Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Αισχύλου: Επτά επί Θήβας. Οι άνθρωποι αθύρματα στη θέληση των Θεών

H τραγωδία Επτά επί Θήβας του Αισχύλου διδάχτηκε το 467 π.Χ. "επί Θεαγενίδου άρχοντος ολυμπιάδι οη. Ενίκα Λαίω, Οιδίποδι, Επτά επί Θήβας, Σφιγξ σατυρική". Η παράσταση εντυπωσίασε το αθηναϊκό κοινό και ο ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο.
Ο μύθος της είναι αντλημένος από το "θηβαϊκό κύκλο" και αναφέρεται στη διαμάχη μεταξύ των αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη για τη διαδοχή στο θρόνο των Θηβών. Τα δύο αδέλφια, μετά την αυτοτύφλωση του πατέρα τους, τον απομονώνουν με πρόθεση να τον διώξουν από τη Θήβα. Εκείνος, που αντιλαμβάνεται την πρόθεσή τους, πάνω στην οργή του, καταριέται τους δύο γιους του να τους καταστρέψει η Ερινύα.
Μετά την τύφλωση του Οιδίποδα, ο Κρέοντας, που αναλαμβάνει την εξουσία της πόλης, δίνει εντολή να ενταφιαστεί με όλες τις τιμές ο Ετεοκλής, που υπήρξε υπερασπιστής της πατρίδας του, ενώ απαγορεύει να ταφεί ο Πολυνείκης, που υπήρξε εχθρός και προδότης της χώρας του, επειδή ήρθε με ξένο στρατό εναντίον της. Η Αντιγόνη, παρά την απαγορευτική διαταγή του Κρέοντα, αποφασίζει να θάψει το άταφο κουφάρι του αδελφού της!
Το δράμα αρχίζει με τη ρήση του Ετεοκλή, που παρουσιάζεται στη σκηνή και προβάλλει με περηφάνια ξεχωριστή τον εαυτό του ως νόμιμο υπερασπιστή της Θήβας, γιατί δεν επιθυμεί να δει την πόλη του να παραδίνεται σε ξενόγλωσσο στρατό, ετεροφώνω στρατώ. Προτρέπει τους Θηβαίους να υπερασπιστούν τους θεούς, τους βωμούς και τη λατρεία τους, και διαπιστώνει με ικανοποίηση πως, ως τώρα, το έπραξαν με επιτυχία. Σήμερα όμως, που ο αλάθητος μάντης τους προειδοποίησε πως ο εχθρός σχεδιάζει ύπουλη νυχτερινή επίθεση στην πόλη, τους καλεί όλους στις επάλξεις.
"Κάδμου πολίται...
αλλ' ες επάλξεις και πύλας πυργωμάτων
ορμάσθε πάντες, σούσθε συν παντευχία,
πληρούτε θωρακεία, καπί σέλμασιν
πύργων στάθητε, και πυλών επ' εξόδοις
μίμνοντες θαρσείτε, μηδ' επηλύδων
ταρβείτ' άγαν όμιλον, ευ τελεί θεός"(30-35).
" Πολίτες της Θήβας...
Εμπρός! Σε πύλες πύργων και σε επάλξεις
ορμάτε όλοι, πάνοπλοι ριχτήτε!
Πιάστε τις ντάπιες και στις πολεμίστρες στυλωθείτε,
και στων κάστρων τα ξεπόρτια ριζώστε
με άσειστο θάρρος! Το πλήθος του επιδρομέα
μη φοβάστε. Είναι μαζί μας ο θεός".
Ένας Αγγελιαφόρος, που φτάνει τη στιγμή εκείνη, επιβεβαιώνει τη μαντεία. Είδε, λέει, με τα μάτια του τους έξι στρατηγούς του εχθρού, μαζί τους και τον Πολυνείκη, να ορκίζονται ότι θα κατασκάψουν συθέμελα τη Θήβα ή θα πεθάνουν. Ο Ετεοκλής, που πληροφορείται την απειλή, προσφεύγει στους θεούς και ζητά από αυτούς αλλά και από την πατρογονική κατάρα να προστατέψουν την ελεύθερη γη του Κάδμου.
Ο εχθρικός στρατός πλησιάζει την πόλη και ο Χορός βλέπει μικριά να σηκώνεται σκόνη στον αέρα, να ακούει τον κρότο των ασπίδων και των αρμάτων των Αργείων.Τρέμει από το φόβο του και προσεύχεται στους θεούς να απομακρύνουν τον κίνδυνο από την πόλη.
Ο Ετεοκλής ενθαρρύνει τις φοβισμένες γυναίκες του Χορού, προτείνοντάς τες ψυχραιμία και πειθαρχία, γιατί η πειθαρχία, τονίζει, είναι μητέρα της σωτηρίας και της νίκης.
Βιάζεται να φύγει, γιατί θέλει να στήσει τους έξι πολέμαρχους, και με τον ίδιο εφτά, στις εφτά πύλες του κάστρου, γερούς αντίμαχους στους εχθρούς της πόλης(282).
Μετά από την κίνηση αυτή του Ετεοκλή ο φόβος του Χορού μεγαλώνει και ζητά από τους θεούς να σώσουν την πόλη.
Ο Αγγελιαφόρος στο διάστημα αυτό σκιαγραφεί τους αρχηγούς των δύο αντιπάλων στρατευμάτων, που αντιπαρατάσσονται στις εφτά πύλες Αναφέρεται και στον έβδομο αρχηγό, τον Πολυνείκη, που, με τη στρογγυλή ολοκαίνουργη ασπίδα του στα χέρια, καυχιέται πως, αν κυριέψει τη χώρα και στεφανωθεί άρχοντάς της, θα τρέξει να αναμετρηθεί με τον αδερφό του Ετεοκλή και ή θα τον σκοτώσει και θα πέσει και ο ίδιος νεκρός δίπλα του, ή, αν μείνει ζωντανός, θα τον εκδικηθεί για την ατιμία της εξορίας του, διώχνοντάς τον, όπως κι εκείνος τον έδιωξε από την πόλη(632-638).
Αγανακτισμένος και εξοργισμένος με όσα ακούει από τον Αγγελιαφόρο ο Ετεοκλής καταριέται τη μοίρα του και είναι έτοιμος για έναν αγώνα ζωής ή θανάτου.
ΕΤ."Ω θεομίσητη, πολυκαταραμένη
γενιά μου, η πολύκλαφτη του Οιδίποδα.
Αλίμονο, οι κατάρες του πατέρα τώρα πιάνουν.
....
Όσο για τον Πολυνείκη θα δούμε
αν θα τον φέρουν πίσω άρχοντα στη χώρα...
Άρχοντας μ' όλο το δίκιο,
αδελφός με αδελφό, εχθρός με εχθρό του
θα χτυπηθώ..." (653-675).
Η αμοιβαία αλληλοκτονία πυργώνει στη σκέψη του Ετεοκλή και αναφωνώντας:
"Θεών διδόντων ουκ αν εκφύγοις κακά'.
"Κακό που οι θεοί προσφέρουν είναι αδύνατο να το αποφύγεις"(719), προχωρεί προς το οικτρό από τη μοίρα του τέλος.
Ο Χορός, που παρακολουθεί με τρόμο και αγωνία τα όσα συμβαίνουν, θυμάται την κατάρα του πατέρα τους, "σιδήρω την πατρώαν ουσίαν κατανείμαι"(788), και οδηγείται στη σκέψη μήπως έφτασε η ώρα να πραγματοποιηθεί αυτή.
"Φοβάμαι τη φρικτή θεά που αφανίζει
τα σπιτικά, χωρίς θεούς να μοιάζει
την κακομάντευτη της συμφοράς σημάδι
την Ερινύα, που η κατάρα του γονιού του,
μήπως μας βγάλει αληθινές όσες κατάρες
ξεστόμισ' ο Οιδίποδας, σαν σάλεψε ο νους του,
γιατί η κατάρα τούτη σπρώχνει τα παιδιά του
στα αναπόφευκτα δίχτυα του θανάτου"(720-726).
Δεν προλαβαίνει να εκφράσει τους φόβους του, και ο Αγγελιαφόρος φέρνει μια νέα είδηση:
ΑΓΓ."Χαρείτε εσείς παιδιά καλών μανάδων
κι η πόλη γλίτωσε από τα βρόχια της σκλαβιάς της.
Πάνε τα φουσκωμένα κούφια λόγια
που φαφλάτιζαν οι τρανοί. Η μπόρα πάει
και το καράβι δεν πλημμύρισε απ' τη φουρτούνα.
Η πόλη σώθηκε, μα οι άρχοντες τ' αδέλφια...
Νεκροί κι οι δυο...
Πάνε και δυό απο το ίδιο χέρι....
Η πόλη μας τη νίκη κέρδισε, μα οι δυό αρχηγοί μας
με σκυθικό σπαθί τα κτήματά τους τώρα
μοιράσανε, και θάχουνε για κλήρο
όση έκταση θα πάρουν γης μέσα στον τάφο
όπου τους έχουν κατεβάσει οι κατάρες
ενός τυφλού πατέρα"(815-819).
Στη ρήση του Αγγελιαφόρου αντιπαραβάλλονται άλλη μια φορά οι δύο όψεις του γεγονότος: Αγαλλίαση για τη σωτηρία της πόλης, οδύνη για την τραγική μοίρα των γιων του Οιδίποδα. Ο θρήνος του Χορού, που ακολουθεί, είναι μεγάλος σε έκταση και έμμεσα σημασιοδοτεί το τέλος μιας οδυνηρής πράξης, της αδελφοκτονίας.
ΧΟ."Εξέπραξεν, ουδ' απείπεν
πατρόθεν ευκταίας φάτις.
βουλαί δ' άπιστοι Λαίου διήρκεσαν,
μέριμνα δ' αμφί πτόλιν,
θέσφατ' ουκ αμβλύνεται"(840-844).
"Το είπε και το έκανε ως πέρα ο αφορεσμός ενός πατέρα.
Το παλιό αμάρτημα του Λάιου βάσταξε ως το τέλος.
Έγνοια περισφίγγει την πόλη
και δε θέλει ο άγριος χρησμός να ημερέψει".
Τελικά, ο Ετεοκλής, τον οποίο προβάλλει ο ποιητής ως υπαρασπιστή της πόλης, στο τέλος αποδεικνύεται ένας άνθρωπος με διπλό ρόλο: του πιστού υπερασπιστή της πόλης κα του καταραμένου γιου του Οιδίποδα, ο οποίος, μην μπορώντας να κατανοήσει την πατρική κατάρα, ξεκινά με δική του ευθύνη τον αδελφοκτόνο αγώνα, επειδή, όπως διατείνονταν, τον ήθελε ο ίδιος και τον ωθούσαν σ' αυτόν και οι θεοί.
Η Ζaklin de Romilly, που αναφέρεται στο βαθύτερο νόημα της τραγωδίας αυτής, γράφει: "Στην τραγωδία αυτή ο Αισχύλος είδε στην υπόθεση δύο πράγματα: κατ' αρχήν την ατμόσφαιρα μιας πολιορκημένης πόλης, κατατρεγμένης αλλά έτοιμης να αμυνθεί με ανδρεία. ΄Επειτα είδε το δράμα ενός ανθρώπου, που θα επιτεθεί κατά του αδελφού του, θα τον σκοτώσει και θα σκοτωθεί από αυτόν, έτσι και μόνο επειδή μια κατάρα, συνέπεια μακράς σειράς λαθών και δυστυχιών, τον βαραίνει και τον υποχρεώνει...Το παράξενο είναι πως και οι δύο αντίπαλοι επικαλούνται τη βοήθεια των ίδιων θεών και οι θεοί θα εισακούσουν τις παρακλήσεις τους. Η Θήβα τουλάχιστον θα σωθεί!"
Η Θήβα, πράγματι, σώζεται από την καταστροφή, δεν την αποφεύγουν όμως τα δύο αδέρφια. Τους σκοτώνει η πατρική κατάρα. Και αναρωτιέται ο θεατής. Πόσο ευθύνονται τα δύο αδέρφια για το θάνατό τους και τι έπραξαν, για να αποφύγουν την πατρική κατάρα; Από όσα εκθέσαμε σχεδόν τίποτα. Οχυρώθηκαν πίσω από μια τακτική, η οποία δεν οδηγούσε παρά στη ρήξη και το θάνατο. Ο Πολυνείκης, ο αδικημένος αδελφός- που δεν εμφανίζεται στη σκηνή, παρά μόνο γίνεται μνεία του ονόματός του-κατηγορούσε τον Ετεοκλή ως επίορκο και σφετεριστή του βασιλικού θρόνου της Θήβας, ενώ ο Ετεοκλής χαρακτήριζε τον αδερφό του εχθρό και προδότη της πατρίδας, γεγονός που όξυνε την αντίθεσή τους και δυνάμωνε το μίσος του ενός απέναντι του άλλου, ώστε τελικά μόνοι τους να οδηγηθούν στο θάνατό τους, επαληθεύοντας την πατρική κατάρα. Οι ίδιοι έγιναν αθύρματα της μοίρας τους και επαλήθευσαν, δυστυχώς, τη σοφή φράση: Ον ο θεός βούλεται απολέσαι μωραίνει. Έτσι συνέβη τότε και έτσι θα συμβαίνει στους αιώνες, εφόσον οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις διαφορές τους με πνεύμα μίσους και εχθρότητας και όχι με πνεύμα κατευνασμού, σύνεσης και νηφαλιότητας.
Και ο τραγικός κλείνει το πρώτο μέρος της τραγωδίας με τη δήλωση του Χορού:
ΧΟ."Και πήρε τέλος η έχθρα τους
στα χώματα τα πατρικά
με το δικό τους αίμα ποτισμένα.
Οι δύο ζωές τους σμίξανε,
γιατί και οι δύο είναι ένα αίμα.
Μαύρος, πικρός ξεδιαλυτής
το σίδερο το ξενικό...
Πικρός και κακομοιραστής
στο βιος ο Άρης ο τρανός,
αυτός που τώρα βγάζει πέρα
τη φοβερή κατάρα του πατέρα!" (938-946).
Ο χορός, παρά την προσπάθειά του, δεν μπόρεσε να προλάβει το κακό και τώρα το σχολιάζει, θέλοντας να τονίσει στο θεατή πως οι άνθρωποι είναι αδύναμα πλάσματα και γίνονται αθύρματα στις θελήσεις των θεών. Τα παιδιά πληρώνουν για τα αμαρτήματα των γονιών τους. Ο Ετεοκλής γνωρίζει το βάρος της πατρικής κατάρας αλλά το μίσος για τον αδελφό του τον τυφλώνει και δεν του επιτρέπει να μετριάσει την οργή του, ενώ την ίδια στιγμή η Ερινύα, πανευτυχής, βλέπει να συνεχίζεται η τιμωρία ανθρώπων της τρίτης γενιάς, όπως είναι η αλληλοκτονία των δύο αδελφών.
Με το θάνατό τους η σκηνή αδειάζει. Η γενιά του Λάιου έχει ηττηθεί και η Άτη υψώνει το τρόπαιό της.Το πάθος της εξουσίας και η περιφρόνηση της πατρικής κατάρας τυφλώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν ακόμη και στο φόνο του αδελφού! Γι' αυτό οι άνθρωποι οφείλουν να είναι περισσότερο προσεκτικοί, περισσότερο ψύχραιμοι, λογικοί και δίκαιοι. Επιπλέον να δείχνουν σεβασμό στους θεούς και στους γονείς τους, ώστε να αποφεύγουν την κατάρα τους, αφού αυτή αργά ή γρήγορα τιμωρεί τον ασεβή και μάλιστα θανάσιμα, όπως συνέβη με τα δύο αδέλφια, που από την όλη διαμάχη τους δεν κέρδισαν παρά δυό μέτρα γης!


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου