Με την πράξη του αυτή ο γιος της Θεάς θέτει το προσωπικό του ζήτημα πάνω από το κοινό, χωρίς όμως να είναι άμοιρος ευθύνης και ο Αγαμέμνων, που πρώτος δίνει αφορμή στη ρήξη. Η αποχώρηση του Αχιλλέα από τον πόλεμο οδηγεί σε δύσκολη θέση τους Αχαιούς, οι οποίοι στη συνέχεια δοκιμάζονται σκληρά από τους Τρώες. Στον κάμπο συνάπτονται μεταξύ των εμπολέμων φονικές μάχες.
Οι Αχαιοί αγωνίζονται να εδραιώσουν, τον πρώτο καιρό, την εξουσία τους στην περιοχή της Τρωάδες και στη συνέχεια να εκπορθήσουν την πόλη του Πρίαμου, ενώ οι Τρώες, με επικεφαλής τον Έκτορα, πολεμούν γενναία, για να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς.
Ο ποιητής, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ως το θάνατο και την ταφή του Έκτορα, αφηγούμενος με θαυμάσιο τρόπο τα πολεμικά γεγονότα, δεν παύει να μνημονεύει-πάνω από 360 φορές- το όνομα του Αχιλλέα, φέρνοντάς τον παρόντα σε όλες τις ραψωδίες του έπους, αποδεικνύοντας και με τον τρόπο αυτό την αξία και την προσφορά του ηγέτη αυτού στον πόλεμο.
Κι ενώ ο αναγνώστης αναμένει να επανέλθει στον πόλεμο ο Αχιλλέας, ύστερα μαλιστα και από τις θερμές παρακλήσεις των Αχαιών-αν και οι προσπάθειες που έγιναν δεν τελεσφόρησαν- εκείνος κατεβαίνει στον πόλεμο μόνον ύστερα από το φόνο του επιστήθιου φίλο του, για να λάβει προσωπικά ο ίδιος εκδίκηση από τον Έκτορα, το φονιά του Πάτροκλου. Η συμμετοχή του Αχιλλέα στον πόλεμο ενθαρρύνει τους φοβισμένους Αχαιούς, ενώ αντίθετα προξενεί φόβο και τρόμο στους Τρώες. Την εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει και ο ποιητής:
"΄Οσο οι θεοί ακόμα βρίσκονταν απ' τους θνητούς μακριά,
οι Αχαιοί το είχαν καύχημα, που φάνηκε ξανά ο Αχιλλέας-
τόσον καιρό είχε αποτραβηχτεί από την άγρια μάχη.
Των Τρώων όμως τα γόνατα τρεμούλα τα είχε πιάσει
από το φόβο τους που έβλεπαν το γρήγορο Αχιλλέα
να αστράφτει μες στα όπλα του, ίδιος ο Άρης φονικός"(Υ 41-46).
Βέβαια, είναι γνωστό πως ο Αχιλλέας δεν ανήκει στους μνηστήρες της Ελένης. Ακολουθεί τους Αχαιούς στην Τροία, γιατί επιθυμεί να συνδράμει στην προσπάθειά τους να τιμωρήσουν του Τρώες για την αρπαγή της από το παλάτι του Μενέλαου. Το ομολογεί ο ίδιος, όταν συγκρούεται με τον Αγαμέμνονα για τη Βρισηίδα, την παλλακίδα που του έδωσαν οι Αχαιοί, όταν κυρίεψαν τη Λυρνησσό.
"Οι Τρώες οι πολεμιστές δεν ήταν αφορμή μου
να 'ρθω ν' αγωνιστώ εδώ. Ναι, δε μου έχουν φταίξει,
δεν άρπαξαν τα βόδια μου ούτε τα άλογά μου
κι ούτε ποτέ στην εύφορη, την αντροθρέφτρα Φθία
ρήμαξαν τα χωράφια μου, γιατί ανάμεσά μας
βρίσκονται σκιερά βουνά, θάλασσα αγριεμένη.
Για σένα αδιάντροπε, ήρθαμε, για χαρά σου
τους Τρώες να χτυπήσουμε, για σένα, σκυλομούρη,
και το Μενέλαο..."(Α 152-160).
Ο οργισμένος Αχιλλέας κατηγορεί τον Αγαμέμνονα για αδιαντροπιά και αχαριστία, γι' αυτό και τον "στολίζει" με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Οι ηγέτες εμφανίζουν μια εικόνα άσχημη, όταν φτάνουν στη μοιρασιά των λαφύρων, μια εικόνα που ενοχλεί, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Για να φτάσει όμως στο σημείο να οργιστεί τόσο πολύ ο Αχιλλέας εναντίον του Αγαμέμνονα, φαίνεται πως είχε και άλλοτε δυσαρεστηθεί μαζί του και τώρα βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπάσει εναντίον του.
Γι' αυτό και ο ποιητής στο εξής θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στο πρόσωπο του Αχιλλέα και τη δράση του ίσαμε να στερεώσουν οι Αχαιοί την εξουσία τους στην περιοχή της Τρωάδας. Πρώτο μέλημα των εισβολέων στην ξένη γη είναι να αποκλείσουν την πόλη του Πριάμου από τις γύρω πόλεις, κυριεύοντάς τες, ώστε να εξασφαλίσουν τα νώτα τους από τον ενδεχόμενο κίνδυνο που θα διέτρεχαν απ' αυτές, μια και από τη θάλασσα προστατεύονταν οι ίδιοι από τα καράβια τους, τα αγκυροβολημένα στην ακτή.
Οι πρώτες πληροφορίες για τα πολεμικά γεγονότα στην περιοχή της Τρωάδας μας δίνονται από τον ίδιο τον Αχιλλέα, τον αρχηγό των πολεμικών επιχειρήσεων. Ομολογεί πως κυριεύει δώδεκα(12) πόλεις (νησιά) με τα καράβια του και (11) έντεκα πόλεις στη στεριά με τον πεζικό του στρατό.
Η μαρτυρία είναι σοβαρή και καταδεικνύει το πλήθος των εχθρικών πόλεων που είχε να αντιμετωπίσει έως ότου εδραιώσει την εξουσία του στη στεριά και τη θάλασσα της περιοχής της Τρωάδας.
"Με τα καράβια δώδεκα πόλεις έχω κουρσέψει
και με τα πόδια ένδεκα στην καρπερή Τρωάδα.
Διάλεγα λάφυρα πολλά και πλούσια απ' εκείνες
κι όλα στον Αγαμέμνονα τα έδινα. Κι εκείνος
τα έπαιρνε πίσω μένοντας στα γοργά τα πλοία πλάι" (Ι 328-332).
Ο Αχιλλέας, από τη μια, περηφανεύται για τις κατακτήσεις του και τα λάφυρα που αποκομίζει από τις κουρσεμένες εχθρικές πόλεις, και από την άλλη, θλίβεται για την απαράδεκτη συμπεριφορά του Αγαμέμνονα κατά τη μοιρασιά των λαφύρων, αφού ο αρχιστράτηγος παίρνει πάντα τα καλύτερα , αν και απέχει από τις μάχες, μένοντας αμέριμνος και ασφαλής στα καράβια του.
Η κατηγορία είναι σοβαρή και πλήττει κυριολεκτικά τον ίδιο τον αρχιστράτηγο, έναν ηγέτη αδιάφορο και συμφεροντολόγο. Δεν πρόκειται βέβαια για εξωπραγματική κατηγορία ενός εξοργισμένου νέου, αφού παρόμοια κατηγορία ακούγεται να εκστομίζεται και από τον πιο άσχημο άνδρα, που φτάνει στην Τροία, το Θερσίτη. Ο τελευταίος δε συμπαθεί ούτε τον Οδυσσέα μα ούτε τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα. Αυτός, λοιπόν, ο δύσμορφος άντρας, κατά τον αριστοκράτη ποιητή, καταφέρεται εναντίον τους κυρίως όμως εναντίον του Αγαμέμνονα και λέει κάποιες αλήθειες που πληγώνουν βαθιά.
"Ατρείδη, τι σου έλειψε, γιατί παραπονιέσαι;
Χαλκό γεμάτες οι σκηνές και μέσα τους γυναίκες
έχεις πολλές και διαλεχτές, που δίνουμε σε σένα
πρώτο, όταν κουρσέψουμε πάντοτε κάποια πόλη.
Χρυσάφι μη σου έλειψε, που απ' τους Τρώες κάποιος
τους αλογάρηδες λύτρα θα φέρει για το γιο του,
που δένοντας φέρνω εδώ εγώ ή κάποιος άλλος
ή κοπέλα κάποια νέα, να είναι συντροφιά σου
και μόνος να τη χαίρεσαι; Αυτό σωστό δεν είναι
άρχοντας συ τους Αχαιούς σε συμφορές να ρίχνεις"(Β 225-232).
Σοβαρές οι κατηγορίες του Θερσίτη. Δεν απέχουν καθόλου από εκείνες του Αχιλλέα. Μας ξαφνιάζουν αλλά ταυτόχρονα και μας αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές της ζωής των Αχαιών κατά την παραμονή τους στην περιοχή της Τρωάδας, αγωνιζόμενοι να εκπορθήσουν το Ίλιο. Μπορεί οι κατηγορίες να ελέγχονται για το στοιχείο της υπερβολής που περιέχουν εξ αιτίας του μίσους των δύο ανδρών απέναντι στον Αγαμέμνονα, όμως δεν παύουν να αποκαλύπτουν αλήθειες και να έχουν την αξία που έχουν. Φαίνεται πως η πρώτη πόλη που κουρσεύει ο Αχιλλέας, ύστερα από σκληρό αγώνα, είναι η Λυρνησσός. Στον αγώνα για την άλωσή της σκοτώνει δύο γενναίους αντιπάλους του, το Μύνητα και τον Επίστροφο, τέκνα του Εύηνου. Ακολούθως λεηλατεί την πόλη και, μεταξύ των άλλων λαφύρων, παίρνει ως σκλάβα την ωραία Βρισηίδα, την οποία κρατά ως παλλακίδα στη σκηνή του. Την κόρη αυτή θα αρπάξουν βίαια από τον Αχιλλέα οι άνθρωποι του Αγαμέμνονα, γεγονός που θα προκαλέσει την οργή(μήνις) του οξύθυμου γιου της Θεάς, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί οργισμένος από τον πόλεμο.
"Ο Αχιλλέας ο γοργός έμενε στα καράβια
μ' οργή για την ωριόμαλλη τη Βρισηίδα κόρη,
που πήρε απ' τη Λυρνησσό σε δύσκολο αγώνα,
την πόλη αυτή κουρσεύοντας..."(Β 688-691).
Ο Αχιλλέας, εκτός από το περιστατικό της Βρισηίδας, θυμάται και τη συνάντησή του στη Λυρνησσό με τον Αινεία, την οποία του υπενθυμίζει τώρα που τον συναντά, βγαίνοντας και πάλι στον πόλεμο, για να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του Πάτροκλου.
"Στη Λυρνησσό μου ξέφυγες, κι αυτήν κούρσεψα όμως
με συνδρομή της Αθηνάς, του Δία του πατέρα,
γυναίκες αιχμαλώτισα και για σκλαβιά τις πήρα
εσένα σ΄'εσωσαν θεοί, ο Δίας και οι άλλοι.
Δε θα σε σώσουν τώρα πια..."( Υ 191-194).
Βέβαια, παρά την απειλή του Αχιλλέα, ο Αινείας δε θα σκοτωθεί από τον Αχιλλέα, θα επιζήσει του τρωικού πολέμου και θα γίνει γενάρχης των Ρωμαίων. Αυτή είναι η μοίρα του και ουδείς μπορεί να του την αλλάξει. Στην ίδια περιοχή ο Αχιλλέας έχει μία ακόμη επιτυχία. Κυρεύει την υψηλόπορτη Θήβα, όπου σκοτώνει τον Ηετίωνα, πατέρα της Ανδρομάχης και τα εφτά της αδέρφια. Το αναφέρει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, όταν προσπαθεί να τον πείσει να μείνει κοντά της και να απαρνηθεί τον πόλεμο.
"Σκότωσε τον πατέρα μου ο άξιος Αχιλλέας
και την καλόχτιστη πόλη κούρσεψε των Κιλίκων,
τη Θήβα την ψηλόπορτη. Δεν έγδυσε εκείνον,
ωστόσο, σαν τον σκότωσε, σεβάστηκε την ψυχή του,
με τα λαμπρά τα όπλα του έκαψε το σώμα,
τάφο σ' εκείνον έστησε...
Εφτά στο σπίτι αδελφούς είχα. Την ίδια μέρα
όλοι στον Άδη τράβηξαν, τους σκότωσε εκείνος" (Ζ 414-423).
Η Ανδρομάχη, και μέσα στο μεγάλο της πόνο, δεν παρασύρεται και δεν παύει να είναι αντικειμενική στη κρίση της απέναντι στον Αχιλλέα. Της έχει αφανίσει ολόκληρη την οικογένεια, μα ομολογεί πως ο Αχιλλέας δεν ατίμωσε τον πατέρα της. Τον τίμησε με την ταφή!
Η μόνη που γλίτωσε το θάνατο είναι η βασίλισσα μητέρα της, την οποία αιχμαλώτισε ο Αχιλλέας αλλά γρήγορα τη λευτέρωσε, παίρνοντας πολλά λύτρα.
Τη μητέρα της ".... που βασίλευε στη δασωμένη Πλάκο,
αφού την έφερε εδώ με τ' άλλα λάφυρά του,
τη λευτέρωσε, παίρνοντας λύτρα πολλά για κείνη,
μα η τοξεύτρα Άρτεμη τη σκότωσε στο σπίτι"( Ζ 425-428).
Οι Αχαιοί όμως, συνεχίζοντας τις επιθέσεις τους στις εχθρικές πόλεις της Τρωάδας, κυριεύουν τη Σκύρο και τη Λέσβο. Ανάμεσα στα λάφυρα που παίρνουν οι πορθητές των πόλεων αυτών συγκαταλέγεται και μια σκλάβα, η όμορφη Διομήδη, κόρη του Φόρβαντα. Σ' αυτήν την ωραία κόρη αναφέρεται ο ποιητής, όταν περιγράφει τη σκηνή του ύπνου του Αχιλλέα και του Πάτροκλου αμέσως μετά από την αποχώρηση της ελληνικής πρεσβείας από τη σκηνή του Αχιλλέα.
" Στο βάθος της καλόχτιστης σκηνής ο Αχιλλέας
κοιμόταν. Ήταν δίπλα του μια σκλάβα από τη Λέσβο
η Διομήδη η όμορφη, του Φόρβαντα η κόρη.
Αντίκρυ και ο Πάτροκλος πλάγιασε. Δίπλα είχε
την Ίφη, του Αχιλλέα δώρο, σαν του Ενυέα
την πόλη εκυρίευσε, την πετρωτή τη Σκύρο"( Ι 666-668).
Από όσα παραδείγματα παραθέσαμε γίνεται φανερό πως σε όλα πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο γενναίος γιος της Θέτιδας.
.Ο πόλεμος όμως συνεχίζεται σκληρός και αβέβαιος. Κάποτε η νίκη γέρνει με τους Αχαιούς άλλοτε πάλι με τους Τρώες. Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο. Οι Τρώες στον κάμπο νικούν τους Αχαιούς και τους απειλούν σοβαρά. Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, εκτιμώντας την κατάσταση ανησυχεί και αγωνιά για το τέλος της, γι' αυτό πείθει τον Πάτροκλο να προτρέψει τον Αχιλλέα να σταματήσει την οργή του και να βοηθήσει τους Έλληνες ή, αν δεν το πετύχει αυτό, να ζητήσει την πανοπλία του και να κατεβεί μ' αυτήν ο ίδιος στον πόλεμο, ίσως έτσι ανακόψουν την επιθετική ορμή των Τρώων.
Η πρώτη πρόταση απορρίπτεται απ' το γιο της Θεάς, γίνεται όμως δεκτή η δεύτερη. Γι'αυτό διατάζει τον ηνίοχο Αυτομέδοντα να ζέψει τα άλογα Βαλίο και Ξάνθο στο πολεμικό άρμα και δίπλα τους τον Πήδασο, ένα θαυμάσιο άλογο, λάφυρο του Αχιλλέα, όταν κούρσεψε την πόλη του Ηετίωνα, δηλαδή τη Θήβα στη Μ.Ασία.(Π.153-154). Ο Πάτροκλος, με την πανοπλία του Αχιλλέα και τους μυρμιδόνες βγαίνοντας στον πόλεμο, ανατρέπει για λίγο την κατάσταση και ανακουφίζει τους Αχαιούς.
Σε άλλη επιδρομή ο Αχιλλέας κυριεύει τη Λήμνο και συλλαμβάνει αιχμάλωτο το Λυκάονα, γιο του Πριάμου, βρίσκοντάς τον στο αμπέλι του πατέρα του. Με την επέμβαση όμως του Ηετίωνα τον απελευθερώνει. Ο Ηετίων ευχαριστημένος για τη σωτηρία του νέου, τον μεταφέρει στην Αρίσβη, πληρώνοντας πολλά λύτρα(Φ 34-44). Για κακή του όμως τύχη ο Λυκάονας συναντιέται με τον Αχιλλέα και αιχμαλωτίζεται από το γιο της θεάς. Ο νεαρός ικετεύει τον Αχιλλέα να του χαρίσει τη ζωή, ισχυριζόμενος πως ο Έκτορας δεν είναι αδελφός του από την ίδια μάνα. Ο Αχιλλέας αρνείται να δεχτεί την ικεσία και την ομολογία του νέου και τον σκοτώνει, εκδικούμενος το θάνατο του φίλου του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ακόμη πως με την αναδρομή του Λυκάονα στο γενεαλογικό του δένδρο, ο ποιητής πλουτίζει τις γνώσεις του ακροατή και τον κατατοπίζει σε διάφορα ζητήματα, έστω και αν βρίσκονται έξω από το κύριο κορμό της αφήγησης του επικού μύθου.
"Με γέννησε η Λαοθόη, του γέρου Άλτη η κόρη
που και τους φιλοπόλεμους Λέλεγες κυβερνάει
πλάι στο Σατνιόεντα την Πήδασσο κρατώντας.
Την κόρη του είχε ο Πρίαμος, καθώς και πολλές άλλες.
Δυο γιοί της γεννηθήκαμε, θα σφάξεις και τους δύο.
Σκότωσες μέσα στους πεζούς πρώτη γραμμή τον ένα,
τον άξιο τον Πολύδωρο, χτυπώντας με κοντάρι.
Κι εμένα θα με βρει κακό τώρα. Δεν το ελπίζω τα χέρια σου,
όπου η μοίρα μ' έριξε, να ξεφύγω.
Μα κάτι άλλο θα σου πω και βάλε το στο νου σου.
Μήτε με σκοτώσεις! Δεν είμαι από την ίδια μάνα
με τον Έκτορα, που φίλο καλό σου έχει σκοτώσει"( Φ 85-96).
Αυτά είναι τα σημαντικότερα περιστατικά που έχουν σχέση με τη δράση του Αχιλλέα στην περιοχή της Τρωάδας, πριν από την αποχώρησή του από τον πόλεμο εξ αιτίας της μήνιος.
Με την επιστροφή του ο εξοργισμένος Αχιλλέας είναι ακόμη πιο σκληρός απέναντι στους εχθρούς του, ώσπου να συναντήσει και να σκοτώσει τον Έκτορα. Το όφειλε στον Πάτροκλο και στον όρκο που του έδωσε πως δε θα σταματήσει τον πόλεμο, αν δεν πάρει εκδίκηση από το φονιά του.
Ο πόλεμος εξαγριώνει τον άνθρωπο, τον φανατίζει, τον κάνει σκληρό και άπονο, τον οδηγεί χωρίς δισταγμό στο φόνο. Ως τώρα ο Αχιλλέας έχει στείλει στον Άδη μεγάλο αριθμό Τρώων. Σκότωσε τα δυο παιδιά του του Εύηνου, τα εφτά αδέλφια της Ανδρομάχης και τώρα, λίγο πριν σκοτώσει τον Έκτορα, φονεύει τα δύο αδέρφια, τον Πολύδωρο και το Λυκάονα, αλλά και αμέτρητους Τρώες κατά τις τρεις εξορμήσεις του ίσαμε να σκοτώσει τον Έκτορα. Εκείνο που φοβόταν ο φίλος του Έκτορα Πολυδάμας δεν το απέφυγαν οι Τρώες. Η είσοδος του Αχιλλέα στον πόλεμο άλλαξε το πολεμικό τοπίο. Τώρα τον πρώτο λόγο έχουν οι Αχαιοί. Με το θάνατο του Έκτορα, προαναγγέλλεται και το τέλος της Τροίας.
Το αξιοθαύμαστο όμως με τον Αχιλλέα είναι ότι, ενώ γνωρίζει καλά πως, αν σκοτώσει τον Έκτορα, και η δική του ζωή θα είναι μικρή, εκείνος προτιμά να επιτελέσει το καθήκον του απέναντι στον επιστήθιο φίλο του και να απορίψει την παράταση μιας χωρίς αξία ζωής.
Ο Αχιλλέας είναι γνωστό πως δε σκοτώνεται στην Ιλιάδα, αλλά σε άλλο έπος την "Αιθιοπίδα" από τον Πάρη και τον Απόλλωνα. Ο θεός κατευθύνει το βέλος του Πάρη, στο μοναδικό τρωτό σημείο του σώματός του, τη φτέρνα. Οι Αχαιοί τον κηδεύουν με τιμές και του στήνουν μνημείο σε μια προεξοχή της ακτής στην είσοδο του Ελλησπόντου, για να το βλέπουν οι ναυτικοί από μακριά.
Η μητέρα του, η Θέτιδα, κατά την παράδοση, φέρνει το νεκρό του σώμα στο Λευκό Νησί στα Ηλύσια Πεδία, όπου ζουν οι ήρωες.
Ο Αχιλλέας δεν είναι μόνο το πρότυπο του γενναίου πολεμιστη και του πιστού φίλου, αλλά, κυρίως, πρότυπο ανθρώπου, που ξεπερνά εμπόδια και σκληρές δικιμασίες με τον προσωπικό του αγώνα και κερδίζει τη δόξα και την Αθανασία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου