ΤΕΤΑΡΤΗ, 21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
2009
Ανάμεσα στα πρώτα άγρια ζώα που εξημερώνει ο άνθρωπος
είναι και το άλογο (ίππος). Είναι ζώο όμορφο, γρήγορο, περήφανο, πιστό
στον άνθρωπο και με ισχυρή μνήμη. Ζει κοντά του και τον συντροφεύει στη
δουλειά, στο κυνήγι, στο ταξίδι, στον πόλεμο, στη χαρά και τη λύπη. Αγαπά τον άνθρωπο, αφοσιώνεται σ’ αυτόν και γι’ αυτό
βρίσκει και την αντίστοιχη ανταπόκριση από τον άνθρωπο. Η αγάπη
και η εκτίμηση ανάμεσα στο άλογο και τον άνθρωπο είναι αμοιβαία.
Ο Όμηρος, θέλοντας να εξάρει τις αρετές του αλόγου,
αναφέρεται συχνά σ’ αυτό. Η λέξη ίππος, σε όλες τις πτώσεις, μνημονεύεται 250
φορές (ίππος: 09, ίπποιο: 01, ίππω: 08, ίππον: 47, ίπποι: 65, ίππων: 84, ίπποις:
05, ίππους: 30).
Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής δείχνει όχι μόνο τη συμπάθειά
του στα ωραία ζώα αλλά και το θαυμασμό του γι’ αυτά. Αναφερόμενος στις
κατηγορίες αλόγων που γνωρίζει, διακρίνει τα άλογα σε κοινά και σε αθάνατα, ενώ
ταυτόχρονα προσδιορίζει και τις περιοχές εκτροφής των, που είναι: η Αργολίδα,
από όπου προέρχονται τα άλογα του Εχέπωλου και του Διομήδη, η Θεσσαλία και η
Πιερία, από όπου προέρχονται τα άλογα του Αχιλλέα και του Εύμηλου αντίστοιχα, η
Θράκη, από όπου προέρχονται τα λαμπρά άλογα του Ρήσου, χωρίς, βέβαια, να
λησμονεί την Ηλεία και τη Μεσσήνη (Λ 671-761), από όπου προέρχονται οι 150
ξανθές φοράδες, τις οποίες φέρνει πίσω στην Πύλο ο Νέστορας, μετά από νικηφόρα
εκστρατεία στην περιοχή.
Κατά τον ποιητή, τα κοινά άλογα υπηρετούν τους θνητούς
ανθρώπους, ενώ τα ξεχωριστά, τα αθάνατα τους θεούς και τους βασιλιάδες, όπως
είναι τα άλογα του Αχιλλέα, δώρα του Ποσειδώνα στον Πηλέα, προικισμένα με
ανθρώπινη λαλιά και συναισθήματα.
Ο Αχιλλέας μιλά με περηφάνια για τα δικά του άλογα και τα
χαρακτηρίζει γρήγορα και αθάνατα, δώρα των θεών.
"Πόσο
πιο γρήγορα είναι τα δικά μου άλογα, το ξέρετε,
γιατί
είναι αθάνατα, δώρο του Ποσειδώνα στον Πηλέα,
τον
πατέρα μου, κι εκείνος πάλι τα χάρισε σ’ εμένα" (Ψ 276-278).
Η χρησιμοποίηση του αλόγου από τον άνθρωπο στην ομηρική
εποχή θεωρείται άκρως αναγκαία και ωφέλιμη, γι’ αυτό και ο ποιητής επισημαίνει
την προσφορά του, τόσο στον καιρό της ειρήνης, όσο και στον καιρό του πολέμου. Κάτι
που αποδεικνύεται περίτρανα από την υπόσχεση του Αγαμέμνονα στον Αχιλλέα, στον
οποίο προσφέρει, εκτός των άλλων πλούσιων δώρων, και δώδεκα άλογα στεφανηφόρα
που νίκησαν σε αγώνες, για να σταματήσει την οργή του και να κατεβεί στον
πόλεμο.
".............δώδεκα δ’ ίππους
πηγούς, αεθλοφόρους, οι αέθλια ποσσίν άροντο" (Ι
123-124)
"Θα
του δώσω... και δώδεκα άλογα γερά,
αθλοφόρα,
που έχουν κερδίσει στο τρέξιμο βραβεία".
Πρόκειται για αργείτικα άλογα με προϊστορία λαμπρή. Έχουν
νικήσει σε αγώνες αρματοδρομίας. Πρόκειται για αξιόλογα άλογα και όχι για άλογα
της σειράς. Κι όμως ο ποιητής δεν αποκαλύπτει όλη την αλήθεια γι’ αυτά, αφού δε
διευκρινίζει σε ποιες αρματοδρομίες έλαβαν μέρος και νίκησαν τα άλογα αυτά.
Γιατί, αν νίκησαν σε αρματοδρομίες που έγιναν στην Ελλάδα, τότε πρόκειται για
γέρικα άλογα, άνω των δέκα ετών, για άλογα σχεδόν άχρηστα, αν όμως έλαβαν μέρος
σε αγώνες που έγιναν στα χρόνια του τρωικού πολέμου, τότε τα άλογα είναι νεαρά
στην ηλικία και επομένως αξιόλογα. Ο ποιητής όμως σιωπά!
