοβολούσε στο νησί, κέδρου κι αφράτης θούγιας
που καίγονταν. Κι η Καλυψώ μ' ολόχρυση σαΐτα
στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.
Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος
με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με λεύκες και με σκλήθρα,
όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,
γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδαλούπες,
θαλασσοπούλια που αγαπούν τα πέλαγα να σκίζουν.
Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη
κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερες βρύσες στη σειρά γλυκό νερό αναβρύζαν,
κοντά-κοντά, κι άλλη απ' αλλού κυλούσε τα νερά της.
Κι ανθούσαν γύρω στη στεριά λιβάδια με γιοφύλια
και σέλινα, που αν τα 'βλεπε κι αθάνατος ακόμα,
θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του.
Εκεί στεκότανε ο Ερμής και θαύμαζε θωρώντας"(ε 58-75)

Η περιγραφή συναρπάζει τον αναγνώστη.
Ο ποιητής αρχίζει την αναφορά του με το κεντρικό πρόσωπο, την καλοπλέξουδη Καλυψώ, που μέσα στη λαμπρή σπηλιά της, η οποία ευωδιάζει από πεύκο και θούγια, υφαίνει ευτυχισμένη στον αργαλειό της και τραγουδά, μοτίβο γνωστό στον Όμηρο, για να ακολουθήσει η περιγραφή του ειδυλλιακού τοπίου και αμέσως μετά η δυσάρεστη είδηση, που ανατρέπει όλη εκείνη την ομορφιά. Η χαρούμενη διάθεση μετατρέπεται σε λύπη, όταν μαθαίνει πως πρέπει να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα να φύγει για την πατρίδα του.
Το τοπίο γύρω από την σπηλιά της θεάς είναι θαυμάσιο. Μια απλωμένη κληματαριά με τα γλυκά της σταφύλια καλύπτει τη γύρω περιοχή, τέσσερες βρύσες χύνουν τα άφθονα δροσερά νερά τους και και γύρω τους ανθίζουν λιβάδια με γιοφύλια και σέλινα. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το ειδυλλιακό τοπίο, που βλέπει και θαυμάζει όχι μόνο ο φτερωτός θεός αλλά και ο κάθε επισκέπτης. Ικανοποιούν την όραση, την ακοή, τη γεύση και την όσφρηση. Μαζί με το θεό χαίρεται και ο σύγχρονος αναγνώστης, νοερά έστω, γιατί ένα τέτοιο θαυμάσιο τοπίο τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα πιο σπάνιο και επομένως περισσότερο αναγκαίο στον άνθρωπο των μεγαλουπόλεων και του τσιμέντου.
Ο ποιητής όμως, πέρα από τη φυσική ομορφιά του τοπίου, ξέρει να βλέπει και να εκτιμά και την ομορφιά που απλώνεται μέσα σε ένα κήπο, καθαρό δημιούργημα της φιλοπονίας του ανθρώπου, που αγαπά τη Φύση. Πρόκειται για τον κήπο στο παλάτι του Αλκίνοου, που είναι προστατευμένος με φράκτη και είναι φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα, που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο, ενώ δύο βρύσες, η μια ποτίζει με τα νερά της τον κήπο, ενώ η άλλη προσφέρει τα νερά της για τις ανάγκες του κόσμου.
"έκτοσθεν δ' αυλής μέγας όρχατος άγχι θυράων
τετράγυος, περί δ' έρκος ελήλαται αμφοτέρωθεν.
ένθα δε δένδρα μακρά πεφύκασι τηλεθόωντα,
όγχναι και ροιαί και μηλέαι αγλαόκαρποι κτλ."
"Στ' απόξω μέρος της αυλής, κοντά στις πόρτες, είχε
μεγάλο κήπο, τεσσάρων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης
γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα,
φύτρωναν δροσερά, αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με μήλα,
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές επάνω στον ανθό τους,
που δεν τους έλειπε ο καρπός χειμώνα καλοκαίρι,
μήτε ποτές τον έχαναν, μον' άπαυτα φυσώντας
ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Μετά απ' τ' αχλάδια, αχλάδια ανθούν, μετά απ' τα μήλα, μήλα,
σύκο το σύκο γίνεται, σταφύλι το σταφύλι.
Είχε κι ένα πολύκαρπο αμπέλι φυτεμένο.
Άλλες του λιάστρες ξήραινε σε γη στρωμένη ο ήλιος
κι άλλα σταφύλια που τρυγούν κι άλλα πατούν ξοπίσω.
.......................... και στους στερνούς τους όργους,
λογής με τέχνη φύτρωναν πρασιές πάντα ανθισμένες.
Δύο βρύσες έτρεχαν, κι μια πότιζε όλο τον κήπο,
κι απ' το κατώφλι της αυλής, η άλλη απ' τ' άλλο μέρος,
προς το παλάτι πήγαινε, όθε έπαιρνε ο κόσμος.
Τέτοια χαρίσανε οι θεοί δώρα λαμπρά του Αλκίνοου"( η 112-132
)
Ο ποιητής, περιγράφοντας το τοπίο γύρω από τη σπηλιά της Καλυψώς, μας παρουσιάζει ένα φυσικό τοπίο, ενώ στον κήπο του Αλκίνοου, ένα τοπίο (κήπο), καθαρό δημιούργημα της ανθρώπινης φιλοπονίας και αγάπης στη Φύση.
Στην "Κυκλώπεια" ο Όμηρος, ακολουθώντας το γνωστό του μοτίβο, πλάθει με τη φαντασία του ένα όμορφο νησάκι απέναντι από το νησί των Κυκλώπων, το οποίο φαντάζεται ως προθάλαμος, ως δόλωμα της Φύσης, για να προσελκύσει τον ταξιδιώτη σ' αυτό και από εκεί η περιέργειά του να τον ρίξει στα σαγόνια του ανθρωποφάγου τέρατος, του Κύκλωπα, που ζει στο διπλανό νησί, βόσκοντας τα γιδοπρόβατά του με τους ομοίους του.Το ευχάριστο και χαρούμενο συναίσθημα που νιώθει ο επισκέπτης αυτού του ήρεμου νησιού σε λίγο μετατρέπεται σε συμφορά, σε φόβο και σε θλίψη μεγάλη με το θάνατο των συντρόφων του Οδυσσέα, από το μονόφθαλμο Πολύφημο (Κύκλωπα), γιο του Ποσειδώνα
" Κι ένα νησάκι απλώνεται πιο πέρα απ' το λιμάνι,
ούτε κι αλάργα ούτε κοντά στη χώρα των Κυκλώπων,
πολύδεντρο, όπου αμέτρητα τα άγρια γίδια βόσκουν
γιατί πατήματα ποτές ανθρώπων δεν τα σκιάζουν,
μήτε συχνάζουν κυνηγοί, που στα πυκνά λαγκάδια
και στις ψηλές βουνοκορφές παν και τσακούν τα πόδια.
Κοπάδια απάνω στο νησί δεν έχει ούτε χωράφια,
μον' άσπαρτο κι ανόργωτο χρόνο καιρό είναι έρμο
και μόνο θρέφει στις βοσκές βελαζολάλες γίδες.
Δεν έχουν κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες καράβια
μήτε τεχνίτες καραβιών πλεούμενα να φτιάσουν
σε κάθε χρήσιμη δουλειά, να πάνε σ' άλλους τόπους,
όπως συχνά τις θάλασσες περνώντας τρέχουν άλλοι,
να φέρουν στ' αφροχώματο νησί να τους δουλέψουν.
Ξερό δεν είναι. Θα 'φερνε κάθε καρπό στην ώρα.
Γιατί από την άκρη του γιαλού αρχίζουν τα λιβάδια
δροσάτα απαλοχώματα. Τα αμπέλια αιώνια θα 'ταν.
Η γη στρωτή για όργωμα. Παντού βαθιά χωράφια,
με χώμα αφράτο, που ο καιρός σαν έρθει, θα θερίσεις.
Κι έχει λιμάνι απάνεμο, που μήτε παλαμάρια
θέλεις εκεί,μήτε άγκυρες, μήτε σχοινιά να δέσεις,
μον' αραγμένος κάθεσαι καιρό, όσο το πρίμο αγέρι πάρει.
Και μια πηγή στου λιμανιού το βάθος αναβρύζει
νεράκι, κάτω απ' τη σπηλιά και γύρω ανθίζουν λεύκες"( ι 115-141
).
Ο ποιητής, απ' το ωραίο τοπίο της Καλυψώς και το θαυμάσιο κήπο του Αλκίνοου, μας μεταφέρει στο ερημικό νησί και περιγράφει όχι μόνο τις ομορφιές που έχει το νησί αλλά και τι του λείπει. Έτσι, την αρνητική διατύπωση στην περιγραφή, τη διαδέχεται η καταφατική, η θετική.
Πάντως, πρόκειται για ένα μαγευτικό παρθένο ερημονήσι, κατάλληλο για ξεκούραση στον περαστικό ναυτικό.
Μήπως με τον ίδιο τρόπο δεν παρουσιάζει ο ποιητής και το νησί της Κίρκης, όπου φτάνει ο Οδυσσέας με το καράβι του; Από μακριά προβάλλει το μαρμαροχτισμένο παλάτι της θεάς μάγισσας, που προκαλεί την επίσκεψη μιας ομάδας ανδρών του Οδυσσέα. Οι άνδρες, περίεργοι όπως είναι, φτάνουν και θαυμάζουν το παλάτι της Κίρκης. Τους βλέπει η θεά, τους υποδέχεται με ναζιάρικη προσποίηση και αμέσως με το μαγικό της ραβδί τους μεταμορφώνει σε χοίρους. Η θεά εξοντώνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες με το ραβδί της και τους μεταμορφώνει σε ζώα. Στο παλάτι υπάρχουν και άλλοι που είχαν την τύχη των συντρόφων του Οδυσσέα και είναι αυτοί που είναι μεταμορφωμένοι σε ήρεμα λιοντάρια και άλλοι σε άκακους λύκους. Το παραμύθι καλά κρατεί.Η περιγραφή είναι εντυπωσιακή και εξυπηρετεί τους σκοπούς της θεάς μάγισσας, ενώ, ως ένα σημείο, ικανοποιεί και τον επισκέπτη ή αναγνώστη.
"Μες στο λαγκάδι βρήκανε της Κίρκης το παλάτι
σε μια κορφούλα αγναντερή, με μάρμαρα χτισμένο.
Λιοντάρια λαγκαδόθρεφτα και λύκους είχε γύρω,
που με βοτάνια μαγικά τα 'χει όλα μερωμένα
μηδ' ορμήσαν απάνω τους, μον' τις μακρές ουρές τους
κουνούσαν κι όρθια σταθήκαν...
......Κι όλοι ετρέμαν τέτοια θεριά σαν είδαν.
Κι άκουσαν μέσα με γλυκιά φωνή που τραγουδούσε,
την Κίρκη κι έφαινε άφθαρτο πανί μεγάλο, ως είναι
όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα"(κ 213-226).
Οι άνδρες του Οδυσσέα, αντί να υποψιαστούν με τα όσα είδαν, αφέθηκαν στην τύχη τους και η κακιά μάγισσα τους μεταμόρφωσε κι αυτούς σε ζώα. Τα φαινόμενα, δυστυχώς, εξαπατούν και οι άνθρωποι οφείλουν να είναι περισσότερο προσεκτικοί και δύσπιστοι, αν δε θέλουν να γίνονται θύματα σε τέτοιους διπρόσωπους ανθρώπους.
Θα κλείσουμε το σημείωμά μας με δύο χωρία από την Ιλιάδα. Το πρώτο αναφέρεται στην τρυφερή σκηνή Δία-Ήρας, ενώ το δεύτερο στην περιγραφή μιας σκηνής που φιλοτέχνησε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα.
Η Ήρα, για να προκαλέσει ερωτικά το Δία, στολισμένη με λαμπρά φορέματα και λάμποντας από ομορφιά, επισκέφτεται το σύζυγό της με το πρόσχημα ότι πηγαίνει να δει τα πέρατα του κόσμου. Εκείνος, ξαφνιασμένος από την ομορφιά της, θέλει να την πείσει να μείνει και να κοιμηθούν μαζί, ενώ εκείνη αρνείται με την πρόφαση ότι δεν είναι κατάλληλο το μέρος και η ερωτική τους συνεύρεση θα γίνει ευχάριστο θέαμα σε όλους του θεούς. Τότε ο γυναικοκατακτητής Δίας βάζει τα δυνατά του και προσπαθεί να την πείσει ότι θα δημιουργήσει τέτοια φωλίτσα για τον έρωτά τους, ώστε και οι ακτίνες του ήλιου να μην μπορούν να τους εντοπίσουν! Η προσποίηση της Ήρας τελεσφόρησε και ο μεγάλος γυναικοκατακτητής έπεσε στα πλοκάμια της.
"Είπε, κι ο Δίας πήρε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του.
Για χάρη τους η θεία γη έβγαλε κάτωθέ τους χλωρό χορτάρι
και δροσερό αγριοτρίφυλλο και κρόκους και υακίνθους
πυκνούς και απαλούς, κρατώντας τους ψηλά απ' το χώμα.
Πλάγιασαν μέσα εκεί κρυμμένοι σε όμορφο σύννεφο
χρυσό, κι έπεφταν στη γη στιλπνές δροσοσταλίδες"( Ξ 346-361).

Το δεύτερο χωρίο αναφέρεται στην ασπίδα του Αχιλλέα, έργο της τέχνης του θεού Ήφαιστου. Ο ποιητής στο χωρίο αυτό περιγράφει μια σκηνή τρύγου, όπου, νέοι και νέες, τραγουδώντας το τραγούδι του Λίνου, τρυγούν τ' αμπέλια χαρούμενοι με τη συνοδεία του ήχου γλυκιάς κιθάρας και των τραγουδιών τους. Η σκηνή είναι γεμάτη από χρώμα, ζωντάνια, κίνηση και ήχο, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα σε όσα, βέβαια, μέρη εξακολουθεί να γίνεται ο τρύγος
..
"Σχεδίασε κι αμπέλι σταφύλια φορτωμένο,
πανέμορφο, χρυσό. Μαύριζαν πάνω τα σταφύλια του,
κι ως πέρα στήριζαν τα κλήματα διχάλες ασημένιες.
Άνοιξε πλάι χαντάκι βαθυγάλαζο υψώνοντας ολόγυρα,
φράχτη από καλάμι, μόνο ένα μονοπάτι στο αμπέλι οδηγούσε,
από εκεί περνούσαν οι κουβαλητές την εποχή του τρύγου.
Και κουβαλούσαν το γλυκό καρπό, όλο χαρά, νέες
και παλικάρια μες σε πλεχτά καλάθια.
Ανάμεσά τους ένα αγόρι 'επαιζε γλυκιά μελωδική κιθάρα
και γλυκοτραγουδούσε απαλά του Λίνου το τραγούδι,
οι άλλοι, όλοι μαζί τα πόδια τους χτυπώντας, ακολουθούσαν
χοροπηδώντας με φωνές και με τραγούδια"(Ξ 501-572
).
Ασφαλως, με τα χωρία που παραθέσαμε από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, δεν εξαντλήσαμε το θέμα, μια και υπάρχουν πολλά άλλα χωρία στα έπη του Ομήρου, μικρότερα σε έκταση ή και μεγαλύτερα, αλλά νομίζουμε πως και μ' αυτά που επιλεκτικά σας παρουσιάσαμε, όχι μόνο αποδεικνύουν την ικανότητα του ποιητή να περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο σκηνές μονομαχιών, τραυματισμών ή σκοτομών στα έπη του, αλλά παράλληλα και να φιλοτεχνεί με μοναδικό τρόπο σκηνές και εικόνες χαρούμενες, ζωντανές, πολύχρωμες και ανθρώπινες. Ο ποιητής περιγράφει με την ίδια ικανότητα και αυτάρκεια σκηνές φόβου αλλά και σκηνές χαρούμενες, τρυφερές ανθρώπινες. Είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Προκειται, ασφαλώς, για έναν μεγάλο καλλιτέχνη, ποιητή και ζωγράφο, που θαύμασε και θαυμάζει ο κόσμος όλος, για τον οποίο όμως ουδείς μπορεί πια να ισχυριστεί ότι υπήρξε τυφλός.
[Ο ΄Ομηρος δεν ήταν άνθρωπος που ετοιμολογούν πολλοί το όνομά του από το (ο+μη+ ορών), ούτε και ένας αιχμάλωτος (αιχμή+ αλίσκομαι), όπως τον θέλουν άλλοι (Όμηρος=σκλάβος πολέμου). Ο μεγάλος ποιητής ήταν ελεύθερος άνθρωπος από την Ιωνία, έβλεπε και παρατηρούσε τον κόσμο όσο λίγοι άνθρωποι. Έγραψε τα έπη του στην πατρογονική του γλώσσα, την ιωνική, γιατί αυτήν μιλούσε ο ίδιος και οι συμπατριώτες του και σ΄αυτήν ήταν γραμμένα και άλλα πριν από αυτόν κείμενα!]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Αντήνωρ Ικετάονος, μία μετριοπαθής φωνή στο στρατόπεδο των Τρώων

Ο πόλεμος μεταξύ Αχαιών και Τρώων, ο τρωικός πόλεμος, διαρκεί δέκα ολόκληρα χρόνια. Αρχίζει με την εγκατάσταση των Αχαιών στην παράκτια περιοχή της Τρωάδας και τελειώνει με το θάνατο και την ταφή του Έκτορα, αφού η άλωση της Τροίας θα συμβεί λίγο αργότερα και την φηγείται ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος στο έπος του "Αιθιοπίς".
Ο δεκαετής φονικός πόλεμος αναστατώνει την περιοχή της Τρωάδας, επιφέρει ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές και στέλνει χιλιάδες ψυχές ανθρώπων στον Άδη. Προξενεί πολλή θλίψη και απογοήτευση αλλά ταυτόχρονα και δικαιολογημένη οργή εναντίον του επιπόλαιου πριγκιπόπουλο, του Πάρη, που, καταπατώντας το θεσμό της φιλοξενίας, αρπάζει την Ελένη, τη βασίλισσα της Σπάρτης και την οδηγεί στην Τροία. Η όλως αψυχολόγητη πράξη του γίνεται αιτία πολέμου και ξεσηκώνει ένα πλήθος ελληνικών πόλεων εναντίον των Τρώων, για να λάβουν εκδίκηση για την προσβολή που τους έγινε.
Ο σημερινός αναγνώστης του έπους της Ιλιάδας είναι φυσικό να μένει έκπληκτος με τις διαστάσεις που έλαβε μια αρπαγή γυναίκας, της Ελένης, αφού ήταν ένα ζήτημα που δε δικαιολογούσε πολεμική σύρραξη και το δίχως άλλο θα μπορούσε να λυθεί με διαπραγματεύσεις. Και όμως, ένα τόσο απλό ζήτημα έμεινε άλυτο και κατέληξε σε πόλεμο.
Τι τέλος πάντων συνέβη και οι δύο λαοί έφτασαν στον αλληλοσπαραγμό;
Μήπως έλειπε η διάθεση από τους δύο λαούς για συνεννόηση;
Μήπως απουσίαζαν οι συνετές φωνές από τα δύο στρατόπεδα, που με τη μεσολάβηση και το κύρος τους θα μπορούσε να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση και να αποφευχθεί ο φονικός πόλεμος;
Η αλήθεια είναι πως ο ποιητής έχει λάβει υπόψη του πριν από μας τα τέτοιου είδους ερωτήματα και φρόντισε να δώσει μέσα από τις σελίδες του έπους τη δική του απάντηση.
Δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως οι δύο λαοί φτάνουν στον πόλεμο, γιατί λείπουν οι συνετές φωνές από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Ο ποιητής, αρνείται κι αυτός την άποψη αυτή, γι' αυτό και φροντίζει να δώσει τη δική του απάντηση στο ζήτημα αυτό.
Δεν είναι μόνο λίγες οι τέτοιου είδους φωνές στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά, δυστυχώς, σε καιρό πολέμου οι τέτοιου είδους φωνές δεν ακούγονται, γιατί πνίγονται στον ορυμαγδό των όπλων, στο κλίμα του φανατισμού και του μίσους.
Το πιο παράξενο όμως απ' όλα είναι πως και οι θεοί δε φαίνεται να δείχνουν διάθεση να βοηθήσουν στην αποφυγή του πολέμου. Αντίθετα μάλιστα είναι χωρισμένοι κι αυτοί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και κατεβαίνουν από τον Όλυμπο με ορμή και πάθος, κονταροχτυπιούνται με αντίπαλους θεούς ακόμη και με θνητούς! ( Υ 20 και εξής).
Θα ισχυριζόταν κανείς πως ενεργούν έτσι, γιατί αυτοί, ως αθάνατοι που είναι, δε γεύονται τον τρόμο του θανάτου, ασφαλώς όμως δε συμβαίνει το ίδιο και με τον αν νιώθουν τον πόνο του τραυματισμού, αφού τραυματισμένος Άρης από το δόρυ της Αθηνάς βγάζει κραυγή πόνου και, ανεβαίνοντας στον Όλυμπο, διαμαρτύρεται στον πατέρα του, Δία. (Ε 850-901).
Παρόλα αυτά, συνετούς ανθρώπους διαθέτουν και τα δύο στρατόπεδα, γεγονός που καταδεικνύει την ύπαρξη μιας, έστω και μικρής μειοψηφίας, που αντιδρά στον πόλεμο και τη φιλοσοφία του.
Μια τέτοια ισχυρή ξεχωριστή και θαρραλέα φωνή στο στρατόπεδο των Τρώων είναι και η φωνή του συνετού Αντήνορα, ενός συμπαθούς ανθρώπου με άσπρα μαλλιά, με πείρα ζωής και μεγάλη επιρροή στους συμπατριώτες του. Είναι γιος του Ικετάονα και της Κλεομήστορας. Μετέχει στον πόλεμο μαζί με τα έξι παιδιά του, που έχει αποκτήσει από το γάμο του με τη Θεανώ, κόρη του Κισσέα, ιέρεια στο ναό της Αθηνάς στην ακρόπολη της Τροίας, και είναι περήφανος γι΄αυτά, γιατί το καθένα έχει τη δική του διαδρομή και προσφορά στον πόλεμο (Αρχέλοχος, Ακάμας, Ιφιδάμας, Κόων, Λαοδάμας, Δημολέων).
Ο Αντήνορας είναι συνετός και δίκαιος. Κατέχει ανάμεσα στους Τρώες τη θέση που κατέχει ο Νέστορας στους Αχαιούς. Διαφωνεί με το αιματοκύλισμα των δύο λαών για χάρη του Πάρη και το φωνάζει δυνατά σε κάθε περίσταση, πλην όμως μάταια. Τους περισσότερους από τους συμπατριώτες του διακατέχει το μίσος και το πάθος του πολέμου.
Ανάλογες συνετές φωνές όμως διαθέτει και το άλλο στρατόπεδο, των Αχαιών. Ζητούν κι αυτές να βρεθεί συμβιβαστική λύση, ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
Η πρωτοβουλία όμως φαίνεται πως ανήκει στο Μενέλαο και στον Οδυσσέα, που μαζί αποφασίζουν και μεταβαίνουν στην Τροία, πριν ακόμη αρχίσουν οι εχθροπραξίες, για να βολιδοσκοπήσουν τους ηγέτες της Τροίας αν είναι διατεθειμένοι για μια συμβιβαστική λύση, γιατί κατανοούν τις οδυνηρές επιπτώσεις που θα έχει ένας πόλεμος για τους δύο λαούς. Οι δύο άνδρες, φτάνοντας στην Τροία, βρίσκουν εκεί θερμό υποστηρικτή τους το γερο- Αντήνορα, ο οποίος μάλιστα τους φιλοξενεί στο σπίτι του. Το ομολογεί ο ίδιος στο διάλογό του με την Ελένη, όταν εκείνη ανεβαίνει στα κάστρα της πόλης και παρουσιάζει στον Πρίαμο και στους άρχοντες της Τροίας, τους αρχηγούς των Αχαιών, που κινούνται κάτω στον κάμπο μπροστά από τις τάξεις του στρατού τους.
" Στις Πύλες πάνω κάθονταν ο Πρίαμος και μαζί του
ο Πάθοος, ο Θυμοίτης, ο Λάμπος, ο Κλυτίος
και ο γενναίος Ικετάονας, κι ακόμα ο Ουκαλέγων
κι ο Αντήνορας, κι οι δυο τους μυαλωμένοι, των Τρώων σύμβουλοι.
Απόμαχοι από τα γηρατειά, ωστόσο ρήτορες λαμπροί,
μοιάζανε με τζιτζίκια, που καθισμένα στου δρόμου τα δέντρα
σκορπούν τριγύρω τους το απαλό τραγούδι.
Τέτοιοι των Τρώων οι σύμβουλοι καθόντανε στον πύργο" (Γ 146-153).
Η Ελένη, σε όλους αυτούς και στον Πρίαμο, παρουσιάζοντας τους αρχηγούς των Αχαιών, μόλις φτάνει στον Οδυσσέα, τονίζει πως αυτός είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας, ο βασιλιάς της Ιθάκης.
" Ο πολυμήχανος γιος του Λαέρτη είναι αυτός, ο Οδυσσέας,
που μεγάλωσε στη χώρα της Ιθάκης, έναν πετρότοπο,
μα η σκέψη του είναι βαθιά κι οι πονηριές πολλές"(Γ 200-202).
Τότε ο Αντήνορας, που γνώριζε τον άνδρα από παλιά, επιβεβαιώνει τα λεγόμενα της Ελένης και λέει:
"Κοπέλα μου, σωστός, αλήθεια είναι ο λόγος σου!
Γιατί παλιά ήρθε κι εδώ ο θεϊκός Οδυσσέας,
φέρνοντας μήνυμα για σένα μαζί με το γενναίο Μενέλαο.
Κι εγώ τους φιλοξένησα, τους φίλεψα στο σπίτι,
και το παράστημά τους γνώρισα και τις βαθιές τους σκέψεις.
Όταν μια μέρα βρέθηκαν σε σύναξη των Τρώων,
καθώς οι δυο τους στέκονταν, τον ξεπερνούσε ο Μενέλαος
με τους φαρδιούς τους ώμους, μα όταν κάθονταν κι οι δυο,
πιο μεγαλόπρεπος φαινόταν ο Οδυσσέας" (Γ 204-223).
Ας μη μας εκπλήσσει η λέξη παλιά, γιατί τα γεγονότα της Ιλιάδας είναι γεγονότα του τελευταίου έτους του τρωικού πολέμου, του δέκατου.
Επομένως, η επίσκεψη του Οδυσσέα και του Μενέλαου έγινε πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Το επιβεβαιώνει και ο Αντήνορας, ο άνθρωπος που ήρθε σε επαφή μαζί τους, για να βρεθεί μια λύση στο ζήτημα της Ελένης, γεγονός που δείχνει το σοβαρό ενδιαφέρον από την πλευρά των επιδρομέων Αχαιών για έναν έντιμο συμβιβασμό.
Με τη λύση του συμβιβασμού και της αποφυγής του πολέμου φαίνεται πως συμφωνεί και ο Πρίαμος, γιατί αλλιώς πώς μπορεί να ερμηνευτεί η επικύρωση με όρκο από τον ίδιο των όρων της μονομαχίας, μιας μονομαχίας που αποφασίζεται και με την έγκριση του Έκτορα;
Γι' αυτό, όταν κατεβαίνει ο Πρίαμος στον κάμπο,για να επικυρώσει τη συμφωνία με όρκο, δε συνοδεύεται μόνο από τον Ιδαίο τον αμαξηλάτη του , αλλά τον συνοδεύει και ο συνετός Αντήνορας.
" Ανέβηκε ο Πρίαμος και τράβηξε τα χαλινάρια πίσω
πλάι του ανέβηκε ο Αντήνορας στο πανέμορφο αμάξι
και τα γοργά άτια κεντούν απ' τις Σκαιές πύλες προς τον κάμπο (Γ 261-263).
Μετά την επιβεβαίωση της συμφωνίας με όρκο, ο Πρίαμος αποχωρεί και επιστρέφει στην πόλη, προσποιούμενος ότι δεν μπορεί να βλέπει το γιο του να χτυπιέται με το Μενέλαο. Η επικύρωση και μόνο της συμφωνίας μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι στο βάθος συμφωνεί κι αυτός με την ιδέα του τερματισμού του πολέμου, έστω και με τον τρόπο αυτό, μια και η μονομαχία θα μπορούσε να προλάβει μια περαιτέρω αιματοχυσία.
Όταν όμως η μονομαχία μεταξύ τω δύο ανδρών δεν έδωσε νεκρό, όπως ήταν συμφωνημένο, παρά μόνο ήττα και τραυματισμό του Πάρη, ο Αγαμέμνων, όλως πέρα από τους όρους της συμφωνίας, απαιτεί να επιστρέψει ο Πάρης την Ελένη και τους θησαυρούς που άρπαξε από το παλάτι του Μενέλαου, πλην όμως εισπράττει αρχικά την άρνηση του Πάρη, αλλά στη συνέχεια, ύστερα από πιεστική επέμβαση του Αντήνορα, υποχωρεί και δέχεται να επιστρέψει μόνο τους θησαυρούς, όχι όμως και την Ελένη!
"Ακούστε με, Τρώες και Δάρδανοι και σύμμαχοι, να σας πω
όσα μου λέει μες στα στήθη μου η καρδιά:
ελάτε, ας δώσουμε στους γιους του Ατρέα την Αργίτισσα Ελένη
και τους θησαυρούς της, γιατί τους πολεμούμε, αφού αθετήσαμε
τους όρκους τους πιστούς. Καλό να δούμε μην το ελπίζετε, αν δεν ακούσετε τη συμβουλή μου αυτή"( Η 348-353).
Ο Πάρης, θέλοντας να είναι συνεπής προς την υπόσχεσή του, στέλνει τον Ιδαίο στους Αχαιούς και μέσω αυτού ανακοινώνει την απόφαση του να επιστρέψει μόνον τους θησαυρούς.
Οι Αχαιοί, κυρίως όσοι δε θέλουν τη διευθέτηση του ζητήματος ειρηνικά, αντιδρούν δυναμικά. Η πρώτη αντίδραση εκδηλώνεται από το γενναίο Διομήδη, ο οποίος προτείνει να μη δεχτούν τις προτάσεις των Τρώων τώρα που η ώρα του ολέθρου για τους Τρώες είναι κοντά(Η 400-410).
Τελικά, η πρόταση του Πάρη απορρίπτεται και οι δύο θεές Ήρα και Αθηνά, που θέλουν τη συνέχιση του πολέμου και την καταστροφή της Τροίας, ενεργώντας υστερόβουλα, πείθουν τον Πάνδαρο και τοξεύει εν ψυχρώ το Μενέλαο, τον οποίο τραυματίζει.
Από τη στιγμή εκείνη το σκηνικό αλλάζει και φουντώνει ο πόλεμος. Τα θύματα πολλαπλασιάζονται από τα δύο μέρη, ώσπου ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα, το γενναίο υπερασπιστή της πόλης του, γεγονός που προδιαγράφει και το τέλος της Τροίας.
Μετά την άλωση του Ιλίου, λέγεται πως οι νικητές Αχαιοί, όταν άρχισαν να καίνε την πόλη του Πρίαμου, σεβάστηκαν τον Αντήνορα και την οικογένειά του, ενώ οι φιλοπόλεμοι Τρώες τον χαρακτήρισαν προδότη. Στον πόλεμο οι λέξεις, δυστυχώς, χάνουν το νόημά τους. Ο συνετός Αντήνορας χαρακτηρίζεται από τον Πάρη άμυαλος γέρος, ο πατριώτης χαρακτηρίζεται προδότης, ο ηθικός ανήθικος, ο ειλικρινής ψεύτης κτλ.
Πάντως, από όσα έχουν εκτεθεί γίνεται φανερό πως συνετές φωνές υπήρχαν και στα δύο στρατόπεδα και επεσήμαιναν την αναγκαιότητα του συμβιβασμού και της ειρηνικής διευθέτησης ενός όχι και τόσου σοβαρού ζητήματος, πλην όμως τις έπνιξαν οι περισσότερες και ισχυρότερες φωνές των φιλοπόλεμων, η μισαλλοδοξία, η εκδικητικότητα και η απερισκεψία. Αλίμονο!

Δημήτρης Κ. Αραμπατζής

[Ομήρου Ιλιάδα. Μετάφραση: Γιάννης Κόραβος- Χρυσάνθη Δρόσου. Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2008]
.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Τα άλογα στο έπος της Ιλιάδας





Το άλογο, τα είδη του, οι περιοχές εκτροφής του και η αξία του

Ανάμεσα στα πρώτα άγρια ζώα που εξημερώνει ο άνθρωπος είναι και το άλογο (ίππος). Είναι ζώο όμορφο, γρήγορο, περήφανο, πιστό στον άνθρωπο και με ισχυρή μνήμη. Ζει κοντά του και τον συντροφεύει στη δουλειά, στο κυνήγι, στο ταξίδι, στον πόλεμο, στη χαρά και τη λύπη. Αγαπά τον άνθρωπο, αφοσιώνεται σ' αυτόν και γι΄αυτό βρίσκει και την αντίστοιχη ανταπόκριση από τον άνθρωπο. Η αγάπη και η εκτίμηση ανάμεσα στο άλογο και τον άνθρωπο είναι αμοιβαία.
Ο Όμηρος, θέλοντας να εξάρει τις αρετές του αλόγου, αναφέρεται συχνά σ' αυτό. Η λέξη ίππος, σε όλες τις πτώσεις, μνημονεύεται 250 φορές (ίππος:09, ίπποιο:01, ίππω:08, ίππον:47, ίπποι:65, ίππων :84, ίπποις: 05, ίππους:30).
Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής δείχνει όχι μόνο τη συμπάθειά του στα ωραία ζώα αλλά και το θαυμασμό του γι' αυτά. Αναφερόμενος στις κατηγορίες αλόγων που γνωρίζει, διακρίνει τα άλογα σε κοινά και σε αθάνατα, ενώ ταυτόχρονα προσδιορίζει και τις περιοχές εκτροφής των, που είναι: η Αργολίδα, από όπου προέρχονται τα άλογα του Εχέπωλου και του Διομήδη, η Θεσσαλία και η Πιερία, από όπου προέρχονται τα άλογα του Αχιλλέα και του Εύμηλου αντίστοιχα, η Θράκη, από όπου προέρχονται τα λαμπρά άλογα του Ρήσου, χωρίς, βέβαια, να λησμονεί την Ηλεία και τη Μεσσήνη(Λ 671-761), από όπου προέρχονται οι 150 ξανθές φοράδες, τις οποίες φέρνει πίσω στην Πύλο ο Νέστορας, μετά από νικηφόρα εκστρατεία στην περιοχή.
Κατά τον ποιητή, τα κοινά άλογα υπηρετούν τους θνητούς ανθρώπους, ενώ τα ξεχωριστά, τα αθάνατα τους θεούς και τους βασιλιάδες, όπως είναι τα άλογα του Αχιλλέα, δώρα του Ποσειδώνα στον Πηλέα, προικισμένα με ανθρώπινη λαλιά και συναισθήματα.
Ο Αχιλλέας μιλά με περηφάνια για τα δικά του άλογα και τα χαρακτηρίζει γρήγορα και αθάνατα, δώρα των θεών.
"Πόσο πιο γρήγορα είναι τα δικά μου άλογα, το ξέρετε,
γιατί είναι αθάνατα, δώρο του Ποσειδώνα στον Πηλέα,
τον πατέρα μου, κι εκείνος πάλι τα χάρισε σ' εμένα"(Ψ 276-278).

Η χρησιμοποίηση του αλόγου από τον άνθρωπο στην ομηρική εποχή θεωρείται άκρως αναγκαία και ωφέλιμη, γι' αυτό και ο ποιητής επισημαίνει την προσφορά του, τόσο στον καιρό της ειρήνης, όσο και στον καιρό του πολέμου. Κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την υπόσχεση του Αγαμέμνονα στον Αχιλλέα, στον οποίο προσφέρει, εκτός των άλλων πλούσιων δώρων, και δώδεκα άλογα στεφανηφόρα που νίκησαν σε αγώνες, για να σταματήσει την οργή του και να κατεβεί στον πόλεμο.
".............δώδεκα δ' ίππους
πηγούς, αεθλοφόρους, οι αέθλια ποσσίν άροντο" (Ι 123-124)
" Θα του δώσω....και δώδεκα άλογα γερά,
αθλοφόρα, που έχουν κερδίσει στο τρέξιμο βραβεία".
Πρόκειται για αργίτικα άλογα με προϊστορία λαμπρή. Έχουν νικήσει σε αγώνες αρματοδρομίας. Πρόκειται για αξιόλογα άλογα και όχι για άλογα της σειράς. Κι όμως ο ποιητής δεν αποκαλύπτει όλη την αλήθεια γι΄αυτά, αφού δε διευκρινίζει σε ποιες αρματοδρομίες έλαβαν μέρος και νίκησαν τα άλογα αυτά. Γιατί, αν νίκησαν σε αρματοδρομίες που έγιναν στην Ελλάδα, τότε πρόκειται για γέρικα άλογα, άνω των δέκα ετών, για άλογα σχεδόν άχρηστα, αν όμως έλαβαν μέρος σε αγώνες που έγιναν στα χρόνια του τρωικού πολέμου, τότε τα άλογα είναι νεαρά στην ηλικία και επομένως αξιόλογα. Ο ποιητής όμως σιωπά!

Η δράση των αλόγων στον πόλεμο. Ο πολεμιστής και ο ηνίοχος
Τα άλογα στην Ιλιάδα περιγράφονται να παίρνουν κυρίως μέρος στον πόλεμο ζεμένα δύο μαζί σε δίτροχο πολεμικό άρμα, όπου επιβαίνουν ο πολεμιστής και ο ηνίοχος του άρματος, ή να σέρνουν το άρμα κάποιου θνητού ή θεού, όπως τα άλογα του Ποσειδώνα. Τα πολεμικά άρματα χρησιμοποιούνται κυρίως στον πόλεμο σε μέρη, όπου το έδαφος προσφέρεται, αφού σε αντίθετη περίπτωση η αποτυχία τους είναι δεδομένη. Κι όμως, ο γενναίος Έκτορας, χωρίς να λάβει υπόψη τη φύση του εδάφους, εκδηλώνει επίθεση με τα άρματά του στο καστροτείχι των Αχαιών και φυσικά γνωρίζει παταγώδη αποτυχία. Περιφρονεί τη βαθιά τάφρο, κάτι που υπολογίζουν σοβαρά τα άλογα τα ζεμένα στο άρμα.
Ετσι ο Έκτορας ορμώντας μες στο πλήθος παρακινούσε
τους συντρόφους του την τάφρο να διαβούνε, μα δεν τολμούσαν
τα γοργόποδα άλογα, μόνο στο χείλος άκρη στέκονταν
και δυνατά χλιμίντριζαν, γιατί τα τρόμαξε η τάφρος
με το πλάτος της..."(Μ 49-52).
Στην περίπτωση αυτή τα άλογα αποδεικνύονται πιο σοφά από τον αρχηγό τους, που τα προστάζει! (Έμμεση υποτίμηση των ικανοτήτων του Έκτορα).
Τα άλογα αντιλαμβάνονται το αδύνατο του εγχειρήματος και διαμαρτύρονται. Χλιμιντρίζουν δυνατά για την παράλογη διαταγή, γιατί φοβούνται να διαβούν την πλατιά και βαθιά τάφρο, που περιβάλλει προστατευτικά το καστροτείχι των Αχαιών και την καθιστά αδιάβατη.Ο Έκτορας, τελικά, αλλάζει τακτική, ύστερα όμως από την επέμβαση και τις συμβουλές του Πολυδάμα.Απομακρύνει τα άρματα από τη μάχη και ενεργεί επιθέσεις με τον πεζικό του στρατό.
Το πολεμικό άρμα είναι ισχυρό και αποτελεσματικό όπλο, όταν χρησιμοποιείται εκεί που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Και σ' αυτό πάλι παίζουν ρόλο τόσο ο πολεμιστής, όσο και ο ικανός ηνίοχος. Ο πολεμιστής αγωνίζεται συνήθως πάνω από το άρμα, ενώ ο ηνίοχος το διευθύνει κατάλληλα την ώρα της μάχης. Η επιτυχία τους εξαρτάται από τη γενναιότητα του πολεμιστή και την ικανότητα του ηνίοχου να κατευθύνει το άρμα στο σημείο που πρέπει στη δεδομένη στιγμή. Γι' αυτό στο έπος, πάντοτε σχεδόν, δίπλα στα ονόματα των γενναίων πολεμιστών αναφέρονται και εκείνα των κυβερνητών των αρμάτων, όπως είναι το όνομα του Πάτροκλου, ηνίοχου του άρματος του Αχιλλέα, τον οποίο, μετά το θάνατό του, ο Αχιλλέας αντικαθιστά με τον ικανό ηνίοχο Αυτομέδοντα. Άλλοι ονομαστοί ηνίοχοι είναι ο Κοίρανος από τη Λύχτο(Ρ 410), κυβερνήτης του άρματος του Μηριόνη, ο Ηνιοπέας, ηνίοχος του άρματος του Έκτορα, που σκοτώνεται από το Διομήδη στη μονομαχία του με τον Έκτορα(Θ119), και ο τελευταίος τον αντικαθιστά με τον παράτολμο Αρχιπτόλεμο.
Ο πολεμιστής και ο ηνίοχος έχουν στενή σχέση, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τα άλογα του άρματος. Μπορούν και συνεννοούνται καλύτερα σε δύσκολες στιγμές, ενώ πολλές φορές τα άλογα, με δική τους πρωτοβουλία, σώζουν τους αναβάτες τους.
Η επιβεβαίωση μας έρχεται από τη συνομιλία Λυκάονα και Αινεία, όταν ο δεύτερος ζητά από το Λυκάονα ή να οδηγήσει αυτός ως ηνίοχος το άρμα του εναντίον του Διομήδη ή να τον πολεμήσει ως πολεμιστής, ενώ το άρμα θα το διευθύνει ο ίδιος ο Αινείας. Τότε ο Λυκάων του λέει:
"Αινεία, εσύ ο ίδιος κράτα τα χαλινάρια των αλόγων σου,
με το γνωστό αμαξηλάτη τους καλύτερα θα σύρουν
το καμπύλο αμάξι, αν του Τυδέα ο γιος(Διομήδης) μας κυνηγήσει πάλι,
μήπως τρομάξουν κι απ' το φόβο τους δε θέλουν
να μας βγάλουν έξω απ' τη μάχη, ποθώντας τη φωνή σου"(Ε 230-234).

Τα άλογα υπακούνε στις εντολές των δικών τους ανθρώπων, γι' αυτό και η συνεργασία αναβατών και αλόγων ενός άρματος είναι στενή και η λύπη των αλόγων μεγάλη, αν σκοτωθεί στη μάχη ο ένας των αναβατών. Τα άλογα π.χ. του Αιακίδη νιώθουν βαθιά θλίψη και θρηνούν, όπως οι άνθρωποι, όταν ένιωσαν πως ο αγαπημένος τους αμαξηλάτης, Πάτροκλος, έπεσε νεκρός από το κοντάρι του Έκτορα.
"Στο μεταξύ του Αιακίδη (Αχιλλέα) τ' άλογα μακριά από τη μάχη
θρηνούσαν, απ' τη στιγμή που ένιωσαν πως ο αμαξηλάτης τους
έπεσε μες στη σκόνη απ' τον ανθρωποκτόνο Έκτορα.
..............
Με τα κεφάλια τους κάτω στη γη σκυμμένα, ζεστά τρέχαν
τα δάκρυα απ' τα βλέφαρα στο χώμα, καθώς θρηνούσαν
αποζητώντας τον ηνίοχο..."(Ρ 426-439).
Επομένως, δικαιολογημένη είναι η περηφάνια που νιώθει ο Αχιλλέας για τα αθάνατα άλογά του, γιατί αγωνίζονται και συμπάσχουν μαζί με τον άνθρωπο που αγαπούν.

Ο ρόλος των ξεχωριστών αλόγων
Εκτός από τον ξεχωριστό ρόλο των ανθρώπων στη μάχη, ο ποιητής επισημαίνει και τον ξεχωριστό ρόλο των αθάνατων αλόγων, όπως είναι τα άλογα του Αχιλλέα, του Έκτορα, του Ρήσου, του Ποσειδώνα της Ήρας και του Άρη. Τα άλογα αυτά έχουν τη δική τους ιστορία, αφού μπορούν με τη θέληση των θεών να μιλούν και να κλαίνε ακόμη, όταν προαισθάνονται τη συμφορά ή το θάνατο αγαπητού τους προσώπου.Γι' αυτό η Μούσα,που αξιολογεί ποια από τα ξεχωριστά άλογα των Αχαιών είναι τα καλύτερα, αποφαίνεται πως από τα πιο αξιόλογα άλογα των Αχαιών είναι του Φηρητιάδη, ενώ τα φημισμένα άλογα του Αινεία,δώρα του Δία στον Τρώα, υπερέχουν από όλα τα άλογα που βρίσκονται πάνω στη γη και προκαλούν τρόμο. Και μόνον από την αξιολόγηση αυτή είναι αρκετό να κατανοήσει κανείς την αξία των αλόγων αυτών.
Μούσα:
"Οι καλύτερες φοράδες ήταν του εγγονού του Φέρητα, του Εύμηλου,
κι αυτός τις οδηγούσε, γρήγορες σαν πουλιά,
με ίδιο χρώμα, της ίδιας ηλικίας και με το ίδιο ανάστημα.
Ο αργυρότοξος Απόλλων τις είχε μεγαλώσει στην Πηρεία,
και ήταν φοβερές στον πόλεμο, στις μάχες"(Β 762-767).
Τις περίφημες αυτές φοράδες που πετάνε σαν πουλιά τις ανέθρεψε ο Απόλλων και ήταν ικανότατες στον πόλεμο και στις μάχες. Είναι όλες της ίδιας ηλικίας, που σημαίνει μεγαλύτερες από δέκα χρόνων, αφού γεννήθηκαν στην Ελλάδα κάτω από τη φροντίδα του θεού Απόλλωνα και από εκεί έφτασαν στην Τροία. Οι φοράδες αυτές, αν και είναι μεγάλες στην ηλικία, είναι γρήγορες, έμπειρες και αξιόμαχες.

Αγώνες προς τιμήν του Πάτροκλου
Σημαντικές και πολλές πληροφορίες για τα άλογα μας παρέχει ο ποιητής στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, όταν αφηγείται τον αγώνα αρματοδρομίας, που οργάνωσε ο Αχιλλέας, για να τιμήσει το νεκρό φίλο του, Πάτροκλο.
Στον αγώνα δηλώνουν συμμετοχή πέντε άνδρες:Εύμηλος, Διομήδης, Μενέλαος, Αντίλοχος και Μηριόνης. Αγωνοθέτης και κριτή είναι ο Αχιλλέας. Το σύνθημα για τον αγώνα δίνεται και
"Πρώτος απ' όλους σηκώθηκε ο βασιλιάς Εύμηλος,
του Άδμητου ο αγαπημένος γιος, που ξεχώριζε στην ιππική του τέχνη.
Κατόπι του Τυδέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός Διομήδης,
κι έζευε του Τρώα τ' άλογα, που κάποτε είχε αρπάξει
απ' τον Αινεία, μα τον ίδιο τον γλίτωσε ο Φοίβος.
Μετά σηκώθηκε ο ξανθός Μενέλαος ο διογέννητος γιος
του Ατρέα, κι έζεψε τα γρήγορα άλογά του,
τον δικό του Πόδαργο και την Αίθη, που την είχε κάνει δώρο
στον Αγαμέμνονα ο Εχέπωλος ο γιος του Αγχίση,
για να μην πάει μαζί του στο ανεμόδαρτο Ίλιο,
αλλά να μείνει εκεί, στη Σικυώνα την απλόχωρη, να χαίρεται
πλούτη αμύθητα, που του 'χε χαρίσει ο Δίας.
Αυτήν έφερε κάτω απ' το ζυγό, την ασυγκράτητη, να τρέξει.
Τέταρτος ετοίμασε τα ομορφότριχα άλογά του ο Αντίλοχος,
ο αρχοντογιός του Νέστορα, του αντρειωμένου βασιλιά,
εγγόνι του Νηλέα. Δύο άλογα γοργά στην Πύλο γεννημένα
έσερναν το άρμα του. Πήγε ο πατέρας του κοντά, του 'δινε
συμβουλές για το καλό του, κι ας ήτανε κι εκείνος συνετός"(Ψ 288-305)
............................
Πέμπτος ο Μηριόνης έζεψε τα καλλίτριχα άλογά του.
Ανέβηκαν τότε στις άμαξες και ρίξανε τους κλήρους"(Ψ 351-352).

Η περιγραφή του αγώνα που ακολουθεί είναι θαυμάσια. Οι άνδρες συναγωνίζονται με δύναμη και πάθος για τη νίκη. Τελικά, πρώτος τερματίζει ο Διομήδης και παίρνει δύο έπαθλα: τη γυναίκα και τον τρίποδα με λαβές. Δεύτερος τερματίζει ο Αντίλοχος, ο οποίος, αν και προσπερνά με δόλο το αμάξι το Μενέλαου, παίρνει το έπαθλο, μια εξάχρονη ετοιμόγεννη φοράδα. Ο Μενέλαος τερματίζει τρίτος και παίρνει ένα λέβητα, ενώ τον ακολουθεί στην τέταρτη θέση ο Μηριόνης, που είχε αργοκίνητα άλογα και σχετική απειρία. Αυτός παίρνει δύο τάλαντα χρυσάφι. Τελευταίος τερματίζει ο Εύμηλος, που σέρνει ο ίδιος το τσακισμένο αμάξι του.Ο Αχιλλέας όμως, εκτιμώντας την προσπάθειά του, του προσφέρει το δεύτερο βραβείο, την ετοιμόγεννη φοράδα. Στην ενέργεια αυτή του Αχιλλέα αντιδρά ο Αντίλοχος. Ο Αχιλλέας, τελικά, υποχωρώντας στις αξιώσεις του Αντίλοχου, αλλάζει το έπαθλο και προσφέρει στον Εύμηλο τον περίφημο χάλκινο θώρακα που άρπαξε από τον Αστεροπαίο, με λαμπερό κασσίτερο τριγύρω στολισμένο.
Ο Αχιλλέας στο τέλος τιμά και το Νέστορα για τη μεγάλη του προσφορά στον πόλεμο, χωρίς να αγωνιστεί, γιατί είναι γέρος. Ο Αχιλλέας πλησιάζει με σεβασμό τον αντρειωμένο Νέστορα και με αγάπη περισσή του προσφέρει ένα κύπελλο χρυσό, για να του θυμίζει την ταφή του Πάτροκλου.
Συγκινητική όμως είναι και η σκηνή Αντίλοχου-Μενέλαου. Ο Αντίλοχος, μετανιωμένος για τον τρόπο που προσπέρασε το Μενέλαο, πλησιάζει το βασιλιά της Σπάρτης και του ζητά συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Ο Μενέλαος, μεγαλόψυχος όπως είναι, τον συγχωρεί. Του αναγνωρίζει τη σύνεση και την προσφορά του στον πόλεμο και του ζητά να κρατήσει την όμορφη φοράδα κι ας ήταν δικό του έπαθλο.

Τα αθάνατα άλογα τουΑινεία και του Αχιλλέα είναι δώρα των θεών
Ο ποιητής, αναφερόμενος στα αθάνατα άλογα, φροντίζει να αιτιολογεί την ιδιότητά τους αυτή αλλά και τις φανταστικές ικανότητές τους. Συγκεκριμένα σημειώνει πως τα φημισμένα άλογα του Αινεία είναι δώρο του Δία στον Τρώα, αμείβοντάς τον για το γιο του Γανυμήδη, που τον πήρε στον Όλυμπο και υπηρετούσε ως οινοχόος στο παλάτι του.
"Γιατί είναι από τη γενιά που ο βροντόφωνος ο Δίας χάρισε
στο Τρώα ως πληρωμή για το γιο του Γανυμήδη,
τα πρώτ απ' όλα τ' άλογα σ' Ανατολή και Δύση.
Από αυτή τη ράτσα έκλεψε ο βασιλιάς Αγχίσης
και τα ζευγάρωσε, κρυφά απ' το Λαομέδοντα, με φοράδες,
κι απ' τη γενιά τους γεννήθηκαν έξι πουλάρια στο παλάτι του.
Τέσσερα απ' αυτά τ' ανέτρεφε στη φάτνη για δικά του,
τα άλλα δυο, φόβος και τρόμος των εχθρών, τα 'δωσε στον Αινεία.
Αν τώρα αυτά τ' αρπάξουμε, η φήμη μας θα μείνει στους αιώνες¨(Ε 265-272)
Αυτά τα περίφημα άλογα αρπάζει κάποτε ο Διομήδης, νικώντας τον Αινεία,χωρίς να τον σκοτώσει, γιατί τον έσωσε η έγκαιρη επέμβαση του θεού. Γι' αυτό αργότερα, όταν ο γερο-Νέστορας βρίσκεται σε κίνδυνο και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον εχθρό με τα αργοκίνητα άλογά του, ο Διομήδης σπεύδει αμέσως σε βοήθειά του. Τον ανεβάζει στο δικό του άρμα, για να πολεμήσουν μαζί τους Τρώες, που απειλούν να πάρουν την ένδοξη ασπίδα του Νέστορα και το θώρακα του Διομήδη.Τα άλογα του Διομήδη είναι γρήγορα και γνωρίζουν να κυνηγούν μα και να φεύγουν πίσω."Γέροντα, αλήθεια, πολύ σε βασανίζουν οι νέοι μαχητές,
τώρα που δύναμή σου χάθηκε και σ' έχουν βρει τα μαύρα γηρατειά,
κι ο ηνίοχος σου είναι αδύναμος, αργά τα άλογά σου.
Εμπρός, ανέβα στο αμάξι μου, να δεις τι αξίζουν
του Τρώα τ' άλογα, που μες στον κάμπο ξέρουν
μια εδώ, μια εκεί να κυνηγούνε γρήγορα ή να γυρίζουν πίσω.
Τα πήρα απ' τον Αινεία...." (Θ 102-108).

Εξίσου λαμπρά και ικανά είναι και τα άλογα του γενναίου Έκτορα, που λίγο πριν επιτεθεί στο Διομήδη, για να του πάρει την ασπίδα και το θώρακα, πλησιάζει τα άλογά του, τα εγκαρδιώνει και ζητά από αυτά να δειχτούν αντάξια της αγάπης της γυναίκας του Ανδρομάχης, που τόσο πολύ τα αγαπούσε και τα φρόντιζε.
"Ξάνθε και εσύ Πόδαργε, και Αίθωνα και Λάμπε θεϊκέ,
είναι ώρα να μου ξεπληρώσετε την περισσή φροντίδα
που είχε για σας η Ανδρομάχη, η κόρη του μεγαλόψυχου Ηετίωνα,
που πρώτα έβαζε σε σας γλυκό σιτάρι και συγκερνούσε το κρασί
για σας, όποτε η καρδιά σας το ζητούσε,
παρά για μένα, που καμαρώνω πως είμαι ο λεβέντης άντρας της.
Εμπρός, ορμάτε γρήγορα να πάρουμε
την ασπίδα του Νέστορα, που η φήμη της στα ουράνια έχει φτάσει,
πως είναι ολόχρυση, κι αυτή κι ο σκελετός της,
κι από τους ώμους του ιπποδαμαστή Διομήδη
το θώρακά του τον περίτεχνο, που ο Ήφαιστος τον έφτιαξε με κόπο.
Αυτά τα δυο αν παίρναμε, θα 'χαμε ελπίδα ν' ανεβάσουμε
τη νύχτα αυτή τους Αχαιούς στα γοργοτάξιδα καράβια τους¨(Θ 185-197
).
Το άρμα του Έκτορα, όπως δηλώνεται στην αρχή, είναι τέθριππο, δηλαδή το σέρνουν τέσσερα άλογα, ενώ ως τώρα τα άρματα στα οποία αναφερθήκαμε σέρνονταν από δύο ίππους.
Ο ΄Εκτορας συνομιλεί με τα τέσσερα άλογά του και τα προτρέπει να κάνουν το καθήκον τους σαν να απευθύνεται σε στρατιώτες λίγο πριν από τη μάχη. Τονίζει σ' αυτά πως από τα ίδια εξαρτάται αν θα πάρουν οι Τρώες τη φημισμένη χρυσή ασπίδα του Νέστορα και το θώρακα του Διομήδη και αν θα τελειώσει ο πόλεμος. Με λίγα λόγια ο Έκτορας επιφορτίζει τα άλογά του με μεγάλη ευθύνη, γιατί στην επικείμενη μάχη πρόκειται να παίξουν σημαντικό ρόλο.
Η μάχη όμως που δίνεται έχει τα αντίθετα αποτελέσματα για τους Τρώες. Ο Δίας έδωσε τη φορά αυτή τη νίκη στους Αχαιούς και ματαίωσε τα σχέδια του Έκτορα. Στη μάχη πολεμά γενναία και θριαμβεύει ο Διομήδης, καθώς και άλλοι γενναίοι ηγήτορες, όπως είναι ο Αίας, ο Ιδομενέας και ο Μηριόνης.
Αθάνατα άλογα όμως διαθέτει και ο Αχιλλέας. Τα δικά του άλογα πετούν σαν πουλιά και ξεπερνούν κάθε εμπόδιο και κάθε κίνδυνο. Είναι άλογα που χάρισε, ως γαμήλιο δώρο, ο Ποσειδώνας στον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα.
"Πόσο γρήγορα είναι τα δικά μου άλογα, το ξέρετε,
γιατί είναι αθάνατα, δώρο του Ποσειδώνα στον Πηλέα,
τον πατέρα μου, κι εκείνος πάλι τα χάρισε σε μένα.
Στέκουν τώρα και κλαιν τον Πάτροκλο,
οι χαίτες τους ακουμπούν στη γη,
και μένουνε ασάλευτα με την καρδιά θλιμμένη"( Ψ 276-284).
Τα άλογα, που έχουν προαιστανθεί το θάνατο του Πάτροκλου, μένουν ασάλευτα, κλαίνε και θρηνούν τον σύντροφό τους.Έτσι νιώθουν τον Πάτροκλο, το γενναίο τους ηνίοχο, που δεν υπάρχει πια.
Ο ποιητής, αναφερόμενος στα θαυμάια αυτά άλογα, συμπληρώνει πως ήταν ατίθασα και ότι μόνον ο Αχιλλέας μπορούσε να τα δαμάσει. Το ομολογεί ο Οδυσσέας, όταν συλλαμβάνει το Δόλωνα να κατασκοπεύει το στρατόπεδο των Αχαιών και, μετά από ισχυρή πίεση, αναγκάζεται να αποκαλύψει πως για την αποστολή του αυτή ο Έκτορας του υποσχέθηκε να του δώσει τα ωραία άλογα του Αχιλλέα,αν κέρδιζε τον πόλεμο.
Γι' αυτό, απαντώντας με ειρωνεία ο Οδυσσέας, του λέει:
"Αλήθεια, η καρδιά μεγάλα δώρα πόθησε,
του αντρειωμένου Αιακίδη τ' άλογα, που δύσκολα οι θνητοί
μπορούν να τα δαμάσουν και να τα κυβερνήσουν
άλλος κανείς εξόν ο Αχιλλέας, που αθάνατη τον γέννησε μητέρα,"( Κ 400-403).

Ο Οδυσσέας, που αντιλαμβάνεται την άγνοια του Δόλωνα, γελώντας. του λέει πως μεγάλα δώρα πόθησε η ψυχή του. Τα άλογα αυτά δεν είναι για τις δικές του δυνάμεις. Είναι αθάνατα και ατίθασα και δύσκολα να τα τιθασεύσει θνητός.Πρόκειται για άλογα που διαφέρουν από τα άλλα, αφού έχουν και μαντικές ικανότητες. Προβλέπουν πράγματα, έστω κι αν είναι μακριά, γι' αυτό και προκαλούν το θαυμασμό. Θρηνούν απαρηγόρητα τα άλογα αυτά, όταν αντιλαμβάνονται το θάνατο του Πάτροκλου
"Στο μεταξύ του Αχιλλέα τ'άλογα μακριά από τη μάχη
θρηνουσαν, απ' τη στιγμή που ένιωσαν πως ο αμαξηλάτης τους
έπεσε μες στη σκόνη απ' τον ανθρωποκτόνο Έκτορα" .
Θρηνούσαν και δεν ήθελαν να να γυρίσουν στον πόλεμο.
" Μόνο, όπως μένει ασάλευτη μια στήλη, που στήθηκε
σε τύμβο ανδρός νεκρού ή γυναικός,
έτσι έμεναν ασάλευτα ζεμένα στο πανέμορφο αμάξι,
με τα κεφάλια τους κάτω στη γη σκυμμένα, ζεστά
τρέχαν
τα δάκρυα απ' τα βλέφαρα στο χώμα, καθώς θρηνούσαν
αποζητώντας τον ηνίοχο.....
Τα είδε να υποφέρουν ο Δίας και λυπήθηκε.
Κούνησε το κεφάλι του και είπε μονολογώντας:
" Δύστυχα, γιατί σας έδωσα στο βασιλιά Πηλέα, σ' ένα
θνητό, εσάς τ' αγέραστα κι αθάνατα;
Να βασανίζεστε κι εσείς με τους δύστυχους θνητούς;
Από τον άνθρωπο δεν είναι άλλο πλάσμα πιο δύσμοιρο
απ' όσα στη γη επάνω κινούνται και αναπνέουν.
Ωστόσο, δε θ' αφήσω να ανεβεί στο στολισμένο άρμα σας
ο γιος του Πρίαμου, ο Έκτορας¨(Ρ 426-449).

Η ομολογία λάθους από το Δία είναι σημαντική. Μετανοεί και αναρωτιέται αν ήταν ορθή η απόφασή του, να δώσει σε θνητό άνθρωπο τα αθάνατα άλογα, για να δηλώσει πως δεν υπάρχει δυστυχέστερο πλάσμα από όσα υπάρχουν στη γη, από τον άνθρωπο. Δηλώνει όμως πως δε θα επιτρέψει το γιο του Πρίαμου να ανεβεί στο άρμα των αθάνατων αλόγων του Αχιλλέα.
Τα ίδια άλογα έπραξαν το καθήκον τους, όταν διαπίστωσαν πως κινδύνευε ο νέος τους ηνίοχος, ο Αυτομέδων, οπότε με μια τολμηρή κίνηση διέσπασαν την εχθρική παράταξη και βγήκαν έξω από αυτή.
" ...εκείνον όμως μακριά
τον πήγαιναν τ' άθάνατα γρήγορα άλογα
δώρα λαμπρά που οι θεοί είχαν δώσει στον Πηλέα"(Π 865-867).

Ο ποιητής φαίνεται πως του άρεσε η σκηνή με τον Έκτορα, που συνομιλεί με τα άλογά του, γι' αυτό και την επαναλαμβάνει και σε άλλο σημείο του έπους, πλην όμως τώρα με τον Αχιλλέα και τα άλογά του. Ο Αχιλλέας απευθύνεται κι αυτός στα άλογά του και τα παρακινεί να φέρουν πίσω ζωντανό τον ηνίοχό τους, τον Αυτομέδοντα.
" Ξάνθε και Βαλίε, τέκνα της Ποδαργης ξακουστά,
προσέξετε να φέρετε σώο τον ηνίοχο πίσω
στους Δαναούς, αφού χορτάσουμε τον πόλεμο.
Μην αφήσετε, όπως τον Πάτροκλο, εκεί πέρα σκοτωμένο' ( Τ 400-403).
Η Ήρα δίνει λαλιά στον Ξάνθο κι εκείνος απαντά στο παράπονο του Αχιλλέα.
"Σίγουρα θα σε σώσουμε και τούτη τη φορά, κραταιέ Αχιλλέα,
..................
Δεν ήταν από βραδύτητα ή τεμπελιά δική μας
που οι Τρώες πήρανε τα όπλα σου απ' τους ώμους του Πάτροκλου,
απ' τους θεούς ο άριστος, που γέννησε η καλλίκομη Λητώ,
τον σκότωσε μες στους προμάχους κι έδωσε στον Έκτορα τη νίκη" ( Τ 408-4112).
Τα άλογα διαμαρτύρονται και υποστηρίζουν πως ένας θεός σκότωσε τον Πάτροκλο και όχι η δική τους βραδύτητα ή τεμπελιά.
Ο Κ. Καβάφης, που εμπνεύσθηκε στα νεότερα χρόνια από το περιστατικό αυτό των αλόγων που θρηνούν και βασανίζονται, συνέθεσε το γνωστό ποίημά του με τίτλο:"Τα άλογα του Αχιλλέως", όπου παρουσιάζει κι αυτός το Δία να ανρωτιέται αν έκανε καλά να δώσει τα αθάνατα άλογα στον Πηλέα, σε ένα θνητό, και να τα μπλέξει, αθάνατα αυτά,σε ανθρώπινα βάσανα.
" Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός και νέος,
άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θεωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια τους και τις μακριές χαίτες κουνούσαν
τη γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που νιώθανε άψυχο-αφανισμένο
μια σάρκα τώρα ποταπή-το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο- χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' τη ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. ¨στου Πηλέως το γάμο
είπε" δεν έπρεπε έτσι άσκεπτα να κάμω.
Καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατε εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι".
Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφορά εχύνανε τα δύο τα ζώα τα ευγενή.
Τα αθάνατα άλογα των Θεών
Αθάνατα άλογα διαθέτουν και οι θεοί, όπως είναι: ο Ποσειδώνας, η Ήρα, η Αθηνά και ο Άρης.
Ο Ποσειδώνας ταξιδεύει με άρμα που το σέρνουν αθάνατα άλογα και φτάνει στο μέγα σπήλαιο ανάμεσα στην Τένεδο και Ίμβρο, όπου ξεζεύει τα άλογα από το άρμα και τα ταϊζει αθάνατη τροφή.
"Τα ξέζεψε απ' τ' άρμα, τα τάισε αθάνατη τροφή.
Περνάει μετά στα πόδια τους πέδικλα χρυσαφένια,
γερά και άλυτα, εκεί να περιμένουν το γυρισμό
του κύρη τους....." (Ν 35-38)

Το αντίθετο ακριβώς πράττει, όταν φτάνει στις Αιγές, όπου του έχουν χτίσει παλάτι αστραφτερό κι ολόχρυσο.
" Φτάνοντας εκεί, στ' αμάξι ζεύει δύο χαλκοπόδαρα άλογα
ταχύποδα, με μακριές και χρυσαφένιες χαίτες.
Ντύθηκε κι ο ίδιος στα χρυσά, πήρε χρυσό μαστίγιο,
καλοφτιαγμένο, ανέβηκε στο άρμα του
κι έτρεχε με ορμή στα κύματα επάνω.." (Ν 23-27).
Στον πόλεμο κατεβαίνουν και οι δύο θεές Ήρα και η Αθηνά. Θέλουν να βοηθήσουν τους Αχαιούς που πιέζονται από τον έχθρό. Η Αθηνά ετοιμάζετα να πολεμήσει. Φορά το χιτώνα, που τα σύννεφα πυκνώνει, τη θυσανωτή ασπίδα της, που στεφανώνει ο Φόβος, η Έριδα, η Δύναμη, ο παγερός Διωγμός, το απαίσιο κεφάλι της Μέδουσας, και την περικεφαλαία με τις τέσσερις προεξοχές, στολισμένη με παραστάσεις πολεμιστών από εκατό πόλεις. Ανεβαίνει η ίδια με το βαρύ της δόρυ στο αμάξι, ενώ η Ήρα, που βρίσκεται σ' αυτό, χτυπά με το μαστίγιο τα άλογα και γρήγορα αυτά, ανοίγοντας τις πύλες του συννεφιασμένου Ολύμπου, τις οδηγούν στο Δία, που κάθεται παράμερα από τους άλλους θεούς (Ε 745-752). Ζητούν και παίρνουν από το Δία την άδεια να κατεβούν στον πόλεμο, για να βοηθήσουν τους Αχαιούς. Στον Όλυμπο σε λίγο φτάνει και ο Άρης, ο θεός του πολέμου, με το δικό του άρμα, όπου έχει ζεμένα τα δικά του άλογα το Δείμο και το Φόβο. Μ' αυτά πολεμά και δαμάζει γενναίους άνδρες και πολυάριθμους στρατούς, γι' αυτό και ο Δίας δεν τον συμπαθεί καθόλου.
"Απ' όλους τους θεούς, που ζουν στον Όλυμπο, εσένα πιο πολύ μισώ,
γιατί σ' αρέσουν πάντα τα μαλώματα, οι πόλεμοι και οι μάχες¨( Ε 890-891).


Τα λαμπρά άλογα του Ρήσου
Λαμπρά και ξεχωριστά άλογα διαθέτει και ο Ρήσος, ο βασιλιάς της Θράκης, γιος του Ηιονέα και της Μούσας Καλλιόπης ή Ευτέρπης, που φτάνει στην Τροία, για να βοηθήσει τους συμμάχους του Τρώες, καυχώμενος πως η επέμβασή του θα συντελέσει πάραυτα στη νίκη των Τρώων και στο τέλος του πολέμου.Αυτόν, λοιπόν, τον αλαζόνα βασιλιά βρίσκουν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας στη νυχτερινή τους καταδρομή στο στρατόπεδο των Τρώων και τον σκοτώνουν μαζί με τη φρουρά του, του αρπάζουν τα ωράια άλογα και καβάλα σ' αυτά επιστρέφουν στο στρατόπεδό τους, αποσπώντας το θαυμασμό και την εκτίμηση των συμπολεμιστών τους.
Τις πληροφορίες για την άφιξη του Ρήσου έλαβαν οι δύο άνδρες από το Δόλωνα, που είχαν συλλάβει λίγο νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, και τους μίλησε για τα θαυμάσια άλογα του Ρήσου.
" Τα άλογα του είναι τα πιο όμορφα, τα πιο μεγάλα που είδα,
από το χιόνι πιο λευκά, γοργά σαν τους ανέμους.
Όμορφα δουλεμένο ήταν τ' άρμα του με ασήμι και χρυσό,
κι ήρθε φορώντας μαλαματένια άρματα, πελώρια,
θαύμα ιδέσθαι. Θνητοί να τα φορούν δεν πάει,
στους αθάνατους μοναχά ταιριάζουν" (Κ 436-441).
Ο Δόλωνας ούτε λίγο ούτε πολύ προδικάζει το τέλος του Ρήσου, τονίζοντας πως η εμφάνιση του πολεμικού του άρματος είναι μια πρόκληση όχι μόνον απέναντι στους θνητούς αλλά και απέναντι στους θεούς.Η πρόκλησή του ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια και φτάνει στην ύβρη, γι΄αυτό και η τιμωρία του είναι αναπόφευκτη.
Και όντως τιμωροί του σε λίγο αναδεικνύονται οι δύο άνδρες , Διομήδης και Οδυσσέας, που όλως αιφνιδιαστικά, χωρίς άνωθεν εντολή σκοτώνουν το βασιλιά. Το κέρδος τους δεν είναι μόνον υλικό, τα δύο λαμπρά σαν χιόνι άλογα, αλλά και ηθικό, ο θαυμασμός των συντρόφων τους και η δόξα τους. Οι σύντροφοί τους Αχαιοί, βλέποντας τα άλογα του Ρήσου, μένουν έκθαμβοι, ενώ ο Νέστορας, για να ικανοποιήσει την απορία του ρωτά:
"Πώς πήρατε ετούτα τ' άλογα; Χωθήκατε μες στο στρατό των Τρώων,
ή σας τα έδωσε κάποιος θεός που σας αντάμωσε;
Είναι ολόιδια με τις ακτίνες του Ηλίου
...........
Ποτέ ως τώρα δεν είδα, δεν αντίκρισα άλογα σαν ετούτα"(Κ 547-550).

Ο θαυμασμός του Νέστορα είναι η καλύτερη και η ασφαλέστερη επιβεβαίωση της ομορφιάς των αλόγων αυτών, που τώρα δεμένα στο παχνί τρώνε την τροφή τους δίπλα στα ωραία άλογα του Διομήδη.
Επίλογος
Τελικά, αποδεικνύεται πόσο σημαντική είναι η προσφορά του αλόγου στον άνθρωπο και ιδιαίτερα σε περίοδο πολέμου.Είναι ένα ζώο που διακρίνεται για την αγάπη και την αφοσίωσή του στον αφέντη του, για τη γενναιότητά του και τη συνδρομή του σε δύσκολες κυρίως στιγμές στον κύριό του, γεγονός που συγκινεί βαθιά τον άνθρωπο και προβαίνει στον δίκαιο έπαινό του, χαρακτηρίζοντας το άλογο εξαιρετικό και αθάνατο, θεότρεφτο και πιστό, γενναίο και ευαίσθητο. Εκείνο, που νιώθει με τη σειρά του την αγάπη και τη φροντίδα του ανθρώπου σ' αυτό, κλαίει και θρηνεί, όταν χάνει τον αφέντη του αλλά και αγωνίζεται με απαράμιλλο θάρρος να τον προστατεύσει ή να τον σώσει, όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση, χρησιμοποιώντας την αντιληπτικότητά του,την ταχύτητά του και την τόλμη του.Ο άνθρωπος ταυτίζεται μαζί του, γι' αυτό το αγαπά και το φροντίζει σαν παιδί του!
Δημήτρης Κ. Αραμπατζής

[Ομήρου Ιλιάδα:Μετάφραση: Γιάννη Κόραβου - Χρυσάνθης Δρόσου. Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2008]

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ (610-546 π.Χ.)
Αρχή του κόσμου το άπειρον

Ο Αναξίμανδρος, μαθητής του Θαλή, ήταν 15 χρόνια νεότερός του. Επηρεασμένος, προφανώς, από τις θεογονικές παραστάσεις του Χάους, του αιθέρα, του αέρα και του νερού στη φύση, πέτυχε να κατανοήσει την κατάσταση του δομικού υλικού του κόσμου, πριν από τη διαμόρφωση του, και να συλλάβει την έννοια της αδιαμόρφωτης μάζας ως αρχής του σύμπαντος, την οποία ονόμασε άπειρον(α+πέρας).
Το άπειρο γι' αυτόν είναι το απροσδιόριστο, αυτό που δεν έχει αρχή και τέλος, αλλιώς δε θα ήταν άπειρο και θα περιοριζόταν από την ίδια του την πηγή. Το άπειρο δεν είναι αποτέλεσμα γονιμοποίησης, είναι αιώνιο και ακίνητο. Μονάχα αυτό που αλλάζει και εξελίσσεται (Γίγνεσθαι) προϋποθέτει όρια ή περιορισμούς, ενώ το άπειρο, αγνοεί αυτές τις ιδιότητες. Επομένως, μόνο το άπειρο μπορεί να θεωρηθεί ως α ρ χ ή.
."Αναξίμανδρος Πραξιάδου Μιλήσιος, ούτος έφασκεν αρχήν και στοιχείον το άπειρον, ου διορίζων αέρα ή ύδωρ ή άλλο τι, και τα μεν μέρη μεταβάλλειν, το δε παν αμετάβλητον είναι. Μέσην τε την γην κείσθαι κέντρου τάξιν επέχουσαν, ούσαν σφαιροειδή, την δε σελήνην ψευδοφαή και από ηλίου φωτίζεσθαι, αλλά και τον ήλιον ούκ ελλάττονα της γης και καθαρώτατον πυρ" (Διογένης ΙΙ, 122)
Καταγωγή. Σπουδές
Ο Αναξίμανδρος, ήταν γιος του Πραξιάδη. Γεννήθηκε στη Μίλητο το 610 π.Χ. και πέθανε σε ηλικία 64 ετών, το 546 π.Χ. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, όπως και ο Θαλής. Σπούδασε αστρονομία και μαθηματικά, έφτιαξε μάλιστα το γνώμονα και ένα ηλιακό ρολόι. Ταξίδεψε στη Μαύρη θάλασσα, στην Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα. Λέγεται πως έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο "Περί Φύσεως", που χάθηκε. Παρ' όλα αυτά τον χαρακτήρισαν ως ιδρυτή της φιλοσοφικής πεζογραφίας και δημιουργό του γραπτού φιλοσοφικού λόγου.
Κάποια σύνοψη του περιεχομένου του έργου του φαίνεται να έχουν κάνει ο Αριστοτέλης και ο Απολλόδωρος.
Η φιλοσοφία του
Από το βιβλίο του δε σώθηκε παρά ένα αυτούσιο μικρό μέρος.
"αρχήν τε και στοιχείον είρηκε των όντων το άπειρον…, εξ ης άπαντας γίνεσθαι τους ουρανούς και τους εν αυτοίς κόσμους. Εξών δε η γένεσις εστι τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίνεσθαι κατά το χρεών, διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν".
"Αρχή και στοιχείο αυτών που υπάρχουν είναι το άπειρο..., από το οποίο γίνονται οι ουρανοί και οι κόσμοι μέσα σ' αυτούς. Από κάθε πράγμα όμως που γεννιέται κάτι, είναι ανάγκη χαλώντας να ξαναγυρίσει στο ίδιο αυτό πράμα, γιατί τα όντα δίνουν λόγο και ικανοποίηση για το άδικο που έκαναν το ένα στο άλλο".
Το κείμενο αυτό διασώζει παραλλαγμένο, ως προς τη διατύπωση, και ο Αέτιος.
"Φησί των όντων την αρχήν είναι το άπειρον. Εκ γαρ τούτου πάντα γίνεσθαι και εις τούτο πάντα φθείρεσθαι, διό και γεννάσθαι απείρους κόσμους, και πάλιν φθείρεσθαι εις το εξ ου γίνονται".
Το άπειρο αυτό είναι άναρχο και άφθαρτο, δεν πρόκειται να χαθεί, δεν έχει τέλος. Γίνονται, βέβαια, και θα γίνονται αλλαγές, συγκρούσεις των στοιχείων μέσα στη φύση, μα τίποτα δε χάνεται ΄Ο,τι χάνεται σήμερα, θα ξαναγίνει αύριο. Γιατί, αν το άπειρο δεν ήταν τέτοιο, σχολιάζει ο Αριστοτέλης, κάποτε θα σωνόταν, δίνοντας τη γένεση στα όντα. Το μόνο που δεν προσδιορίζει ο φιλόσοφος είναι από τι αποτελούνταν αυτή η ύλη, που υπάρχει στο άπειρο και γεννά τον κόσμο. Ωστόσο, τονίζει πως μέσα στο άπειρο υπάρχουν αντιθετικά στοιχεία, το αραιό και το πυκνό, το ψυχρό και το θερμό, το υγρό και το στερεό. Γι' αυτό και δεχόταν ότι ο υλικός κόσμος δημιουργήθηκε από την έκκριση(=ξεχώρισμα) των στοιχείων, που είναι η αρχή της κίνησης των διαφόρων ποιοτήτων του αρχικού απείρου. Τη λέξη άπειρο, που χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος, ερμηνεύουν πολλοί ως την άμορφη ύλη, από την οποία σχηματίστηκαν όλα τα άλλα, και γενικά ο κόσμος.
Η έννοια του άπειρου δε συμπίπτει με τη μαθηματική έννοια, αλλά πρόκειται για μια αχανή υλική μάζα, ένα αρχέγονο νεφέλωμα ή μια ομογενή γόμωση του διαστήματος από όπου γεννιούνται τα πάντα χωρίς να εξαντλείται. Το άπειρο αυτό είναι άναρχο και άφθαρτο, δεν πρόκειται να χαθεί, δεν έχει τέλος. Ό,τι χάνεται σήμερα θα γίνει αύριο. Ο κύκλος γένεση και φθορά στον κόσμο είναι αιώνια διαδικασία.
Η αρχή αυτή, την οποία ονομάζει ο φιλόσοφος άπειρον, είναι στοιχείο αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι τα χαρακτηριστικά που αποδίδει ο Όμηρος στους θεούς, αποδίδονται τώρα από τον Αναξίμανδρο στο άπειρο. Το άπειρο είναι ταυτόχρονα και αυτό που περιέχει τα πάντα. Τέλος, το άπειρο, η πρώτη αρχή του γίγνεσθαι, του είναι και του φθείρεσθαι, είναι το θείο.
Η θεοποίηση όμως της μεταφυσικής αυτής αρχής, της πρωταρχής των όντων ή της φύσεως, είναι σύμφωνη με το πνεύμα των Ελλήνων. Το άπειρο του Αναξίμανδρου, αν και είναι κοσμοθεωρητική σύλληψη του νου, αποτελεί μαζί και έννοια θρησκευτική, δεν είναι απλώς λογική, γυμνή έννοια του άπειρου, όπως τη συλλαμβάνουμε εμείς σήμερα.
Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (νερό, αέρας, φωτιά, γη), εξ αιτίας της ανομοιογενούς σύστασής τους, βρίσκονται σε διαμάχη μεταξύ τους, προσπαθώντας να επικρατήσει το ένα πάνω στο άλλο και να απορροφήσει τα άλλα. Αν τελικά δε συμβαίνει αυτό, είναι γιατί, στον κόσμο υπάρχει μια μορφή αναγκαιότητας, φυσικού νόμου, μια σχέση δικαιοσύνης και χάρη σ' αυτήν εξασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ των αντιμαχομένων στοιχείων.
Αυτή η σχέση δικαιοσύνης πρέπει να συντηρείται, γιατί αλλιώς, αν υπερίσχυε το νερό του Θαλή, το ένα στοιχείο, θα είχε απορροφήσει τα άλλα στοιχεία (αέρας, φωτιά, χώμα) και ο κόσμος δε θα υπήρχε όπως τον παρατηρούμε σήμερα (απόρριψη της θεωρίας του Θαλή).
Ο Αναξίμανδρος υποστηρίζει πως η αιώνια κίνηση, με την οποία μετασχηματίζεται το χάος σε "κόσμο" (τάξη), στηρίζεται στις παρακάτω αρχές:
Το άπειρο είναι χρονική αρχή, είναι πηγή από την οποία γεννιούνται τα πάντα, υπόβαθρο όλων των κοσμικών μεταβολών, είναι ο τελικός αποδέκτης κάθε κόσμου που κλείνει τον κύκλο της ύπαρξής του.
Μέσα στο άπειρο υπάρχουν αντιθετικά στοιχεία, το αραιό και το πυκνό, το ψυχρό και το ζεστό, το υγρό και το στερεό.
Ο αποχωρισμός, η έκκρισις των δύο γενεσιουργών σπερμάτων από το άπειρο, δηλαδή του ξηρού και του υγρού, δίνει τις δύο διαφορετικές μάζες, δηλαδή τη γη, τη βαριά και συμπαγή μάζα που καταλαμβάνει το κέντρο του κόσμου, και το ύδωρ, την υγρή υλική μάζα, η οποία καλύπτει τη γη εξ ολοκλήρου.
Επειδή όμως το άπειρο είναι άφθαρτο και αγέννητο και αιώνια κινείται, εξ αιτίας της κίνησης αυτής, κόβονται από αυτό ορισμένα στοιχεία και αποχωρίζονται (εκκρίνεσθαι).
Από τα πρώτα στοιχεία, που αποχωρίστηκαν από το αιώνια κινούμενο άπειρο, είναι το ζεστό και το κρύο. Και από αυτά τα δύο γεννήθηκε το υγρό. Από το υγρό ξεχώρισαν το χώμα, ο αέρας, η φωτιά, που σαν αναμμένη φλούδα σφαίρας περικύκλωσε τον αέρα γύρω από τη γη.
Κοιτίδα της ζωής το νερό
Η αρχική κοιτίδα της ζωής είναι το υγρό στοιχείο που περικάλυπτε αρχικά το γήινο στοιχείο και που υπόλειμμά του είναι η σημερινή θάλασσα.
Ο άνθρωπος γεννήθηκε στο νερό και ζούσε σ' αυτό ως ένα ιχθυόμορφο ζώο. Η θερμότητα όμως δημιούργησε την ξηρά και το γεγονός αυτό οδήγησε τον άνθρωπο έξω από τη θάλασσα, στην ξηρά. Η νέα του κατάσταση τον ανάγκασε να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, αποβάλλοντας τα ιχθυοφόρα χαρακτηριστικά του.
"τα δε ζώα γίνεσθαι εξ υγρού εξατμιζομένου υπό του ηλίου, τον δε άνθρωπον ετέρω ζώω γεγονέναι, τουτέστι ιχθύι, παραπλήσιον κατ' αρχάς. ανέμους δε γίνεσθαι των λεπτοτάτων ατμών του αέρος αποκρινομένων και όταν αθροισθώσι κινουμένων, υετού δε εκ της ατμίδος της εκ της γης υφ' ήλιον αναδιδομένης".
Η Μεγάλη Έκρηξη
Όλες οι παραπάνω διεργασίες άρχισαν από τη στιγμή που έγινε η έκκριση, δηλαδή όταν έσκασε η πύρινη σφαίρα (μπιγκ μπαγκ). Τότε σχηματίστηκαν τα άστρα στον ουρανό και γεννήθηκαν τα έμβια όντα στη γη. Τα άστρα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η φωτιά, που, στο στριφογύρισμά τους, πετούν μακριά και που ξαναδημιουργούνται από τις άχνες που βγάζει η γη. Η αντίληψη αυτή είναι πρώτη απόπειρα μηχανιστικής ερμηνείας της κίνησης των άστρων.
Η γη στη συνέχεια άρχισε να στεγνώνει, λόγω της θερμότητας, ενώ οι άνθρωποι ήταν αρχικά τυλιγμένοι σε φλούδες, σαν τα ψάρια, και ζούσαν στο νερό. Αργότερα απέβαλαν τις φλούδες τους και προσαρμόστηκαν στο νέο περιβάλλον. Η εμφάνιση του ανθρώπου είναι εξελικτική. Προέρχεται από την εξέλιξη των ειδών από τα κατώτερα έμβια όντα στα ανώτερα. Η αρχική του προέλευση το νερό. Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών επαναδιατυπώνεται πολλές εκατοντάδες χρόνια αργότερα από το Δαρβίνο.
Ο Αναξίμανδρος, ανατρέποντας τη θέση του Θαλή, υποστηρίζει ένα γεωκεντρικό σύστημα και τονίζει πως η Γη δεν επιπλέει στο νερό, αλλά είναι τοποθετημένη στο κέντρο του σύμπαντος και δεν έχει ανάγκη κανενός στηρίγματος, διότι απέχει εξίσου από όλα τα σημεία της ουράνιας περιφέρειας.
Η Γη είναι σφαιρική και η Σελήνη δέχεται το φως του Ήλιου. Υπάρχουν εκτός από το δικό μας σύστημα και πολλά άλλα κοσμικά συστήματα που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στον απέραντο χωρίς τέλος χώρο.
Ο Ήλιος είναι στρόγγυλος και μεγαλύτερος από τη Γη, είναι καθαρή φωτιά.
"την δε γην μετέωρον υπό μηδενός κρατουμένην, μένουσαν δε δια την ομοίαν πάντων απόστασιν , το δε σχήμα αυτής γυρόν, στρογγυλόν".
Η παράδοση θέλει ακόμη τον Αναξίμάνδρο σχεδιαστή του χάρτη του Ουρανού και της κατοικημένης γης, ώστε, αν η παράδοση έχει δόση αλήθειας, τότε ο μεγάλος φιλόσοφος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως πρόδρομος της γεωγραφικής επιστήμης. Ίσως γι' αυτό και οι Γεωγράφοι τον αναφέρουν ως πατέρα της επιστήμης τους.

Κριτική
Ο Αναξίμανδρος μπορεί να θεωρηθεί πατέρας της μαθηματικής αστρονομίας, επειδή πρώτος αυτός συμπέρανε πως η γη πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο μιας τεράστιας σφαίρας, στην εσωτερική επιφάνεια της οποίας βρίσκονται στερεωμένοι οι αστέρες. Ο φιλόσοφος, λέγοντας πως όλα τα έμβια γεννήθηκαν από το νερό και εξελικτικά φτάσαμε στην εμφάνιση του ανθρώπου, θεωρείται πρόδρομος του Δαρβίνου, δηλαδή της συνεχούς εξέλιξης των όντων αλλά ταυτόχρονα είναι και ο πρώτος που μίλησε για την Έκκριση (έκρηξη) της αρχικής πύρινης σφαίρας, που η σημερινή επιστήμη έχει υιοθετήσει και παραδέχεται ως τη μόνη ορθή θεωρία της δημιουργίας του κόσμου. Λέγεται πως το άπειρο του Αναξίμανδρου, αν έχει κάποια αξία σήμερα, είναι γιατί μας οδηγεί στο κενό των ατομικών φιλοσόφων και στην κοσμική θεότητα του Ξενοφάνη, του Αριστοτέλη και των Στωικών.
Σήμερα οι επιστήμονες, ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια, με το πείραμα CERN, που θα ολοκληρωθεί το 2012, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την έκρηξη στο Σύμπαν μετά από τα πρώτα δέκατα του δευτερολέπτου, μια και όλοι πια θεωρούν την αρχική έκρηξη δεδομένη.