Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΝΕΝΑΣ ...ΚΑΘΕΝΑΣ


Μην πάει η σκέψη σας, διαβάζοντας τη λέξη ΚΑΝΕΝΑΣ, στο ευφυολόγημα (ι 366 ούτις=Κανένας) του πολυμήχανου Οδυσσέα προς τον Κύκλωπα με το οποίο ξεγέλασε το ωμοφάγο τέρας και έσωσε τη δική του αλλά και τη ζωή των συντρόφων του.


Δεν πρόκειται γι' αυτό, αλλά για ένα τραγικό γεγονός του 21ου αιώνα, που αποσιωπήθηκε, δυστυχώς, από πολλούς αλλά σχεδόν και από τα περισσότερα ΜΜΕ που συνηθίζουν κάποτε να φέρονται έτσι, αφού άλλοτε μεγαλοποιούν σκόπιμα, με το λόγο και την εικόνα, μικρά και ασήμαντα γεγονότα και άλλοτε υποβαθμίζουν σημαντικά, σοβαρά και μεγάλα, γιατί έτσι τους αρέσει όπως λέει και το γνωστό σλόγκαν.


Έτσι, ο τραγικός θάνατος ενός αγνώστου ανθρώπου πέρασε από τις στήλες των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών χωρίς έμφαση και ιδιαίτερο σχολιασμό. Αλλά τί ήταν γι' αυτούς ο θάνατος ενός άγνωστου φτωχού ανθρώπου; Τίποτε παραπάνω από έναν καθημερινό θάνατο κάποιου ανάμεσα σε τόσους άλλους. Έτσι τον είδαν και έτσι τον σχολίασαν, όσοι τον σχολίασαν. Είναι να απορεί κανείς και να αναρωτιέται πού άραγε εξαφανίστηκαν όλοι αυτοί οι λαλίστατοι σχολιαστές των μέσων επικοινωνίας και σε ποιες ενέργειες προέβησαν, για να ενημερώσουν σχετικά το λαό για την κατάντια της σημερινής κοινωνίας και την απανθρωπιά της; Μερικοί από αυτούς αποσιώπησαν το τραγικό συμβάν, ενώ άλλοι συνέχισαν να σφυρίζουν αδιάφορα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.


Κι όμως, ένας άγνωστος, φτωχός, άστεγος και απογοητευμένος άνθρωπος, που νόμισε ότι βρήκε καταφύγιο από την παγωνιά των ημερών σε έναν κάδο σκουπιδιών, για να ζεστάνει την ύπαρξή του και να προστατεύσει τη ζωή του από τη διπλή παγωνιά του Δεκέμβρη και την παγωνιά της κοινωνίας, βρήκε τραγικό θάνατο! Τον πέταξαν σαν σκουπίδι στο απορριματοφόρο οι άνθρωποι του δήμου, χωρίς να γνωρίζουν ότι μέσα στον κάδο κοιμόταν μια δυστυχισμένη ύπαρξη, ένας άνθρωπος, και εκείνο, το ψυχρό μηχάνημα, τον κομμάτιασε, τον λιάνισε κυριολεκτικά, πριν προλάβει κάποιος από αυτούς να του παράσχει βοήθεια.


Και μετά από το τραγικό συμβάν ποιος ενδιαφέρθηκε να μάθει για τον άνθρωπο αυτό; Ποιος γνωρίζει να μας ενημερώσει για το όνομά του, για την καταγωγή του, για τη μικρή ή μεγάλη ιστορία του; Τα ερωτήματα πολλά και δικαιολογημένα. Και όμως έμειναν και μένουν ακόμη αναπάντητα, για να εξοργίζουν τον απλό και δυστυχισμένο άνθρωπο της καθημερινότητας, εμάς όλους.


Τον αναζήτησε Κανένας; ΄Οχι! Τον έκλαψε Κανένας; Όχι! Μα ποιος θα τον έκλαιγε και ποιος θα αναζητούσε τον Κανένα; Κανένας ήταν για μερικούς και ως Κανένας έφυγε για την άλλη ζωή! Επομένως, τι το παράξενο ή το εντυπωσιακό συνέβη, για να σχολιάσουντο θάνατο ενός τίποτα, ενός σκουπιδιού; Γι' αυτούς είδηση είναι όχι αν ο σκύλος δάγκωσε τον άνθρωπο, αλλά αν ο άνθρωπος δάγκωσε το σκύλο! Κι όμως ένας κάδος σκουπιδιών, που χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο για δωμάτιο και τελικά του στοίχισε τη ζωή του, τι άλλο είναι αν δεν είναι μια τρανταχτή είδηση;


Πέθανε ένας άνθρωπος με όνομα, ταυτότητα και πατρίδα. Γιατί τόση περιφρόνηση; Πρόκειται για μια στάση πέρα για πέρα λαθεμένη και κατακριτέα, γιατί ο άνθρωπος που έφυγε δεν ήταν"Κανένας" αλλά ΕΝΑΣ! Ήταν ένας σαν κι εμάς, ένας σημαντικός Ανθρωπος, αλλά άτυχος. Τον έστειλε στο θάνατο η πείνα, η δυστυχία, η δική μας ψυχρότητα και αδιαφορία. Με το να τον βαφτίσουμε "Κανένας" αυτό δεν απαλείφει την ευθύνη μας, αντίθετα τη μεγιστοποιεί, γιατί Εκείνος έφυγε από τη ζωή και μείναμε εμείς.....με τα μεγάλα ονόματα, με τα αξιώματα, τους τίτλους και τα πλούτη μας, χωρίς να αντιδράσουμε για την κατάντια της κοινωνίας και του εαυτού μας!


Ο άνθρωπος αυτός, με λίγη καλή θέληση και ανθρωπιά από μέρους μας, θα μπορούσε να αποφύγει το φρικτό θάνατο, αφού δε θα κατέφευγε για λίγη ζεστασιά στον κάδο σκουπιδιών, που έγινε το φέρετρό του!


Και τι κάναμε τελικά από τη στιγμή που πληροφορηθήκαμε το θάνατο του Κανένα; Απλώς, συγκινηθήκαμε, ανησυχήσαμε λίγο, ίσως κάποιοι πιο ευαίσθητοι να φώναξαν κάπως διαμαρτυρόμενοι για την κατάντια του σύγχρονου ανθρώπου και αυτό ήταν όλο. Άλλωστε, είναι γνωστή η άποψη αυτών που ισχυρίζονται πως και το μεγαλύτερο θαύμα κρατάει τρεις μέρες. Γιατί, λοιπόν, να διαρκέσει αυτό το ασήμαντο καθημερινό γεγονός περισσότερο από μία ή δύο μέρες; Καί όλα αυτά έγιναν όχι τόσο από λύπηση και αγανάκτηση, αλλά για το θεαθήναι και όχι, για να προλάβουμε μήπως κάποιος άλλος "Κανένας"-και είναι πολλοί αυτοί- βρεθεί σε παρόμοια συμφορά. Για να έχουν δε και ήσυχη τη συνείδησή τους τον βάφτισαν "Κανένας", μια λέξη σπάνια με το περιεχόμενο αυτό. Πρωτακούστηκε από το στόμα του Οδυσσέα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια και την ξανακούσαμε σήμερα, για να προσδιορίσουμε την ασημαντότητα του ανθρώπου, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και είναι ένα σκουπίδι, ένα τίποτα, σε αντίθεση με μας, που έχουμε ταυτότητα, τηλέφωνο, διεύθυνση, και καμαρώνουμε για τις βίλες και τα πλούτη μας!


Πώς αντιδράσαμε όλοι εμείς οι άλλοι στο φαινόμενο της αδιαφορίας, της αναλγησίας και της βαρβαρότητας; Γιατί περί αυτού πρόκειται κι ας μην κρυβόμαστε πίσω από προσχήματα και μεγάλα λόγια. Όλοι ακολουθήσαμε την "πεπατημένη" και είπαμε: "δε βαριέσαι, κι αυτός ο θάνατος ήταν σαν όλους τους θανάτους που συμβαίνουν καθημερινά στον κόσμο. Ήταν κι αυτός ένα τυχαίο περιστατικό". Με τη φράση αυτή κλείσαμε ένα σημαντικό θέμα και αποφύγαμε να ομολογήσουμε την αλήθεια, ότι δηλαδή η αδιαφορία και η ανθρώπινη ψυχρότητα ύπήρξαν αιτίες που οδήγησαν τον άνθρωπο αυτό στον κάδο και δι' αυτού στο φρικτό θάνατο, όπως ακριβώς και όλους τους ανώνυμους που φεύγουν από τη ζωή. Φεύγουν , γιατί τους έλειψε η ανθρώπινη ζεστασιά και τους πάγωσε η βαρβαρότητα και η παγωμένη ψυχή πολλών από ημάς των κακομαθημένων, που βλέπουμε το κακό και αδιαφορούμε, μια και δεν χτυπά ακόμη την πόρτα μας.


Κάποτε οι άνθρωποι πρέπει να ξυπνήσουν και να κινητοποιηθούν στο όνομα αυτού του "Κανένα". Πρέπει κάποιος ή κάποιοι να τολμήσουν και να κάνουν την αρχή, να δουν κατάματα τη δυστυχία και την αδικία που επικρατούν στον κόσμο και να τις πολεμήσουν με κάθε μέσο. Και τότε ποιος λογικός, συνετός και ευαίσθητος άνθρωπος θα απουσιάσει από έναν τέτοιο ωραίο αγώνα; Αγώνα για τον Άνθρωπο, για την αγάπη και την ανθρωπιά;


Και θα το πράξουμε πιστεύομε όλοι, για να παύσουμε να απορούμε και να ζητούμε να μας πουν πού πήγε η αγάπη και η προστασία του αδύνατου, του ικέτη, τον οποίο προστάτευε ο μέγιστος των θεών ο Δίας (ξένιος Ζεύς) στην αρχαιότητα, πού είναι η αγάπη στον άνθρωπο της νεότερης εποχής, πού η αδελφοσύνη, πού η αλληλεγγύη;


Μήπως όλες αυτές οι αξίες είναι απούσες, ξένες και απόμακρες από πολλούς ανθρώπους της σύγχρονης κοινωνίας; Το τονίζουμε, αν ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αφυπνιστεί και δεν αντιδράσει δυναμικά στην ανθρώπινη βαρβαρότητα, ας μην ελπίζει ότι θα έρθουν καλύτερες ημέρες, γιατί τότε οι άνθρωποι με το υποτιμητικό όνομα ΚΑΝΕΝΑΣ θα πολλαπλασιάζονται καθημερινά και μόνοι υπεύθυνοι θα είναι όλοι όσοι είχαν τη δυνατότητα και τα προσόντα να το πράξουν, αλλά αρνήθηκαν να στρατευτούν στην υπηρεσία του καλού και να πολεμήσουν την ανθρώπινη βαρβαρότητα, που οδηγούσε στην κατάπτωση του πολιτισμού μας.


Οι καιροί είναι δύσκολοι και ουδείς θα πρέπει να πιστεύει πως η συμφορά που πλήττει το γείτονα δε θα χτυπήσει και τη δική του πόρτα. Πρέπει ο καθένας μας να κατανοήσει και να πιστέψει πως ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, πλούσιος ή φτωχός, μαύρος ή λευκός, με μεγάλο ή μικρό όνομα, δεν είναι "ΚΑΝΕΝΑΣ΅. Είναι πάντα ΕΝΑΣ, ένας και μοναδικός, σκεύος θεού, σημαντικός, αναγνωρίσιμος και υπεύθυνος. Γι' αυτό προτείνουμε να απαλείψουμε από το λεξιλόγιό μας τη λέξη ΚΑΝΕΝΑΣ με την υποτιμητική της σημασία και να την αντικαταστήσουμε με άλλη πιο σημαντική και πιο οικεία, τη λέξη ΚΑΘΕΝΑΣ, που σημαίνει ακριβώς να βλεπουμε στον κάθε άνθρωπο τον καθένα από μας και να τον συντρέχουμε, όταν έχει την ανάγκη μας, όπως θα συντρέχαμε και τον εαυτό μας σε αντίστοιχη περίσταση.


Το αντιλαμβανόμαστε ότι ζητάμε πολλά και δύσκολα. Είναι όμως αυτονόητα. Δε συμφωνείτε;






ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η φιλοξενία του Τηλέμαχου από το Νέστορα (γ 34-64)

Ο Τηλέμαχος με το Μέντη (Αθηνά), αναζητώντας πληροφορίες για το αν ζει η πέθανε ο Οδυσσέας, φτάνουν στην Πύλο, όπου βρίσκουν το Νέστορα, βασιλιά της πόλης, να προσφέρει θυσία στον Ποσειδώνα, το θεό της θάλασσας. Οι άνθρωποι του βασιλιά, όταν βλέπουν τους δύο άνδρες να πλησιάζουν, σπεύδουν και τους καλωσορίζουν με χαρά, ενώ ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα, πρώτος αυτός πιάνοντάς τους από το χέρι τους βάζει να κάτσουν μαζί τους στο φαγοπότι, που γινόταν στην ακτή της Πύλου.
«οι δ΄ως ουν ξείνους ίδον, αθροοί ήλθον άπαντες
χερσίν τ’ ησπάζοντο και εδριάασθαι άνωγον.
πρώτος Νεστορίδης Πεισίστρατος εγγύθεν ελθών
αμφοτέρων έλε χείρα και ίδρυσεν παρά δαιτί
κώεσιν εν μαλακοίσιν, επί ψαμάθοις αλίησι,
παρ τε κασιγνήτω Θρασυμήδεϊ και πατέρι ω.»
« Κι ως είδαν τους ξένους, έτρεξαν κοντά του μαζωμένοι
και τους καλωσορίζανε, τους έδειχναν να κάτσουν.
Κι απ’ όλους ο Πεισίστρατος, ο γιος του γέρου, πρώτος
πήγε κοντά τους κι έπιασε τους ξένους απ’ το χέρι
και στο τραπέζι στη σειρά τους έβαλε να κάτσουν,
απάνω σ’ απαλές προβιές, στης θάλασσας την άμμο,
κοντά με τον πατέρα του και με το Θρασυμήδη
τον αδερφό του κι έκοψε δυο μερδικά απ΄τα σπλάχνα
κι ευτύς κρασί τους κέρασε σ’ ένα χρυσό ποτήρι.
Και το ποτήρι δίνοντας στ’ ασπιδοφόρου Δία
την κόρη, τη θεά Αθηνά, της μίλησε έτσι κι είπε.
Δεήσου, ξένε, τώρα εσύ του αφέντη Ποσειδώνα,
που σε θυσία τύχατε δική του να βρεθείτε.
Κι όταν του στάξεις κι ευχηθείς καθώς το θέλει η τάξη,
δώσε να στάξει το γλυκό κρασί κι ο σύντροφός σου,
γιατί κι αυτός προσεύχεται θαρρώ στους αθανάτους.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, των θεών όλοι έχουν την ανάγκη.
Μόν’ είναι αυτός μικρότερος, σαν συνομήλικός μου,
γι’ αυτό θα δώσω το χρυσό ποτήρι πρώτα εσένα».
Έτσι είπε, και της έδωσε στο χέρι το ποτήρι
και χάρηκε η Αθηνά, με τον καλό του τρόπο,
που πρώτα εκείνης πρόσφερε τ’ ολόχρυσο ποτήρι.
Κι αμέσως παρακάλεσε τον Ποσειδώνα κι είπε,
Άκου με, Σαλευτή της γης, και τις ευχές μας όλες
αυτές που σου δεόμαστε μην αρνηθείς να κάμεις.
Δώστε στο γέρο Νέστορα και στα παιδιά του δόξα
και σ΄ όλους χάρισε έπειτα τους άλλους τους Πυλιώτες
την ποθητή ανταπόδοση της ξακουστής θυσίας.
Βοήθα και τον Τηλέμαχο κι εμένα, στην πατρίδα
να πάμε, αφού τελέψει αυτά που θέλει κι ήρθε ξάργου.»
Η σκηνή έχει το δικό της ιδιαίτερο χρώμα. Παρουσιάζει ανάγλυφα τον τρόπο που υποδέχονται τους δυο ξένους ο νεαρός Πεισίστρατος και οι άλλοι. Η τελετή γίνεται στην ακροθαλασσιά προς τιμή του Ποσειδώνα, γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε πως το βασιλικό γένος του Νέστορα έλκει την καταγωγή του από το θεό της θάλασσας.
Ενδιαφέρον στη σκηνή αυτή έχουν τα πρόσωπα. Ο Πεισίστρατος, εκτός από την εγκάρδια υποδοχή που επιφυλάσσει στους δύο επισκέπτες, τους φροντίζει με πολύ ευγένεια και κατά τη διάρκεια του γεύματος. Είναι αυτός που, δίνοντας το ποτήρι στον φίλο του Τηλέμαχου, τον προτρέπει να δεηθεί πρώτος στον Ποσειδώνα, μια και συνέπεσε η παρουσία του με τη θυσία προς το θεό.. Εκείνος(η Αθηνά) χαίρεται για την προτίμηση αυτή και, σηκώνοντας το ποτήρι, παρακαλεί τον Ποσειδώνα να βοηθήσει τον Τηλέμαχο και τον ίδιο να γυρίσει στην πατρίδα, αφού φέρει σε πέρας το σκοπό για τον οποίο ταξιδεύει. Την ίδια ακριβώς δέηση επαναλαμβάνει και ο άπραγος Τηλέμαχος, που προσεύχεται κι αυτός στον Ποσειδώνα. Ζητά να τον βοηθήσει ο θεός, ώστε να πραγματώσει το σκοπό του ταξιδίου του, χωρίς βέβαια να γνωρίζει πως, αν ταλαιπωρείται ο πατέρας του στις θάλασσες, αυτό οφείλεται στην οργή του Ποσειδώνα εναντίον του!
«και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πια απ’ τις σούβλες,
σε μερδικά τα χώρισαν και κάθισαν να φάνε».
Οι δεήσεις στον Ποσειδώνα κάποτε τελειώνουν και οι άνθρωποι αρχίζουν το φαγοπότι. Ο ποιητής όμως με ένα άλμα πηδά και μας περιγράφει το τέλος του γεύματος.
Κι αφού πια τέλος χόρτασαν να τρώνε και να πίνουν, πρώτος τους μίλησε ο Νέστορας και ρώτησε τους ξένους ποιοι είναι και γιατί έχουν φτάσει στην Πύλο, διατρέχοντας τόσους κινδύνους στο ταξίδι.
Στον ‘Ομηρο είναι πάγια αρχή και έτσι συμβαίνει πάντα, προκειμένου για ξένο που φτάνει στην πόλη ή στο παλάτι του άρχοντα. Πρώτα υποδέχονται οι οικοδεσπότες τον ξένο, του παρέχουν στέγη, τροφή και μετά ρωτούν να μάθουν για την πατρίδα του, το όνομά του και την ανάγκη που τον έφερε στο παλάτι ή στη χώρα τους και ανάλογα τον εξυπηρετούν, γιατί θεωρούν τον ξένο προστατευόμενο του ξένιου Δία.
Ο Τηλέμαχος, απαντώντας στην ερώτηση του Νέστορα, του λέγει ότι πατρίδα του είναι η Ιθάκη και αναζητά τον πατέρα του που κάποτε, λένε, κυρίεψε μαζί με το Νέστορα το κάστρο της Τροίας. Η γνωριμία έγινε. Ο γερο-Νέστορας συγκινημένος για τη συνάντηση αυτή, βρίσκει ευκαιρία και αρχίζει να μιλά με κολακευτικά λόγια για τον πατέρα του και τη σχέση που είχαν οι δυο τους στον τρωικό πόλεμο.
«Κανένας δεν τολμούσε εκεί να παραβγεί στη γνώση
με το Δυσσέα, κι ίσος του δε στάθηκε στις τέχνες
άλλος απ’ τον πατέρα σου, αν είσαι γιος του αλήθεια
Ένας μεγάλος θαυμασμός με πιάνει όταν σε βλέπω».
Την άλλη μέρα ο Νέστορας, θέλοντας να ευχαριστήσει τη θεά Αθηνά, γιατί του έφερε στο παλάτι το γιο του φίλου του, τον Τηλέμαχο, δίνει εντολές να ετοιμαστεί γρήγορα θυσία στη θεά και γεύμα στον Τηλέμαχο. Η θεοσέβεια του Νέστορα είναι δεδομένη και ο γέροντας την αποδεικνύει σε κάθε περίσταση.
Στο απόσπασμα αυτό αποκαλύπτεται ένα μόνο μέρος της φιλοξενίας του ξένου. Του προσφέρεται υποδοχή, φαγητό και μετά ενδιαφέρεται ο οικοδεσπότης να ρωτήσει για την ταυτότητά του και το λόγο επίσκεψης στον τόπο του. Σε άλλο σημείο της αφήγησης του μύθου της Οδύσσειας ο ποιητής θα συμπληρώσει το τελετουργικό με άλλα πρόσθετα ενδιαφέροντα από κάθε άποψη στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό στην αφήγησή του να συμπληρώσει τα όσα ο αναγνώστης θα ήθελε να πληροφορηθεί σχετικά με το θέμα αυτό, ώστε να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του γεγονότος στο οποίοι με τόση γοητεία αφηγείται ο ποιητής.
Δημήτρης Κ. Αραμπατζής

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΛΑΓΚΑΔΑ

Αν και το αφιέρωμα στο Ηράκλειο Λαγκαδά, το χωριό μου, δεν ταυτίζεται με τον τίτλο του ιστολογίου, νομίζω πως κατ΄ εξαίρεση θα μου επιτραπεί να αναφερθώ με συντομία στην ίδρυση και την πορεία του. Το θεωρώ υποχρέωση και καθήκον μου.
1.Το Ηρακλείου Λαγκαδά και η ονομασία τουΤο Ηράκλειο είναι ένα νέο χωριό χτισμένο στη βορεινή πλευρά της πόλης του Λαγκαδά και στην απέναντι όχθη του Μπογδάνα ποταμού, μέσα σε ένα καταπράσινο κάμπο με πολλά δέντρα και άφθονα νερά. Απέχει από το Λαγκαδά μόλις δύο χιλιόμετρα και είκοσι από τη Θεσσαλονίκη. Το νέο χωριό χτίστηκε δίπλα στον παλιό οικισμό της περιοχής μετά το 1923 από πρόσφυγες της Ανατ.Θράκης, που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ύστερα από τη συμφωνία Ελλάδας -Τουρκίας"Περί ανταλλαγής πληθυσμών".
Η περιοχή, ως το 1912, ανήκε στο μπέη του Λαγκαδά, όπου είχε την Κούλια, την κατοικία του, τις αποθήκες και τους στάβλους του, ενώ λίγο μακρύτερα ήταν χτισμένα τα σπίτια των ντόπιων κατοίκων που εργάζονταν στο τσιφλίκι του μπέη.
Δίπλα σ' αυτόν τον οικισμό των εντοπίων χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια των προσφύγων και αποτέλεσαν το νέο χωριό, διατηρώντας προφανώς την παλιά ονομασία του οικισμού Αρακλή. Είναι γεγονός πως οι ντόπιοι κάτοικοι του οικισμού, όταν είδαν τους πρόσφυγες να χτίζουν δίπλα στον οικισμό τους τα σπίτια τους, όχι μόνο έδειξαν τη δυσφορία τους αλλά μερικοί και την εχθρότητά τους, πλην όμως γρήγορα οι σχέσεις τους εξομαλύνθηκαν, γνωρίστηκαν καλύτερα μεταξύ τους και κατανόησαν πως η μοίρα τους είναι κοινή στον τόπο αυτό και θα πρέπει ενωμένοι και φιλιωμένοι να αντιμετωπίζουν τις παρουσιαζόμενες δυσκολίες, για να πετύχουν καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τους απογόνους τους.
Το χωριό αργότερα (1927) ονομάστηκε επίσημα Ηράκλειο, πλην όμως οι κάτοικοί του, κατά παράξενο τρόπο, το αποκαλούσαν και το αποκαλούν ακόμη όχι Ηράκλειο, όπως ήταν και είναι το επίσημο όνομά του αλλά Αρακλή(το Αρακλί). Ίσως από συνήθεια ή ίσως γιατί έτσι έμαθαν στην πατρίδα τους να ονομάζουν τα χωριά τους που άφησαν (το Τσαουσλή, το Τσεγγερλή, το Κιουρτλή,το Καρατσαλή, το Γκιουνεσλή και άλλα).
Με την ονομασία Αρακλή σημειώθηκε και στους γεωγραφικούς χάρτες που εκδόθηκαν την εποχή εκείνη. ΄Ετσι, σχηματίστηκε, μαζί με το Σαράτσι, διπλανό προσφυγικό χωριό, σημερινό Περιβολάκι, μια σύνθετη λέξη Σαρακλή( Σαράτσι + Αρακλή), για να δηλώσει στο γεωγραφικό χάρτη της Ελλάδας την Κοινότητα των δύο οικισμών, αφού τα πρώτα χρόνια οι δύο μικροί οικισμοί αποτελούσαν μια Κοινότητα, η οποία μάλιστα σε κάποια περίοδο (1918) ονομάστηκε και Κοινότητα Φαλάρων.
Αντλώντας μερικά χρήσιμα στοιχεία για την ονομασία κτλ. του χωριού από την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ. Α. Α.) σημειώνουμε πως με ΦΕΚ 152Α-09/07/1918 ο οικισμός Αρακλή προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Φαλάρων. Το 1927/22/12/ΦΕΚ- 306Α ο οικισμός Αρακλή της Κοινότητας Φαλάρων μετωνομάστηκε σε Ηράκλειο, ενώ με το ΦΕΚ 142Α-12/07/1947 ο οικισμός Ηράκλειο αποσπάστηκε και αποτέλεσε ανεξάρτητη Κοινότητα, την Κοινότητα Ηρακλείου. Αργότερα (1999) με τον "Καποδίστρια"
εντάχθηκε στο Δήμο Λαγκαδά και αποτέλεσε Δ. Διαμέρισμά του, όπως ακριβώς και η Κοινότητα Περιβολακίου.
Σήμερα τα δύο χωριά, Ηράκλειο και Περιβολάκι, σχεδόν έχουν ενωθεί. Τον κενό χώρο, που τα χώριζε ως τώρα, κάλυψαν πολλά σπίτια και οικοδομές.Το ίδιο τείνει να συμβεί και με την πόλη του Λαγκαδά, αφού κι έδώ στον κενό χώρο, μεταξύ Ηρακλείου και Λαγκαδά, έχουν χτιστεί πολλά σπίτια αλλά και οικοδομές για διάφορες χρήσεις. Μόνο η κοίτη του Μπογδάνα ποταμού μένει άθικτη, γιατί, όταν αυτός κατεβάζει από τα γύρω κοντινά βουνά τα ορμητικά θολά νερά του, σαρώνει τα πάντα στο διάβα του και έτσι προστατεύει την περιοχή του από την πλεονεξία του ανθρώπου.
Τι βρήκαν όμως οι πρόσφυγες, όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή αυτή; Πέρα από το μικρό οικισμό με την Κούλια και τους στάβλους του Μπέη, οι πρόσφυγες, κατά την εγκατάστασή τους στο χωριό , βρήκαν και έναν παλιό πέτρινο ναό, το ναό του Αγίου Αθανασίου,
χτισμένο το 1856, όπως αναγραφόταν σε μια πέτρινη πλάκα του, η οποία σήμερα σώζεται εντοιχισμένη στη γωνία του νεότερου ναού, που χτίστηκε το 1950 πάνω στα χνάρια του παλιού.
Αν όμως λάβει κανείς υπόψη το μέγεθος του ναού σχετικά με το μικρό αριθμό των πιστών του οικισμού, θα αναρωτηθεί μήπως ο ναός αυτός ήταν μεγάλος γιατί εξυπηρετούσε περισσότερους πιστούς στα χρόνια της ιδρυσής του; Εάν η σκέψη αυτή είναι ορθή, τότε πού βρίσκονταν οι άλλοι μικροί χριστιανικοί οικισμοί; Μήπως δίπλα στο Περιβολάκι ή λίγο νοτιότερα του σημερινού χωριού, όπου σώζονταν τα παλιότερα χρόνια κάποια χαλάσματα; ΄Οπως όμως και να έχει το ζήτημα φαίνεται πως ο ναός εξυπηρετούσε όχι μόνο τους χριστιανούς του μικρού οικισμού αλλά και άλλων οικισμών, που είναι δύσκολο να εντοπιστούν σήμερα με βεβαιότητα.

Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το κράτος αντιμετώπισε πολλά και δύσκολα προβλήματα εγκατάστσης, σιτισμού κτλ. των προσφύγων, γι' αυτό αμέσως προέβη στο μοιρασμό της γης τόσο στους ντόποιους κατοίκους όσο και στους πρόσφυγες, για να αρχίσσει γρήγορα η καλλιέργεια της γης, ενώ ταυτόχρονα, αντιμετωπίζοντας το οξύ στεγαστικό πρόβλημα του τόπου, ίδρυσε τη γνωστή Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία ανέλαβε το δύσκολο στεγαστικό έργο. Έπρεπε γρήγορα και με κάθε τρόπο να στεγαστούν οι άστεγοι, για να προστατευτούν από τις βροχές και τα χιόνια. Οι ανάγκες όμως των προσφύγων ήταν πολλές και επείγουσες, γι' αυτό και η πολιτεία άρχισε να τους προσφέρει ζώα, εργαλεία, σπόρους, ώστε να καλλιεργήσουν τη γη τους και να αρχίσουν να παράγουν δικά τους αγαθά που θα βοηθούσαν στη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης και των συνθηκών ζωής.
Οι πρώτες κατοικίες που κατασκευάζονταν με τη φροντίδα του κράτους ήταν όλες ομοιόμορφες και παραδίνονταν πρώτα σ' αυτούς που είχαν μεγάλες οικογένειες και αργότερα σ' αυτούς που είχαν οικογένειες με λιγότερα μέλη, χωρίς, βέβαια, να εμποδιζονται οι άλλοι πολίτες που είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια να χτίζουν μόνοι τα σπίτια τους. Στους τελευταίους η πολιτεία. για να συνδράμει την προσπάθειά τους, τους πρόσφερε κάποια δομικά υλικά και άλλες διευκολύνσεις. Όλα όμως τα σπίτια χτίζονταν ακολουθώντας ένα βασικό πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο τηρούν πιστά και οι νεότεροι κάτοικοι του χωριού, όταν χτίζουν τα καινούρια σπίτια τους. Γι' αυτό σήμερα ο επισκέπτης του χωριού βλέπει ένα χωριό ρυμοτομημένο, δασχιζόμενο από 7-8 παράλληλοους δρόμους, τεμνόμενοι κάθετα από 9 -10 μικρότερους.
Τα παλιά σπίτια σχεδόν όλα έχουν αντικατσταθεί από καινούρια, με αυλές και κήπους. Μόνο έλαχιστα από αυτά σώζονται ακόμη ανάμεσά τους, για να θυμίζουν την παλιά εκείνη δύσκολη εποχή, την εποχή της προσφυγιάς και της φτώχειας. Πιστεύουμε πως σε λίγο θα εκλείψουν κι αυτά.

Το χωριό, τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του, είχε λίγους κατοίκους. Αργότερα ο πληθυσμός του αυξήθηκε. Η απογραφή του 1999 σημείωνε πως οι κάτοικοι του χωριού ανήρχοντο στους 1022, ενώ του 2001 σε 917, παρουσιάζοντας μία μείωση πάνω από 100 κατοίκους στο μικρό αυτό διάστημα. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο πληθυσμός του χωριού ξεπερνά τους 1500 κατοίκους και οι τάξεις του Δημοτικού Σχολείου ξαναγέμισαν από μαθητές και μαθήτριες. Η αύξηση οφείλεται στην επιστροφή πολλών από την πόλη στο χωριό τους, στην εγκατάσταση στο χωριό νέων προσφύγων, προερχομένων από τη Γεωργία και ελάχιστοι από την Αλβανία.Σήμερα το χωριό διαθέτει Κοινοτικό Κατάστημα, ΚΑΠΗ, Δημοτικό Σχολείο, Νηπιαγωγείο, γήπεδο ποδοσφαίρου με χορτοτάπητα, μικρό γήπεδο μπάσκετ, παιδική χαρά για τα παιδιά του χωριού. Στο κέντρο του χωριού, δίπλα στην ανακαινισμένη πλατεία, βρίσκεται η Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, ενώ, λίγο έξω από το χωριό, στα Δυτικά, το Εξωκκλήσι, που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου, χτισμένο μέσα σε μια μεγάλη έκταση ανάμεσα σε πολλά πανύψηλα πλατάνια, που το καλοκαίρι παρέχουν αφειδώλευτα τη δροσιά τους στους πιστούς και στους επισκέπτες του χώρου.Το Εξωκκλήσι πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου και συγκεντρώνει χιλιάδες πιστούς που καταφτάνουν εδώ από τη γύρω περιοχή αλλά και από άλλα μέρη της πατρίδας μας, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου.
Η ίδρυση του Εξωκκλησιού έχει τη δική του ενδιαφέρουσα και αληθινή ιστορία, γι' αυτό θα προσπαθήσω να την αφηγηθώ , όπως την άκουσα να την αφηγούνται πολλοί συγχωριανοί μου, άνθρωποι σοβαροί και αυτήκοοι μάρτυρες του γεγονότος, από το Δημήτρη(Μητσούλια)Χατζηπασχάλη και τη γυναίκα του.
Το γνωστό πια στους πιστούς Εξωκκλήσι της Θεοτόκου, χτίστηκε λίγο μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου πόλεμου, ύστερα από κάποιο όνειρο που για καιρό έβλεπε ο ιδιοκτήτης της στάνης, η οποία βρισκόταν τότε στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται χτισμένο το Εξωκκλήσι. Χτίστηκε στην αρχή ένα μικρό προσκυνητάρι με προσωπική εργασία μερικών θεοσεβών κατοίκων του χωριού, όταν κάποια μέρα ο συγχωριανός τους, Χατζηπασχάλης Δημήτριος, απλός και καλοσυνάτος άνθρωπος, αποκάλυψε στα μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής του Αγίου Αθανασίου το πρόβλημα που τον βασάνιζε για μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο τον ίδιο όσο και τη γυναίκα του. Τους πλησίασε, λοιπόν, με δισταγμό και τους είπε πως εδώ και πολλά βράδια συνεχώς εμφανιζόταν στον ύπνο του αλλά και στον ύπνο της γυναίκας του Σοφίας μια μαυροφορεμένη γυναίκα και απαιτούσε να της χτίσουν ένα προσκυνητάρι δίπλα στη στάνη τους.
Η Εκκλησιστική Επιτροπή εντυπωσιάστηκε από την εκμυστήρευση αυτή και, χωρίς αναβολή, αποφάσισε να χτίσει το πρώτο προσκυνητάρι στο σημείο που υπέδειξε η μαυροφορεμένη γυναίκα του ονείρου. Με πρσωπική εργασία πολλών χωριανών χτίστηκε το πρώτο προσκυνητάρι, για να χτιστεί λίγο αργότερα ένα μικρό εκκλησάκι, το οποίο ξαναχτίστηκε μεγαλύτερο, όταν ο αριθμός των προσκυνητών μεγάλωνε συνεχώς, και όταν πια ο ιδιοκτήτης της στάνης την απομάκρυνε από το σημείο εκείνο . Όλη η περιοχή την οποία καταλάμβανε η στάνη και μια έκταση γύρω από αυτήν περιήλθε στην ιδιοκτησία του Εξωκκλησιού, η οποία στη συνέχεια προστατεύτηκε με περίβολο και δενδροφυτεύθηκε, κυρίως με πλατάνια.. Τελευταία, στον προαύλιο χώρο του Εξωκκλησιού, κάτω από τη σκιά των πλατανιών, διαμορφώθηκε από το δυναμικό και δραστήριο ιερέα του χωριού και της εκκλησιαστικής επιτροπής ένας κατάλληλος χώρος, όπου τελούνται το καλοκαίρι γάμοι και βαπτίσεις, εξυπηρετώντας έτσι το πλήθος των ανθρώπων που μετέχουν σε τέτοιες τελετές..

Σήμερα, δίπλα ακριβώς στο Εξωκκλήσι, υψώνεται ένα μεγάλο κτήριο, ο Ξενώνας, έργο του ιερέα και της Επιτροπής. Πρόκειται για μεγάλο κτήριο δύο ορόφων, που κατασκευάζεται για να φιλοξενεί για λίγες μέρες τους προσκυνητές που θα φτάνουν από μέρη μακρινά. Ο Ξενώνας σε λίγο χρόνο θα είναι έτοιμος και θα αποτελεί ένα ακόμη επίτευγμα της εκκλησιαστικής επιτροπής και του ιερέα του χωριού. Το Εξωκκλήσι είναι γνωστό πια στο ευρύτερο κοινό και πολλοί πιστοί το επισκέπτονται καθημερινά, για να προσκυνήσουν και να ζητήσουν τη βοήθεια της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας.

2.Τα ονόματα των ντόπιων οικογενειών και των προσφύγων
Οι πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν δίπλα στον παλιό οικισμό και έχτισαν το νέο χωριό, βρήκαν στον οικισμό αυτό μερικές ντόπιες οικογένειες, των οποίων τα ονόματα παραθέτουμε κατ' αλφαβητική σειρά:


Βαρβέρη, Γεωργίου, Γούτα ή Γουτούδη, Γερονικολάκη, Γκούβη, Γραμμένου, Καμαριώτη, Μαυροβουνιώτη, Μυρόβαλη, Νάνου ή Μάνου, Τάντσου,Τσαντάρη, Φυλακούδη και Χριστοδούλου.
Οι προσφυγικές οικογένειες ήταν περισσότερες και η πλειοψηφία τους προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη. Τις αναφέρουμε κατά περιοχή με αλφαβητική σειρά.
Ραιδεστός : Αμπατζή, Αραμπατζή, Βαλσαμίδη, Γιαλαμά, Διαλεγμένου, Δομουξή, Δράκου, Καραγιάννη, Κλωναρίδη, Κόλτσου, Κουσαξίδη, Κοσμίδη, Μακρή, Μπέζαρη, Σταυρίδη, Σπυριδάκη, Σωτηριάδη, Τσότσου, Παγώνη, Παπαδόπουλου, Σκορδά, Ταβλαμπόζη, Ταβλαρίδη, Ταντσή, Τσάνου,Τσιφτσόγλου, Τσότρα, Πασχαλίδη, Χαράρη και Χατζηπασχάλη .
Πάνιδο :
Καράκαλου, Μόσχου, Μέγγα, Τσαλίδη και Τσινάρη.
Πορτίβο:Γουζέλη, Κοκονιάρη και Πηνέλη.
Μαύρη Θάλασσα, Γκαγκαούζοι: Αλεξιάδη, Μαδενίδη, Μιχαηλίδη, Κρυωνά, Πατσούρα, Πεχλιβανίδη, Πολυζώη και Τοπαλίδη.
Στο χωριό, εγκαταστάθηκαν και άλλες οικογένειες, προερχόμενες από διάφορα μέρη της Μ.Ασίας, όπως του Αντωνιάδη από τη Μ.Ασία, του Τριανταφύλλου από την Αν.Ρωμυλία, του Χατζηκαμάρη από το Δρυμό. Αργότερα εγκαταστάθηκαν και λίγες οικογένειες Ποντίων, Σαρακατσάνων και πολλές από τη Γεωργία και αλλού.


3. Επιστημονικό δυναμικό του χωριού
Το χωριό έχει να επιδείξει ένα σεβαστό αριθμό επιστημόνων που κατέχουν πτυχίο Ανωτέρων και Ανωτάτων ή άλλων σχολών, οι οποίοι πήραν το πτυχίο τους μετά το 1950.
Αναφέρουμε τα ονόματα των επιστημόνων με τη χρονολογική σειρά που πήραν το πτυχίο της σχολής τους.
Πρώτη επιστήμων του χωριού υπήρξε η Αλεξάνδρα Γραμμένου, πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, για να την ακολουθήσει πολύ αργότερα ο Χρίστος Γούτας ή Γουτούδης, πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης και αργότερα πτυχιούχος και της Νομικής Σχολής. Ακολουθούν οι: Δημήτρης Αραμπατζής, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ, Σταμάτης Τσινάρης, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., Ταντσή Κυριακή, πτυχιούχος της ΠΟΕ, Αρβανιτίδου Βενετία, πτυχιούχος της Μαιευτικής Σχολής, Στέλιος Αντωνιάδης , πτυχιούχος της Άμερικανικής Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Γεώργιος Μυρόβαλης, πτυχιούχος της ιερατικής Σχολής της Αγίας Αναστασίας.
Φοιτητές που διέκοψαν τη φοίτηση και απόφοιτοι Γυμνασίου είναι οι: Βασίλειος Χαράρης, πρώτος απόφοιτος Γυμνασίου του χωριού και φοιτητής της Νομικής Σχολής . Δολοφονήθηκε πριν τελειώσει τις σπουδές του.

Φώτης Αντωνιάδης, φοιτητής της ΠΟΕ. Τον κέρδισε το εμπόριο.
Αθανάσιος Καμαριώτης, έφεδρος ανθυπολοχαγός. Πρώτος νεκρός του χωριού στα αλβανικά βουνά κατά τον πόλεμο του ΄40.
Σωτήρης Βαρβέρης, απόφοιτος Γυμνασίου, εκτελωνιστής.
Ουρανία Ταντσή, απόφοιτος γυμνασίου.
Χρίστος και Σωκράτης Χατζηκαμάρης, επιχειρηματίες.

ακολουθεί η νεότερη γενιά.
Αργύρης Κουσαξίδης, πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης.

Αριστείδης Μάνος, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Λίνα Δομουξή, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Δημήτριος Κουσαξίδης, ανώτερος αξιματικός της Χωροφυλακής
Πηνέλης Παρασκευάς, πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης και της Νομικής Σχολής.
Παπαϊωάννου Θεόδωρος, πολιτικός μηχανικός.

Στέφανος Μακρής, πτυχιούχος πληροφορικής.

Κοκονιάρη Ευανθία, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής.
Ελευθέριος Τσότρας, υποσμηναγός, . Έχασε τη ζωή του από πτώση του αεροπλάνου του.
Κώστας Γραμμένος, ηλεκτρολόγος μηχανικός.
Γραμμένος Ευάγγελος, πτυχιούχος της Νομικής.
Δημήτριος Μέγγας, πτυχιούχος της Γεωπονικής Σχολής.
Δημήτριος Βαρβέρης, ηλεκτρολόγος μηχανικός.

Πόπη Παπαδοπούλου, πτυχιούχος της Αγγλικής Φιλολογίας.
Σταματάμε εδώ την αναφορά μας , γιατί η νεότερη γενιά επιστημόνων είναι πολυπληθέστερη από τις προηγούμενες και μου είναι δύσκολο να απαριθμήσω τους πτυχιούχους και τις ειδικότητές τους.
Αν κάποιων τα ονόματα από τις παλιότερες γινιές παρέλειψα να αναφέρω, υπόσχομαι πως στην πρώτη υπόδειξή τους θα διορθώσω την παράλειψη αυτή, σύμφωνα με τις υποδείξεις τους.

Πάντως, από όσα αναφέραμε, καταδεικνύεται πως πρόκειται για ένα χωριό με αλματώδη εξέλιξη και με προοπτική πραιτέρω ανάπτυξης σε όλους τους τομείς. Γι' αυτό θα παρακαλέσω να μου επιτρέψετε να κλείσω το μικρό αφιέρωμα στο χωριό μου με μια παρακαταθήκη, όπως ακριβώς τη διατύπωσε ο μεγάλος μας ποιητής Κ.Παλαμάς.
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρομομήσεις
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα...
Και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του...(Κ. Παλαμάς)

Δημήτρης Κ.Αραμπατζής

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Η διαλυμένη οικογένεια του Οδυσσέα και του Ακρίτη

Οδυσσέας-Ακρίτης
Η παράλληλη μελέτη του ακριτικού δημοτικού τραγουδιού "Η Αρπαγή της γυναικός του Ακρίτη" και της Οδύσσειας του Ομήρου μας οδηγούν στη διαπίστωση πως τα έργα αυτά έχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους και αξίζει να μελετηθούν.
Στην Οδύσσεια ο ποιητής ασχολείται με τους μνηστήρες και τις πιέσεις που ασκούν στην Πηνελόπη να παντρευτεί έναν από αυτούς, αφού οι ίδιοι θεωρούν τον Οδυσσέα νεκρό, ενώ αντίθετα η Πηνελόπη, πιστεύοντας πως είναι ζωντανός και θα γυρίσει, τους ξεγελά με το σάβανο του Λαέρτη που υφαίνει στον αργαλειό της την ημέρα και το ξηλώνει τη νύχτα, παρατείνοντας έτσι το χρόνο που κάποτε θα αναγκαστεί να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να ενδώσει στις πιέσεις τους.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο δημοτικό τραγούδι. Ο Ακρίτης απουσιάζει για πολύ χρόνο μακριά στα σύνορα (άκρα) της αυτοκρατορίας και πολεμά τους εχθρούς της πατρίδας του, χωρίς να έχει δώσει κι αυτός σημεία ζωής. Πολλοί τον θεωρούν νεκρό, όπως και η οικογένεια της γυναίκας του. Πιέζουν οι συγγενείς την γυναίκα του Ακρίτη να παντρευτεί άλλον άντρα.Εκείνη όμως, παρόλο ότι αρνείται να δεχτεί την άποψή τους, τελικά ενδίδει στις πιέσεις και συγκατατίθεται στο γάμο. Στο σπίτι της ετοιμάζονται για την τέλεση του μυστηρίου.
Το γάμο της όμως με άλλον άντρα πληροφορείται, κατά παράξενο τρόπο, ο Ακρίτης και σπεύδει από τα άκρα με το γρήγορο άλογό του να προλάβει τη ματαίωσή του. Φτάνει στο σπίτι του λίγο πριν από την τέλεσή του, βάζει την καλή του στο άλογο και φεύγουν οι δύο μαζί ευτυχισμένοι.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τον Οδυσσέα, που μαθαίνει στον Άδη από τον Τειρεσία για την κατάσταση που επικρατεί στο παλάτι του και τη δύσκολη θέση της Πηνελόπης.
Ο Ν. Πολίτης, ο πατέρας της λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα και σοβαρός μελετητής των δημοτικών τραγουδιών της πατρίδας μας, γράφει για το τραγούδι αυτό τα εξής:
"Των πολυαρίθμων παραλλαγών του άσματος διακρίνονται δύο κύριοι τύποι. Κατά τον ένα την γυναίκα του Ακρίτου απάγουν εχθροί αυτού, ους μαθών διώκει και κατανικά ο ήρως επιβαίνων ίππου... Κατά τον έτερον τρόπον ο επί μακρόν αποδημών ήρως μανθάνει εκ διαφόρων θαυμασίων ότι άλλος πρόκειται να νυμφευθεί την σύζυγόν του άκουσαν και καταφθάς τη βοηθεία θαυμασίου ίππου ματαιώνει τον γάμον".
Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως η γυναίκα του Ακρίτη και του Οδυσσέα πιέζονται αφόρητα να αποδεχτούν το γάμο με άλλον. Απλή γυναίκα η σύζυγος του Ακρίτη, βασίλισα και συνετή η Πηνελόπη. Η πρώτη δέχεται άκουσα το γάμο, ενώ η δεύτερη φροντίζει να τον αποφύγει με τέχνασμα, υφαίνοντας το σάβανο του Λαέρτη που τελειωμό δεν έχει, αφού αυτό που υφαίνει την ημέρα το ξηλώνει τη νύχτα!
Οι άνδρες και των δύο γυναικών απουσιάζουν από τα σπίτια τους. Βρίσκονται μακριά επί χρόνια. Στον πόλεμο ο Οδυσσέας, πολεμώντας τους Τρώες, στις εσχατιές της αυτοκρατορίας ο Ακρίτης, πολεμώντας τους εχθρούς της. Όλοι τους θεωρούν νεκρούς, μια και τόσα χρόνια δεν έδωσαν σημεία ζωής στους δικούς τους.
Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο έργων είναι πολλές. Δε λείπουν όμως και οι διαφορές. Η γυναίκα π.χ. του Ακρίτη πιέζεται από τους δικούς της να παντρευτεί άλλον άνδρα και τελικά ενδίδει, ενώ η Πηνελόπη, που πιέζεται κι αυτή τόσο από τους μνηστήρες όσο κι από τον Τηλέμαχο, το γιο της, αντιστέκεται και, με τέχνασμα που επινοεί, καθυστερεί το γάμο της, όσο μπορεί.
Στο σπίτι της γυναίκας του Ακρίτη αρχίζουν οι προετοιμασίες του γάμου, ενώ στο άλλο, στο παλάτι του Οδυσσέα, η Πηνελόπη σιωπηλά αρνείται το γάμο και αγωνίζεται να κερδίσει χρόνο.
Το ενδιαφέρον του αναγνώστη μεγαλώνει και αναρωτιέται αν τελικά θα αποφύγει το γάμο ή θα ενδώσει κι αυτή, όπως η γυναίκα του Ακρίτη.
Κοινό μοτίβο και στα δύο έργα ο γάμος και η στάση των δύο γυναικών απέναντι στις πιέσεις που δέχονται και ο τρόπος που τις αντιμετωπίζει η καθεμιά τους.
Η διαλυμένη οικογένεια του Οδυσσέα
Διαλυμένη δεν είναι μόνο η οικογένεια του Ακρίτη αλλά και εκείνη του Οδυσσέα, αφού εδώ και τρία χρόνια, πριν επιστρέψει ο Οδυσσέας στην πατρίδα του, η Πηνελόπη πιέζεται αφόρητα από τους μνηστήρες να παντρευτεί έναν από αυτούς και αυτή αγωνίζεται να αποφύγει το γάμο. Ο γερο-Λαέρτης, μην μπορώντας να βλέπει την κατάστση αυτή εγκατέλειψε το παλάτι και ζει έξω από την πόλη, εργαζόμενος στα κτήματά του. Η ευρύτερη οικογένεια έχει σχεδόν διαλυθεί, αφού προσωρινά δύο από τα μέλη της (Οδυσσέας, Λαέρτης) βρίσκονται μακριά από το παλάτι, ενώ η Αντίκλεια τους "άφησε χρόνους", και βρίσκεται στον Άδη. Σε λίγο και ο Τηλέμαχος θα απομακρυνθεί από το παλάτι, και θα βρίσκεται μακριά, αναζητώντας στην Πύλο και τη Σπάρτη πληροφορίες για τον πατέρα του. Η μόνη από τα μέλη της οικογένειας που θα μείνει στο παλάτι είναι η Πηνελόπη.
Η οικογένεια στην ουσία είναι διαλυμένη, αφού τα επιζώντα μέλη της βρίσκονται χωριστά το ένα από το άλλο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αν, επομένως, ένα από τα βασικά στοιχεία της οικογένειας είναι και η συμβίωση των μελών της κάτω από την ίδια στέγη, τότε κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την οικογένεια του Οδυσσέα.
Η διαλυμένη οικογένεια του Ακρίτη
Πόση όμως συνοχή παρουσιάζει και η οικογένεια του Ακρίτη; Είναι, δυστυχώς, κι αυτή διαλυμένη, όπως και του Οδυσσέα. Ο Ακρίτης κι αυτός βρίσκεται μίλια μακριά από το σπίτι του και αγνοείται η τύχη του από τους δικούς του. Ξαφνικά χλιμιντρίζει ο μαύρος του (το άλογό του) και ο Ακρίτης συμπεραίνει πως παντρεύουν την καλή του (εξωλογικό, μυθικό στοιχείο). Καβαλικεύει τον μαύρο του και με μια βιτσιά τον πάει σαράντα μίλια. Εκεί συναντά τον πατέρα του, που κλαδεύει τ' αμπέλι (το ίδιο κάνει και ο Λαέρτης μακριά από το παλάτι του στην Ιθάκη).
- Καλώς τα κάνεις, γέροντα, και τίνος είν' τ' αμπέλι;
-Της ερημιάς της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου. Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα
.
Ο Ακρίτης ρωτά το γέροντα (πατέρα του), αν θα προφτάσει το γάμο. Εκείνος του απαντά: "Αν έχεις γρήγορο άλογο στο σπίτι τους προφτάνεις, κι αν είν' οκνός ο μαύρος στην εκκλησιά τους βρίσκεις".
Ο Ακρίτης "δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια". Εκεί που φτάνει συναντά τη γερόντισσα μητέρα του να καλλιεργεί τον κήπο της, η οποία του αποκρίνεται όπως και ο πατέρας του. "Αν έχεις γρήγορο άλογο στο σπίτι τους προφτάνεις και αν είν' οκνός ο μαύρος σου στην εκκλησιά τους βρίσκεις". (Το ίδιο κάνει και η Αντίκλεια, η μητέρα του Οδυσσέα, όταν τον συναντά στον Άδη. Τον προτρέπει να φύγει γρήγορα από το σκοτεινό Άδη (α+ορώ), για να φτάσει στην Ιθάκη, όπου κυβερνά με επιτυχία το νησί ο γιος του Τηλέμαχος (ψέμα της γιαγιάς, για να ευχαριστήσει τον ταλαιπωρημένο γιο της).
Ο Ακρίτης "δίνει βιτσιά του αλόγου του, στη χώρα κατεβαίνει". Η κόρη, που άκουσε το χλιμίντρισμα του αλόγου, καταλαβαίνει. Προσποιείται πως έφτασε ο αδελφός της από τα ξένα και πάει να τον κεράσει.
Ο Ακρίτης, χωρίς να χάσει καιρό και λόγια, βάζει στο άλογό του την καλή του, και, δίνοντας βιτσιά του μαύρου του, πάει χίλια μίλια.
Ο παρά λίγο αναγκαστικός γάμος της καλής του ματαιώθηκε. Ο μαύρος του έκανε το θαύμα του και το αγαπημένο ζευγάρι έφυγε μακριά, για να χαρεί την ευτυχία και την αγάπη του, η οποία δοκιμάστηκε σκληρά.
Κοινά στοιχεία και διαφορές στα δύο έργα
Και στα δύο έργα κεντρικό θέμα είναι ο γάμος των γυναικών Οδυσσέα και Ακρίτη με άλλον άντρα, ο οποίος τελικά ματαιώνεται με την επέμβαση των ανδρών τους και ξανασμίγουν τα ζευγάρια, ύστερα από σκληρή δοκιμασία. Ο Ακρίτης παίρνει την καλή του και φεύγει μακριά, ενώ ο Οδυσσέας απαλλάσσει την Πηνελόπη από το γάμο που δεν ήθελε, αφού προηγουμένως έχει σκοτώσει τους μνηστήρες και έτσι ξανακερδίζει τη γυναίκα και το θρόνο.
Αν τα μέλη της οικογένειας του Οδυσσέα ζουν μακριά το ένα από το άλλο, φαίνεται το ίδιο να συμβαίνει και με τους γονείς του Ακρίτη, που ζουν μακριά ο πατέρας του από τη μητέρα του, χωρίς να δίνεται καμιά πληροφορία για την αιτία του χωρισμού τους, αν και οι γονείς τρέφουν μεγάλη αγάπη για το γιο τους και τη νύφη τους. Την περιβάλλουν με συμπάθεια και αγάπη και δείχνουν κατανόηση απέναντί της.
Στο δημοτικό τραγούδι δε γίνεται η επανασύνδεση της ευρύτερης οικογένειας, αφού το αγαπημένο ζευγάρι με το μαυρό του πάει χίλια μίλια, για να ζήσει μαζί ευτυχισμένο. Αντίθετα στην Οδύσσεια, η ευρύτερη οικογένεια του Οδυσσέα, με την επιστροφή του Λαέρτη στο παλάτι, ξανασμίγει και ζουν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα, για να θυμηθούμε και την επωδό των παραμυθιών.
Κοινό σημείο ακόμη οι βασανισμένοι και πικραμένοι γονείς και στα δύο έργα από την τύχη των παιδιών τους, που ίσως είναι ένας λόγος που δικαιολογεί τη διάλυση της οικογένειας. Κοινό γνώρισμα ανάμεση στην Πηνελόπη και την κόρη είναι ότι οδηγούνται σε γάμο με άλλον ύστερα από ισχυρή πίεση μνηστήρων και Τηλέμαχου για την πρώτη και συγγενών και φίλων για τη δεύτερη. Διαφέρουν όμως σε τούτο, ότι η κόρη έχει αποδεχτεί το γάμο, ενώ η Πηνελόπη τον καθυστερεί ή τον διαπραγματεύεται.
Η κόρη διαθέτει ευφυία και ευγένεια όπως και η συνετή Πηνελόπη.
Το τραγούδι αλλά και το έπος έχουν μέσα τους πολλά υπερλογικά στοιχεία, τα οποία είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχτούμε, αφού αλλιώς με τη λογική μόνο δεν μπορεί να λειτουργήσει η τέχνη και στην περίπτωσή μας η λογοτεχνία.
Και τα δύο έργα εχουν ευχάριστο τέλος, αφού προηγουμένως τα πρόσωπα δοκιμάστηκαν σκληρά. Τελικά αποκαθίσταται και πάλι η τάξη και η γαλήνη στις οικογένειες και δικαιώνεται η δύναμη της αγάπης.
Από την ανάγνωση των δύο έργων νομίζουμε πως το δημοτικό τραγούδι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μιμείται ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, γεγονός που αποδεικνύει τη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης, η οποία εξακολουθεί να συγκινείται και να εμπνέεται από την Οδύσσεια και γενικότερα από την αρχαία ελληνική παράδοση. Στα δύο έργα δε θα πρέπει να παραβλέψουμε τη μεγάλη αγάπη που τρέφουν για τις γυναίκες τους τόσο ο Ακρίτης όσο και ο Οδυσσέας. Και οι δύο βρίσκονται μακριά, πλην όμως υπερνικούν εμπόδια, δυσκολίες και φτάνοντας έγκαιρα, σώζουν τις αγαπημένες τους από ένα γάμο που δεν τον θέλουν αλλά η ανάγκη τους τον επιβάλλει.
Άξιο παρατήρησης είναι πως στην Οδύσεια η παρουσία και η βοήθεια του θεού είναι δεδομένη, ενώ στο συγκεκριμένο δημοτικό τραγούδι, παρόλο ότι ο ήρωας προσεύχεται σαν χριστιανός και ζητά τη βοήθεια του θεού, στην πράξη φαίνεται πως κατορθώνει θαυμαστά έργα κυρίως με τη βοήθεια και τη συνεργασία του μαύρου του.
Ο μαύρος ενεργεί σαν άνθρωπος που καταλαβαίνει τον καβαλάρη και λειτουργούν άλογο και άνθρωπος σαν μια ψυχή και θαυματουργούν.
Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας γνωρίζει τη μοίρα του, του την φανέρωσε ο Τειρεσίας, όταν κατέβηκε στο σκοτεινό Άδη. Η επάνοδος όμως στην πατρίδα επιτυγχάνεται με την προσπάθεια του ήρωα αλλά και τη βοήθεια της Αθηνάς, ενώ και ο Ακρίτης πετυχαίνει το ίδιο με τη βοήθεια του δικού του θεού αλλά κυρίως επικοινωνώντας με τον μαύρο του και το ένστικτό του. Διπλή η σημασία του χλιμιντρίσματος του αλόγου. Για τον Ακρίτη σημαίνει "παντρεύουν την καλή μου", ενώ για τη γυναίκα του "έφθασε και με περιμένει ο άντρας μου".
Ο ανώνυμος Ακρίτης και η ευγενική χωρίς όνομα κόρη, μέσα στην ανωνυμία τους, εκπροσωπούν έναν ολόκληρο λαό που αγωνίζεται για την πατρίδα, τη γυναίκα, την οικογένεια.
Μια τελευταία παρατήρηση. Στην Οδύσσεια όλα τα πρόσωπα έχουν το όνομά τους: Οδυσσέας, Πηνελόπη, Λαέρτης, Τηλέμαχος, ενώ στο ακριτικό τραγούδι τα πρόσωπα είναι χωρίς όνομα. Ο λαός δίνει σ' αυτά μόνο τις ιδιότητές τους: Ακρίτης, κόρη, πατέρας, μητέρα κτλ., χωρίς αυτό να μειώνει τη μαγεία της τέχνης που συγκινεί, ψυχαγωγεί , φρονιματίζει και διδάσκει.
Η επίδραση των Ομηρικών επών στο δημοτικό τραγούδι είναι εντυπωσιακή. Δείχνει, το επαναλαμβάνουμε, τη συνέχεια του ελληνισμού και την παραγωγή αξιόλογων έργων που εμπνέεται ο ελληνικός λαός, γιατί πιστεύει πως δεν κάνει τίποτε παραπάνω από το να χαίρεται από τα αριστουργήματα του μεγάλου ποιητή και να τα μιμείται όσο μπορεί, για να τέρψει, να ψυχαγήσει και να διδάξει κι αυτός με τη σειρά του. Έτσι συνεχίζεται η παράδοση, όταν η κάθε γενιά επιλέγει τα καλύτερα στοιχεία της προηγούμενης, τα προωθεί και τα κάνει γνωστά στη γενιά της και αφήνει προοπτική συνέχειας για τις γενιές που θ΄ακολουθήσουν. Και στα δύο έργα μπορεί να φαίνεται πως το αδύνατο στοιχείο στη ζωή είναι η γυναίκα, πλην όμως η αγάπη του άντρα γι' αυτήν του δίνει δύναμη και ξεπερνά εμπόδια, για να τη βοηθήσει. Από τις γυναίκες των δύο έργων επισημαίνουμε πως και οι τρεις με όποια προβλήματα κι αν αντιμετωπίζουν μένουν ριζωμένες στο σπίτι τους. Στο σπίτι η γυναίκα του Ακρίτη, στο παλάτι η βασίλισσα Πηνελόπη, στον κήπο του σπιτιού της η μητέρα του Ακρίτη. Και κάτι τελευταίο οι γονείς τόσο του Οδυσσέα, όσο και του Ακρίτη είναι άνθρωποι πληγωμένοι από την απουσία των παιδιών τους. Τους σκέφτονται με αγάπη και κατανόηση, την ίδια αγάπη και συμπάθεια εκφράζουν και για τις νύμφες τους.
Όλοι είναι παιδιά τους και αξίζουν τη συμπάθεια και την αγάπη τους.



Δ. Κ. Αραμπατζής

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Το όνειρο και ο ρόλος του στις τραγωδίες του Αισχύλου

Οι άνθρωποι έβλεπαν και εξακολουθούν να βλέπουν στον ύπνο τους όνειρα ευχάριστα ή δυσάρεστα. Για τον αρχαίο μάλιστα Έλληνα διάχυτη είναι η πίστη πως τα όνειρα τα στέλνει ο Δίας. "Το όνειρον εκ Διός εστι". Eπειδή όμως δεν μπορούν να κρίνουν πότε ένα όνειρο είναι αληθινό ή ψεύτικο, γι' αυτό καταφεύγουν σε ονειροσκόπους ή σε μάντεις, οι οποίοι πολλές φορές με τις ερμηνείες τους είτε ικανοποιούν και ηρεμούν τους ανθρώπους είτε τους ξαφνιάζουν και τους αναστατώνουν, γιατί όλα τα όνειρα δεν είναι ευχάριστα, αφού υπάρχουν και δυσάρεστα, όπως συμβαίνει και στη ζωή, που δεν έχει μόνον ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες στιγμές.
Αυτή την ανθρώπινη αγωνία από τα τρομακτικά και δυσάρεστα όνειρα εκμεταλλεύεται ο Αισχύλος, προκειμένου να δημιουργήσει κατάλληλο κλίμα στα έργα του, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του θεατή και να ανελίξει επιτυχώς το μύθο του έργου του.
Ο ποιητής, στις τρεις, από τις εφτά σωζόμενες τραγωδίες του, χρησιμοποιεί με θαυμαστή επιτυχία το όνειρο, προκειμένου να προϊδεάσει το θεατή και να κινήσει το ενδιαφέρον του, αλλά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε μια από αυτές.
Στους Πέρσες το όνειρο είναι αλληγορικό και προφητικό μαζί, στον Προμηθέα Δεσμώτη αποκαλυπτικό και έμμεσα προφητικό, ενώ στις Χοηφόρες αποτελεί έναυσμα στην προώθηση του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες (στ. 181) και στις Χοηφόρες (στ. 32 ) η αναφορά στο όνειρο γίνεται στο πρώτο μέρος των δύο δραμάτων, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη(στ.565) σχεδόν στο τέλος της τραγωδίας.
Στους Πέρσες, ο Χορός των γερόντων, σχεδόν από τους πρώτους στίχους του δράματος εκφράζει την ανησυχία και την αγωνία του για τη τύχη του περσικού στρατού, γιατί πέρασε πολύς χρόνος από τότε που αναχώρησε πανίσχυρος από την Ασία να υποτάξει την Ελλάδα και δεν έχει καμία είδηση ακόμη για την τύχη του.
Κι ενώ ο Χορός ανησυχεί και αρχίζει να υποψιάζεται μήπως του έχει συμβεί κάποιο κακό (προϊδεασμός), ακούει από την Άτοσσα, τη βασίλισσά του, να αφηγείται ταραγμένη και αναστατωμένη ένα ολοζώντανο τρομακτικό όνειρο και να ζητά την ερμηνεία του. Βλέπει, λέει, εδώ και καιρό τέτοια όνειρα από τότε που ο γιος της με το στρατό του ξεκίνησε, για να υποτάξει τη χώρα των Ιώνων.
ΑΤ." Πολλοίς μεν αεί νυκτέροις ονείρασι
ξύνειμ', αφ' ούπερ παις εμός στείλας στρατόν
Ιαόνων γην οίχεται πέρσαι θέλων,
αλλ' ούτι πω τοιόνδ' εναργές ειδόμην
ως της πάροιθεν ευφρόνης, λέξω δε σου"(176-180).
ΑΤ. 'Όνειρα πολλά τις νύχτες μου όλες γεμίζουν,
από τότε που ο γιος μου το στρατό του εξόπλισε
και είχε φύγει των Ιώνων τη γη να υποτάξει.
Μα τόσο καθαρά κανένα δεν είδα ως τώρα
σαν της νύχτας που πέρασε, κι άκου το.
"Εδοξάτην μοι δύο γυναίκ' ευείμονε,
η μεν πέπλοισι Περσικοίς ησκημένη,
η δ' αύτε Δωρικοίσιν, ες όψιν μολείν,
μεγέθει τε των νυν εκπρεπέστατα πολύ,
κάλλει τ' αμώμω και κασιγνήτα γένους
ταυτού, πάτραν δ' έναιον η μεν Ελλάδα
κλήρω λαχούσα γαίαν, η δε βάρβαρον..."(181-200).
"Δύο γυναίκες, λαμπροστόλιστες μπροστά μου
βγήκαν, η μια περσικά κι η άλλη δώρια
φορώντας πέπλα. Ξεχωριστές στην ομορφιά.
Ήτανε, λέει, αδερφές. Η μια ως πατρίδα
πήρε με κλήρο την Ελλάδα κι η άλλη
τη γη που βάρβαροι τώρα διαφεντεύουν.
Σαν να είχαν στάση μεταξύ τους κάποια αμάχη
κι ο γιος μου, μόλις το είδε, να συμβιβάσει
προσπαθούσε τις δύο και να μερέψει,
ώσπου στο τέλος στο άρμα τις ζεύει
και τα λουριά στο σβέρκο τους περνάει.
Η μια τεντώθηκε, κι έδινε υπάκουο
το στόμα της στο γκέμι, ενώ η άλλη
δερνοκοπιόταν και το άρμα καταστρέφει,
και το τραβάει δίχως χαλινάρια,
ώσπου στο τέλος το ζυγό κόβει στα δύο
κι ο γιος μου πέφτει καταγής. Μα ξάφνου
να ο πατέρας του πετιέται από κάπου
και λυπημένος βρίσκεται κοντά του.
Ο γιος του σκίζει τα ρούχα του αλύπητα που εφόρει.
Αυτό είναι το όνειρο που έβλεπα τη νύχτα".
Ολοφάνερο πράγματι το όνειρο της βασίλισσ μα και ανησυχητικό. Ο ποιητής με την αφήγησή του, εκτός των άλλων, δίνει αλληγορικά τη σύγκρουση του υπερήφανου και ανυπότακτου ελληνικού κόσμου με το δουλόφρονα περσικό. Μια ολόκληρη τραγωδία συμπυκνώνεται σε ένα συνταρακτικό όνειρο! Μ' αυτό ο ποιητής θίγει την ιστορική αλήθεια και τονίζει ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ ελεύθερων και ανελεύθερων λαών αλλά και πολιτικών συστημάτων, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί για όσα κακά θα ακολουθήσουν.
Προάγγελος κακών αποβαίνει το όνειρο της βασίλισσας, για να συμπληρωθεί σε λίγο και από ένα παράξενο θέαμα, το οποίο επιτείνει τους φόβους της.Το ομολογεί η ίδια, γιατί ενώ πηγαίνει να προσφέρει θυσία, ξαφνικά βρίσκεται μάρτυρας ενός περιστατικού. Βλέπει με τα μάτια της ένα γεράκι να χυμά πάνω σε έναν τεράστιο αετό και να τον νικά. Την προβληματίζει το συμβάν και αναλογίζεται μήπως οι Έλληνες νικήσουν τον αετό της Ασίας. Δεν προλαβαίνει όμως να συνειδητοποιήσει την αλληγορία του γεγονότος και διαπιστώνει με θλίψη πως οι φόβοι της βγαίνουν αληθινοί. Ο αγγελιαφόρος, που μπαίνει από την αριστερή πάροδο, αναγγέλλει τη συμφορά του Ξέρξη και του στρατού του.
"Εν μια πληγή κατέφθαρται πολύς όλβος.
.......................
Περσών δ' άνθος οίχεται πεσών
στρατός γαρ πας όλωλε βαρβάρων"(255).
Η Άτοσσα, που πληροφορείται την καταστροφή, μένει άναυδη. Μόλις συνέρχεται, ζητά να μάθει για την τύχη του γιου της. Ο Αγγελιαφόρος της απαντά πως ο γιος της ζει. Κι εκείνη, γεμάτη ανακούφιση, αναφωνεί:
"Ο λόγος σου για το δικό μου σπίτι φως είναι μεγάλο
κι άσπρη μέρα ύστερα από μαύρη νύχτα"(300-301).
Η Άτοσσα είναι μητέρα και δικαιολογείται να παίρνει μια τέτοια θέση, όχι όμως και η βασίλισσα. Το ολοζώντανο, επομένως, όνειρό της βγαίνει αληθινό. Το μικρό γεράκι μάδησε τον πανίσχυρο αετό, η δώρια ατίθαση δύναμη σύντριψε την πολεμική μηχανή του Ξέρξη!
Ακριβώς αντίθετη είναι η άποψη του Δαρείου, όταν λίγο αργότερα θα βγει από τον τάφο του, ύστερα από τις θερμές παρακλήσεις του Χορού και της Άτοσσας. Ο Δαρείος, βλέποντας τον Ξέρξη να επιστρέφει σε άθλια κατάσταση, τον λυπάται και δίνει εντολή να του βγάλουν τα κουρέλια που φορεί, να φορέσει καινούρια καθαρά ρούχα και κάποιοι να τον φέρουν στα συγκαλά του! Αυτή είναι η πρώτη αντίδραση του Δαρείου. Του δείχνει το ήπιο πρόσωπό του. Αμέσως όμως, όταν ακούει τη λεπτομερή περιγραφή της καταστροφής από την απερισκεψία του γιου του, αλλάζει διάθεση και στάση απέναντί του και του αποκαλύπτει το άλλο του πρόσωπο, του οργισμένου πατέρα. Τρεις φορές με δαφορετικές λέξεις χαρακτηρίζει την πράξη του Ξέρξη μωρία, τρέλα, νόσο φρενών(719, 725, 750). Κι όσο επαναλαμβάνει τις λέξεις τόσο γίνεται και σκληρότερος απέναντί του. Αποδίδει την αιτία της καταστροφής στη μωρία του και στην έπαρσή του, ενώ ταυτόχρονα αφήνει ως παρακαταθήκη στο λαό του:
Η ελληνική γη είναι σύμμαχος με τους κατοίκους της (792).
Ο περσικός στρατός, που έμεινε στην Έλλάδα, δε θα πετύχει να βρει γλιτωμό (796).
Και ολοκληρώνοντας το είδωλο του Δαρείου τις συμβουλές του, λίγο πριν επανέλθει στον τάφο του, αποκαλύπτει στο γιο του και στον άνθρωπο γενικότερα πως την πολλή έπαρση τιμωρεί ο Δίας.
" Είναι άτεγκτος κριτής ο Δίας και την πολλή έπαρση σκληρά χτυπάει"(827). ΄
Χάνεται το είδωλο του Δαρείου. Τα γεγονότα όμως που ακολουθούν επαληθεύουν την ολοκληρωτική ήττα και καταστροφή των Περσών στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).
Κι ενώ στους Πέρσες το όνειρο προδιαγράφει τη συμφορά που πλησιάζει στον περσικό στρατό και τελικά επαληθεύεται πλήρως, στον Προμηθέα Δεσμώτη χρησιμοποιείται ως το κατάλληλο μέσο, για να αποκαλύψει μια πλεκτάνη που επιχειρείται από το Δία, προκειμένου ο υπέρτατος θεός να εξαναγκάσει την κόρη του Ινάχου, την Ιώ, να ενδώσει στις ορέξεις του. Όταν όμως αυτό γίνεται αντιληπτό από την Ήρα, τη ζηλόφθονη θεά, αρχίζει μια καταδίωξη της αγνής κόρης, που την αναγκάζει να γυρίζει στα πέρατα του κόσμου, ώσπου κάποτε, σε έξαλλη κατάσταση, φτάνει στα πέρατα της γης και βρίσκει τον Προμηθέα, που τον έχει καρφωμένο σε ένα βράχο ο Δίας, γιατί παρέδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους. Η Ιώ, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του καρφωμένου στο βράχο γίγαντα, αγαναχτισμένη όπως είναι, γιατί δε βρίσκει ησυχία από τον οίστρο που την κυνηγά παντού, αναφωνεί:
"Αχ, πάλι η δόλια με κεντάει ο οίστρος
Σε τι με βρήκες να 'φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι;
...ρίξε φωτιά και κάψε με
αρκεί όσο μου συντρίψανε τα ήπατα
οι περιπλάνητες περιπλανήσεις μου,
και να μην ξέρω η άμοιρη, πότε θα τελειώσουν
οι συμφορές μου!
Ακούς τη βοϊδοκέρατης παρθένας τη φωνή"(565 κε).
Ο Προμηθέας, που έχει συγκλονιστεί από την ψυχική ταραχή της, χωρίς περιστροφές της απαντά ότι βλέπει μπροστά του και ακούει την κόρη του Ινάχου, που την καρδιά του Δία με έρωτα φλογίζει, και τώρα, μισητή από την Ήρα, παραδέρνει άθελά της σε δρόμους ατέλειωτους.
Η Ιώ ξαφνιάζεται από τα λόγια του γίγαντα και ζητά να μάθει το όνομά του. Όταν το μαθαίνει δείχνει τη συμπάθεια και συμπόνια της στον Προμηθέα και ζητά τη βοήθειά του, αποκαλύπτοντάς του τις υπνοφαντασιές της, που προσπαθούν να την πλανέψουν με γλυκόλογα να ενδώσει στις ορέξεις ενός παντοδύναμου θεού.
τρισευτυχισμένη κόρη, πώς κάθεσαι τόσο καιρό παρθένα, ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη; Ο Δίας λαβώθηκε από σένα με βέλη ερωτικά και ποθοφλέγεται να μοιραστεί μαζί σου τη γλύκα της αγάπης. Πρόσεξε, παιδί μου, μην αποκρούσεις του υμέναιου του Δία, μα έβγα στης Λέρνας τα βαθιά λιβάδια, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια, για να χορτάσεις το ποθοπεινασμένο του Δία μάτι"(647-654).
Τέτοια όνειρα ταράζουν όλη τη νύχτα τον ύπνο της, ώσπου αποκαλύπτει το πρόβλημά της στον πατέρα της. Εκείνος, θέλοντας να δώσει μια ερμηνεία στις ονειροφαντασιές της κόρης του, στέλνει ανθρώπους του να ρωτήσουν το Μαντείο των Δελφών.Η ερμηνεία που δίνεται είναι τρομερή.: εντέλλεται ο βασιλιάς να διώξει την κόρη του έξω από τη χώρα, αλλιώς ο κεραυνός του Δία θα αφανίσει το γένος του. Αυτό ήταν. Ο γονιός της άθελά του και άθελά μου, λέει η Ιώ, μ' έδιωξε από τη χώρα και από τότε περιπλανιέμαι σε Ανατολή και Δύση, χωρίς το μαρτύριό μου να παίρνει τέλος.
Η απέχθεια του Προμηθέα για το Δία είναι εμφανής και αφηγείται στο Χορό (Ωκεανίδες) όλες τις περιπλανήσεις της Ιώς, για να τις σχολιάσει με καυτό τρόπο στο τέλος.
"Λοιπόν, τι λέτε; Δε σας φαίνεται πως ο δεσπότης των θεών παρόμοια είναι σε όλα σκληρός; Θεός αυτός ετούτη μια θνητή γυαίκα, που λαχταρούσε το κορμί της, δέστε σε ποιους την έριξε παραδαρμούς!¨
Ο Προμηθέας όμως θέλει να ηρεμήσει την ταραγμένη και αναστατωμένη Ιώ, γι' αυτό της αποκαλύπτει το μεγάλο του μυστικό, ότι δηλαδή ο δικός του λυτρωμός συνδέεται με τη δική της μοίρα, γιατί από αυτήν και το Δία θα γεννηθεί στην Αίγυπτο ο Έπαφος, ο δέκατος τρίτος απόγονος του Έπαφου (Ηρακλής) θα λυτρώσει τον Προμηθέα από τα πάθη του. Της αποκαλύπτει ακόμη πως από το γάμο που θα κάνει η Ιώ στο μέλλον θα γεννηθεί ένα παιδί που θα γκρεμίσει το γιο του Κρόνου από το θρόνο του!
Η Ιώ αισθάνεται και πάλι να ταράζει τα σωθικά της η γνωστή μανιασμένη παραζάλη και της λύσας το άγριο μπουρίνι να την οδηγεί έξω από το δρόμο, η γλώσσα της δεν έχει κρατημό, και λόγια θολά παραδέρνουν στην τύχη καθώς σέρνουν τα κύματα της μαύρης συμφοράς (880-886). Η Ιώ δεν μπορεί να μείνει άλλο. Εγκαταλείπει έξαλλη τη σκηνή, κυνηγημένη από τον οίστρο, ενώ οι γυναίκες του Χορού, οι Ωκεανίδες, εύχονται στη ζωή τους από τη μια να μην έχουν την τύχη της και από την άλλη να κάνουν ένα γάμο ταιριαστό, έστω και μ' έναν ξωμάχο δουλευτή.
Ο θεατής που βλέπει και ακούει όλα αυτά τα φοβερά και τα παράξενα, τρομάζει και ανησυχεί έντονα. Ασφαλώς, και καταδικάζει στη συνείδησή του τη σκληρή και απαράδεκτη συμπεριφορά των δύο θεών απέναντι στα αθώα θύματά τους, τον Προμηθέα και την Ιώ. Δύο θεοί, κατατρέχουν ο Δίας τον Προμηθέα και η Ήρα την Ιώ. Ζήτημα εξουσίας και φιλανθρωπίας χωρίζει το πρώτο αντίπαλο ζευγάρι, ζήλεια και φθόνος μαζί καταδιώκει μια αθώα γυναίκα και τη βασανίζει σκληρά, χωρίς έλεος, στο άλλο. Αλίμονο!
Τελικά, το όνειρο μπορεί να έχει αποτελέσει μια προωθητική δύναμη στην ανέλιξη του μύθου, αλλά ταυτόχρονα η αποκάλυψή του οδηγεί στο πλησίασμα δύο κατατρεγμένων ψυχών, του Προμηθέα και της Ιώς. Ο κοινός πόνος ενώνει τους ανθρώπους και ενδυναμώνει την καρτερία και την αγωνιστικότητά τους. Τουλάχιστον δεν ενδίδουν. Είναι κι αυτό μια νίκη, μια ελπίδα.
Ο Προμηθέας, παρά την πολεμική των αντιπάλων του, μένει βράχος ακλόνητος στις ιδέες και τις αρχές του, σαν το βράχο που είναι καρφωμένος από το Κράτος και τη Βία, όργανα της εξουσίας, ενώ η Ιώ, αλλόφρονη και ταραγμένη παίρνει τους δρόμους, με την παρηγοριά και την ελπίδα πως κάποτε κάποιος δικός της γόνος θα τιμωρήσει το μισητό ζευγάρι και θα ανατρέψει από το θρόνο του το γιο του Κρόνου, το Δία!
Στις Χοηφόρες ο ποιητής αναφέρεται στο όνειρο της Κλυταιμήστρας, που τάραξε την ησυχία της νύχτας. Το παράξενο είναι στην περίπτωση αυτή πως το όνειρο δεν το αφηγείται η ίδια η Κλυταιμήστρα, αλλά οι γυναίκες του παλατιού, που λένε ότι μέσα στην ησυχία της νύχτας άκουσαν μια δυνατή βοή να προέρχεται από το γυναικωνίτη του παλατιού και πετάχτηκαν έντρομες να δουν τι συμβαίνει.
ΧΟ."Γιατί ο φόβος πραγματικός, που ορθώνει τα μαλλιά, φόβος από τα ονειρομαντέματα, πνέοντας με οργή από τον ύπνο, ξεσήκωσε τη νύχτα μια φοβισμένη αντιβοή στου παλατιού τα βάθη, βοή που ακούστηκε βαριά μες στο γυναικωνίτη. Κι οι ονειροκρίτες, απ' το θεό αξιόπιστοι, είπαν πως έχουν παράπονα οι νεκροί κι οργή πικρή κρατούν για τους φινιάδες. Και θέλοντας ν' αποτρέψει το κακό, μ' έστειλε, Μάνα γη, η δύσθεη γυναίκα σ' αυτήν τη χάρη την αχάριστη. Φοβούμαι και να πω αυτόν το λόγο. Τι θα μπορούσε να εξαγοράσει το αίμα του, που χύθηκε;...η αμαρτία κυβερνά τον ένοχο. Ο πόνος του διαπερνά και τον βυθίζει σε ατέλειωτα δεινά" (32-70).
Ο Χορός φροντίζει να αφηγηθεί το όνειρο, πλην όμως του είναι αδύνατο, γι' αυτό το κρίνει και το ερμηνεύει από την τρομερή κραυγή της φόνισσας, της Κλυταιμήστρας. Συμπεραίνει πως η αμαρτία τυραννά τον ένοχο, ενώ "οι νεκροί σκοτώνουν τους ζωντανούς". Έχει κατανοήσει το βαθύτερο νόημά του και αναρωτιέται αν ποτέ, μια δύσθεη και αχάριστη γυναίκα, όπως η βασίλισσά του, θα μπορούσε με τις προσφορές και τις θυσίες στον τάφο του θύματος, να εξεγοράσει το αίμα του, το αίμα που χύθηκε από το δικό της φονικό χέρι και να εξαγνιστεί.
Με τον τρόπο αυτό το όνειρο γίνεται έναυσμα για την περαιτέρω ανάπτυξη του μύθου της τραγωδίας, όπου στο τέλος θα αποδοθεί η δικαιοσύνη και οι θύτες θα γίνουν θύματα. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα θα πάρουν εκδίκηση για το φόνο του Αγαμέμνονα, του πατέρα τους, σκοτώνοντας τους δολοφόνους του: την Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο.
Ο Αισχύλος γίνεται πια φανερό πως παίρνει ένα κοινό ανθρώπινο στοιχείο, το όνειρο, το καθιστά εργαλείο στην τέχνη του και κάθε φορά το χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο, για την ανέλιξη του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες το χρησιμοποιεί, παράλληλα με την ανέλιξη του μύθου του δράματος και για να ετοιμάσει ψυχολογικά το θεατή για τα όσα θα ακολουθήσουν, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη, για να σχολιάσει και να στηλιτεύσει τη συμπεριφορά και την κακία των δύο θεών, του Δία και της Ήρας απέναντι σε δύο αθώους, τον Προμηθέα και την Ιώ.. Τέλος, στις Χοηφόρες ο ποιητής αναρωτιέται αν είναι δυνατόν οι προσφορές και οι θυσίες να λυτρώνουν το δολοφόνο από το αίμα που χύθηκε, ενώ ταυτόχρονα τονίζει πως το αίμα ζητά άλλο αίμα, γι' αυτό και ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, τους ως τώρα φονιάδες του πατέρα τους, τους θύτες, τους μετατρέπουν σε θύματα. Και ο χορός... καλά κρατεί!


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Ο φόβος κακός σύμβουλος του ανθρώπου

Η εκστρατεία των Αχαιών στην Τροία δοκιμάζεται σκληρά πριν ακόμη ξεκινήσει! Ο στόλος των Αχαιών βρίσκεται καθηλωμένος στο λιμάνι της Χαλκίδας, γιατί οι άνεμοι δεν ευνοούν τον απόπλου. Όταν όμως αργότερα αποπλέει ο στόλος και αποβιβάζονται οι Αχαιοί στην παράκτια περιοχή της Τροίας, αντιμετωπίζουν κι εκεί νέες δυσκολίες, έως ότου εδραιώσουν την εξουσία τους και προχωρήσουν στην πολιορκία της Τροίας,την οποία προστατεύουν υψηλά ισχυρά τείχη και η γενναιότητα του Έκτορα, γιου του Πρίαμου και της Εκάβης.
Για εννιά ολόκληρα χρόνια πολεμούν Αχαιοί και Τρώες, μα η νίκη δεν έχει στέψει οριστικά τα όπλα κανενός, ώσπου, πέρα από τις δυσκολίες αυτές για τους Αχαιούς, προστίθεται και η ρήξη (μήνις) Αχιλλέα-Αγαμέμνονα, για μια γυναίκα, τη Βρισηίδα, την οποία αποσπά ο Αγαμέμνων με τους άνδρες του από τη σκηνή του Αχιλλέα. Ο γιος της Θεάς, οργισμένος για την προσβολή αυτή, κατηγορεί τον αρχιστράτηγο ως αδιάντροπο και συμφεροντολόγο, γεγονός που εξοργίζει τον Αγαμέμνονα, και εκείνος πάνω στην οργή του τον διώχνει με σκαιό τρόπο από την Τροία, λέγοντάς του ότι τον θεωρεί ως τον πιο μισητό άνθρωπο από όλους τους ηγέτες και πως δεν έχει την ανάγκη του, αφού και μόνος του μπορεί να κυριεύσει την πόλη του Πρίαμου.
Η ανεπίτρεπτη και υπερβολικά σκληρή στάση του Αγαμέμνονα απέναντι στο γενναιότερο των Αχαιών, τον Αχιλλέα, τον εξοργίζει και είναι έτοιμος να πλήξει με το ξίφος τον Ατρείδη, αλλά η επέμβαση της Αθηνάς συγκρατεί το χέρι του νέου. Ο Αχιλλέας, πιστεύοντας πως κάποτε οι Αχαιοί θα βρεθούν στην ανάγκη και θα ζητήσουν τη βοήθειά του, βαθιά λυπημένος και μανιασμένος, αποσύρεται από τον πόλεμο με το στρατό του.
Είναι η πρώτη λαθεμένη και ανεπίτρεπτη ενέργεια του Αγαμέμνονα, ενός ηγέτη που φθάνει στην Τροία, για να τιμωρήσει αυτούς που άρπαξαν την Ελένη από τη Σπάρτη. Κι ενώ οφείλει να κρατά ενωμένες τις στρατιωτικές του δυνάμεις ενάντια στον εχθρό, εκείνος, με την εντελώς αψυχολόγητη στάση του, γίνεται αίτιος μεγάλων συμφορών για τους Αχαιούς.
Ο πόλεμος όμως δίχως τη συμμετοχή του Αχιλλέα αποδεικνύεται δύσκολος και αναποτελεσματικός, παρόλες τις πρσπάθειες που καταβάλλει ο Αγαμέμνων και οι άλλοι Αχαιοί. Η πόλη του Πρίαμου παραμένει απόρθητη και ισχυρή. 'Αλλωστε το είπε ο μάντης Κάλχας πως η Τροία δεν πρόκειται να καταληφθεί χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα. η Αποχή του από τον πόλεμο προβληματίζει και ανησυχεί τον Αγαμέμνονα. Θέλει να εντοπίσει την αιτία του κακού, πλην όμως μάταια. Γι' αυτό, σε μια στιγμή αυτοκριτικής αναρωτιέται τι άραγε να φταίει, που και σήμερα πάλι οι Αχαιοί είναι θλιμμένοι και απογοητευμένοι από την πρόσφατη ήττα τους;
Αναζητά την αιτία, για να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις, αλλά το μόνο που διαπιστώνει είναι πως, αν και ο στρατός των Αχαιών, σε σύγκριση με το στρατό των Τρώων, είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερος (Β 123-130), δεν έχει, δυστυχώς, και τις ανάλογες επιτυχίες. Αυτές είναι σχεδόν ασήμαντες ή και μηδαμινές. Οι σκέψεις αυτές τον βασανίζουν και πάλι, τον προβληματίζουν και τον φοβίζουν.
"Γιατί, αν θέλαμε οι Αχαιοί και οι Τρώες,
αφού κάνουμε συνθήκη, να μετρηθούμε και οι δυο,
κι οι ντόπιοι Τρώες ξεδιαλέγονταν,
ενώ εμείς οι Αχαιοί μπαίναμε σε δεκάδες και διαλέγαμε
η καθεμιά δεκάδα έναν Τρώα να μας κερνά κρασί,
δίχως οινοχόο θα έμεναν πολλές δεκάδες από μας.
Τόσο περισσότεροι, λέω, είμαστε οι Αχαιοί από τους Τρώες
που ζουν μέσα στην πόλη. Έχουν συμμάχους όμως
από πλήθος πολιτείες, άντρες κονταρομάχους,
αυτοί με παν μακριά απ' το σκοπό μου, κι ενώ το θέλω
δε μ' αφήνουν να πάρω της Τροίας την πλούσια πόλη..."(Β 123-133).
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του αρχιστράτηγου. Υπερτερεί σε στρατιωτικές δυνάμεις από τον αντίπαλο, αλλά δεν μπορεί ακόμη να αξιοποιήσει το μεγάλο του πλεονέκτημα. Η αριθμητική υπεροχή του στρατού του δε μεταφράζεται σε ανάλογη υπεροχή και στο πεδίο των μαχών.
Έχουν περάσει εννιά χρόνια και δε σημείωσε καμιά αξιόλογη επιτυχία ως τώρα. Επιπλέον δεν υπάρχει κάτι άλλο που να του δίνει ελπίδες πως στο μέλλον θα βελτιωθεί για τους Αχαιούς η κατάσταση στο πόλεμο. Γι' αυτό τη μόνη δικαιολογία που βρίσκει να πει είναι πως έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί αυτή είναι η θέληση του παντοδύναμου Δία! Μια δικαιολογία όμως που οδηγεί στην πίστη πως είναι ματαιοπονία να επιμένει στην κατάκτηση της Τροίας, αφού δεν το επιθυμεί ο Δίας.
Και μέσα στην αμηχανία και την απογοήτευσή του προβαίνει σε μια πέρα για πέρα αψυχολόγητη πρόταση, τη φυγή!
"Του Δία του μεγαλουδύναμου πέρασαν εννιά χρόνια,
σάπισαν πια των καραβιών τα ξύλα, λιώσανε τα σκοινιά τους,
και οι γυναίκες μας με τα μικρά παιδιά μας θα κάθονται
στα σπίτια μας και θα μας περιμένουν, κι εμείς το έργο
που μας έφερε σ' αυτόν εδώ τον τόπο το 'χουμε ακόμα ανεκτέλεστο.
Εμπρός λοιπόν, στα λόγια μου ας πειθαρχήσουμε όλοι
με τα καράβια ας φύγουμε στην ποθητή πατρίδα,την Τροία δε θα πάρουμε με τους μεγάλους δρόμους"(μτφρ.Β 134-141).
Η απογοήτευση και ηττοπάθειά του είναι φανερή, πλην όμως την ως τώρα αποτυχία του την αποδίδει στο Δία, φέρνοντας μάλιστα ως επιχείρημα το πλανερό όνειρο, που του έστειλε ο θεός και του υποσχέθηκε μ΄αυτό πως, αν επιτεθεί στην Τροία, θα κυριεύσει εύκολα την πόλη, μια και στον Όλυμπο όλοι οι θεοί συμφωνούν με τη γνώμη της Αθηνάς και της Ήρας, που θέλουν την καταστροφή της Τροίας. Το όνειρο, παρόλο ότι φαίνεται να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του - κι ας είναι φιάσκο του Δία- ο Αγαμέμνων, επειδή το θεωρεί αληθινό, αρχίζει τον πόλεμο, για να διαπιστώσει στο τέλος με λύπη του την απρόσμενη ήττα του. Τότε ακριβώς, μέσα στο φόβο και την ταραχή του, παίρνει μόνος μια εντελώς αψυχολόγητη και τραγικά επικίνδυνη απόφαση. Προτείνει στο στρατό τη φυγή στην πατρίδα!
Η διαταγή του προκαλεί αναταραχή στο στρατό, παράλληλα όμως και τον εμπλέκει σε ένα δίλημμα. Να αναχωρήσει στην πατρίδα ντροπιασμένος και αποτυχημένος, ύστερα από ένα εννιάχρονο δύσκολο και άκαρπο αγώνα ή να μείνει και να πολεμήσει γενναία και να πεθάνει, αφού ο Αχιλλέας αρνείται να τους βοηθήσει;
Με τέτοιους όμως προβληματισμούς του στρατού οι πόλεμοι δεν κερδίζονται, χάνονται! Και μια τέτοια απόφαση δεν είναι καλό σημάδι για τον αρχιστράτηγο, που έχει την ευθύνη της διεξαγωγής όλου του πολέμου, γιατί τέτοιες σοβαρές αποφάσεις προαπαιτούν σοβαρή σκέψη, συζήτηση με άλλους ηγήτορες και κάποια συμφωνία μεταξύ τους.
Ο στρατός όμως, που ταλαιπωρείται τόσα χρόνια, μόλις ακούει από τα χείλη του αρχιστράτηγου τη διαταγή της επιστροφής στην πατρίδα- έτσι ηχεί στ' αυτιά του- την επικροτεί και ξεσηκώνεται να την υλοποιήσει, γιατί πιστεύει πως είναι αληθινή.
"....έτσι αναταράχτηκε
απ' άκρη σ' άκρη η συνέλευση. Με αλαλητό όρμησαν
στα καράβια κι η σκόνη κάτω από τα πόδια τους
ανέβαινε στα ύψη. Κι ο ένας στον άλλο φώναζαν
να πιάσουν τα καράβια, να τα σύρουν στη θεία θάλασσα.
Καθάριζαν τ' αυλάκια κι οι φωνές τους ως τα ουράνια
υψώνονταν απ' τη λαχτάρα τους για την πατρίδα,
κι έβγαζαν τα στηρίγματα κάτω από τα καράβια"( Β 148-155).
Ο Αγαμέμνων, ξαφνιασμένος από την έκρυθμη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, διαπιστώνει το μέγα λάθος του και φροντίζει με τον Οδυσσέα και άλλους να συγκρατήσουν το στρατό και να τον αποτρέψουν από τη φυγή. Ακούγονται κατηγορίες εναντίον του από εκείνους που αντιδρούν στην τακτική και συμπεριφορά μερικών ηγετών τους. Έτσι, ο πιο τολμηρός από όλους και καλός ρήτορας, ο Θερσίτης, βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπάσει ενάντια στον Αγαμέμνονα αλλά και άλλων ηγετών. Βγάζει πύρινους λόγους και υποστηρίζει τη φυγή στην πατρίδα, εκφράζοντας και τους πόθους μιας μερίδας στρατιωτών. Κατηγορεί τον Οδυσσέα αλλά και τους Αχαιούς, οι οποίοι ανέχονται τις αυθαιρεσίες των ηγητόρων τους και τους ταλαιπωρούν τόσα χρόνια, για να πλουτίζουν και να καλοπερνούν οι ίδιοι. Ιδιαίτερα κατηγορεί τον Αγαμέμνονα για πλεονεξία και για αδιαφορία απέναντι στο στρατό, ενώ, απευθυνόμενος προς τους Αχαιούς, τους αποκαλεί γυναίκες!
"Γιε του Ατρέα, ποιο το παράπονό σου, τι ζητάς;
Γεμάτες είναι από χαλκό οι σκηνές σου και πλήθος οι γυναίκες,
διαλεχτές, που οι Αχαιοί σε σένα πρώτ' από όλους δίνουμε,
κάθε φορά που θα κουρσέψουμε μια πόλη.
Ή λαχταράς κι άλλο χρυσάφι ακόμα, που κάποιος απ' τους Τρώες
θα φέρει απ' το Ίλιο ως λύτρα για το γιο του,
που εγώ δεμένο θα τον σύρω εδώ ή κάποιος άλλος Αχαιός.
Ή μήπως νέα γυναίκα, να χαίρεσαι τον έρωτα μαζί της,
και απόμερα να την κρατάς για λόγου σου; Δεν πάει,
εσύ ένας αρχηγός, σε συμφορές να ρίχνεις τους γιους των Αχαιών.
Άναντροι τιποτένιοι, γυναίκες, όχι πια άντρες Αχαιοί!
Ας γυρίσουμε τουλάχιστο με τα καράβια στην πατρίδα κι εδώ στην Τροία
ας τον αφήσουμε βραβεία να χορτάσει, για να δει
αν είχε κι από μας κάποια βοήθεια ή όχι.
Ως και τον Αχιλλέα τώρα πρόσβαλε, άντρα πολύ ανώτερό του,
γιατί του άρπαξε το δώρο του και το κρατά ο ΄ίδιος.
Μα ο Αχιλλέας χολή δεν έχει μέσα του, όλα σου τα συγχώρεσε,
αλλιώς, γιε του Ατρέα, ετούτη η ατιμία σου θα 'ταν η τελευταία"(Β 225-242).
Οι κατηγορίες του Θερσίτη είναι σοβαρές. Ο στρατός συνεχίζει να κινείται προς τα καράβια. Η κατάσταση είναι δύσκολη και ο Οδυσσέας αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει βία, για να σταματήσει το Θερσίτη, που συνεχίζει να εξωθεί σε φυγή τους Αχαιούς.
"Θερσίτη φαφλατά, αν και είσαι ρήτορας καλός, κρατήσου,
με βασιλιάδες μόνος σου μη θέλεις να τα βάζεις
χειρότερος από σένα, λέω, άλλος θνητός δεν είναι.
......................
Όταν μιλάς λοιπόν, στο στόμα σου μην πιάνεις τους βασιλιάδες
και μην τους βρίζεις, περιμένοντας του γυρισμού την ώρα"( Β 246-251).
Επειδή όμως ο Θερσίτης συνεχίζει να μιλά, ο Οδυσσέας, για να τον εμποδίσει, τον χτυπά με το σκήπτρο στην πλάτη, συμβολικό χτύπημα.
"Στην πλάτη απ' το χρυσό το σκήπτρο βγήκε μια μελανιά
γεμάτη αίμα.Τότε φοβήθηκε και κάθισε.
Πόνεσε, κοίταξε σαστισμένα και σκούπισε το δάκρυ.
Οι άλλοι, αν και θλιμμένοι, γέλασαν με την καρδιά τους" ( Β 265-269).
Ο στρατός μπορεί να ξεκαρδίζεται στα γέλια, αλλά κατά βάθος είναι σοβαρά προβληματισμένος. Ο Οδυσσέας που φοβάται μήπως και ξαναφουντώσει το κύμα των στρατιωτών για φυγή, τους υπενθυμίζει το θαύμα της Χαλκίδας, όπου ενώ τελούσαν θυσίες στους θεούς εκεί, φάνηκε πάνω σε ένα κλαδί ενός δένδρου ένα φίδι να καταβροχθίζει τα εννιά με τη μάνα τους πουλάκια. Ο Δίας που το είδε, με τον κεραυνό του πετρώνει το φίδι πάνω στο κλαδί. Ο μάντης, ερμηνεύοντας το γεγονός προβλέπει και λέει πως τα εννιά πουλιά είναι τα εννιά χρόνια του πολέμου, που πέρασαν, γι' αυτό πάνω στο δέκατο χρόνο, που διανύουν τώρα οι Αχαιοί, θα κυριέψουν την Τροία.
Ο Οδυσσέας τους ενθαρρύνει τονίζοντας ότι πέρασαν τα δύσκολα και τώρα όπου να 'ναι η νίκη θα στέψει τα όπλα τους, επομένως, μια επαίσχυντη φυγή τώρα θα ματαίωνε τους όρκους και τις αποφάσεις που πήραν όλοι μαζί, όταν άρχιζαν τον πόλεμο αυτό. Τα λόγια του Οδυσσέα αλλάζουν το κλίμα. Το ευμετάβολο του στρατού είναι, άλλωστε, γνωστό και όλοι αποφάσισαν να μείνουν και να πολεμήσουν! Η τραγικά αψυχολόγητη διαταγή του Αγαμέμνονα δεν έλαβε μεγαλύτερη έκταση, ευτυχώς!
Αμέσως οι Αχαιοί, σημειώνει ο ποιητής, σαν σμήνη αμέτρητα από φτερωτά πουλιά, που χτυπούν τα φτερά τους και βουίζει ο κάμπος, ξεχύνονται απ' τις σκηνές και τα καράβια τους και κινούν, για να συντρίψουν τους Τρώες. Το σκοτάδι όμως, που πέφτει, σταματά τη φονική αβέβαιη ακόμη μάχη.
Οι Τρώες έχουν ανάψει φωτιές γύρω απ' το στρατόπεδο των Αχαιών και ξενυχτούν μήπως τη νύχτα οι Αχαιοί ανεβούν στα καράβια τους και φύγουν. Η θέση των Αχαιών είναι απελπιστική, και ο ποιητής στρέφει το φακό του στον τρομοκρατημένο αρχηγό και το στρατό του.
"....................όμως τους Αχαιούς
κατείχε μέγας τρόμος, σύντροφος της φρικτής φυγής,
και θλίψη βαριά είχε ζώσει όλους τους αρχηγούς.
Όπως δύο άνεμοι, βοριάς και ζέφυρος, έρχονται ξαφνικά
φυσώντας απ' τη Θράκη κι αναταράζουν το γεμάτο ψάρια πέλαγος
ξεβράζοντας σωρό τα φύκια στη στεριά,
έτσι εσπάραζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.
Ο Ατρείδης με πληγωμένη την καρδιά απ' το μεγάλο πόνο
γύριζε εδώ κι εκεί προστάζοντας τους βροντόφωνους κήρυκες
να προσκαλέσουν σε συνέλευση κάθε αρχηγό ονομαστικά,
δίχως φωνές...."( Ι 1-12).
Στη συνέλευση ο Αγαμέμνων τρομοκρατημένος από την ήττα προτείνει για δεύτερη φορά στους ηγήτορες να ανεβούν στα καράβια και να γυρίσει ο στρατός στην πατρίδα.
"Τώρα όμως (ο Δίας) άσχημο δόλο μου 'στησε και με προστάζει
να γυρίσω στο Άργος ντροπιασμένος, αφού πολύ στρατό έχω χάσει
..............................
Εμπρός λοιπόν, στα λόγια μου ας υπακούσουμε όλοι:
με τα καράβια ας φύγουμε στην πατρική μας γη.
Την Τροία με τους μεγάλους δρόμους δε θα την πάρουμε ποτέ" ( Ι 21-28).
Ο αρχιστράτηγος όχι μόνο είναι τρομοκρατημένος από την κατάσταση αλλά επιπλέον έχει χάσει και την πίστη του στη νίκη. Το χειρότερο όμως απ' όλα είναι ότι δίνει εντολή για φυγή στην πατρίδα, την οποία μάλιστα εμφανίζει ως εντολή του θεού! Το δεύτερο όμως ατόπημα του Αγαμέμνονα μας θυμίζει τη γνωστή φράση: "το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού".
Οι Αχαιοί, για μια ακόμη φορά, ακούνε την ίδια διαταγή. Τη φορά αυτή είναι και οι ίδιοι τρομοκρατημένοι, γι' αυτό μένουν βουβοί και βαθιά λυπημένοι. Νιώθουν ίσως καλύτερα από τον αρχηγό τους πως η κατάσταση είναι επικινδύνως κρίσιμη και μια λαθεμένη ενέργεια από κάποιον μπορεί να πυροδοτήσει τον πόθο της φυγής και τότε όλα μπορεί να ανατραπούν και να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους.
Ό,τι όμως δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ο τρομοκρατημένος αρχιστράτηγος των Αχαιών, το συνειδητοποιεί ο γενναίος και συνετός Διομήδης, που επεμβαίνει αμέσως και ανατρέπει το δυσάρεστο κλίμα. Μιλά με γνώση και θάρρος στον Αγαμέμνονα και τους Αχαιούς.
" Γιε του Ατρέα, πρώτα θα διαφωνήσω μαζί σου, όπως ορίζει, βασιλιά,
το δίκαιο στη συνέλευση, για τις ανόητες προτάσεις σου,και μη θυμώσεις.
Κάποτε ντρόπιασες το θάρρος μου μπροστά στους Δαναούς,
λέγοντας πως είμαι απόλεμος και άναντρος
........................
Άμυαλε, θαρρείς, αλήθεια, πως είναι τόσο απόλεμοι
οι γιοι των Αχαιών, τόσο λιπόψυχοι, όπως εσύ μας λες;
Αν η καρδιά σου λαχταρά να γυρίσεις στην πατρίδα,
πήγαινε. Ιδού ο δρόμος!
Ωστόσο εμείς, εγώ κι ο Σθένελος, θα πολεμούμε, ώσπου το τέλος
της Τροίας να βρούμε- με θεία βούληση έχουμε φτάσει εδώ"( Ι 33-49).
Ο Διομήδης έχει εξοργιστεί με τις ενέργειες και τις αποφάσεις του αρχιστράτηγου και επιπλέον έχει προσωπικούς λόγους να του μιλά με τον τρόπο αυτό. Τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα για τις άδικες κατηγορίες εναντίον του και του Σθένελου, τις οποίες εκστόμισε λίγο νωρίτερα, αν και γνώριζε τη δύσκολη θέση των Αχαιών, και χωρίς περίσκεψη πρόσβαλε τους γενναίους άνδρες. Γι' αυτό τώρα ο Διομήδης, ανταποδίδοντας την κατηγορία, τον αποκαλεί άμυαλο, ηττοπαθή και του δείχνει το δρόμο της φυγής για την πατρίδα. Η επέμβαση του Διομήδη ενθαρρύνει τους Αχαιούς και ανατρέπει το φοβικό και ηττοπαθές κλίμα. Την προσπάθειά του στη συνέχεια ενισχύει και η επέμβαση του σοφού Νέστορα, η οποία κάπως ηρεμεί τα πνεύματα και ο Αγαμέμνων, πιεζόμενος όχι μόνον από την επικίνδυνη κατάσταση αλλά και από την πίεση πολλών ηγητόρων, υποχωρεί και υπόσχεται να προσφέρει στον Αχιλλέα πλούσια δώρα, αν σταματήσει την οργή του και κατεβεί να πολεμήσει μαζί τους τον εχθρό, που τους απειλεί επικίνδυνα.
Ο ποιητής, ίσαμε το σημείο αυτό, μας εμφάνιζε έναν αρχιστράτηγο που δεν είναι ψύχραιμος σε κρίσιμες στιγμές και παίρνει λαθεμένες αποφάσεις, οι οποίες αποδεικνύονται ολέθριες για τους Αχαιούς και οι οποίες, αντί να ενθαρρύνουν το στρατό, τον αποθαρρύνουν, τον αποδιοργανώνουν, και δίνουν το δικαίωμα σε κάποιον να σκεφτεί μήπως οι κατηγορίες του Θερσίτη δεν είναι λόγια ενός φαφλατά, όπως τον χαρακτήρισε ο Οδυσσέας, αλλά πικρές αλήθειες που πληγώνουν πολλούς.
Ο Αγαμέμνων, όταν κάποτε κατανοεί πόσο κακό έκανε η ρήξη του με τον Αχιλλέα και πόσο πολύ έθιξαν τα πικρά του λόγια το γενναιότερο των Αχαιών,  μεταμελείται και αναγκάζεται να υποχωρήσει στην απαίτηση του Αχιλλέα. Η στάση του δικαιώνει πανηγυρικά το γιο της θεάς, πλην όμως εκείνος επανέρχεται στον πόλεμο όχι, γιατί συγκινήθηκε από τα πλούσια δώρα του Αγαμέμνονα, αλλά από κάτι πιο σημαντικό, για να εκδικηθεί το θάνατο του αγαπημένου φίλου του, Πάτροκλου.
Γι' αυτό, αν κάτι σώζει το γόητρο του Αγαμέμνονα από τις λαθεμένες ενέργειες και αποφάσεις του, είναι η δημόσια μεταμέλειά του για την ανεπίτρεπτη συμπεριφορά του προς τον Αχιλλέα( Ι 115-161), η αριστεία του στον πόλεμο (Λ 84 και εξής) και ο τραυματισμός του στη μάχη (Λ 251-279).
"Γέροντα δεν απαρίθμησες με λόγια ψεύτικα τα λάθη μου.
κι εγώ τ' ομολογώ τυφλώθηκα..........
Θέλω να επανορθώσω και πλούσια να του δώσω ανταμοιβή.
Εφτά καινούριους τρίποδες, χρυσάφι δέκα τάλαντα,
είκοσι λέβητες αστραφτερούς και δώδεκα άλογα γερά,
αθλοφόρα, που έχουν κερδίσει στο τρέξιμο βραβεία.
Κι εφτά γυναίκες χρυσοχέρες θα του δώσω απ' τη Λέσβο
....μαζί τους και την κόρη του Βρισέα.."(Ι 115-131).
Και καταλήγει:
"Αυτά θα του'δινα, αν δώσει τόπο στην οργή,
Ας μαλακώσει- μόνο ο Άδης είναι σκληρός και άκαμπτος,
κι ας κάνει λίγο πίσω, μιας και είμαι πιο μεγάλος βασιλιάς,
μα και στα χρόνια λέω πως είμαι μεγαλύτερός του" (Ι 157-160).
Ο Αγαμέμνων απαιτεί να μαλακώσει ο Αχιλλέας. Τώρα νιώθει και ο ίδιος πόσο σκληρός είναι  ο εγωισμός, όταν τον διαπιστώνει στους άλλους και τον αγνοεί, όταν πρόκειται για τον ίδιο. Ο ποιητής όμως, που δε θέλει να τον μειώσει περισσότερο, αρχίζει να τον εκθειάζει.
"Όταν οι Αχαιοί με την παλικαριά τους σπάσαν των Τρώων
τις φάλαγγες, δίνοντας ο ένας στον άλλο θάρρος, πρώτος ο Αγαμέμνων
όρμησε και σκότωσε το βασιλιά Βιήνορα
τον Οιλέα ύστερα...
τράβηξε μετά στον Ίσο και στον Άντιφο να τους σκοτώσει,
γιους του Πρίαμου, που ήταν στο ίδιο άρμα..." (Λ μτφρ. 90-103) Εκθειάζει την ανδρεία του Αγαμέμνονα ως πολεμιστή, γιατί θέλει να τον αποκαταστήσει πλήρως στην εκτίμηση του στρατού. Για τον ίδιο λόγο τον παρουσιάζει να πολεμά γενναία και να τραυματίζεται από τον Κόωνα, του οποίου τον αδερφό είχε σκοτώσει προηγουμένως και από τον οποίο τραυματίζεται, όταν τον βλέπει να περνά από μπροστά του, χτυπώντας τον με το ακόντιο στο χέρι.
" Τρόμαξε τότε ο στρατηλάτης Αγαμέμνων
μα δε σταμάτησε τη μάχη και τον πόλεμο,
ορμάει πάνω στον Κόωνα..."( μτφρ.Λ 254 και εξής) τον σκοτώνει και συνεχίζει τη μάχη, έως ότου το αίμα που τρέχει ακόμη ζεστό από την πληγή, παγώνει και αρχίζουν οι φρικτοί πόνοι. Μην αντέχοντας άλλο, πηδά στο άρμα του και αποχωρεί από τη μάχη, κατευθυνόμενος προς τα βαθουλά καράβια, αφήνοντας εντολή στους Αχαιούς να συνεχίσουν τον αγώνα και δίχως την παρουσία του.
"Φίλοι μου,αρχηγοί και άρχοντες των Αργείων,
εσείς τώρα κρατήσετε μακάρια απ' τα ποντοπόρα πλοία
την άγρια μάχη, γιατί ο Δίας ο πολύγνωμος
δε μ' άφησε ολημερίς να πολεμώ τους Τρώες" (Λ 276-279).
Ο Αγαμέμνων αποχωρεί από τη μάχη τραυματισμένος με μοναδικό παράπονο απέναντι στο Δία, γιατί ο θεός με τον τραυματισμό του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τον πόλεμο. Εδώ τελειώνει η δράση του Αγαμέμνονα, πλην όμως ο ποιητής με όσα θετικά αφηγήθηκε γι΄αυτόν κάλυψε κάπως τα αρνητικά του. Αν ο Αγαμέμνων ήταν τόσο συνετός και μετρημένος, όπως τον εμφανίζει στο τέλος ο ποιητής, τότε δε θα χρειαζόταν να του υπενθυμίσει κανείς τη γνωστή φράση: "Εν οργή μηδέ λέγε μηδέ πράττε". Αν η φράση αυτή ισχύει για το κάθε άνθρωπο, πόσο περισσότερο θα πρέπει να ισχύει για έναν αρχιστράτηγο, για έναν ηγήτορα ενός ολόκληρου λαού, του οποίου την ευθύνη έχει επωμιστεί; Οι μεγάλοι άνδρες οφείλουν να είναι υπεύθυνοι, θαρραλέοι, σώφρονες και να αναλαμβάνουν τις ευθύνες των λόγων και των πράξεών τους, να μην παίρνουν σοβαρές αποφάσεις υπό το κράτος του φόβου και της οργής, γιατί αυτά τα δύο είναι κακοί σύμβουλοι και δε βοηθούν στη λήψη ορθών αποφάσεων. Κατά πόσο όμως τήρησε την αρχή αυτή ο Αγαμέμνων εναπόκειται στη δική σας κρίση.
Πάντως, ο ποιητής έψεξε τον αρχιστράτηγο για τις λαθεμένες αποφάσεις και πράξεις του, όταν έπρεπε, παράλληλα όμως και τον υποστήριξε, για την ανδρεία και την παλικαριά του, για να μην τον αφήσει εκτεθειμένο στην εκτίμηση του στρατού και τη δική μας.


Δ.Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

[Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα αντλήθηκαν από το βιβλίο: Ομήρου Ιλιάδα.΄Μετάφραση Γιάννης Κόραβος-Χρυσάνθη Δρόσου, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2008]