Η
δράση των αλόγων στον πόλεμο. Ο
πολεμιστής και ο ηνίοχος
Τα άλογα στην Ιλιάδα περιγράφονται να παίρνουν κυρίως
μέρος στον πόλεμο ζεμένα δύο μαζί σε δίτροχο πολεμικό άρμα, όπου επιβαίνουν ο
πολεμιστής και ο ηνίοχος του άρματος, ή να σέρνουν το άρμα κάποιου θνητού ή
θεού, όπως τα άλογα του Ποσειδώνα. Τα πολεμικά άρματα
χρησιμοποιούνται κυρίως στον πόλεμο σε μέρη, όπου το έδαφος προσφέρεται, αφού
σε αντίθετη περίπτωση η αποτυχία τους είναι δεδομένη. Κι όμως, ο γενναίος Έκτορας, χωρίς να λάβει υπόψη τη φύση του εδάφους,
εκδηλώνει επίθεση με τα άρματά του στο καστροτείχι των Αχαιών και φυσικά γνωρίζει
παταγώδη αποτυχία. Περιφρονεί τη βαθιά τάφρο, κάτι που υπολογίζουν
σοβαρά τα άλογα τα ζεμένα στο άρμα.
"΄Ετσι
ο Έκτορας ορμώντας μες στο πλήθος παρακινούσε
τους
συντρόφους του την τάφρο να διαβούνε, μα δεν τολμούσαν
τα γοργόποδα
άλογα, μόνο στο χείλος άκρη στέκονταν
και
δυνατά χλιμίντριζαν, γιατί τα τρόμαξε η τάφρος
με το
πλάτος της..."(Μ 49-52).
Στην περίπτωση αυτή τα άλογα αποδεικνύονται πιο σοφά από
τον αρχηγό τους, που τα προστάζει! (Έμμεση υποτίμηση των ικανοτήτων
του Έκτορα).
Τα άλογα αντιλαμβάνονται το αδύνατο του εγχειρήματος και διαμαρτύρονται.
Χλιμιντρίζουν δυνατά για την παράλογη διαταγή, γιατί φοβούνται να διαβούν την
πλατιά και βαθιά τάφρο, που περιβάλλει προστατευτικά το καστροτείχι των Αχαιών
και την καθιστά αδιάβατη. Ο Έκτορας, τελικά, αλλάζει τακτική, ύστερα όμως από
την επέμβαση και τις συμβουλές του Πολυδάμα, απομακρύνει τα άρματα από
τη μάχη και ενεργεί επιθέσεις με τον πεζικό του στρατό.
Το πολεμικό άρμα είναι ισχυρό και αποτελεσματικό όπλο,
όταν χρησιμοποιείται εκεί που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Και σ’ αυτό πάλι
παίζουν ρόλο τόσο ο πολεμιστής, όσο και ο ικανός ηνίοχος. Ο
πολεμιστής αγωνίζεται συνήθως πάνω από το άρμα, ενώ ο ηνίοχος το διευθύνει
κατάλληλα την ώρα της μάχης. Η επιτυχία
τους εξαρτάται από τη γενναιότητα του πολεμιστή και την ικανότητα του ηνίοχου να
κατευθύνει το άρμα στο σημείο που πρέπει τη δεδομένη στιγμή. Γι’ αυτό στο έπος,
πάντοτε σχεδόν, δίπλα στα ονόματα των γενναίων πολεμιστών αναφέρονται και
εκείνα των κυβερνητών των αρμάτων, όπως είναι το όνομα του Πάτροκλου, ηνίοχου του
άρματος του Αχιλλέα, τον οποίο, μετά το θάνατό του, ο Αχιλλέας αντικαθιστά με
τον ικανό ηνίοχο Αυτομέδοντα. Άλλοι ονομαστοί ηνίοχοι είναι ο Κοίρανος από τη Λύχτο
(Ρ 410), κυβερνήτης του άρματος του Μηριόνη, ο Ηνιοπέας, ηνίοχος του άρματος
του Έκτορα, που σκοτώνεται από το Διομήδη στη μονομαχία του με τον Έκτορα (Θ119),
και ο τελευταίος τον αντικαθιστά με τον παράτολμο Αρχιπτόλεμο.
Ο πολεμιστής και ο ηνίοχος έχουν στενή σχέση, τόσο μεταξύ
τους, όσο και με τα άλογα του άρματος. Μπορούν και συνεννοούνται καλύτερα
σε δύσκολες στιγμές, ενώ πολλές φορές τα άλογα, με δική τους πρωτοβουλία,
σώζουν τους αναβάτες τους.
Η επιβεβαίωση μας έρχεται από τη συνομιλία Λυκάονα και
Αινεία, όταν ο δεύτερος ζητά από το Λυκάονα ή να οδηγήσει αυτός ως ηνίοχος το άρμα
του εναντίον του Διομήδη ή να τον πολεμήσει ως πολεμιστής, ενώ το άρμα θα το
διευθύνει ο ίδιος ο Αινείας. Τότε ο Λυκάων του λέει:
"Αινεία,
εσύ ο ίδιος κράτα τα χαλινάρια των αλόγων σου,
με το
γνωστό αμαξηλάτη τους καλύτερα θα σύρουν
το
καμπύλο αμάξι, αν του Τυδέα ο γιος (Διομήδης) μας κυνηγήσει πάλι,
μήπως
τρομάξουν κι απ’ το φόβο τους δε θέλουν
να μας
βγάλουν έξω απ’ τη μάχη, ποθώντας τη φωνή σου" (Ε 230-234).
Τα άλογα υπακούνε στις εντολές των δικών τους ανθρώπων,
γι’ αυτό και η συνεργασία αναβατών και αλόγων ενός άρματος είναι στενή και η
λύπη των αλόγων μεγάλη, αν σκοτωθεί στη μάχη ο ένας των αναβατών. Τα άλογα π.χ.
του Αιακίδη νιώθουν βαθιά θλίψη και θρηνούν, όπως οι άνθρωποι, όταν ένιωσαν πως
ο αγαπημένος τους αμαξηλάτης, Πάτροκλος, έπεσε νεκρός από το κοντάρι του
Έκτορα.
"Στο
μεταξύ του Αιακίδη (Αχιλλέα) τ’ άλογα μακριά από τη μάχη
θρηνούσαν,
απ’ τη στιγμή που ένιωσαν πως ο αμαξηλάτης τους
έπεσε
μες στη σκόνη απ’ τον ανθρωποκτόνο Έκτορα.
..............
Με τα
κεφάλια τους κάτω στη γη σκυμμένα, ζεστά τρέχαν
τα
δάκρυα απ’ τα βλέφαρα στο χώμα, καθώς θρηνούσαν
αποζητώντας
τον ηνίοχο..." (Ρ 426-439).
Επομένως, δικαιολογημένη είναι η περηφάνια που νιώθει ο
Αχιλλέας για τα αθάνατα άλογά του, γιατί αγωνίζονται και συμπάσχουν μαζί με τον
άνθρωπο που αγαπούν.
Ο ρόλος των ξεχωριστών
αλόγων
Εκτός από τον ξεχωριστό ρόλο των ανθρώπων στη μάχη, ο
ποιητής επισημαίνει και τον ξεχωριστό ρόλο των αθάνατων αλόγων, όπως είναι τα
άλογα του Αχιλλέα, του Έκτορα, του Ρήσου, του Ποσειδώνα, της Ήρας και του Άρη.
Τα άλογα αυτά έχουν τη δική τους ιστορία, αφού μπορούν με τη θέληση των θεών να
μιλούν και να κλαίνε ακόμη, όταν προαισθάνονται τη συμφορά ή το θάνατο αγαπητού
τους προσώπου. Γι’ αυτό η Μούσα, που αξιολογεί ποια από τα ξεχωριστά άλογα
των Αχαιών είναι τα καλύτερα, αποφαίνεται πως από τα πιο αξιόλογα άλογα των
Αχαιών είναι του Φηρητιάδη, ενώ τα φημισμένα άλογα του Αινεία, δώρα του Δία
στον Τρώα, υπερέχουν από όλα τα άλογα που βρίσκονται πάνω στη γη και προκαλούν
τρόμο. Και
μόνον από την αξιολόγηση αυτή είναι αρκετό να κατανοήσει κανείς την αξία των
αλόγων αυτών.
Μούσα:
"Οι
καλύτερες φοράδες ήταν του εγγονού του Φέρητα, του Εύμηλου,
κι
αυτός τις οδηγούσε, γρήγορες σαν πουλιά,
με
ίδιο χρώμα, της ίδιας ηλικίας και με το ίδιο ανάστημα.
Ο αργυρότοξος
Απόλλων τις είχε μεγαλώσει στην Πηρεία,
και
ήταν φοβερές στον πόλεμο, στις μάχες" (Β 762-767).
Τις περίφημες αυτές φοράδες που πετάνε σαν πουλιά τις
ανέθρεψε ο Απόλλων και ήταν ικανότατες στον πόλεμο και στις μάχες. Είναι όλες
της ίδιας ηλικίας, που σημαίνει μεγαλύτερες από δέκα χρόνων, αφού γεννήθηκαν
στην Ελλάδα κάτω από τη φροντίδα του θεού Απόλλωνα και από εκεί έφτασαν στην
Τροία. Οι φοράδες αυτές, αν και είναι
μεγάλες στην ηλικία, είναι γρήγορες, έμπειρες και αξιόμαχες.
Αγώνες προς τιμήν του
Πάτροκλου
Σημαντικές και πολλές πληροφορίες για τα άλογα μας
παρέχει ο ποιητής στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, όταν αφηγείται τον αγώνα αρματοδρομίας,
που οργάνωσε ο Αχιλλέας, για να τιμήσει το νεκρό φίλο του, Πάτροκλο.
Στον αγώνα δηλώνουν συμμετοχή πέντε άνδρες: Εύμηλος,
Διομήδης, Μενέλαος, Αντίλοχος και Μηριόνης. Αγωνοθέτης και κριτής είναι ο Αχιλλέας. Το σύνθημα για τον αγώνα δίνεται και
"Πρώτος απ’ όλους σηκώθηκε ο βασιλιάς Εύμηλος,
του
Άδμητου ο αγαπημένος γιος, που ξεχώριζε στην ιππική του τέχνη.
Κατόπι
του Τυδέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός Διομήδης,
κι έζευε
του Τρώα τ’ άλογα, που κάποτε είχε αρπάξει
απ’
τον Αινεία, μα τον ίδιο τον γλίτωσε ο Φοίβος.
Μετά
σηκώθηκε ο ξανθός Μενέλαος ο διογέννητος γιος
του
Ατρέα, κι έζεψε τα γρήγορα άλογά του,
τον
δικό του Πόδαργο και την Αίθη, που την είχε κάνει δώρο
στον
Αγαμέμνονα ο Εχέπωλος ο γιος του Αγχίση,
για να
μην πάει μαζί του στο ανεμόδαρτο Ίλιο,
αλλά
να μείνει εκεί, στη Σικυώνα την απλόχωρη, να χαίρεται
πλούτη
αμύθητα, που του ’χε χαρίσει ο Δίας.
Αυτήν
έφερε κάτω απ’ το ζυγό, την ασυγκράτητη, να τρέξει.
Τέταρτος
ετοίμασε τα ομορφότριχα άλογά του ο Αντίλοχος,
ο αρχοντογιός
του Νέστορα, του αντρειωμένου βασιλιά,
εγγόνι
του Νηλέα. Δύο άλογα
γοργά στην Πύλο γεννημένα
έσερναν
το άρμα του. Πήγε ο πατέρας του κοντά, του ’δινε
συμβουλές
για το καλό του, κι ας ήτανε κι εκείνος συνετός" (Ψ 288-305)
............................
Πέμπτος
ο Μηριόνης έζεψε τα καλλίτριχα άλογά του.
Ανέβηκαν
τότε στις άμαξες και ρίξανε τους κλήρους" (Ψ 351-352).
Η περιγραφή του αγώνα που ακολουθεί είναι θαυμάσια. Οι άνδρες
συναγωνίζονται με δύναμη και πάθος για τη νίκη. Τελικά, πρώτος τερματίζει ο Διομήδης και παίρνει δύο έπαθλα: τη γυναίκα και
τον τρίποδα με λαβές. Δεύτερος τερματίζει ο Αντίλοχος, ο οποίος, αν και
προσπερνά με δόλο το αμάξι το Μενέλαου, παίρνει το έπαθλο, μια εξάχρονη
ετοιμόγεννη φοράδα. Ο Μενέλαος τερματίζει τρίτος και παίρνει ένα λέβητα, ενώ
τον ακολουθεί στην τέταρτη θέση ο Μηριόνης,που είχε αργοκίνητα άλογα και
σχετική απειρία. Αυτός παίρνει δύο τάλαντα χρυσάφι. Τελευταίος τερματίζει ο Εύμηλος, που σέρνει ο ίδιος το
τσακισμένο αμάξι του. Ο Αχιλλέας όμως, εκτιμώντας την προσπάθειά του, του
προσφέρει το δεύτερο βραβείο, την ετοιμόγεννη φοράδα. Στην
ενέργεια αυτή του Αχιλλέα αντιδρά ο Αντίλοχος. Ο Αχιλλέας, τελικά, υποχωρώντας
στις αξιώσεις του Αντίλοχου, αλλάζει το έπαθλο και προσφέρει στον Εύμηλο τον
περίφημο χάλκινο θώρακα που άρπαξε από τον Αστεροπαίο, με λαμπερό κασσίτερο
τριγύρω στολισμένο.
Ο Αχιλλέας στο τέλος τιμά και το Νέστορα για τη μεγάλη
του προσφορά στον πόλεμο, χωρίς να αγωνιστεί, γιατί είναι γέρος. Ο Αχιλλέας
πλησιάζει με σεβασμό τον αντρειωμένο Νέστορα και με αγάπη περισσή του προσφέρει
ένα κύπελλο χρυσό, για να του θυμίζει την ταφή του Πάτροκλου.
Συγκινητική όμως είναι και η σκηνή Αντίλοχου-Μενέλαου. Ο
Αντίλοχος, μετανιωμένος για τον τρόπο που προσπέρασε το Μενέλαο, πλησιάζει το
βασιλιά της Σπάρτης και του ζητά συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Ο Μενέλαος,
μεγαλόψυχος όπως είναι, τον συγχωρεί. Του
αναγνωρίζει τη σύνεση και την προσφορά του στον πόλεμο και του ζητά να κρατήσει
την όμορφη φοράδα κι ας ήταν δικό του έπαθλο.
Τα αθάνατα άλογα του Αινεία
και του Αχιλλέα είναι δώρα των θεών
Ο ποιητής, αναφερόμενος στα αθάνατα άλογα, φροντίζει να
αιτιολογεί την ιδιότητά τους αυτή αλλά και τις φανταστικές ικανότητές τους. Συγκεκριμένα
σημειώνει πως τα φημισμένα άλογα του Αινεία είναι δώρο του Δία στον Τρώα,
αμείβοντάς τον για το γιο του Γανυμήδη, που τον πήρε στον Όλυμπο και υπηρετούσε
ως οινοχόος στο παλάτι του.
"Γιατί
είναι από τη γενιά που ο βροντόφωνος ο Δίας χάρισε
στο
Τρώα ως πληρωμή για το γιο του Γανυμήδη,
τα
πρώτ απ’ όλα τ’ άλογα σ’ Ανατολή και Δύση.
Από
αυτή τη ράτσα έκλεψε ο βασιλιάς Αγχίσης
και τα
ζευγάρωσε, κρυφά απ’ το Λαομέδοντα, με φοράδες,
κι απ’
τη γενιά τους γεννήθηκαν έξι πουλάρια στο παλάτι του.
Τέσσερα
απ’ αυτά τ’ ανέτρεφε στη φάτνη για δικά του,
τα
άλλα δυο, φόβος και τρόμος των εχθρών, τα ’δωσε στον Αινεία.
Αν
τώρα αυτά τ’ αρπάξουμε, η φήμη μας θα μείνει στους αιώνες (Ε 265-272).
Αυτά τα περίφημα άλογα αρπάζει κάποτε ο Διομήδης,
νικώντας τον Αινεία, χωρίς να τον σκοτώσει, γιατί τον έσωσε η έγκαιρη επέμβαση
του θεού. Γι’ αυτό αργότερα, όταν ο γερο-Νέστορας βρίσκεται σε κίνδυνο και
αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον εχθρό με τα αργοκίνητα άλογά του, ο Διομήδης
σπεύδει αμέσως σε βοήθειά του. Τον ανεβάζει στο δικό του άρμα, για να
πολεμήσουν μαζί τους Τρώες, που απειλούν να πάρουν την ένδοξη ασπίδα του
Νέστορα και το θώρακα του Διομήδη. Τα άλογα του Διομήδη είναι γρήγορα και
γνωρίζουν να κυνηγούν μα και να φεύγουν πίσω.
"Γέροντα,
αλήθεια, πολύ σε βασανίζουν οι νέοι μαχητές,
τώρα
που δύναμή σου χάθηκε και σ’ έχουν βρει τα μαύρα γηρατειά,
κι ο
ηνίοχος σου είναι αδύναμος, αργά τα άλογά σου.
Εμπρός,
ανέβα στο αμάξι μου, να δεις τι αξίζουν
του
Τρώα τ’ άλογα, που μες στον κάμπο ξέρουν
μια
εδώ, μια εκεί να κυνηγούνε γρήγορα ή να γυρίζουν πίσω.
Τα
πήρα απ' τον Αινεία...." (Θ
102-108).
Εξίσου λαμπρά και ικανά είναι και τα άλογα του γενναίου
Έκτορα, που λίγο πριν επιτεθεί στο Διομήδη, για να του πάρει την ασπίδα και το
θώρακα, πλησιάζει τα άλογά του, τα εγκαρδιώνει και ζητά από αυτά να δειχτούν
αντάξια της αγάπης της γυναίκας του Ανδρομάχης, που τόσο πολύ τα αγαπούσε και
τα φρόντιζε.
"Ξάνθε
και εσύ Πόδαργε, και Αίθωνα και Λάμπε θεϊκέ,
είναι
ώρα να μου ξεπληρώσετε την περισσή φροντίδα
που
είχε για σας η Ανδρομάχη, η κόρη του μεγαλόψυχου Ηετίωνα,
που
πρώτα έβαζε σε σας γλυκό σιτάρι και συγκερνούσε το κρασί
για
σας, όποτε η καρδιά σας το ζητούσε,
παρά
για μένα, που καμαρώνω πως είμαι ο λεβέντης άντρας της.
Εμπρός,
ορμάτε γρήγορα να πάρουμε
την ασπίδα του Νέστορα, που η φήμη
της στα ουράνια έχει φτάσει,
πως
είναι ολόχρυση, κι αυτή κι ο σκελετός της,
κι από
τους ώμους του ιπποδαμαστή Διομήδη
το
θώρακά του τον περίτεχνο, που ο Ήφαιστος τον έφτιαξε με κόπο.
Αυτά
τα δυο αν παίρναμε, θα ’χαμε ελπίδα ν’ ανεβάσουμε
τη
νύχτα αυτή τους Αχαιούς στα γοργοτάξιδα καράβια τους (Θ 185-197).
Το άρμα του Έκτορα, όπως δηλώνεται στην αρχή, είναι
τέθριππο, δηλαδή το σέρνουν τέσσερα άλογα, ενώ ως τώρα τα άρματα στα οποία
αναφερθήκαμε σέρνονταν από δύο ίππους.
Ο ΄Εκτορας συνομιλεί με τα τέσσερα άλογά του και τα
προτρέπει να κάνουν το καθήκον τους σαν να απευθύνεται σε στρατιώτες λίγο πριν
από τη μάχη. Τονίζει σ’ αυτά πως από τα ίδια εξαρτάται αν θα πάρουν οι Τρώες τη
φημισμένη χρυσή ασπίδα του Νέστορα και το θώρακα του Διομήδη και αν θα
τελειώσει ο πόλεμος. Με λίγα λόγια ο Έκτορας επιφορτίζει τα άλογά του με
μεγάλη ευθύνη, γιατί στην επικείμενη μάχη πρόκειται να παίξουν σημαντικό ρόλο.
Η μάχη όμως που δίνεται έχει τα αντίθετα αποτελέσματα για
τους Τρώες. Ο Δίας έδωσε τη φορά αυτή τη νίκη στους Αχαιούς και ματαίωσε τα
σχέδια του Έκτορα. Στη μάχη πολεμά γενναία και θριαμβεύει ο Διομήδης, καθώς και
άλλοι γενναίοι ηγήτορες, όπως είναι ο Αίας, ο Ιδομενέας και ο Μηριόνης.
Αθάνατα άλογα όμως διαθέτει και ο Αχιλλέας. Τα δικά
του άλογα πετούν σαν πουλιά και ξεπερνούν κάθε εμπόδιο και κάθε κίνδυνο. Είναι
άλογα που χάρισε, ως γαμήλιο δώρο, ο Ποσειδώνας στον Πηλέα, τον πατέρα του
Αχιλλέα.
"Πόσο
γρήγορα είναι τα δικά μου άλογα, το ξέρετε,
γιατί
είναι αθάνατα, δώρο του Ποσειδώνα στον Πηλέα,
τον
πατέρα μου, κι εκείνος πάλι τα χάρισε σε μένα.
οι
χαίτες τους ακουμπούν στη γη,
και
μένουνε ασάλευτα με την καρδιά θλιμμένη" (Ψ 276-284).
Τα άλογα, που έχουν προαιστανθεί το θάνατο του Πάτροκλου,
μένουν ασάλευτα, κλαίνε και θρηνούν τον σύντροφό τους. Έτσι νιώθουν τον
Πάτροκλο, το γενναίο τους ηνίοχο, που δεν υπάρχει πια.
Ο ποιητής, αναφερόμενος στα θαυμάσια αυτά άλογα,
συμπληρώνει πως ήταν ατίθασα και ότι μόνον ο Αχιλλέας μπορούσε να τα δαμάσει. Το
ομολογεί ο Οδυσσέας, όταν συλλαμβάνει το Δόλωνα να κατασκοπεύει το στρατόπεδο
των Αχαιών και, μετά από ισχυρή πίεση, αναγκάζεται να αποκαλύψει πως για την
αποστολή του αυτή ο Έκτορας του υποσχέθηκε να του δώσει τα ωραία άλογα του
Αχιλλέα, αν κέρδιζε τον πόλεμο.
Γι’
αυτό, απαντώντας με ειρωνεία ο Οδυσσέας, του λέει:
"Αλήθεια,
η καρδιά μεγάλα δώρα πόθησε,
του
αντρειωμένου Αιακίδη τ’ άλογα, που δύσκολα οι θνητοί
μπορούν
να τα δαμάσουν και να τα κυβερνήσουν
άλλος
κανείς εξόν ο Αχιλλέας, που αθάνατη τον γέννησε μητέρα" (Κ 400-403).
Ο Οδυσσέας, που αντιλαμβάνεται την άγνοια του Δόλωνα,
γελώντας, του λέει πως μεγάλα δώρα πόθησε η ψυχή του. Τα άλογα
αυτά δεν είναι για τις δικές του δυνάμεις. Είναι αθάνατα και ατίθασα και δύσκολα να τα τιθασεύσει θνητός. Πρόκειται
για άλογα που διαφέρουν από τα άλλα, αφού έχουν και μαντικές ικανότητες.
Προβλέπουν πράγματα, έστω κι αν είναι μακριά, γι’ αυτό και προκαλούν το
θαυμασμό. Θρηνούν απαρηγόρητα τα άλογα αυτά, όταν αντιλαμβάνονται το θάνατο του
Πάτροκλου.
"Στο
μεταξύ του Αχιλλέα τ’ άλογα μακριά από τη μάχη
θρηνούσαν,
απ’ τη στιγμή που ένιωσαν πως ο αμαξηλάτης τους
έπεσε
μες στη σκόνη απ’ τον ανθρωποκτόνο Έκτορα".
Θρηνούσαν
και δεν ήθελαν να γυρίσουν στον πόλεμο.
"Μόνο,
όπως μένει ασάλευτη μια στήλη, που στήθηκε
σε
τύμβο ανδρός νεκρού ή γυναικός,
έτσι
έμεναν ασάλευτα ζεμένα στο πανέμορφο αμάξι,
με τα
κεφάλια τους κάτω στη γη σκυμμένα, ζεστά τρέχαν
τα
δάκρυα απ’ τα βλέφαρα στο χώμα, καθώς θρηνούσαν
αποζητώντας
τον ηνίοχο...
Τα
είδε να υποφέρουν ο Δίας και λυπήθηκε.
Κούνησε
το κεφάλι του και είπε μονολογώντας:
"Δύστυχα,
γιατί σας έδωσα στο βασιλιά Πηλέα, σ’ ένα
θνητό,
εσάς τ’ αγέραστα κι αθάνατα;
Να
βασανίζεστε κι εσείς με τους δύστυχους θνητούς;
Από
τον άνθρωπο δεν είναι άλλο πλάσμα πιο δύσμοιρο
απ’
όσα στη γη επάνω κινούνται και αναπνέουν.
Ωστόσο,
δε θ’ αφήσω να ανεβεί στο στολισμένο άρμα σας
ο γιος
του Πρίαμου, ο Έκτορας (Ρ 426-449).
Η ομολογία λάθους από το Δία είναι σημαντική. Μετανοεί
και αναρωτιέται αν ήταν ορθή η απόφασή του, να δώσει σε θνητό άνθρωπο τα
αθάνατα άλογα, για να δηλώσει πως δεν υπάρχει δυστυχέστερο πλάσμα από όσα
υπάρχουν στη γη, από τον άνθρωπο. Δηλώνει όμως πως δε θα επιτρέψει το γιο του
Πρίαμου να ανεβεί στο άρμα των αθάνατων αλόγων του Αχιλλέα.
Τα ίδια άλογα έπραξαν το καθήκον τους, όταν διαπίστωσαν
πως κινδύνευε ο νέος τους ηνίοχος, ο Αυτομέδων, οπότε με μια τολμηρή κίνηση
διέσπασαν την εχθρική παράταξη και βγήκαν έξω από αυτή.
"
...εκείνον όμως μακριά
τον
πήγαιναν τ’ άθάνατα γρήγορα άλογα
δώρα
λαμπρά που οι θεοί είχαν δώσει στον Πηλέα" (Π 865-867).
Ο ποιητής φαίνεται πως του άρεσε η σκηνή με τον Έκτορα,
που συνομιλεί με τα άλογά του, γι’ αυτό και την επαναλαμβάνει και σε άλλο
σημείο του έπους, με τον Αχιλλέα, ο οποίος απευθύνεται κι αυτός στα άλογά του
και τα παρακινεί να φέρουν πίσω ζωντανό τον ηνίοχό τους, τον Αυτομέδοντα.
"Ξάνθε
και Βαλίε, τέκνα της Ποδάργης ξακουστά,
προσέξετε
να φέρετε σώο τον ηνίοχο πίσω
στους
Δαναούς, αφού χορτάσουμε τον πόλεμο.
Μην
αφήσετε, όπως τον Πάτροκλο, εκεί πέρα σκοτωμένο (Τ 400-403).
Η Ήρα
δίνει λαλιά στον Ξάνθο κι εκείνος απαντά στο παράπονο του Αχιλλέα.
"Σίγουρα
θα σε σώσουμε και τούτη τη φορά, κραταιέ Αχιλλέα,
..................
Δεν
ήταν από βραδύτητα ή τεμπελιά δική μας
που οι
Τρώες πήρανε τα όπλα σου απ’ τους ώμους του Πάτροκλου,
απ’
τους θεούς ο άριστος, που γέννησε η καλλίκομη Λητώ,
τον
σκότωσε μες στους προμάχους κι έδωσε στον Έκτορα τη νίκη" (Τ 408-4112).
Τα άλογα διαμαρτύρονται και υποστηρίζουν πως ένας θεός
σκότωσε τον Πάτροκλο και όχι η δική τους βραδύτητα ή τεμπελιά.
Ο Κ. Καβάφης, που εμπνεύσθηκε στα νεότερα χρόνια από το
περιστατικό αυτό των αλόγων που θρηνούν και βασανίζονται, συνέθεσε το γνωστό
ποίημά του με τίτλο: "Τα άλογα του Αχιλλέως", όπου παρουσιάζει κι
αυτός το Δία να αναρωτιέται αν έκανε καλά να δώσει τα αθάνατα άλογα στον Πηλέα,
σε ένα θνητό, και να τα μπλέξει, αθάνατα αυτά, σε ανθρώπινα βάσανα.
"Τον
Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που
ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός και νέος,
άρχισαν
τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η
φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για
του θανάτου αυτό το έργον που θεωρούσε.
Τίναζαν
τα κεφάλια τους και τες μακριές χαίτες κουνούσαν
την γη
χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον
Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μια
σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο
-χωρίς πνοή-
εις το
μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ τη ζωή.
Τα
δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων
και λυπήθη. "στου Πηλέως το γάμο"
είπε "δεν
έπρεπε έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα
να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατε εκεί
χάμου
στην
άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις
που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες
συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά
των
σας
έμπλεξαν οι άνθρωποι". -Όμως τα δάκρυά των
για
του θανάτου την παντοτινή
την
συμφορά εχύνανε τα δύο τα ζώα τα ευγενή.
Τα αθάνατα άλογα των
Θεών
Αθάνατα άλογα διαθέτουν και οι θεοί, όπως είναι: ο
Ποσειδώνας, η Ήρα, η Αθηνά και ο Άρης.
Ο Ποσειδώνας ταξιδεύει με άρμα που το σέρνουν αθάνατα
άλογα και φτάνει στο μέγα σπήλαιο ανάμεσα στην Τένεδο και Ίμβρο, όπου ξεζεύει
τα άλογα από το άρμα και τα ταΐζει αθάνατη τροφή.
"Τα
ξέζεψε απ’ τ’ άρμα, τα τάισε αθάνατη τροφή.
Περνάει
μετά στα πόδια τους πέδικλα χρυσαφένια,
γερά
και άλυτα, εκεί να περιμένουν το γυρισμό
του
κύρη τους... " (Ν 35-38)
Το αντίθετο ακριβώς πράττει, όταν φτάνει στις Αιγές, όπου
του έχουν χτίσει παλάτι αστραφτερό κι ολόχρυσο.
"Φτάνοντας
εκεί, στ’ αμάξι ζεύει δύο χαλκοπόδαρα άλογα
ταχύποδα,
με μακριές και χρυσαφένιες χαίτες.
Ντύθηκε
κι ο ίδιος στα χρυσά, πήρε χρυσό μαστίγιο,
καλοφτιαγμένο,
ανέβηκε στο άρμα του
κι
έτρεχε με ορμή στα κύματα επάνω…" (Ν 23-27).
Στον πόλεμο κατεβαίνουν και οι δύο θεές Ήρα και η Αθηνά. Θέλουν να
βοηθήσουν τους Αχαιούς που πιέζονται από τον έχθρό. Η Αθηνά ετοιμάζεται να πολεμήσει. Φορά το χιτώνα, που τα σύννεφα
πυκνώνει, τη θυσανωτή ασπίδα της, που στεφανώνει ο Φόβος, η Έριδα, η Δύναμη, ο
παγερός Διωγμός, το απαίσιο κεφάλι της Μέδουσας, και την περικεφαλαία με τις
τέσσερις προεξοχές, στολισμένη με παραστάσεις πολεμιστών από εκατό πόλεις. Ανεβαίνει η ίδια με το βαρύ της δόρυ στο αμάξι, ενώ η
Ήρα, που βρίσκεται σ’ αυτό, χτυπά με το μαστίγιο τα άλογα και γρήγορα αυτά,
ανοίγοντας τις πύλες του συννεφιασμένου Ολύμπου, τις οδηγούν στο Δία, που
κάθεται παράμερα από τους άλλους θεούς (Ε 745-752). Ζητούν και
παίρνουν από το Δία την άδεια να κατεβούν στον πόλεμο, για να βοηθήσουν τους
Αχαιούς. Στον Όλυμπο σε λίγο φτάνει και ο Άρης, ο θεός του πολέμου, με το δικό
του άρμα, όπου έχει ζεμένα τα δικά του άλογα το Δείμο και το Φόβο. Μ’ αυτά πολεμά και δαμάζει γενναίους άνδρες και
πολυάριθμους στρατούς, γι’ αυτό και ο Δίας δεν τον συμπαθεί καθόλου.
"Απ’
όλους τους θεούς, που ζουν στον Όλυμπο, εσένα πιο πολύ μισώ,
γιατί σ’
αρέσουν πάντα τα μαλώματα, οι πόλεμοι και οι μάχες (Ε 890-891).
Τα
λαμπρά άλογα του Ρήσου
Λαμπρά και ξεχωριστά άλογα διαθέτει και ο Ρήσος, ο
βασιλιάς της Θράκης, γιος του Ηιονέα και της Μούσας Καλλιόπης ή Ευτέρπης, που
φτάνει στην Τροία, για να βοηθήσει τους συμμάχους του Τρώες, καυχώμενος πως η
επέμβασή του θα συντελέσει πάραυτα στη νίκη των Τρώων και στο τέλος του
πολέμου. Αυτόν, λοιπόν, τον αλαζόνα βασιλιά βρίσκουν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας
στη νυχτερινή τους καταδρομή στο στρατόπεδο των Τρώων και τον σκοτώνουν μαζί με
τη φρουρά του, του αρπάζουν τα ωραία άλογα και καβάλα σ’ αυτά επιστρέφουν στο
στρατόπεδό τους, αποσπώντας το θαυμασμό και την εκτίμηση των συμπολεμιστών
τους.
Τις πληροφορίες για την άφιξη του Ρήσου έλαβαν οι δύο
άνδρες από το Δόλωνα, που είχαν συλλάβει λίγο νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της
νύχτας, και τους μίλησε για τα θαυμάσια άλογα του Ρήσου.
"Τα
άλογα του είναι τα πιο όμορφα, τα πιο μεγάλα που είδα,
από το
χιόνι πιο λευκά, γοργά σαν τους ανέμους.
Όμορφα
δουλεμένο ήταν τ’ άρμα του με ασήμι και χρυσό,
κι
ήρθε φορώντας μαλαματένια άρματα, πελώρια,
θαύμα
ιδέσθαι. Θνητοί να
τα φορούν δεν πάει,
στους
αθάνατους μοναχά ταιριάζουν" (Κ 436-441).
Ο Δόλωνας ούτε λίγο ούτε πολύ προδικάζει το τέλος του
Ρήσου, τονίζοντας πως η εμφάνιση του πολεμικού του άρματος είναι μια πρόκληση
όχι μόνον απέναντι στους θνητούς αλλά και απέναντι στους θεούς. Η πρόκλησή του
ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια και φτάνει στην ύβρη, γι’ αυτό και η τιμωρία του
είναι αναπόφευκτη.
Και όντως τιμωροί του σε λίγο αναδεικνύονται οι δύο
άνδρες, Διομήδης και Οδυσσέας, που όλως αιφνιδιαστικά, χωρίς άνωθεν εντολή
σκοτώνουν το βασιλιά. Το κέρδος τους δεν είναι μόνον υλικό, τα δύο λαμπρά
σαν χιόνι άλογα, αλλά και ηθικό, ο θαυμασμός των συντρόφων τους και η δόξα
τους. Οι σύντροφοί τους Αχαιοί, βλέποντας τα άλογα του Ρήσου, μένουν έκθαμβοι,
ενώ ο Νέστορας, για να ικανοποιήσει την απορία του ρωτά:
"Πώς
πήρατε ετούτα τ’ άλογα; Χωθήκατε μες στο στρατό των Τρώων,
ή σας
τα έδωσε κάποιος θεός που σας αντάμωσε;
Είναι
ολόιδια με τις ακτίνες του Ηλίου
...........
Ποτέ
ως τώρα δεν είδα, δεν αντίκρισα άλογα σαν ετούτα" (Κ 547-550).
Ο θαυμασμός του Νέστορα είναι η καλύτερη και η
ασφαλέστερη επιβεβαίωση της ομορφιάς των αλόγων αυτών, που τώρα δεμένα στο
παχνί τρώνε την τροφή τους δίπλα στα ωραία άλογα του Διομήδη.
Επίλογος
Τελικά, αποδεικνύεται πόσο σημαντική είναι η προσφορά του
αλόγου στον άνθρωπο και ιδιαίτερα σε περίοδο πολέμου. Είναι ένα ζώο που
διακρίνεται για την αγάπη και την αφοσίωσή του στον αφέντη του, για τη
γενναιότητά του και τη συνδρομή του σε δύσκολες κυρίως στιγμές στον κύριό του,
γεγονός που συγκινεί βαθιά τον άνθρωπο και προβαίνει στον δίκαιο έπαινό του,
χαρακτηρίζοντας το άλογο εξαιρετικό και αθάνατο, θεότρεφτο και πιστό, γενναίο
και ευαίσθητο. Εκείνο, που νιώθει με τη σειρά του την αγάπη και τη φροντίδα του
ανθρώπου σ’ αυτό, κλαίει και θρηνεί, όταν χάνει τον αφέντη του αλλά και
αγωνίζεται με απαράμιλλο θάρρος να τον προστατεύσει ή να τον σώσει, όταν
βρίσκεται σε δύσκολη θέση, χρησιμοποιώντας την αντιληπτικότητά του, την
ταχύτητά του και την τόλμη του. Ο άνθρωπος ταυτίζεται μαζί του, γι’ αυτό το
αγαπά και το φροντίζει σαν παιδί του!
Δημήτρης
Κ. Αραμπατζής
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΕΤΑΡΤΗ, 21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2009.
[Ομήρου Ιλιάδα : Μετάφραση : Γιάννη Κόραβου - Χρυσάνθης Δρόσου, Εκδόσεις
Σοκόλη, Αθήνα 2008]