Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012


Αναφορές του Πλάτωνα και του Αριστοφάνη
στη νίκη του Μαραθώνα

«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.»
(Σιμωνίδης)
Η νίκη των Αθηναίων στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής εκείνης, κυρίως όμως για τους Έλληνες.  Στο Μαραθώνα οι λίγοι Έλληνες πολέμησαν γενναία και νίκησαν τους πολλούς Πέρσες, κατέρριψαν την ιδέα του αήττητου του περσικού στρατού και  αναπτέρωσαν το ηθικό του Έλληνα.
Το μεγάλο γεγονός σχολιάστηκε ποικιλότροπα από σύγχρονους αλλά και από μεταγενέστερους συγγραφείς. Αναφέρθηκαν σ’  αυτό εκτενώς, τόσο ο πατέρας της ιστορίας, Ηρόδοτος, όσο και ο μεγάλος τραγικός ποιητής, Αισχύλος, που συμμετείχε μάλιστα με τον αδελφό του Κυνέγειρο στη μεγάλη αναμέτρηση. Υπάρχουν και πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς που μνημονεύουν στα έργα τους τη σημαντική νίκη των Ελλήνων, όπως είναι ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης,  ο φιλόσοφος Πλάτων, ο ρήτορας Λυσίας και  άλλοι.
Εμείς θα περιοριστούμε μόνο σε δύο από αυτούς, στον Αριστοφάνη (450-385π.Χ.) και τον Πλάτωνα (428-380 π.χ.), που εντυπωσιάστηκαν από τη νίκη των Ελλήνων στο Μαραθώνα και τη σχολίασε ο καθένας τους με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Πιο κοντά χρονικά στο ιστορικό γεγονός βρίσκεται ο Αριστοφάνης, ενώ ο Πλάτων είναι εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς. Μεγάλος κωμικός ποιητής ο πρώτος, μεγάλος φιλόσοφος ο δεύτερος. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Οι δύο συγγραφείς διαφέρουν χρονικά κατά μια γενιά μεταξύ τους και επιπλέον καλλιεργούν διαφορετικό λογοτεχνικό είδος, και αυτό έχει τη σημασία του.
Πάντως, όσοι μίλησαν για τη νίκη στο Μαραθώνα, δε θεώρησαν τη νίκη αυτή ως μια απλή αθηναϊκή νίκη αλλά ως μια ελληνική νίκη που κέρδισε η Αθήνα για λογαριασμό της Ελλάδας. Δεν ήταν μια νίκη που εξόντωσε, βέβαια, τον αντίπαλο και τον αφάνισε από το ιστορικό προσκήνιο. Ήταν όμως μια πρώτη σημαντική επιτυχία, που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων και αφύπνισε τον ελληνισμό, για μια πιο συντονισμένη προσπάθεια, εάν επανεμφανιστεί ο ίδιος εχθρός στο προσεχές μέλλον και τους απειλήσει ξανά.
Ο αθηναίος ρήτορας Λυσίας (445-380 π.χ.) σχολιάζοντας το μεγάλο γεγονός, γράφει στον Επιτάφιο:
(Λυσία, Επιτάφιος 21)
« Ο γαρ της Ασίας βασιλεύς ουκ αγαπών τοις υπάρχουσιν αγαθοίς, αλλ’ ελπίζων και την Ευρώπην δουλώσεσθαι, έστειλε πεντήκοντα μυριάδας στρατιάν, ηγησάμενοι δε, ει τήνδε την πόλιν, ή εκούσαν φίλην ποιήσαιντο ή άκουσαν κατεστρέψαιντο, ραδίως των πολλών Ελλήνων άρξειν, απέβησαν εις Μαραθώνα…»
Ο σχολιασμός του, αν και χαρακτηρίζει επιτυχώς την πλεονεξία του μεγάλου βασιλιά της Περσίας και τονίζει ξεκάθαρα το σκοπό της εκστρατείας των Περσών, υποκρύπτει και μια δόση ειρωνείας, γιατί νόμιζε πως η κατάκτηση της Ελλάδας ήταν γι’ αυτόν μια εύκολη και ολιγοχρόνια περίπτωση.
Κρίνοντας κανείς το σχέδιο και το σκοπό του Δαρείου δεν μπορεί παρά να το χαρακτηρίσει μεγαλεπήβολο. ΄Ηταν όμως ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο;
Κάθε πράξη κρίνεται θετικά ή αρνητικά από το αποτέλεσμά της. Και το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει σε τέτοιες περιπτώσεις. Το σχέδιο απέτυχε, οι Πέρσες νικήθηκαν από την ελληνική αποφασιστικότητα και ανδρεία. Αυτές οι αρετές νίκησαν τον προκλητικό και αλαζόνα εχθρό στο Μαραθώνα. Και οι νικητές του Μαραθώνα δεν είναι ανώνυμοι. Έχουν όνομα. Ονομάζονται Αθηναίοι (9.000 άνδρες) και Πλαταιείς (1000 άνδρες). Αυτήν ακριβώς τη μεγάλη και ανέλπιστη νίκη τονίζει και ο Σιμωνίδης στο επίγραμμά του.
«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».
Πρωτεργάτες της νίκης στο Μαραθώνα είναι οι Αθηναίοι, οι οποίοι, υπό την αρχηγία του Μιλτιάδη, πολέμησαν γενναία μαζί με τους Πλαταιείς για λογαριασμό όλων των Ελλήνων και νίκησαν.
Και ο Πλάτων, ο μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας, αναφερόμενος στο Μαραθώνα (Νόμοι 707, 2), διευκρινίζει κι αυτός πόσο σημαντικές ήταν οι δύο νίκες των Ελλήνων στο Μαραθώνα και στις Πλαταιές(479 π.χ.) .
«Φαμέν την πεζήν μάχην την εν Μαραθώνι γενομένην και εν Πλαταιαίς, την μέν άρξαι της σωτηρίας τοις Έλλησι, την δε τέλος επιθείναι…».
 Η πρώτη μάχη στο Μαραθώνα, τονίζει, σημείωσε την αρχή της σωτηρίας για τους Έλληνες, ενώ η δεύτερη  μάχη στις  Πλαταιές υπήρξε η επισφράγισή της. Και συνεχίζοντας με το ίδιο πνεύμα ο φιλόσοφος στο διάλογό του Μενέξενος, σημειώνει :
 «Εν τούτω αν τις γενόμενος γνοίη οίοι άρα ετύγχανον όντες την αρετήν οι Μαραθώνι δεξάμενοι την των βαρβάρων δύναμιν και κολασάμενοι την υπερηφανίαν όλης της Ασίας και πρώτοι στήσαντες τρόπαια των βαρβάρων, ηγεμόνες και διδάσκαλοι τοις άλλοις γενόμενοι ότι ουκ άμαχος είη η Περσών δύναμις, αλλά παν πλήθος και πας πλούτος αρετή υπείκει, εγώ μεν ουν εκείνους τους άνδρας φημί ου μόνον των σωμάτων των ημετέρων πατέρας είναι, αλλά και της ελευθερίας της τε ημετέρας και συμπάντων των εν τήδε τη ηπείρω…. τα μεν ουν αριστεία τω λόγω εκείνοις αναθετέον, τα δε δυτερεία τοις περί Σαλαμίνα και επ’ Αρτεμισίω ναυμαχήσασι και νικήσασι.» (Πλάτων Μενέξενος 240, 3)
Στο απόσπασμα αυτό τονίζει πως οι πολεμιστές στο Μαραθώνα τιμώρησαν με την πολεμική τους ανδρεία την αλαζονεία της Ασίας και πρώτοι από όλους αυτοί έστησαν τρόπαιο νίκης κατά των βαρβάρων, αποδεικνύοντας πως δεν είναι αήττητη η περσική δύναμη και ότι κάθε δύναμη και κάθε πλούτος υποτάσσεται στην ανδρεία και την παλικαριά. Γι’ αυτό θεωρεί ότι οι Μαραθωνομάχοι όχι μόνον είναι εκείνοι που έσωσαν τη ζωή και τη λευτεριά των Ελλήνων αλλά και τη λευτεριά αυτών που ζουν σ’ αυτή τη χώρα… Και το πρώτο αριστείο δικαιωματικά ανήκει στους Μαραθωνομάχους, ενώ το δεύτερο σε εκείνους που πολέμησαν στη Σαλαμίνα και στο Αρτεμίσιο και νίκησαν τους Πέρσες.
Η νίκη στο Μαραθώνα για τους Έλληνες μπορεί να διεκδικεί τα πρωτεία, πλην όμως θα ήταν παροδική, αν οι Έλληνες δεν συνειδητοποιούσαν τον εξ Ανατολών κίνδυνο και δεν ομονοούσαν στη συνέχεια, για να αντιμετωπίσουν αργότερα τον ίδιο κίνδυνο αποτελεσματικά. Και αυτή ο ομοψυχία επαληθεύτηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν οι Πέρσες, με το βασιλιά τους Ξέρξη, θα επιχειρήσουν και πάλι να καταλάβουν τη χώρα, διαθέτοντας τώρα ένα στρατό  ασυγκρίτως πολυαριθμότερο από εκείνο της πρώτης εκστρατείας.
Η νέα απειλή όφειλε να αντιμετωπιστεί με ομοψυχία και ενότητα δυνάμεων. Οι Έλληνες έπρεπε να πολεμήσουν  και πάλι για τη λευτεριά και τη περηφάνια τους. Και αυτό έπραξαν τη φορά αυτή όλοι μαζί. Το αποδεικνύει περίτρανα η θυσία του Λεωνίδα με τους άνδρες του στις Θερμποπύλες (480 π.Χ). Η γενναία αντίσταση των τριακοσίων και των άλλων Ελλήνων ήταν μια πρόγευση γενναιότητας και αποφασιστικότητας, που δήλωνε στον επιδρομέα πόσο δύσκολο έργο έχει αναλάβει. Η ήττα των Θερμοπυλών θεωρήθηκε από πολλούς ως η πιο ένδοξη ήττα στον κόσμο για τους Έλληνες. Οι Έλληνες μπορεί να έχασαν μια μάχη όχι όμως και τον πόλεμο, αφού το ίδιο έτος, ο ενωμένος ελληνικός στόλος, θα εκδικηθεί το θάνατο των τριακοσίων στις Θερμοπύλες, συντρίβοντας στα νερά της Σαλαμίνας σχεδόν ολοσχερώς τον περσικό (480 π.Χ), ενώ τον επόμενο χρόνο θα θριαμβεύσει και ο ενωμένος ελληνικός στρατός στις Πλαταιές(479 π.Χ.), αναγκάζοντας έτσι το θρασύ εισβολέα να εγκαταλείψει τη χώρα και να επιστρέψει ταπεινωμένος στην Περσία.
Οι Έλληνες, για μια ακόμη φορά, επιβεβαίωσαν αυτό ακριβώς που τόνισε στον Καλλίμαχο ο Μιλτιάδης, κατά τον Ηρόδοτο, όταν του επεσήμανε πόσο σοβαρή είναι η απόφασή του να αναθέσει την ημέρα της αρχιστρατηγίας του στον ίδιο, δηλαδή το Μιλτιάδη, λέγοντάς  του ότι από τη δική του απόφαση εξαρτάται αν οι Έλληνες θα διασφάλιζαν την ελευθερία τους και η πόλη τους, η Αθήνα, θα γινόταν πρώτη των εν Ελλάδι (Ηρόδ.6.109 κεξ).
Γρήγορα  η νίκη των Ελλήνων στο Μαραθώνα εναντίον των Περσών, έγινε θέμα σχολιασμού και παράδειγμα προς μίμηση στους λαούς που θέλουν να ζήσουν λεύτεροι στη χώρα τους. Γι’ αυτό, κάθε φορά που οι Έλληνες ήθελαν να εξάρουν μια πράξη γενναία, αναφέρονταν στο Μαραθώνα και τους Μαραθωνομάχους. Εξέφραζαν πάντα το θαυμασμό  και την περηφάνια τους για την περιφανή νίκη, για το γένος των Ελλήνων, για τη δημοκρατία και τη λευτεριά τους. Η νίκη των Ελλήνων δεν έκανε περήφανους μόνον αυτούς που πολέμησαν εκεί, αλλά και όλους τους μεταγενέστερους. Ήταν περήφανοι για τους προγόνους τους και τη μεγάλη τους νίκη, όπου οι λίγοι νίκησαν τους πολλούς και απέφυγαν τη σκλαβιά και την ταπείνωση.
Το κατόρθωμα της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα φυσικό ήταν να γίνει η απαρχή και το θεμέλιο εγκωμιαστικών λόγων, τόσο για την πόλη των Αθηνών, όσο και για τους γενναίους μαχητές, τους Μαραθωνομάχους.
Ασυγκίνητος από την περιφανή νίκη δεν έμεινε ούτε ο Αριστοφάνης, ο μεγάλος κωμικός ποιητής της αρχαιότητας. Κάθε φορά που έβρισκε ευκαιρία αναφερόταν στο Μαραθώνα και τους Μαραθωνομάχους, σ’ αυτούς που δόξασαν τον τόπο και ανύψωσαν το ηθικό φρόνημα του ελληνικού λαού. Σε έξι από τις έντεκα σωζόμενες κωμωδίες του αναφέρεται στο Μαραθώνα, στην αξία της γενναιότητας και της αυταπάρνησης για την πατρίδα και την ελευθερία.
Στους Αχαρνείς, στην Παράβαση, διαμαρτύρεται για τη συμπεριφορά των νέων απέναντι στους γέρους, τους Μαραθωνομάχους, που ενώ στα νιάτα τους πρόσφεραν τόσα πολλά στην πατρίδα, τώρα οι νέοι τους αδικούν, περιφρονώντας τους.
«Αυτά πώς είναι σωστά, γέροντας ασπρομάλλης να χάνει σε μια δίκη, ενώ κόπιασε τόσο πολύ κι έχει σφουγγίξει ιδρώτα αντρικό θερμό και πολύ, αφού στάθηκε αντρείος στο Μαραθώνα για την πόλη του; Στο Μαραθώνα όταν ήμασταν, κυνηγούσαμε τους εχθρούς και τώρα από κακούς ανθρώπους έντονα κυνηγούμαστε κι έπειτα στα χέρια τους μας πιάνουν. Γι’ αυτά ποιος Μαρψίας θα ΄ρθει αντίρρηση να φέρει;»(693-701).
Διαμαρτύρονται και με το δίκιο τους οι Μαραθωνομάχοι και λένε πως κάποτε, όταν ήταν νέοι, κυνηγούσαν στο Μαραθώνα τον εχθρό, τώρα, γέροντες πια, τους κυνηγούν στην πατρίδα τους οι κακοί συμπολίτες τους. Δεν είναι ντροπή αυτή η συμπεριφορά;
Το παράπονο του γέροντα για την περιφρόνηση του νέου απέναντι σε έναν ανδρείο αγωνιστή του Μαραθώνα έχει τη δική του αλήθεια. Είναι ένα παράπονο που  επαναλαμβάνεται δυστυχώς και στις μέρες μας. Και σήμερα, όπως και τότε, άνθρωποι που πρόσφεραν στο κοινό καλό, αντί να τιμούνται, όπως τους αξίζει,  πολλοί από αυτούς διώκονται, μένουν στο περιθώριο και περιφρονούνται! Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, οι νοοτροπίες όμως παραμένουν οι ίδιες και οι δίκαιες διαμαρτυρίες θα κρούουν πάντοτε, δυστυχώς, πόρτες κουφών!
Σε άλλη κωμωδία του, τους Ιππείς, διευκρινίζει την ίδια περίπτωση με εκείνη που αναφέραμε, πλην όμως η διαμαρτυρία του Αγοράκριτου έναντι του Κλέωνα είναι περισσότερο ξεκάθαρη. Ο Αγοράκριτος υπόσχεται στο Δήμο εκδουλεύσεις που ξεπερνούν εκείνες του αντιπάλου του και ως τώρα εξουσιαστή του Δήμου, του Κλέωνα, και νικά τον αντίπαλό του στον μεταξύ τους αγώνα για τις παροχές του προς το Δήμο.
ΑΓΟΡ. «Εσένα(το Δήμο, το λαό της Αθήνας), που με τους Πέρσες για την πατρίδα στο Μαραθώνα χτυπήθηκες και νικώντας μάς έκανες να καυχησιολογούμε πολύ, δε σε νοιάζεται, που κάθεσαι τόσο σκληρά πάνω, σ’αυτά τα βράχια, όχι όπως εγώ που σου έραψα και σου φέρνω αυτό το μαξιλάρι. Έλα σήκω και κάθισε μαλακά, για να μη χαλάσεις ό,τι είχες στη Σαλαμίνα» (ιππείς 781-786). (Εδώ πρόκειται για το ποιος από τους δύο αντιπάλους(Κλέων ή Αγοράκριτος) φροντίζει καλύτερα το γερο-Δήμο, δηλαδή το λαό των Αθηνών)
Όταν τελικά από τις παροχές του κάθε αντιπάλου ξεχωρίζουν εκείνες του Αγοράκριτου και αυτός κερδίζει την εμπιστοσύνη του Δήμου, ο Δήμος διώχνει τον Κλέωνα και παραδίνει την εξουσία στο νέο πολιτικό άνδρα. Ο τελευταίος βράζει το Δήμο και τον παρουσιάζει στο κοινό αλλαγμένο, ντυμένο τη φορεσιά των Μαραθωνομάχων της εποχής του Αριστείδη και του Μιλτιάδη. Ο Χορός, που βλέπει έκπληκτος αυτή την αλλαγή, θριαμβολογώντας,  παρουσιάζει το Δήμο στο λαό και αναφωνεί χαρούμενος:
ΧΟ.» Χαίρ’ ω βασιλεύ των Ελλήνων και σοι
 ξυγχαίρομεν ημείς.
της γαρ πόλεως άξια πράττεις και του
εν Μαραθώνι τροπαίου» (ιππείς 1334κεξ)’
ΧΟ. «Γεια σου, των Ελλήνων βασιλιά!
Μαζί σου χαιρόμαστε κι εμείς.
Διότι ενεργείς με τρόπο αντάξιο της πόλης
και της νίκης μας στο Μαραθώνα».
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια και την ιδιοτέλεια  είναι ολοφάνερη. Την πρώτη εκπροσωπεί ο Αγοράκριτος, τη δεύτερη ο δημαγωγός Κλέων που έχασε την εξουσία. Ο  Δήμος ξαναβρήκε την παλιά του δόξα, τη δόξα της εποχής των Μαραθωνομάχων κι η ελπίδα για κάτι καλύτερο ενισχύεται σημαντικά. Ο ωφελιμιστής Κλέων έχασε την εξουσία. Τώρα νέες σελίδες δόξες ανοίγονται για το Δήμο, που αμέσως αρχίζει τις αλλαγές σε πρόσωπα και δράσεις.
Στους Όρνιθες ο ποιητής ονομάζει τον κάμπο του Μαραθώνα θελκτικό, όπου ζουν ποικιλία πουλιών
«Λειμώνα τ’ερόεντα Μαραθώνος»(Όρνιθες 245).
Στην κωμωδία Σφήκες (711 κεξ) ο ποιητής, δια στόματος του Βδελυκλέωνα, γιου του Φιλοκλέωνα, λέει ότι υπάρχουν χίλιες πόλεις που πληρώνουν φόρο στην Αθήνα.
Εισίν γε πόλεις χίλιαι αι νυν τον φόρον ημίν απάγουσι×
τούτων είκοσιν άνδρας βόσκειν εί τις προσέταξεν εκάστη,
δύο μυριάδ’ αν των δημοτικών έζων εν πάσι λαγώοις
και στεφάνοισιν παντοδαποίσιν και πυριάτη,
άξια της γης απολαύοντες και του εν Μαραθώνι
τροπαίου.
Νυν δ’ ώσπε ελαιολόγοι χωρείθ’ άμα τω τον μισθόν έχοντι.
Υπάρχουν χίλιες πόλεις που τώρα το φόρο τους κουβαλούν σε μας×
αν κάποιος τους πρόσταζε η καθεμιά να συντηρεί είκοσι πολίτες μας,
είκοσι χιλιάδες από τους πολίτες μας θα ζούσαν μ’ όλες τις λιχουδιές,
με κάθε λογής στεφάνια με πρωτόγαλα και με αφρόκρεμα απολαμβάνοντας
όσα αξίζουν στη χώρα αυτή και στο τρόπαιο της μάχης του Μαραθώνα.
Ενώ τώρα σαν ελιομαζώχτρες πάτε πίσω απ’ όποιον έχει το μισθό σας.
Το τρόπαιο της μάχης του Μαραθώνα σημασιοδοτεί μια υποχρέωση, μια δέσμευση προς αυτούς που του έδωσαν υψηλό νόημα και το κατέστησαν γνωστό σε όλο τον κόσμο μα πρωτίστως στον Αθηναίο και στον Έλληνα πολίτη γενικότερα. (Λυσιστράτη 281-285)
«Έτσι πολιόρκησα εγώ τον άντρα εκείνο με τρόπο σκληρό ξαγρυπνώντας στις πύλες μπροστά με ασπίδες σε δεκαεφτά γραμμές. Κι αυτές εδώ που έχουν την εχθρότητα του Ευριπίδη και των Θεών( εννοεί τις γυναίκες που είναι κλεισμένες στην Ακρόπολη ) όλων δε θα τις σταματήσω λοιπόν από την τόσο μεγάλη αποκοτιά τους; Αλλιώς στην τετράπολη της Αθήνας ας μη μείνει το τρόπαιό μου».
Η Λυσιστράτη αναφέρεται κι αυτή στο τρόπαιο του Μαραθώνα, για να τονίσει πως πρέπει οι Αθηναίοι να φανούν και τώρα αντάξιοι εκείνης της μεγάλης στιγμής και να νιώσουν κι αυτοί και να χαρούν, γιατί ήταν κι αυτοί εκεί, όπως ο Αισχύλος, ο Κυνέγειρος, ο Καλλίμαχος, ο Αριστείδης και τόσοι άλλοι ονομαστοί και γενναίοι άνδρες της Αθήνας, που πολέμησαν για τη λευτεριά τους.
Σήμερα στο χώρο όπου διεξήχθη η ιστορική μάχη δεν απομένει παρά ο τύμβος που δέχτηκε τους λίγους νεκρούς της μάχης, ο τύμβος του Μαραθώνα, και η καθιέρωση του Μαραθωνίου δρόμου, που θυμίζει κάθε τόσο το μαραθωνοδρόμο εκείνο που έτρεξε στην Αθήνα, για να αναγγείλει τη νίκη στους συμπατριώτες του. Όσοι πολέμησαν στη μάχη εκείνη θεωρούσαν τη συμμετοχή τους σημαντική. Γι’ αυτό και ο Αισχύλος, ο μεγάλος τραγικός ποιητής, που πολέμησε με τον αδελφό του Κυνέγειρο στο Μαραθώνα, στο επίγραμμα, που χαράχτηκε πάνω στον τάφο του, δεν επαίρεται για την πνευματική του προσφορά, όσο για τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα και την ανδρεία του στη μάχη αυτή που μπορεί να τη βεβαιώσει και το άλσος του Μαραθώνα αλλά και ο Πέρσης, με την πυκνή χαίτη, που τη γνωρίζει καλά.
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
μνήμα καταφθίμενον πυρφόροιο Γέλας
αλκήν δ’ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
και βραχυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος»
« Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, γιο του Ευφορίωνα, /Αθηναίο, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα, / για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα / και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνωρίζει καλά»
Κλείνουμε το σημείωμά μας αυτό με ένα απόσπασμα από το Μενέξενο του Πλάτωνα, όπου τονίζεται ότι πρέπει να επαινούμε τους άνδρες εκείνους που πολέμησαν και νίκησαν τους Πέρσες στη στεριά και στη θάλασσα, γιατί δίδαξαν στους άλλους να μη φοβούνται πια τους Πέρσες.
Τούτο δε άξιον επαινείν των ανδρών των τότε ναυμαχησάντων, ότι τον εχόμενον φόβον διέλυσαν των Ελλήνων και έπαυσαν φοβουμένους πλήθος νεών τε και ανδρών× υπ’αμφοτέρων δη συμβαίνει, των τε Μαραθώνι μαχησαμένων και των εν Σαλαμίνι ναυμαχησάντων, παιδευθήναι τους άλλους Έλληνας, υπό μεν των κατά γην, υπό δε των κατά θάλατταν μαθόντας και εθισθέντας μη φοβείσθαι τους βαρβάρους.

Δ. Κ. Αραμπατζής


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΑΙΣΧΥΛΟΥ: ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ, η διεστραμμένη δολοφόνισσα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας

Είναι γνωστό πως στις τραγωδίες του Ευριπίδη οι ήρωές του είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, στου Σοφοκλή ιδανικοί, ενώ στις τραγωδίες του Αισχύλου είναι κάτι άλλο. Είναι θεοί και τιτάνες, πρόσωπα πάνω από τα ανθρώπινα, που ξεχωρίζουν από τους κοινούς θνητούς και οι θεατές κατανοούν πως υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους ίδιους και τους ήρωες της τραγωδίας, που κινούνται και δρουν στη σκηνή.
Μια τέτοια ηρωίδα, πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα, είναι και η Κλυταιμήστρα, η σύζυγος του Αγαμέμνονα, στην τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων, η οποία αποδεικνύεται μια διεστραμμένη δολοφόνος, μοναδική στο είδος της, που προκαλεί τη φρίκη και την απέχθεια στο θεατή. Είναι σκληρή και αδίστακτη. Διαθέτει ένα ισχυρό όπλο, την προσποίηση, με την οποία παρασέρνει και αποκοιμίζει τα θύματά της, για να τα τιμωρήσει ευκολότερα και σίγουρα με τον πιο κυνικό και άγριο τρόπο. Το καυχιέται η ίδια στους γέροντες του Χορού, χωρίς συστολή, χωρίς αιδώ.
ΚΛΥ. Γιατί, πώς ένας που ετοιμάζει στον οχτρό του
κακό, το φίλο αν δεν του κάνει, πώς μπορεί να στήσει
βρόχια, σε ύψος ψηλότερο κι από το πήδημα;(στ.1374-1276)
Η Κλυταιμήστρα με την ομολογία της αυτή δείχνει ένα κυνισμό πρωτόγνωρο, που τρομάζει το θεατή. Απόδειξη τρανή η συμπεριφορά της μετά το φόνο του Αγαμέμνονα.
Βροντοφωνάζει να την ακούσουν όλοι ότι σκότωσε τον άντρα της, γιατί εκείνος θυσίασε στην Αυλίδα την κόρη της Ιφιγένεια, λες και η Ιφιγένεια δεν ήταν και κόρη του Αγαμέμνονα. Λίγο αργότερα επανέρχεται και ισχυρίζεται ότι δολοφόνησε το γιο του Ατρέα, γιατί πίστευε πως έτσι θα μπορούσε να σταματήσει την κατάρα που μάστιζε και μαστίζει ακόμη την οικογένεια των Ατρειδών.
Πότε είναι ειλικρινής η γυναίκα αυτή; Όταν σκοτώνει, για να εκδικηθεί το θάνατο της κόρης της, διαιωνίζοντας έτσι την κατάρα του οίκου των Ατρειδών, ή όταν διατείνεται ότι σκοτώνει, για να εξαφανίσει την κατάρα από τη γενιά αυτή;
Είναι απρόβλεπτη και επικίνδυνη. Δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την εξουσία, αφού αυτό αφήνεται να φανεί, όταν, μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας, αποχωρεί από τη σκηνή, κρατώντας σφιχτά από το χέρι τον εραστή της και φωνάζει προκλητικά.
ΚΛΥ. Μη προτιμήσης ματαίων τώνδε υλαγμάτων×
(εγώ) και συ θήσομεν κρατούντε τώνδε δωμάτων×
Μη δώσεις σημασία στα ανόητα γαυγίσματά τους,
(εγώ) κι εσύ θα κυβερνούμε κραταιά σε τούτο το παλάτι.
Πώς όμως έφτασε η βασίλισσα του Άργους στο σημείο αυτό; Αν ο πόλεμος όπως λέει κι ο ποιητής είναι χαλαστής και πλάστης, τότε η Κλυταιμήστρα τον εκμεταλλεύτηκε, για να χαλάσει και όχι,για να πλάσσει κάτι καινούριο. Θέλησε να ικανοποιήσει την υπέρμετρη φιλοδοξία της για εξουσία, την οποία της στερούσε ένας πανίσχυρος άντρας, ο Αγαμέμνων.
Γι’ αυτό, όσα χρόνια απουσίαζε εκείνος στον πόλεμο και πολεμούσε στην Τροία, αυτή τον έχει αντικαταστήσει με τον Αίγισθο, ένα ανθρωπάκι, έναν «οικουρό» (στ.1626), όπως τον αποκάλεσε περιφρονητικά ο χορός, που κρυβόταν και καλοπερνούσε στο σπίτι της, ενώ οι πραγματικοί άνδρες βρίσκονταν έξω και πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, όπως ο Αγαμέμνων και άλλοι.
Πώς αντιδρά όμως η πανούργα γυναίκα, όταν φτάνει η πληροφορία ότι έπεσε το Ίλιο;
Η ευχάριστη είδηση για τους Έλληνες μεταδίδεται με αναμμένους πυρσούς (φρυκτωρία) από την Τροία στο Άργος. Ο Φύλακας, που έμενε στη στέγη του παλατιού όλο αυτό τον καιρό, μόλις φτάνει από μακριά το πρώτο σημάδι, ενημερώνει την κυρά του ότι η πόλη του Πρίαμου κυριεύθηκε και όπου να είναι φτάνει ο νικητής και εκπορθητής της Τροίας, ο Αγαμέμνονας. Μετά, εκφράζοντας την επιθυμία του να χαιρετήσει το βασιλιά και να αποχωρήσει, υπόσχεται στον εαυτό του να κρατήσει το στόμα του κλειστό για όσα συνέβησαν στο παλάτι κατά την απουσία του Αγαμέμνονα. Σε λίγο επιβεβαιώνει την άλωση της Τροίας και ένας Κήρυκας που φθάνει από την Τροία. Αναγγέλλει τη επιστροφή του Αγαμέμνονα και προτείνει να τον δεχτούν με τιμές, γιατί το αξίζει.
ΚΗ.Ω χώμα πατρικό της γης του Άργους!
έφεξε η μέρα πάνω στα δέκα χρόνια να ’ρθω.
Γη μου, σε χαιρετώ, και σένα φως του ήλιου
..................
Κι εσύ επουράνιε Δία...γίνε σωτήρας μας
.....Θεοί, το βασιλιά δεχτείτε τον καλύτερα
κι απ’ τα παλιά, με αυτήν την όψη την ηλιόχαρη.
Έρχεται φως να φέρει μες στη νύχτα σε όλους μας
και σε όλους τους, ο βασιλιάς μας ο Αγαμέμνων.
Καλωσορίστε τον, γιατί το αξίζει.(στ.503 και εξής)
Η Κλυταιμήστρα, που ακούει τα νέα, στέλνει πίσω τον Κήρυκα και του παραγγέλνει τι θα πρέπει να πει στον άντρα της, τον οποίο δήθεν αναμένει με χαρά.
ΚΛΥ. Αυτά να του πεις του άντρα μου:
Νάρθει το γρηγορότερο για να χαρεί η πόλη
και να βρει στο παλάτι τη γυναίκα του πιστή(!),
όπως την άφησε, σαν καλή σκύλα του σπιτιού του,
αγριεμένη στους εχθρούς και στ’ άλλα
την ίδια πάντα θα με βρει. (στ.601-609).
Από το σημείο αυτό αρχίζει η πανούργα γυναίκα να πλέκει το δίχτυ του θανάτου του άντρα της. Τα σχέδιά της καλύπτουν τα ωραία λόγια της, που κάνουν το θεατή να αναρωτιέται αν μπορούν να πείσουν κανένα για την ειλικρίνειά τους. Ο θεατής γνωρίζει τα πάντα για την ως τώρα διαγωγή της βασίλισσας και μπορεί να κρίνει το διφορούμενο λόγο της, αφού σ’ αυτά που είπε περιέχεται μία αλήθεια και ένα ψέμα.
Χαίρεται αληθινά η πόλη που μαθαίνει την επιστροφή του νικητή Αγαμέμνονα, αλλά είναι ψεύτικη, προσποιητή η δική της χαρά για την επιστροφή του άντρα της και τα όσα λέει για την ηθικά άμεπτη ζωή της και την πίστη της σ’ αυτόν και την εξουσία του. Οι θεατές αντιλαμβάνονται την υποκρισία της γι’ αυτό εξοργίζονται και τη μισούν. Η γυναίκα αυτή αλλάζει πρόσωπα, προσποιείται αριστοτεχνικά. Τρομάζει και προβληματίζει το θεατή.
Σε λίγο εμφανίζεται πάνω σε άρμα ο νικητής στρατηλάτης Αγαμέμνων και πίσω του, σε άλλο άρμα, η παλλακίδα του Κασσάνδρα.
(η Κλυταιμήστρα βρίσκεται κόμη μέσα στο παλάτι)
Ο Αγαμέμνων χαιρετά την πατρίδα, τους θεούς και τους ευχαριστεί γιατί τον αξίωσαν να γυρίσει νικητής στο σπίτι του, όπου θα μπει, για να προσκυνήσει και τους θεούς του σπιτιού.
ΑΓΑ. Και πρώτα το Άργος και μαζί τους θεούς της χώρας
χρωστώ να προσκυνήσω, που βοηθοί μου στάθηκαν
και για το γυρισμό και για να πάρω εκδίκηση
από του Πρίαμου την πόλη, γιατί οι διάδικοι
θεοί, δίχως ν’ ακούσουν, βγάλαν κρίση
κι έρριξαν όλοι με μια γνώμη στην υδρία
του αιμάτου ψήφο για σφαγή και χαλασμό
της Τροίας, και στην άλλη υδρία σίμωνε
η κούφια ελπίδα, και το χέρι δεν τη γέμιζε.
Τώρα, ο καπνός μας δείχνει μόνο τη χώρα την
κουρσεμένη×Ακόμη ζει η πνοή της φλόγας του ολέθρου.
..........................
Και τώρα, μπαίνω στο παλάτι,
την εστία και τους θεούς να προσκυνήσω,
που με προβόδισαν και πάλι πίσω μ’ έφεραν(στ.810 και εξής).
Για όλα μιλά ο Αγαμέμνων όχι όμως και για τη γυναίκα του, γεγονός που εντυπωσιάζει. Κι ενώ εκείνος αγέρωχος προχωρεί προς το παλάτι, εμφανίζεται η Κλυταιμήστρα να βγαίνει από το παλάτι και, αντί να τον καλοδεχτεί, όπως θα ήταν φυσικό και όπως άφησε να νοηθεί από τα λεγόμενά της, απευθύνεται στο λαό του Άργους!Κακό σημάδι!
ΚΛΥ. Άνδρες πολίται, πρέσβος Αργείων τόδε
ουκ αισχύνομαι τους φιλάνορας τρόπους
λέξαι προς υμάς, εν χρόνω δ’ αποφθίνει
το τάρβος ανθρώποισιν. Ουκ άλλων πάρα
μαθούσ’, εμαυτής δύσφορον λέξω βίον
τοσόνδ’ όσονπερ ούτος ην υπ’ Ιλίω...κτλ.
Αργίτες μου καλοί, της πολιτείας πρωτόγεροι
δε θα ντραπώ να πω σ’ εσάς τον πόθο που έχω
γι’ άντρα. Με τον καιρό και της ντροπής ο φόβος
σβήνει στον άνθρωπο. Δε θα πω κάτι, που έχω
απ’ ακοής, θα πω την ίδια τη ζωή μου,
την κακοζώητη, όσο μου έλειπε στην Τροία
τούτος. Για μια γυναίκα δίχως άντρα που έρημη
στο σπίτι μέσα κάθεται, καημός μεγάλος!
Η Κλυταιμήστρα αποφεύγει να αναφέρει το όνομά του και το αντικαθιστά με τη λέξη ούτος, γεγονός που αφήνει άναυδο το θεατή και αρχίζει να διαβλέπει το τι θα συμβεί σε λίγο, ενώ εκείνη αδιάφορη αναφέρεται πως είναι μεγάλο μαρτύριο για μια γυναίκα να μένει μόνη, δίχως τον άντρα, μέσα στο σπίτι. Οι θεατές όμως, που γνωρίζουν το βίο της, αντιλαμβάνονται πόση αλήθεια περιέχουν τα λόγια της τη στιγμή που γνωρίζουν καλά τη σχέση της με τον εραστή της Αίγισθο. Μετά, αφού αναφέρεται στα βάσανα και τις πίκρες που δοκίμασε, καλεί τον άντρα της, δήθεν χαρούμενη, να κατεβεί από το άρμα και να πατήσει σε κόκκινο χαλί. Με όσα λέει η Κλυταιμήστρα φαίνεται πως διατηρεί το ρόλο της συμβατής συζύγου, για να ξεγελάσει το θύμα και να το εξοντώσει.
ΚΛΥ.Και τώρα πια, καλέ μου κι ακριβέ, απ’ τ’ αμάξι
κατέβα και να μην πατήσει γης το πόδι σου,
αφέντη μου και κουρσευτή της Τροίας. Σκλάβες
Τι αργείτε; Δε σας πρόσταξα χαλιά ν’ απλώσετε
στη γης που θα πατήσει! Ο δρόμος του ας ανοίξει
στρωμένος στα ολοπόρφυρα. Κι η θεία Δίκη
σε ανέλπιστη ας τον οδηγήσει κατοικία.
Για τα άλλα η έγνοια, του ύπνου ανίκητη, θα πράξει
με τους θεούς βοηθούς, της Μοίρας τα γραμμένα.(στ.905 και εξής)
Αντιφατικές και παράξενες είναι οι ενέργειες της Κλυταιμήστρας. Από τη μια αποφεύγει να απευθυνθεί στον άντρα της και προτιμά τους Αργείους, από την άλλη, όταν αναφέρεται σ’ αυτόν αποφεύγει το όνομά του και τον αποκαλεί ούτος. Προσποιείται τη χαρούμενη για την άφιξή του και του στρώνει κόκκινο χαλί να πατήσει, ενώ γι’ αυτήν το κόκκινο συμβολίζει το αίμα. Με όλα αυτά τα τερτίπια της αποφεύγει να διατυπώσει καθαρά τις απόψεις της, περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα και προβληματίζει το θεατή, που αναμένει εναγωνίως τι τέλος πάντων έχει κατά νου η περίεργη και απρόβλεπτη τούτη γυναίκα.
Ο Αγαμέμνων, χωρίς ίσως να υποψιαστεί τα εγκληματικά της σχέδια, θεωρεί υπερβολική την τιμή που του κάνει, και της λέει:
ΑΓΑ. Στους θεούς οφείλουμε τόσο ακριβές τιμές. Αφού όμως είμαι ένας θνητός, δε θα πατήσω χωρίς φόβο σε κεντημέν’ αριστουργήματα. Εννοώ να με τιμάς σαν άνδρα και όχι σαν θεό...πρέπει να καλοτυχίζουμε εκείνον που θα τελειώσει τη ζωή του σ’ ευδαιμονία(στ.922 και εξής)
Ο διάλογος κλείνει με τη σιβυλλική ευχή της Κλυταιμήστρας
ΚΛΥ. Ζευ, τέλειε Ζευ, κάνε μου τις ευχές μου και φρόντισε γι’ αυτό που πρέπει να τελειώσεις. στ.973-974).
Σημειώνουμε πως η λέξη τέλειος είναι δίσημη. Σημαίνει το τέλειο θύμα προς θυσία, ενώ ως επίθετο του Δία σημαίνει τον τέλειο θεό, που εξουσιάζει το τέλος όλων των πραγμάτων.
΄Εξοδος (1372- 1673)
Ο Αγαμέμνων κατεβαίνει από το άρμα και μπαίνει στο παλάτι. Κι ενώ εκείνος βρίσκεται στο λουτρό, η αδίστακτη γυναίκα βρίσκει την ευκαιρία και τον χτυπά με το ξίφος ή το τσεκούρι. Ακούγεται η σπαρακτική κραυγή για βοήθεια. Ο Χορός των γερόντων ακούει τις φωνές του Αγαμέμνονα και θέλει να σπεύσει σε βοήθεια, αλλά δεν είναι σίγουρος για το τι ακριβώς συμβαίνει στο παλάτι, γι’ αυτό αποφασίζει να μη δράσει άμεσα και, μένοντας έξω από το παλάτι, αποφαίνεται πως καλό είναι να περιμένουν λίγο, για να μάθουν την αλήθεια(στ.1370-71).
(Αυτή είναι, άλλωστε, και η δυνατότητα του Χορού στην τραγωδία, να φτάνει δηλαδή σε ανάλογες περιπτώσεις έξω από τη σκηνή, πλην όμως να μην μπορεί να δράσει αποτελεσματικά και η δράση του να τελειώνει ως εκεί. Θυμηθείτε την αποτελεσματικότητα του Χορού στη Μήδεια του Ευριπίδη, όταν ακούει τις φωνές των παιδιών της που σκοτώνει η μητέρα τους μέσα στο παλάτι. Ο Χορός τρέχει με αγωνία να προλάβει το κακό και φτάνει έξω από το παλάτι, όπου και μένει. Εκεί τελειώνει ο ρόλος του)
Κι ενώ ο Χορός αναμένει έξω από το παλάτι, ανοίγεται η μεσαία πύλη του ανακτόρου και φαίνονται τα πτώματα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας στα πόδια της Κλυταιμήστρας.
Η Κλυταιμήστρα στέκεται όρθια και κρατάει περήφανη ακόμη το ματωμένο όργανο του φόνου στο υψωμένο χέρι της. Απευθύνεται χωρίς περιστροφές στο Χορό, που έκπληκτος αναμένει την αλήθεια γι’ αυτό που βλέπει με αποτροπιασμό και φρίκη μπροστά του.
Η φόνισσα με κυνικό τρόπο ομολογεί πως ο φόνος της ήταν προσχεδιασμένος από παλιά και καλά μελετημένος, ώστε να μην αφήνει καμιά δυνατότητα να της ξεφύγει το θύμα.
ΚΛΥ.Παλιά είναι η αμάχη, ο αγώνας μου κι όχι αμελέτητος
από καιρό, κι ήρθε η ώρα του ύστερ’ από χρόνια.
Στέκομαι εκεί που χτύπησα και το έργο τέλεψα.
΄Ετσι έπραξα και δεν το αρνιέμαι: να είναι αβόλετο
και το φευγάτισμα κι η αντίσταση στο θάνατο.
Μες σε άνακρο, σαν του ψαρά, το αθίβολο,
τον τυλίγω, πλούσιο φόρι του ολέθρου,
και δυο φορές τον βαρώ και με δυο βόγγους
απόμεινε στον τόπο, κι ως σωριάστη εκεί,
του δίνω απανωτή τρίτη, που είχα κάνει τάμα
στο Δία του κάτω κόσμου, των νεκρών το σώστη.
Έτσι ξερνάει την ψυχή του και ξεχύνοντας
της σφαγής το αίμα, που έρρεε με ορμή ραντίζει με
με μαύρες στάλες αιματοδροσιάς κι ευφραίνομαι
όχι λιγότερο από σπόρο στο μπουμπούκιασμα,
που αναγαλλιάζει στ’ ουρανού το δροσοβόλημα.
Έτσι έγιναν τα πράματα, γερόντοι Αργίτες.
Χαρείτε! Αν θα χαρείτε, μα εγώ το ’χω καύχημα!
(1377- και εξής)
Αν θελήσει κανείς να βρει κάποιο ελαφρυντικό για τους φόνους της Κλυταιμήστρας, ίσως θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι σκότωσε, γιατί θόλωσε το μυαλό της, όταν είδε μπροστά της την Κασσάνδρα και τον άντρα της να ζητά από τη γυναίκα του σεβασμό προς την παλλακίδα, που ήταν δώρο του στρατού σ’ αυτόν. Κι όμως μια τέτοια σκέψη τη διαψεύδει κατηγορηματικά η φόνισσα. Κάθε άλλο, τονίζει, σχεδίαζα το φόνο από παλιά, από τότε που θυσίασε εκείνος την κόρη της στην Αυλίδα. Το σημείο όμως που εξοργίζει το Χορό και τους θεατές είναι εκείνο, όπου η φόνισσα αποκαλύπτει πόσο ευχάριστα ένιωθε, όταν το αίμα του σκοτωμένου άντρα της ράντιζε το πρόσωπό της κι εκείνη το ένιωθε ως δροσιά στο πρόσωπό της, όπως νιώθουν τη βροχή που δροσίζει τα μπουμπουκιασμένα φυτά στον κάμπο! Ποια άλλη εικόνα πιο απαίσια και πιο φρικτή από αυτή θα μπορούσε να αποδώσει το μίσος αυτής της γυναίκας για τον άντρα της; Ποια άλλη εικόνα θα μπορούσε να προκαλέσει τη φρίκη και την απέχθεια του απλού ανθρώπου, που βλέπει και ακούει πρωτόγνωρα και φρικιαστικά πράγματα; Και όλα αυτά από μια γυναίκα, η οποία ομολογεί πως δεν τέλεσε εν βρασμώ ψυχής το φόνο, αλλά τον είχε από παλιά σχεδιασμένο και τον εκτέλεσε με ψυχρότητα, πανουργία και σκληρότητα πρωτόγνωρη.
ΚΛΥ. ΄Ετσι έπραξα και δεν τ’ αρνιέμαι: να ’ναι αβόλετο
και το φευγάτισμά και η αντίσταση στο θάνατο.
Ήταν έγκλημα καλά σχεδιασμένο και ακόμη καλύτερα εκτελεσμένο, γιατί στη φάκα που έριξε το θύμα της φρόντισε να μην του δοθεί δυνατότητα να ξεφύγει το θάνατο. Εκείνο που τρομάζει το θεατή είναι η αγριότητα του εγκλήματος καθώς και η ρεαλιστική, λεπτομερής περιγραφή του από τη φόνισσα, σαν να το ξαναζεί και να το χαίρεται για δεύτερη φορά με την αφήγησή της. Άλλωστε, τι νόημα έχει η τρίτη μαχαιριά στο άψυχο σώμα του άντρα της; Ήταν τάμα στους θεούς, λέει η ίδια, για να δικαιολογήσει το απαίσιο έγκλημά της.
Οι θεατές όμως φρίττουν μ’ αυτά που βλέπουν και ακούνε και τη μισούν αφάνταστα.
ΚΛΥ.Και δυο φορές τον χτυπώ και με δυο βόγγους
απόμεινε στον τόπο... και κει του δίνω
απανωτή μια τρίτη, που είχα κάνει τάμα!
Ο Χορός φρίττει και, μην μπορώντας να σκεφτεί κάποια δικαιολογία για το φόνο, αποφαίνεται:
Φριχτό σίχαμα θα είσαι από τώρα
μες στη χώρα σου πια δίχως χώρα.
.............
Πλερώνει όποιος σκοτώνει
Τελικά αναρωτιέται ο θεατής για το λόγο που ώθησε την Κλυταιμήστρα στο φόνο του Αγαμέμνονα, γιατί φαίνεται πως δεν ήταν τόσο η εκδίκηση για το θάνατο της Ιφιγένειας, αλλά για να απαλλαγεί από έναν άντρα ισχυρό και παντοδύναμο και να μείνει μόνη στην εξουσία, αφού ούτε τον Αίγισθο αγαπά, γιατί γι’ αυτήν, αν ο άντρας ήταν ένας νικητής πολεμιστής, ο εραστής της ήταν ένα τίποτα ένας «οικουρός», ένας άνθρωπος που μένει στο σπίτι, ενώ οι πραγματικοί άνδρες βρίσκονται στο μέτωπο και πολεμούν.
Ο λαός όμως πολύ σοφά λέει: μάχαιρα έδωσες μάχαιρα θα λάβεις.
Αυτή την απαράβατη αρχή της υπενθυμίζει ο Χορός:
Πλερώνει, όποιος σκοτώνει
Πρόκειται για το προανάκρουσμα και της δικής της σειράς, που δε θα αργήσει να πραγματοποιηθεί από το γιο της, Ορέστη, και θα μεταβληθεί και εκείνη από θύτης σε θύμα.
Εκείνη όμως είναι αμετανόητη και περήφανη για τη φρικτή πράξη της και αποφαίνεται με θράσος και προκλητικότητα:
Έτσι έγιναν τα πράματα, Αργίτες!
Χαρείτε! ....
Θέτε παινέστε με, θέτε κατηγορήστε με,
το ίδιο μου κάνει! Νάτος ο Αγαμέμνονας,
σκοτωμένος απ’ αυτό το χέρι.(1401-1406)
Μ’ αυτή τη φράση επαίρεται η φόνισσα, γιατί, όπως πιστεύει, δε βαρύνεται η ίδια για την κατάρα του οίκου των Ατρειδών, γι’ αυτό θα ήταν περισσότερο ευτυχισμένη, αν με το φόνο αυτό- πάντα μιλά για το φόνο του Αγαμέμνονα- θα έχει κατορθώσει να εξαλείψει την κατάρα του αλληλοσκοτωμού στην οικογένεια.
ΚΛΥ. Θα στέρξω στα όσα έγιναν,
όσο αβάσταχτα τώρα κι αν είναι,
φτάνει μόνο από τώρα κι ομπρός
από τούτο το σπίτι να φύγει,
και να μη ρημάξει μιαν άλλη γενιά
με θανάτους δικώνε τους.
Και θα μου έφτανε απ’ όλα τα πλούτια
ένα μέρος μικρό, φτάνει να έδιωχνα
από μέσα απ’ αυτό το παλάτι,
τη μανία του αλληλοσκοτωμού.(στ 1569-1577)
Έτσι «ζαχαρώνει το πικρό χάπι» η Κλυταιμήστρα, ενώ ο Χορός βρίσκεται ακόμη σε αμηχανία και αναρωτιέται αν μπορεί να βρει κανείς τρόπο διεξόδου από αυτόν το μοιραίο κύκλο της αμαρτίας και της ανταπόδοσης, και την κατηγορεί:
ΧΟ. Έχεις μεγάλη έπαρση και περιφρονητικά μιλάς
Σαν να σάλεψε ο νους σου απ’ το αίμα που έχυσες,
κι αντανακλά στα μάτια σου του αίματος η λάμψη.
Θα πληρώσεις όμως μισητή και περιφρονημένη.(στ.1426-1429)
Απαντώντας η Κλυταιμήστρα διαβεβαιώνει με όρκο στη θεία Δίκη, στην Άτη και την Ερινύα πως για χάρη τους έσφαξε ετούτον εδώ.
Νάτος νεκρός, αφού εμένα με ατίμασε και ήταν γλυκόλογος με τις Χρυσηίδες κάτω στο Ίλιο. Νεκρή και τούτη η αιχμάλωτη προφήτισσα και ερωμένη του, η μάγισσα πιστή του σύγκλινη που πέφταν μαζί στου καραβιού το στρώμα. Δεν έμειναν απλήρωτοι...η παλιά βαριά αμαρτία του Ατρέως πήρε την όψη της γυναίκας τούτου του νεκρού. Για τα παιδιά του που με σκληρότητα έσφαξε εκείνος πλήρωσε αντίποινα αυτός(1436-1443)
ΧΟ. Σταμάτησε το μυαλό μου.
Πού να γυρίσω ορθά τη σκέψη μου, αφού το νου μου έχασα.
Πάει το σπίτι το βασιλικό.
Φοβούμαι τον χτύπο της αιματηρής βροχής,
που συνταράσσει το παλάτι δεν είναι πια ψιχάλες.
Η Μοίρα ακονίζει την εκδίκηση σ’ άλλα ακόνια γι’ άλλο φονικό. (στ.1530-1536).
Έτσι σχεδόν τελειώνει η τραγωδία αυτή. Ο ποιητής, που εμφανίζει το Χορό να φρίττει με όσα εξωφρενικά ακούει από τη φόνισσα, προετοιμάζει το θεατή για έλευση του τιμωρού Ορέστη, πλην όμως αποφεύγει να δηλώσει καθαρά τη γνώμη του. Μας προετοιμάζει για τις δύο τραγωδίες της τριλογίας, οι οποίες θα ακολουθήσουν τις Χοηφόρες και τις Ευμενίδες, όπου και θα δοθεί η απάντηση. Υπομονή!
                                                     Δ. Κ. Αραμπατζής