Εσωτερικός μονόλογος στα έπη του
Ομήρου
Ο λογοτέχνης, αν και έχει
στη διάθεσή του πολλούς τρόπους να εκφράζει
τις ιδέες και τις απόψεις του σε ένα λογοτεχνικό έργο, διήγημα, μυθιστόρημα ή
άλλο, πάντοτε αναζητά τον καλύτερο και τον πιο ευχάριστο τρόπο να τις εκφράζει.
Ένας από τους εκφραστικούς
αυτούς τρόπους είναι και ο εσωτερικός
μονόλογος, που αποκλείει διαμεσολαβήσεις. Στόχος του είναι να αποτυπώσει
στο χαρτί την αδιάκοπη ροή των σκέψεων και των συναισθημάτων που πηγάζουν κατά
τρόπο αυθόρμητο και συνειρμικό από μια ενεργή συνείδηση, ικανή να απορροφά ερεθίσματα,
εντυπώσεις και εικόνες, αναπαράγοντας όλο αυτό το υλικό με λόγο βιωματικό και
ευαίσθητο.
Πρόκειται για ένα εκφραστικό
μέσο παλιό, αλλά που μόλις τον περασμένο αιώνα βρήκε τους καλύτερους εκφραστές
του στα πρόσωπα του James Joyce (Οδυσσέας1929), του Thomas Mann (Το μαγικό βουνό) και άλλων.
Ασφαλώς, δε θα πρέπει να
εκπλαγούμε, αν αποκαλύψουμε πως το είδος αυτό του λόγου δεν είναι επινόηση των
λογοτεχνών του περασμένου αιώνα, γιατί ο πρώτος που το χρησιμοποίησε στο λόγο
του υπήρξε ο θείος Όμηρος, όπως ήταν και πρώτος δάσκαλος και πολλών άλλων ειδών
λόγου. O λογοτέχνης
στον εσωτερικό μονόλογο μιλά στον εαυτό του για ένα προσωπικό ζήτημα που μπορεί
να αναφέρεται στον εαυτό του ή σε κάποιον άλλον. Πρόκειται, βέβαια, για τις μοναδικές
στιγμές του ανθρώπου που θέλει να μιλήσει με τον εαυτό του, να ακούσει τη δική
του σκέψη, να κρίνει, να σχολιάσει, να αποφασίσει. Και δεν είναι σπάνιες οι
φορές που αισθάνεται την ανάγκη αυτή ένας σκεπτόμενος και υπεύθυνος άνθρωπος.
Στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα ο
ποιητής εκμεταλλεύεται τους ήρωες των δύο επών και αυτούς ψυχογραφεί με τους
μονολόγους τους, που δείχνουν το μέγεθος της ευθύνης τους και τη σοβαρότητα της
σκέψης που τους απασχολεί. Κάποτε ο ήρωας βρίσκεται σε δύσκολη θέση και θέλει
να κάνει το μεγάλο βήμα, αλλά διστάζει. Τον εμποδίζουν άλλα γεγονότα. Το μπρος
γκρεμός, που λέει ο λαός, και πίσω ρέμα, το αντιμετωπίζει συχνά στη ζωή. Και
γι’ αυτό μάχεται διαρκώς με το καθήκον, την υποχρέωση και την ευθύνη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο
Οδυσσέας. Ο συμπαθής ήρωας της Οδύσσειας κάθε τόσο συναντά εμπόδια και
κινδύνους στο ταξίδι του για την Ιθάκη. Έρχονται στιγμές που ακόμη κι αυτός ο
πολυμήχανος άνδρας δεν μπορεί να βρει αμέσως μια λογικά αποδεκτή λύση. Και τότε
μιλά με τον εαυτό του. Τον ρωτά τι πρέπει να κάνει και πώς πρέπει να
αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Μαζί του αγωνιά και αναρωτιέται και ο αναγνώστης, αν
και γνωρίζει πως στο τέλος ο ήρωας θα ξεπεράσει το εμπόδιο και θα βρει μια
λύση.
Ας παρακολουθήσουμε τον εσωτερικό
μονόλογο του Οδυσσέα, όταν, ταξιδεύοντας με τη σχεδία του για την Ιθάκη, συναντά τον κίνδυνο που
λέγεται Ποσειδώνας. Ο θεός της θάλασσας, επιστρέφοντας στον Όλυμπο από τη χώρα
των Αιθιόπων, βλέποντας τον Οδυσσέα να πλησιάζει στις ακτές της Ιθάκης, αμέσως
ξεσηκώνει όλες τις μπόρες και κάθε λογής
ανέμους, σκεπάζει με σύννεφα στεριά και θάλασσα και με τα τεράστια κύματα
απειλεί να πνίξει τον Οδυσσέα. Εκείνος μάταια αγωνίζεται να ξεπεράσει την
καταιγίδα και φοβάται πως έφτασε το τέλος του. Γι’ αυτό, αναστενάζοντας βαριά,
λέει:
«Αλίμονό
μου, ο δύστυχος! Στο τέλος τι θα γίνω;
Φοβούμαι
αλάθευτα η θεά μη μου τα πρόβλεψε όλα,
που μου ’λεγε
πως συμφορές στα πέλαγα θα πάθω,
πριν φτάσω
στην πατρίδα μου. Να που αληθεύουν όλα.
……..Αχ,
τώρα πια πάει, γλιτωμό δεν έχει.
Χίλιες
φορές οι Δαναοί πιο καλοτυχεροί μου,
που μες
στην Τροία χάθηκαν για τους δυο γιους τ’ Ατρέα.
Έτσι είθε
να’πεφτα κι εγώ την ώρα που χιλιάδες
τα χάλκινα
κοντάρια τους οι Τρώες μου πετούσαν
για τ’
Αχιλλέα το νεκρό. Μνημούρι τότε θα ’χα
κι οι Αχαιοί τη δόξα μου παντού θα
διαλαλούσαν.
Μα τώρα γράφει η μοίρα μου να κακοθανατίσω».(ε
μτφρ.311-324).
Για μια στιγμή περνούν όλα
όσα του είπε η Καλυψώ απ’ το μυαλό του και τότε αποκαλύπτει μια ενδόμυχη σκέψη
του, ότι δεν θα ήθελε ένα τέτοιο άδοξο θάνατο και καλοτυχίζει εκείνους που
έπεσαν πολεμώντας στην Τροία, γιατί, αν είχε την τύχη εκείνων, θα είχε κι αυτός
ένα μνήμα που θα θύμιζε τη δόξα του ανάμεσα στους ανθρώπους.
Αμέσως όμως επανέρχεται στην
πραγματικότητα και διαπιστώνει με λύπη πως τώρα πρέπει να ετοιμαστεί να πεθάνει
με κακό, με άδοξο τρόπο, κάτι που ποτέ δεν είχε φανταστεί και ούτε θα ήθελε.
Νυν δε με
λευγαλέω θανάτω είμαρτο αλώναι
Βέβαια, αυτό που τρέμει για
τον εαυτό του δεν πραγματοποιείται, γιατί με την επέμβαση της Λευκοθέας, που κάθεται
δίπλα στο μονόξυλό του και του δίνει συμβουλές κι ένα μαγικό μαντίλι (κρήδεμνον
άμβροτον = μαντίλι αθάνατο) τον σώζει.
Αν από τον κίνδυνο αυτό τον
σώζει η Λευκοθέα λίγο αργότερα η εύνοια των θεών τον οδηγεί στο παλάτι του
Αλκίνοου και της Αρήτης, και αυτοί ενθουσιασμένοι, διότι είχαν την ανείπωτη
χαρά να φιλοξενήσουν τον πιο ένδοξο άνδρα του τρωικού πολέμου, αμέσως με καράβι
τους και πλούσια δώρα τον στέλνουν στην πατρίδα του την Ιθάκη. Οι ναύτες τον
αφήνουν κοιμισμένο στην ακτή και επιστρέφουν στο νησί τους. Κάποτε ο Οδυσσέας
ξυπνά Βλέπει ξαφνιασμένος γύρω του αλλά δε γνωρίζει τον τόπο. Αναστενάζει βαθιά
και αναφωνεί απογοητευμένος.
«Ώχου, σε
ποιων να βρέθηκα τη χώρα ανθρώπων πάλι;
Άγριοι
είναι τάχα και κακοί και δίκιο δεν κατέχουν
ή να
φοβούνται τους θεούς και ν’ αγαπούν τους ξένους;
Πού πάω
αυτούς τους θησαυρούς κι εγώ πού παραδέρνω;
Ας τα
χαιρότανε όλα αυτά καλύτερα οι Φαιάκοι
και εγώ σε
βασιλιά τρανού θα πήγαινα άλλου χέρια
να με
φιλέψει και στερνά στο Θιάκι να με στείλει.
Τώρα πού να
τα βάλω αυτά κι εγώ δεν καλοξέρω
μήτε κι εδώ
θα τ’ άφηνα, γιατί θα μου τα κλέψουν.
Ώχου, δεν
το’κριναν καλά μήτε ήξεραν το δίκιο
οι αρχηγοί
και πρόκριτοι Φαιάκοι που με πήγαν
σε ξένον
τόπο κι έλεγαν πως θα με παν στο Θιάκι,
μα να, το
λόγο αθέτησαν.Ο σπλαχνικός ο Δίας
ας τους
πλερώσει που τη γη απ’ τα ουράνια βλέπει
και κάθε
φταίχτη τιμωρεί. Μόν’ έλα ας τους μετρήσω
τους
θησαυρούς μου, για να ιδώ κανένα μη μου πήραν
στο βαθουλό
καράβι τους κι εδώθε πάνε κι άλλοι».( ν μτφρ.208-224)
Ο Οδυσσέας δε γνωρίζει το
νησί του, αυτό που τόσα χρόνια αγωνίζεται να ξαναδεί, γιατί η Αθηνά το έχει
καλύψει με ομίχλη. Γρήγορα όμως όταν διαλύεται η ομίχλη και βλέπει με έκπληξη
πως βρίσκεται στη γη της πατρίδας του, στο αγαπημένο του νησί, η συγκίνησή του
είναι μεγάλη και ανείπωτη η χαρά του.
Ως τη μεγάλη χαρούμενη στιγμή
ο Οδυσσέας είναι γεμάτος από απορίες και ερωτήσεις. Αναρωτιέται αν βρίσκεται σε
χώρο που ζουν πολιτισμένοι άνθρωποι ή όχι, γιατί έχει κακή εμπειρία από τον
Αντιφάτη και τον Κύκλωπα, προβληματίζεται για το θησαυρό του και θέλει να τον
μετρήσει μήπως και κάτι του αφήρεσαν οι ναύτες που τον μετέφεραν στον άγνωστο τόπο. Μετά αμφισβητεί και την ειλικρίνεια των
Φαιάκων και ζητά το θεό να τους τιμωρήσει. Και όλα αυτά τα σκέπτεται και τα
σχολιάζει, ώσπου να γίνει το θαύμα, να φύγει η ομίχλη, και να διαπιστώσει πως
καμιά από τις υποψίες του δεν ήταν σωστή. Βρισκόταν στο νησί του και από το
θησαυρό του δεν έλειπε τίποτα!
Σειρά έχει η Ιλιάδα. Θα αναφερθούμε
και σε δύο περιπτώσεις του έπους αυτού. Η πρώτη έχει σχέση με τον εσωτερικό μονόλογο
του Αγαμέμνονα, που αδυνατεί να
αντιμετωπίσει μόνος του τον Έκτορα και εύχεται στη δύσκολη γι’ αυτόν στιγμή να
φανεί από κάπου ο Αίαντας να τον πολεμήσουν μαζί. Η δεύτερη αναφέρεται στον
Έκτορα, όταν ο ήρωας προβληματίζεται αν θα πρέπει να σταθεί έξω από το κάστρο
και να πολεμήσει ως ίσος τον Αχιλλέα ή όχι. Είναι δύο ξεχωριστά πρόσωπα του
έπους. Το καθένα προβαίνει στο δικό του μονόλογο και αποκαλύπτει τον
προβληματισμό του.
Αγαμέμνων.
«΄Ωχου μου,
απ’ τα πανώρια τ’ άρματα τώρα αν τραβήξω πίσω
κι απ’ τον
Πάτροκλο, που κείτεται για την τιμή μου εμένα,
μπας και
θαμπώσει λέω θωρώντας με κανείς απ’ τους Άργίτες.
Μονάχος
πάλε αν με τον Έχτορα και με τους Τρώες τα βάλω
από ντροπή,
μη εκείνοι πιότεροι τον ένα, εμένα ζώσουν,
τι τώρα ο
κρανοσείστης Έχτορας με όλους τους Τρώες πλακώνει.
Όμως γιατί
η καρδιά μου κάθεται και τ’ αναδεύει ετούτα;
Ενάντια
στου θεού το θέλημα να πολεμάς με κάποιον
που’ χει
θεό προστάτη, γρήγορα κακό τρανό θα σ’ έβρει.
Ποιος
Δαναός λοιπόν θα θύμωνε θωρώντας με να φεύγω
στον
΄Εχτορα μπροστά, που μάχεται και είναι οι θεοί μαζί του;
Ν’ άκουγα
μόνο το βροντόφωνο τον Αίαντα κάπου τώρα!
Μαζί
χιμώντας θα θυμούμασταν ξανά την αντριγιά μας,
κι ενάντια
στο θεό. Να σέρναμε καν το κουφάρι πίσω
για χάρη του
Αχιλλέα. Καλύτερο στα πάθη μας δε βρίσκω».(Ρ μτφρ. 91-105)
Ο Αγαμέμνων προβληματίζεται
και αναρωτιέται με ποιο τρόπο να αντιμετωπίσει το γενναίο Έκτορα τώρα που
βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από τον αντίπαλό του. Πολλοί οι εχθροί και το
φοβερότερο ο Έκτορας έχει τους θεούς μαζί του. Σκέφτεται, αν το έβαζε στα πόδια
και έφευγε ασφαλώς δε θα τον κατηγορούσε κανένας Αχαιός, όμως εκείνος θέλει να
πολεμήσει και θα ευχότανε να εμφανιζόταν τώρα ο Αίαντας, για να θυμηθούνε δόξες
παλιές.
Δεν
προλαβαίνει να τελειώσει τις σκέψεις του και εμφανίζεται ο Αίαντας. Βλέπει το
πτώμα του Πάτροκλου και το σκεπάζει με την πελώρια ασπίδα του, προστατεύοντάς
το από τους εχθρούς που το διεκδικούν.. Ο αγώνας για το λείψανο του Πάτροκλου
συνεχίζεται αμφίρροπος, ώσπου στο τέλος
οι Αχαιοί παίρνουν το σώμα του νεκρού και το φέρνουν στη σκηνή του Αχιλλέα.
Ο Δίας όμως, όταν βλέπει τον Έκτορα να φορά τα
αθάνατα όπλα του Αχιλλέα, που σύλησε, όταν σκότωσε τον Πάτροκλο, μονολογεί κι
αυτός με νόημα και προδικάζει το τέλος του Έκτορα..
«Βαριόμοιρε!
Δεν πάει στο θάνατο καθόλου ο νους σου εσένα,
που πια σε
ζύγωσε, μον’ άρπαξες τρανού αντρειωμένου τώρα
τ’ αθάνατα άρματα και ντύνεσαι, που τόνε
τρέμουν κι άλλοι.
…..
Τι δε θα σε
δεχτεί γυρίζοντας ποτέ της η Αντρομάχη
τα ξακουστά
από πάνω σου άρματα να βγάλει του Αχιλλέα».(Ρ μτφρ. 201-208)
Και πράγματι, από εκείνη την
ώρα άρχισε να μετρά αντίθετα ο χρόνος της ζωής και για τον Έκτορα.
Ο φρικτός πόλεμος
συνεχίζεται. Ο Αχιλλέας, μανιασμένος αναζητεί τον Έκτορα να πάρει εκδίκηση για
το φόνο του φίλου του. Κι ο Έκτορας αντιμετωπίζει ηθικό πρόβλημα. Να
αντιμετωπίσει έξω στον κάμπο ως ίσος το γιο της θεάς ή να μπει στο κάστρο, όπως
τον παρακαλούν να πράξει οι γονείς του και η Ανδρομάχη; Τα γεγονότα πιέζουν το γενναίο υπερασπιστή της Τροίας,
τον Έκτορα, και πρέπει να επιλέξει τον
τρόπο που θα αντιμετωπίσει τον μανιασμένο Αχιλλέα.
Έκτορας:
‘Αλί μου !
Τώρα εγώ αν διαβαίνοντας τις πόρτες μπω στο κάστρο,
πρώτος-το
ξέρω- ο Πολυδάμαντας θα βγει να με ντροπιάσει,
που μου ’δινε
βουλή, στο κάστρο μας τους Τρώες να φέρω μέσα,
ψες βράδυ,
που ο Αχιλλέας ασκώθηκε για την κακιά μας μοίρα.
Μα δεν τον
άκουσα και δε θα ΄μασταν πολύ πιο κερδεμένοι.
Τώρα, που τόσο ασκέρι χάλασα με φταίξιμο δικό μου,
μπροστά
στους Τρώες αλήθεια ντρέπομαι και στις μακρομαντούσες
Τρωαδίτισσες
κανένας κάποτε μην πει αχαμνότερός μου:
«Ο Έχτορας
χάλασε το ασκέρι μας με την ξεθαρρεσιά του».
Αυτά θα
πουν. Πολύ καλύτερο μένα θα’ταν τότε
για να
σκοτώσω, μπρος του βγαίνοντας, τον Αχιλλέα, πριν γύρω,
για και να
πέσω από τα χέρια του, σαν άντρας, μπρος στο κάστρο.
…………………
Κάλλιο θαρρώ μιαν ώρα αρχύτερα να πιάσουμε το
απάλε(μάχη)
σε ποιον να
ιδούμε ο αφέντης του Ολύμπου τη νίκη θα χαρίσει».(Χ μτφρ.99-130)
Τελικά ο Έκτορας μένει έξω
από το κάστρο και αντιμετωπίζει ως ίσος τον αντίπαλο και πέφτει νεκρός από την
ανωτερότητα του γιου της θεάς, του Αχιλλέα. Το τέλος της Τροίας πλησιάζει,
ταυτόχρονα όμως και ο χρόνος της ζωής του Αχιλλέα, αφού έχει στενή σχέση με τη
ζωή του Έκτορα.
Ο θείος Όμηρος
και στον τομέα αυτό δείχνει το δρόμο στους νεότερους, ως πρώτος διδάξας το
είδος αυτό, δηλαδή του εσωτερικού μονολόγου, που μόνο ύστερα από πολλούς αιώνες
θα γίνει αγαπητό εκφραστικό μέσο σε μερικούς αξιόλογους συγγραφείς του
περασμένου αιώνα, για να συνεχιστεί να προτιμάται και από πολλούς νεότερους
αλλά αξιόλογους συγγραφείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου