Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Ο ξένος και το έθιμο της φιλοξενίας στην Οδύσσεια του Ομήρου

Η φιλοξενία από ανάγκη έγινε θεία επιταγή

Η ανάγκη του ανθρώπου για γνώση και επικοινωνία με τους συνανθρώπους του είναι σύμφυτη με την ύπαρξή του, γι’ αυτό και τον απασχόλησε σοβαρά από τα πολύ παλιά χρόνια. Αν και στην προσπάθειά του αυτή τον βοήθησε πρωτίστως ο γλωσσικός κώδικας, το τελειότερο μέσο επικοινωνίας του ανθρώπου, δεν ήταν αμελητέοι και άλλοι τρόποι επικοινωνίας που επινόησε, όπως ένα ταξίδι, μια επαφή με ανθρώπους άλλης πόλης ή χώρας κτλ. Γι’ αυτό οι άνθρωποι άρχισαν να ταξιδεύουν με κάθε πρόσφορο μέσο, παραβλέποντας πολλές φορές ακόμη και τους κινδύνους που είχε ένα ταξίδι τον καιρό εκείνο.
Επειδή όμως δεν υπήρχαν ξενοδοχεία να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του ταξιδιώτη σε άλλη πόλη ή χώρα, επινοήθηκε η συνήθεια της φιλοξενίας του ξένου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί θετικά το πρόβλημα του καταλύματος, της τροφής και της ασφάλειας.
Με τον τρόπο αυτό είχε πια εξασφαλισμένο ένα χώρο να στεγαστεί. Όταν όμως η συνήθεια αυτή έγινε αποδεκτή από την πλειονότητα των ανθρώπων, τότε αυτό, που αρχικά εμφανίστηκε ως ανάγκη, μεταβλήθηκε σε ηθικό θεσμό και κατέληξε σε θεία επιταγή. Ο ξένος έγινε πια σεβαστό πρόσωπο, γιατί ήταν προστατευόμενος του Θεού!
Με τον όρο ξένος(ξείνος*, απαντάται πάνω από 70 φορές στην Οδύσσεια) εννοούμε τον αλλοδαπό, τον άνθρωπο από άλλο μέρος, τον άγνωστο, τον αδύναμο, που φτάνει στην πόρτα κάποιου και ζητά προσωρινά στέγη και βοήθεια. Πρόκειται, βέβαια, για μεμονωμένους ανθρώπους ή θεούς μεταμορφωμένους σε θνητούς. Στο σημείο αυτό οφείλουμε νε διευκρινίσουμε πως φιλοξενία παρείχαν οι Έλληνες μόνο στους Έλληνες, κάτι που επιβεβαιώνει και ο καυγάς μεταξύ του Σκύθη Ανάχαρση που έφτασε στην Αθήνα και ζητούσε από το Σόλωνα να τον φιλοξενήσει. Ο Σόλων αρνήθηκε, γιατί δεν ήταν Έλληνας. Όταν όμως ο Ανάχαρσης απέδειξε πως η μητέρα του ήταν ελληνίδα, ο Σόλων υποχώρησε στην αξίωσή του (Διογ. Λαέρτιος Βίοι Φιλοσόφων Α΄101-1102).

Μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων δέχτηκε με ενθουσιασμό το θεσμό της φιλοξενίας και τον υπηρέτησε πιστά, ενώ υπήρξαν και άλλοι, ευτυχώς λίγοι, που αντιτάχθηκαν σ’ αυτόν και τον πολέμησαν με αγριότητα. Για τους τελευταίους οι ξένοι, οι ταξιδιώτες σε ξένη χώρα, δεν ήταν καλοδεχούμενοι. Τους έβλεπαν όλους ως εχθρούς και αντιδρούσαν με βίαιο τρόπο απέναντί τους. Ο ποιητής κατονομάζει τους ανθρώπους αυτούς και τους χαρακτηρίζει άγριους, υπερφίαλους, ανθρώπους που δε γνωρίζουν το δίκαιο. Οι άνθρωποι αυτοί, κρίνοντας ίσως από τον εαυτό τους, υποψιάζονταν κάθε άνθρωπο που συναντούσαν, γι’ αυτό και η πρώτη τους σκέψη πήγαινε στο κακό μήπως δηλαδή είναι ληστές που γυρνούν στις χώρες και προξενούν καταστροφές. Πρέπει να σημειώσουμε πως η ληστεία, η πειρατεία την εποχή εκείνη ήταν αρκετά διαδεδομένη. Γι’ αυτό και ο Κύκλωπας Πολύφημος, όταν βλέπει τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του μέσα στη σπηλιά του, τους ρωτά:

ω ξείνοι, τίνες εστέ; πόθεν πλειθ’υγρά κέλευθα;

ή τι κατά πρήξιν ή ψαμιδίως αλάλησθε

οίά τε ληιστήρες υπείρ άλα; τοί τ’αλόωνται

ψυχάς παρθέμενοι, κακόν αλλοδαποίς φέροντες.(ι 252-255)

Ποιοι είστε, ορέ ξένοι, κι από πού στης θάλασσας τους δρόμους

γυρνάτε; Μήνα για δουλειές ή πάτε έτσι στην τύχη,

όπως οι κλέφτες που γυρνούν στα πέλαγα και φέρνουν

στους ξένους τόπους συμφορές και τη ζωή τους παίζουν ;

Έτσι έβλεπαν τους ξένους οι άνθρωποι σαν τον Κύκλωπα ή τον Αντιφάτη, τον αρχηγό των Λαιστρυγόνων. Αν και τα δύο αυτά πρόσωπα είναι πλάσματα της φαντασίας του ποιητή, υπάρχουν όμως και πρόσωπα πραγματικά, όπως οι μνηστήρες στο παλάτι του Οδυσσέα, που έχουν εχθρική στάση απέναντι στους ξένους. Το επισημαίνει ο ποιητής στη υ ραψωδία (μτφρ.375-383), όταν ο Τηλέμαχος οδηγεί, υπό την προστασία του, στο παλάτι δύο ξένους, οι οποίοι δέχονται την εχθρότητα των μνηστήρων.

Κι έτσι ένας νιος (μνηστήρας) απότομος το λόγο πήρε κι είπε.

Τηλέμαχε, ο πιο άτυχος στους ξένους είσαι απ’ όλους.

Ένας, μα που τον διάλεξαν αυτόν το γυρολόγο,(τον Οδυσσέα)

που τρώει και πίνει αχόρταγα κι από δουλειά δεν ξέρει

μήτ’είναι άξιος για πόλεμο, έτσι της γης γομάρι.

Κι ο άλλος (Θεοκλύμενος) που σηκώθηκε να κάμει τον προφήτη.

Μον’ άκου εμένα να σου πω και πιο όφελος σου θα ’ναι.

Τους ξένους σε πολύκαρμο καράβι να τους βάλεις

και στείλε τους στους Σικελούς, την τύχη σου να κάμεις.

Η πρόταση του νεαρού μνηστήρα θυμίζει ανάλογες ακραίες απόψεις σημερινών πολιτικών ανδρών για τους ξένους, τους μετανάστες αλλά και για τη λύση του μεταναστευτικού προβλήματος στην πατρίδα μας, αν και ο ξένος της αρχαιότητας δεν μπορεί να ταυτιστεί με το σύγχρονο μετανάστη, μια και ο ξένος τότε ήταν Έλληνας, περαστικός, μεμονωμένος, και δεν έμενε μόνιμα στον τόπο φιλοξενίας για πολύ χρόνο κτλ. σε αντίθεση με τους σημερινούς μετανάστες.

Ο ξένος στην αντίληψη των συνετών ανθρώπων

Έτσι έβλεπαν, λοιπόν, κάποιοι τους ξένους, ενώ όλως αντίθετη ήταν η στάση των απλών και συνετών ανθρώπων απέναντί τους. Υποδέχονταν τον ξένο με εγκάρδιο τρόπο και τον εξυπηρετούσαν με ευχαρίστηση. Με την ίδια προθυμία τον φιλοξενούσαν ακόμη κι αν μάθαιναν πως διώκεται για φόνο ή για άλλη αιτία.
Εκείνο όμως που είναι εντυπωσιακό και δείχνει το επίπεδο πολιτισμού των ανθρώπων της ομηρικής εποχής είναι όχι μόνον ο σεβασμός που έδειχναν απέναντι στους ξένους και απέναντι στους νεκρούς της πατρίδας τους, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο φέρονταν και ενεργούσαν απέναντι στους νεκρούς των ξένων. Τους έστελναν όλους, με κάθε μέσο, πίσω στην πατρίδα τους, για να ταφούν εκεί από τους δικούς τους ανθρώπους!

Οι δ’ άρ’ ομώς αίοντες εφοίτων άλλοθεν άλλος

μυχμώ τε στοναχή τε δόμων προπάροιθ’Οδυσσήος,

εκ δε νέκυς οίκων φόρεον και θάπτον έκαστοι,

τους δ’ εξ αλλάων πόλιων οίκον δε έκαστον

πέμπον άγειν αλιεύσι θοής επί νηυσί τιθέντες.(ω 415-419)

Κι έτρεχαν άλλος απ’ αλλού με κλάματα, με θρήνους,

σαν άκουσαν την είδηση, μπρος στου Δυσσέα το σπίτι.

Παίρνουν να θάψουν τους νεκρούς, καθένας το δικό του

και κείνους που ήτανε απ’ αλλού τους έβαλλα στα πλοία

κι οι ναύτες στην πατρίδα τους τους πήγαν να τους θάψουν.

Ο ομηρικός άνθρωπος ήταν θεοφοβούμενος, ευσεβής και έδειχνε στον ξένο την ίδια αγάπη και φροντίδα είτε ήταν ζωντανός είτε πεθαμένος!
Όποιος ξένος χτυπούσε την πόρτα του και ζητούσε τη βοήθειά του, του την παρείχε πρόθυμα, χωρίς να τον ρωτά από την αρχή ποιος είναι ή από πού είναι και ποια ανάγκη τον έφερε στο σπιτικό του. Όλα αυτά θα τα ρωτούσε αργότερα, αφού προηγουμένως θα είχε περιποιηθεί τον ξένο ή τους ξένους με εγκαρδιότητα.
Η φιλοξενία αποτελούσε πια μια προσφορά στον πλησίον και επιπλέον ήταν σύμφωνη με τη θεία επιταγή, γιατί γνώριζε πως ο ικέτης και ο ξένος ήταν σεβαστά πρόσωπα και προστατεύονταν από τους Θεούς.
Είναι χαρακτηριστική η ικεσία του ξένου προς τον ξενιστή, στην περίπτωσή μας του Οδυσσέα προς τον Κύκλωπα.

Αλλ’αιδείο, φέριστε, θεούς ικέται δε τοι ειμεν,

Ζευς δ’ επιτιμήτωρ ικετάων τε ξείνων τε,

ξείνιος, ος ξείνοισιν άμ’ αιδοίοισιν οπηδεί.(ω 269-271)

Σεβάσου, πανίσχυρε, τους Θεούς, μια χάρη σου ζητούμε.

Ο Δίας ο φιλόξενος τους ξένους προστατεύει,

κι όπου να πάνε η χάρη του μαζί τους συνοδεύει.

Οι Έλληνες πίστευαν πως ο ξένος, ο πιο αδύναμος άνθρωπος σε ξένη γη, προστατευόταν από τον πιο ισχυρό θεό, τον ξένιο Δία. Η πίστη αυτή τον καθιστούσε πρόσωπο καλοδεχούμενο, σεβαστό και άξιο βοήθειας. Γι’ αυτό και η φιλοξενία θεωρήθηκε πράξη αρετής με κοινωνική σημασία, αφού έφερνε κοντά ανθρώπους οποιασδήποτε τάξης ή χώρας, ανθρώπους απλούς και φτωχούς με άρχοντες ή και βασιλιάδες ακόμη. Συντελούσε στη γνωριμία τους, στην αλληλοεκτίμηση, στη φιλία, που μπορούσε να κρατήσει και να επηρεάσει θετικά ακόμη και τις σχέσεις των παιδιών τους.
Με το θεσμό αυτό ο οικοδεσπότης πρόσφερε τα θετικά στοιχεία από τον πολιτισμό του και έπαιρνε τα αντίστοιχα από τον πολιτισμό του ξένου. Το κέρδος ήταν σημαντικό, γιατί, εκτός των άλλων, εξουδετέρωνε και την αμοιβαία καχυποψία.
Βέβαια, η φιλοξενία δεν αποτελούσε επιβράβευση καλής συμπεριφοράς, ούτε παρεχόταν για ανταπόδοση, αν και στην πραγματικότητα επέβαλλε την ανταπόδοση. Ήταν περισσότερο εκδήλωση σεβασμού προς το θείο. Ας μη λησμονούμε και τούτο, ότι δηλαδή οι αρχαίοι πίστευαν πως οι θεοί, πολλές φορές έπαιρναν τη μορφή κάποιου ξένου και γύριζαν στις πόλεις, για να δοκιμάζουν κατά πόσο τηρούνταν από τους θνητούς η θεία επιταγή τους.

ΤΗΛ. Αντίνοε, καλό δεν ήταν το φτωχό ζητιάνο να χτυπήσεις.

Γιατί μπορεί κάποιος θεός απ’ τους ουράνιους να ’ναι.

Συχνά οι αθάνατοι θεοί μ’ ανθρώπους ξένους μοιάζουν,

κι αλλάζουν άπειρες μορφές και τριγυρνούν τις χώρες,

και βλέπουν όλα τ’ άδικα και τους καλούς νόμους.(μτφρ. ρ 488-492)

Από αυτό το πνεύμα διακατέχονταν και οι βασιλιάδες της Πύλου και της Σπάρτη. Εντυπωσιακή είναι η υποδοχή και η φιλοξενία, που γνωρίζει ο Τηλέμαχος και ο Μέντης(Αθηνά) από το Νέστορα, το βασιλιά της Πύλου, όταν οι δύο ξένοι φτάνουν στην Πύλο. Ο Νέστορας, αδιαφορώντας για το ποιόν τους, τις καλές ή κακές προθέσεις τους, πρώτα τους καλωσορίζει και τους φιλοξενεί στο παλάτι του και μόνον την άλλη μέρα ρωτά να μάθει την ταυτότητα τους, οπότε ενθουσιάζεται, όταν πληροφορείται πως φιλοξενεί στο παλάτι του τον Τηλέμαχο, γιο του φίλου του Οδυσσέα και συμπολεμιστή του στην Τροία.
Ανάλογη πίστη στο θεσμό της φιλοξενίας δείχνει και ο Μενέλαος, ο βασιλιάς της Σπάρτης. Η πίστη του αυτή αντικατοπτρίζεται στην επίπληξη προς τον υπηρέτη του Ετεωνιά, όταν εκείνος ερωτά, αν θα πρέπει να βοηθήσει τους δύο ξένους(Τηλέμαχος-Πεισίστρατος) που έχουν φτάσει στο παλάτι. Η ερώτηση εξοργίζει το Μενέλαο και του απαντά:

Γιε του Βοήθου Ετεωνιά, χαμένα πριν δεν τα’χες

μα τώρα μου μωρολογάς σαν το μικρό παιδάκι.

Άλλοι κι εμάς μας φίλεψαν στα ξένα το ψωμί τους

κι ήρθαμε εδώ με το καλό, αν δε μας δώσει ο Δίας

κι άλλες ακόμα συμφορές να ιδούμε στα στερνά μας.

Μον’ τρέχα αμέσως τ’ άλογα των ξένων να ξεζέψεις,

κι οδήγα αυτούς πρωτύτερα να κάτσουν στο τραπέζι (δ μτφρ.32-38)

Μετά καλεί τους ξένους, πριν ακόμη γνωρίσει την ταυτότητά τους ή την καταγωγή τους κτλ., στο τραπέζι. Τη στιγμή εκείνη προέχει η υποδοχή. Τα άλλα θα ακολουθήσουν. Πιστεύει κι αυτός, όπως και άλλοι, πως η φιλοξενία ενώνει τους ανθρώπους, εξουδετερώνει το δισταγμό και το φόβο, κάνει τους ανθρώπους περισσότερο ειλικρινείς με τον εαυτό τους και τους άλλους.
Έτσι αντιλαμβάνονταν το θεσμό της φιλοξενίας τότε και έτσι τον υπηρετούσαν βασιλιάδες αλλά και απλοί άνθρωποι, για να θυμηθούμε και να μην αδικήσουμε και τη φιλοξενία του Εύμαιου, του χοιροτρόφου του Οδυσσέα, προς τον κουρελή άγνωστο (Οδυσσέα), που ζήτησε κατάλυμα και τροφή στο καλύβι του.
Ο Εύμαιος, μόλις βλέπει τον κουρελή ξένο να πλησιάζει το καλύβι του, χωρίς καθυστέρηση και δισταγμό, σπεύδει κοντά του, τον προστατεύει από τα σκυλιά και του λέει:

Γέρο, από λίγο τα σκυλιά να σε καταξεσκούσαν,

τότε μπροστά θα μ’ έστρωνες με τα ξεφωνητά σου,

μα φτάνουν όσες οι θεοί μου δώσανε άλλες πίκρες.

Γιατί όλο κλαίω και θρηνώ το θεϊκό μου αφέντη

...........

Κι εκείνος κάπου το ψωμί θα λαχταρά, σε χώρες

γυρίζοντας αλλόγλωσσων ανθρώπων, αν ως τώρα

βρίσκεται ακόμα στη ζωή, το φως του ήλιου αν βλέπει.

Μόν’ έλα, γέρο, ακλούθα με να πάμε στο καλύβι,

κι εκεί μου λες, σαν φας ψωμί, και πιεις ένα ποτήρι.(ξ μετφρ.46-47).

Από την πρώτη στιγμή του εξηγεί τη συνήθεια του τόπου. Πρώτα θα φιλοξενήσει τον ξένο και μετά θα ρωτήσει να μάθει ποιος είναι και ποιος ο λόγος της επίσκεψής του.
Η φιλοξενία ήταν πια θεσμός και ο ξένος μπορούσε να την επικαλεστεί σε δύσκολες στιγμές της ζωής του. Μας το επιβεβαιώνει, έστω και με τις πλαστές τους αφηγήσεις ο Οδυσσέας, όταν, για να μην αποκαλύψει την ταυτότητά του στον ξενιστή του, δηλαδή στον οικοδεσπότη του, αφηγείται κάθε φορά από μια τέτοια ιστορία.
Έξι συνολικά πλαστές ιστορίες αφηγείται ο Οδυσσέας σε διάφορους ανθρώπους ή και θεούς, όπως στον Κύκλωπα, στην Αθηνά, στον Εύμαιο, στον Αντίνοο στην Πηνελόπη, στον πατέρα του Λαέρτη. Στην πρώτη και την έκτη αφήγηση εμφανίζεται ως ικέτης στις άλλες τέσσερις: δύο φορές ως ξένος και δύο ως ξένος φυγάς

1η: Οδυσσέας(ικέτης)- Κύκλωπας ι 260,

2η: Οδυσσέας( ξένος)- Αθηνά ν 256

3η: Οδυσσέας(ξένος φυγάς)- Εύμαιος ξ 199

4η: Οδυσσέας(ξένος φυγάς)-Αντίνοος ρ 420

5η: Οδυσσέας(ξένος)-Πηνελόπη τ 172

6η: Οδυσσέας(ταξιδιώτης)-Λαέρτης ω 303

Αυτό και μόνο δείχνει πόσο σημαντικό ήταν το έθιμο της φιλοξενίας και ο πολυμήχανος Οδυσσέας, στις πλαστές αφηγήσεις του εκμεταλλεύεται το θεσμό της φιλοξενίας και σώζει τη ζωή του, αλλά ταυτόχρονα προστατεύει και την ανωνυμία του ίσαμε να προδοθεί από το κλάμα του στο νησί των Φαιάκων και να αποκαλύψει την ταυτότητα του, αφήνοντας άναυδους τους υψηλούς του οικοδεσπότες, τον Αλκίνοο και τη σεβαστή Αρήτη.
Οι σχέσεις φιλίας στην ομηρική εποχή φαίνεται πως δεν ήταν επιδερμικές ή επιφανειακές. Ήταν στέρεες και δυνατές. Πολλές φορές διαρκούσαν μεταξύ των ατόμων που γνωρίστηκαν όχι μόνο όσο ζούσαν, αλλά και μετά θάνατο, μεταφερόμενες στις επόμενες γενιές.
Οι γνωριμίες μεταξύ των ανθρώπων συνδέονταν και με ανταλλαγή δώρων, τα οποία φύλαγαν ως κειμήλια στα σπίτια τους οι άνθρωποι αυτοί.
Η Πηνελόπη, όταν αποφασίζει πια να παντρευτεί έναν από τους μνηστήρες, που την πιέζουν αφόρητα και κατεβάζει το τόξο του Οδυσσέα από την αποθήκη, όπου το είχε φυλαγμένο εκείνος, μας θυμίζει πως ήταν δώρο του Ίφιτου.

Κι ένα δοξάρι λυγιστό και μια σαϊτοθήκη,

γεμάτη πολυστέναχτες σαίτες (του ’δωσε ο ΄Ιφιτος),

...............................

που πρώτα το κρατούσε

ο θεριομάχος Εύρυτος κι ύστερα στο παιδί του

του τ’ άφησε, όταν πέθανε...

Κοντάρι του έδωσε γερό κι ένα σπαθί ο Οδυσσέας,

αρχή φιλίας τρυφερής....( μτφρ. φ 11-35)

Εντυπωσιακή υπήρξε και η περίπτωση του Αγαμέμνονα στον Κάτω κόσμο, όπου ο Ερμής έφερε τις ψυχές των μνηστήρων, τους οποίους λίγο πριν είχε σκοτώσει ο Οδυσσέας. Αυτές, όταν είδαν τις άλλες ψυχές, πήγαν κοντά τους.

Γνώρισε αμέσως η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνονα,

του Μελανέα το παιδί, τον ξακουστό Αμφιμέδοντα,

γιατί τον φιλοξένησε στο σπίτι του στο Θιάκι (ω,114-117),

Ο Αγαμέμνων ακόμη θεωρούσε το Μελανέα φίλο του από τη φιλοξενία εκείνη, που του θυμίζει τώρα στον Κάτω κόσμο η παρουσία του Αμφιμέδοντα.
Οι γνωριμίες ενώνουν τους ανθρώπους, σφίγγουν τους δεσμούς φιλίας μεταξύ τους, προσφέρουν ελπίδα πως, κάποτε θα ξανανταμώσουν, για να αποδείξουν πως η φιλία τους μένει σταθερή όπως και τότε.

Ο θεσμός της φιλοξενίας γνωστός και στους θεούς

Το θέμα όμως της φιλοξενίας φαίνεται πως δεν ήταν μόνο έθιμο και θεσμός των θνητών αλλά και των αθανάτων. Και οι θεοί φιλοξενούσαν στα σπίτια τούς θεούς. Απτό παράδειγμα η φιλοξενία της Καλυψώς στον αγγελιαφόρο των θεών Ερμή, όταν ο τελευταίος την επισκέπτεται, για να της αναγγείλει την αναπότρεπτη απόφαση των θεών να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα, που επί εφτά χρόνια τον κρατά κοντά της, παρά τη θέλησή του. Ο Ερμής της επισημαίνει: είναι καιρός να επιστρέψει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη. Το απαιτούν οι θεοί, αλλά το ορίζει και η μοίρα του ήρωα.(ε 91-93μτφρ115-116).

ΕΡΜΗΣ: Τώρα να φύγει(ο Οδυσσέας) στη στιγμή ζητά να τον αφήσεις.

Γιατί δε γράφει η μοίρα του, αλάργα απ’ τους δικούς του

να κλείσει εδώ τα μάτια του, μόν’ είναι ριζικό του

να ιδεί πατρίδα και δικούς και τ’ αρχοντόσπιτό του.

Η Καλυψώ, μπορεί να πάγωσε από την αναπάντεχη είδηση και να διαμαρτυρήθηκε για τη στάση των θεών απέναντί της, τελικά όμως, μην μπορώντας να αθετήσει την απόφαση των θεών, αναγκάζεται να υποχωρήσει και να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην Ιθάκη.
Έτσι, η φιλοξενία παρέχεται από θεούς και ανθρώπους απλόχερα στον ξένο είτε θεός είναι αυτός είτε απλός άνθρωπος, χωρίς διάκριση. Ο οικοδεσπότης χωρίς διακρίσεις φιλοξενεί τους ξένους που θα χτυπήσουν την πόρτα του σπιτιού του και θα του ζητήσουν τη βοήθειά του. Οι πόρτες του σπιτιού του είναι ανοιχτές για όλους και σε κάθε στιγμή.
Ένα χτυπητό παράδειγμα τέτοιας σημαντικής ξενίας, που δίνει απαντήσεις σε πολλές μας απορίες, είναι αυτή που προσφέρει ο Αλκίνοος και η Αρήτη στον Οδυσσέα, όταν ναυαγός φτάνει στο νησί τους και ως τέτοιο τον βρίσκει η Ναυσικά και τον οδηγεί στο παλάτι (ζ). Η φιλοξενία αυτή ακολουθεί το γνωστό τυπικό της φιλοξενίας, πλην όμως δίνεται από τον ποιητή με λεπτομέρειες πολλές, με πλούσιο γεύμα, με αθλητικούς αγώνες, με προσφορά πλούσιων δώρων και άλλα, που κρατούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και εκτείνεται η αφήγηση σε μάκρος. Είναι μοναδική και ξεχωριστή( η-ν)

Τα κυριότερα στάδια της φιλοξενίας

Τα στάδια της φιλοξενίας θα ανιχνεύσουμε μέσα από την προσεκτική αφήγηση του ποιητή. Αρχίζουμε από το πρώτο στάδιο, τη φιλοξενία του Μέντη (Αθηνά) από τον Τηλέμαχο. Ο Μέντης στέκεται στην πόρτα του παλατιού. Τον βλέπει ο Τηλέμαχος

βη δ’ ιθύς προθύροιο, νεμεσσήθη δ’ενί θυμώ

ξείνον δηθά εφεστάμεν εγγύθι δε στας

χείρ’ έλε δεξιτερήν και εδέξατο χάλκεον έγχος,

και μιν φωνήσας έπεα πτερόεντα προσηύδα

Χαίρε, ξείνε παρ’ άμμι φιλήσεαιαυτάρ έπειτα

δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι όττεο σε χρη.(α119-124)

Στην πόρτα ολόισα τρέχει,

γιατί του φάνηκε βαρύ να στέκει απ’ ώρα ο ξένος.

Κοντά του πήγε στάθηκε και του’πιασε το χέρι,

του πήρε και το χάλκινο κοντάρι που κρατούσε,

κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησε και του’πε

Ω ξένε, καλώς όρισες. Το σπίτι μας δικό σου,

κι όταν δειπνήσεις έπειτα λες την ανάγκη πόχεις.(μτφρ.α 123-129)

Με το καλωσόρισμα κιόλας ο οικοδεσπότης του αποκαλύπτει την καλή του διάθεση. Το σπίτι μας να το θεωρείς και δικός σου.
Αμέσως τον οδηγεί στην αίθουσα, αφού προηγουμένως του παίρνει το δόρυ και το ακουμπά στον τοίχο. Μετά μπαίνουν στην αίθουσα και του προσφέρει γεύμα και μετά τον ρωτά ποιος είναι και ποια ανάγκη τον οδήγησε στη στο σπιτικό του.

Μόν’ έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλα.

Ποιος είσαι; Ποιος ο τόπος σου;Πού κάθονται οι γονιοί σου;

Με τι καράβι ήρθες εδώ; Πώς σ’ έφεραν οι ναύτες

στο Θιάκι;Ποια παινεύονταν πως ήταν παλικάρια;

......................

αν είσαι φίλος πατρικός και τώρα μόλις ήρθες. (μτφρ. α 176-184)

Τότε του απαντά ο Μέντης.

Μέντης Αγχιάλοιο δαϊφρονος εύχομαι είναι

υιός, ατάρ Ταφίοισι φιληρέτμησιν ανάσσω.

νυν δ’ ώδε ξυν νηί κατήλυθον ήδ’ετάροισι,

πλέων επί οίνοπα πόντον επ’ αλλοθρόους ανθρώπους,

ες Τεμέσην μετά χαλκόν, άγω δ’ αίθωνα σίδηρον.

........

ξείνοι δ’ αλλήλων πατρώιοι ευχόμεθ’ είναι

εξ αρχής....(α 180-188)

Ο Μέντης του Αγχιάλου ο γιος παινεύομαι πως είμαι

και τους Ταφιώτες κυβερνώ τους θαλασσοδαρμένους

τώρα, και πάω σ’ αλόγλωσσους ανθρώπους, στην Τεμέση,

τη θάλασσα αρμενίζοντας, χαλκό να πάρω εκείθε,

μεταφέροντας στιλπνό σίδηρο.

................................

Είμαστε φίλοι πατρικοί κι οι δυο μας από πρώτα...

Την ίδια τακτική στη φιλοξενία βλέπουμε να ακολουθεί ο ποιητής και στη σκηνή με το Νέστορα, όταν οι άνθρωποι του βασιλιά της Πύλου βλέπουν δύο ξένους να πλησιάζουν στην ακρογιαλιά ακριβώς στο σημείο που τελούσε ο Νέστορας θυσία στον Ποσειδώνα, τον απώτατο γενάρχη του. Οι άνθρωποί του τρέχουν και πλησιάζουν τους δύο νέους.

Κι ως είδαν ξένους έτρεξαν κοντά τους μαζεμένοι

και τους καλωσορίζανε, τους έδειχναν να κάτσουν.

Κι απ’ όλους ο Πεισίστρατος, ο γιος του γέρου πρώτος

πήγε κοντά τους κι έπιασε τους ξένους απ’ το χέρι

και στο τραπέζι στη στεριά τους έβαλε να κάτσουν

...Κοντά με τον πατέρα του και με το Θρασυμήδη

...κι ευτύς κρασί τους κέρασε σε ένα χρυσό ποτήρι (μτφρ. γ 35-43).

Η διαδικασία της φιλοξενίας είναι σχεδόν η ίδια. Επαναλαμβάνεται από όλους τους οικοδεσπότες πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Ο ξένος οδηγείται από τον οικοδεσπότη στο σπίτι που τον τοποθετεί ανάμεσα στα πρόσωπα της οικογένειας, ενώ πολλές φορές τον λούζουν, τον αλείβουν με λάδι, τον ντύνουν με καθαρά ρούχα., του φέρουν νερό σε κανάτι να πλύνει τα χέρια του στο νιπτήρα και αμέσως μετά ακολουθεί το γεύμα με άφθονο φαγητό και κρασί σε χρυσά ή μη κύπελλα.

Κι έπειτα αφού χορτάσανε τα μάτια τους να βλέπουν

σε μαρμαρένιο μπήκανε λουτρό για να λουστούνε

Κι οι σκλάβες σαν τους έλουσαν, τους έτριψαν με λάδι

και με σγουρές τους έντυσαν χλαμύδες και χιτώνες,

πήγαν να κάτσουν σε θρονιά κοντά στο γιο τ’ Ατρέα.(μτφρ δ 48-53) .

Στη συνέχεια μια παρακόρη από πεντάμορφο λαγήνι νερό τους χύνει να πλύνουν τα χέρια τους σε αργυρή λεκάνη και αμέσως ακολουθεί το γεύμα με άφθονο φαγητό και κρασί σε χρυσά ή μη κύπελλα.
Μετά κοιμίζουν τον ξένο σε κρεβάτι με καλά σκεπάσματα και μόνο την άλλη μέρα ο οικοδεσπότης διακριτικά τον ερωτά να μάθει ποιος είναι, ποια η πατρίδα του, η γενιά του, οι γονείς του, με τη μέσο ταξίδεψε, γιατί ήρθε, μήπως είναι ναυαγός. έμπορας, διωκόμενος, αν έχει συνοδούς, πού και ποιοι είναι, αν πρώτη φορά επισκέπτεται τον τόπο, αν είναι πατρικός φίλος, ποια είναι η μητέρα ο πατέρας του και άλλα.
Μόνο στο τέλος θα τον ρωτήσει ποιος είναι ο σκοπός του ταξιδιού του και φυσικά τι μπορεί να κάνει ο οικοδεσπότης να τον βοηθήσει αποτελεσματικά.
Μετά από αυτή τη διαδικασία και τις απαντήσεις που παίρνει του παρέχει βοήθεια και φροντίζει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του όσο μπορεί. Ο Αλκίνοος π.χ. ετοιμάζει, μετά από ένα αποχαιρετιστήριο πλούσιο δείπνο με πολλά δώρα, ένα καράβι και μετά από ευχές και αποχαιρετισμούς, ο ξένος αποπλέει με καράβι που του παρέχει ο βασιλιάς του νησιού, που κοιμισμένο τον φέρνει και τον αφήνει σε μια ακρογιαλιά του νησιού του.
Ο νόστος του ήρωα έχει πραγματοποιηθεί. Το ταξίδι του Οδυσσέα μπορεί να τελειώνει με αίσιο τρόπο, μα η καλή ανάμνηση που αποκόμισε από όσους τον βοήθησαν θα μένει, όσο ζει, ανεξίτηλη στη μνήμη του.

Η κακοποίηση του ξένου

Αναφέραμε πως στη ζωή δεν υπάρχουν μόνον οι καλοί, οι συμπονετικοί και οι ενάρετοι άνθρωποι, υπάρχουν και οι άλλοι οι κακοί, οι σκληροί, οι βίαιοι. Το γνωρίζει ο Οδυσσέας, γι’ αυτό, όταν ετοιμάζεται να πάει στο νησί του Κύκλωπα, δικαιολογεί την επίσκεψή του αυτή, γιατί θέλει να διαπιστώσει αν κατοικούν εκεί άνθρωποι φιλόξενοι και σέβονται τους θεούς (πολιτισμένοι) ή είναι υβριστές, άγριοι και αγνοούν το δίκιο (απολίτιστοι).

Αυτάρ εγών....

ελθών τώνδ’ ανδρών πειρήσομαι, οι τινές εισιν,

ή ρ’ οι γ’ υβρισταί τε και άγριοι ουδέ δίκαιοι,

ήε φιλοξενοι και σφίσιν νόος εστί θεουδής.( ι173-176)

Κι εγώ αμέσως ...

θα πάω να μάθω ποιοι είναι αυτοί που κατοικούν τον τόπο,

άγριοι αν είναι κι άπιστοι και δίκιο αν δεν κατέχουν,

ή τους θεούς αν σέβουνται κι άντρες φιλόξενοι είναι.

Ο ποιητής, θέλοντας να δώσει μιαν εικόνα του απολίτιστου, του άγριου ακόμη ανθρώπου, όχι μόνο τους εμφανίζει ως αποκρουστικά στην όψη τέρατα, αλλά και σκληρά, βίαια και ανθρωποφάγα. Πανύψηλος και βλοσυρός ο Αντιφάτης, ο βασιλιάς των Λαιστρυγόνων, ογκώδης, χεροδύναμος και με ένα μάτι στο μέτωπο, ο Κύκλωπας.
Πρώτους στην σκληρότητα και την απανθρωπιά παρουσιάζει ο ποιητής τους Λαιστρυγόνες του Αντιφάτη, που έφαγαν τους συντρόφους του Οδυσσέα και κατέστρεψαν τα 11 από τα 12 καράβια του, όταν κατέφυγαν στο λιμάνι, για να αποφύγουν τον κίνδυνο της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Οι σύντροφοι των 11 καραβιών του Οδυσσέα που σώθηκαν ως τώρα από την οργή του Ποσειδώνα, χάθηκαν οριστικά από την απανθρωπιά και τη βία των Λαιστρυγόνων.

Ασήκωτες απ’ τις κορφές κοτρόνες μας πετούσαν,

κι άξαφνα κρότοι φοβεροί κατά τα πλοία αχούσαν,

ανθρώπων που σκοτώνονταν και καραβιών που σπούσαν.

Σαν ψάρια τους καμάκιαζαν, φριχτό φαϊ να φάνε.(μτφρ. κ 123-126)

Ασφαλώς ο αναγνώστης δε λησμονεί και την κτηνώδη συμπεριφορά του τέρατος με το ένα μάτι, του Κύκλωπα, που ο πατέρας του Ποσειδώνας τον φώναζε Πολύφημο.. Ο τεράστιος αυτός γίγαντας, φαίνεται πως βρήκε εύγευστο το ανθρώπινο κρέας των συντρόφων του Οδυσσέα, γι’ αυτό κάθε τόσο κατασπάραζε και έτρωγε μερικούς από αυτούς, που τους είχε εγκλωβισμένους στη σπηλιά του. Ο Οδυσσέας που του πρόσφερε γλυκό κρασί το μόνο που μπόρεσε να αποσπάσει από το τέρας ήταν ότι θα τον έτρωγε τελευταίο! Ευτυχώς, ο Κανένας έδρασε αμέσως και τύφλωσε το ωμοφάγο τέρας, σώζοντας τον εαυτό του και τους εναπομείναντες στη ζωή συντρόφους του.Το πιο παράξενο όμως και το πιο αναπάντεχο περιστατικό εχθρότητας και περιφρόνησης του εθίμου της φιλοξενίας υπήρξε εκείνο του Ηρακλή, που κάποτε οι Θεοί για τα κατορθώματά του τον τίμησαν ως ισόθεο και ζούσε μαζί τους. Αυτόν τον Ηρακλή ο ποιητής εμπλέκει σε ένα αδικαιολόγητο φόνο, στο φόνο του Ίφιτου, του νέου εκείνου που, αν και λίγο πριν φιλοξένησε στο σπιτικό του ο Ηρακλής, μετά τον σκότωσε, όταν ο Ίφιτος του ζήτησε να του επιστρέψει τις κλεμμένες φοράδες του. Ο ποιητής είναι σκληρός απέναντι στον Ηρακλή και τον αποκαλεί σχέτλιο (άσεβο)

Ος μιν ξείνον εόντα κατέκτανεν ω ενί οίκω,

σχέτλιος ουδέ θεών όπιν ηδέσατ’ ουδέ τράπεζαν

την, ην οι παρέθηκεν έπειτα δε πέφνε και αυτόν

ίππους δ’ αυτός έχε κρατερώνυχας εν μεγάροισι .(φ 27-30)

Στο σπίτι του που τον φιλοξενούσε τον σκότωσε (τον Ίφιτο)

ο άσεβος, κι ούτε θεών φοβήθηκε το μάτι

και το ψωμί που του΄δωσε, μόν’ τη ζωή του πήρε

και κράτησε στο σπίτι του τις γλήγορες φοράδες.

Θα αναφερθούμε σε δύο ακόμη περιπτώσεις. Η πρώτη έχει σχέση με την αποπομπή του Οδυσσέα με τους συντρόφους από τον Αίολο, όταν τους βλέπει ο θεός των ανέμων μπροστά του για δεύτερη φορά. Επειδή θεωρεί τον ίδιο και τους συντρόφους του ένοχους απέναντι στο θείο, τους διώχνει με σκαιό τρόπο.

Γκρεμίσου αμέσως , σίχαμα του κόσμου, απ’ το νησί μου

γιατί είναι κρίμα να δεχτώ και να τον στείλω πίσω

άντρα που κι οι μακαριστοί θεοί τον κατατρέχουν.

Τσακίσου, αφού κι από των θεών οργή ήρθες πίσω πάλε(μτφρ. κ 73-76)

Η δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στη συμπεριφορά των αναιδών μνηστήρων. Αυτοί μόλις είδαν την επίσκεψη ενός νέου κουρελή ζητιάνου (Οδυσσέας), στο παλάτι, βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλώσουν όλα τα άγρια αισθήματά τους απέναντί του, γεγονός που θα δικαιολογήσει αργότερα το φόνο τους (μνηστηροφονία) από τον Οδυσσέα.
Ο κουρελής ζητιάνος(Οδυσσέας), στις προκλήσεις του Αντίνοου, απαντά οργισμένος.

Οιμέ, κοντά στην ομορφιά δεν έχεις κι ίδια γνώση.

Κι αλάτι εσύ απ’ το σπίτι σου φτωχού δε θα του δώσεις,

που κάθεσαι στα ξένα εδώ και δε βαστά η ψυχή σου

να με φιλέψεις μια μπουκιά ψωμί που πλήθιο το’χεις.

Ο Αντίνοος, οργισμένος με την κατηγορία του κουρελή ζητιάνου, ρίχνει με δύναμη ένα σκαμνί και χτυπά τον επισκέπτη στην πλάτη, ενώ ο Ευπείθης, άλλος μνηστήρας, επικροτώντας τη στάση του Αντίνοου, απειλεί τον ξένο.

Ήσυχα, ξένε, κάθισε να τρως ή σ άλλους πάνε,

μήπως οι νιοι μ’ αυτά που λες σε σύρουν απ’ τα πόδια,

κι όξω βρεθείς κατάδρομα και το κορμί σου γδάρουν.(μτφρ. ρ 483-485)

Καθώς φαίνεται κακοποιήσεις των ξένων είχαμε και στην ομηρική εποχή, αλλά τα φαινόμενα ήταν λίγα. Αν υπήρξε και στο χώρο των θεών αποπομπή ξένου, αυτή ήταν κάπως δικαιολογημένη από το θεό Αίολο, γιατί εκτίμησε πως για να ξαναγυρίσουν πίσω στο νησί του ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, ήταν μια τιμωρία που τους επέβαλαν οι θεοί και έπρεπε να συμμορφωθεί μ’ αυτήν. Οπωσδήποτε όμως ουδείς θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο ξένος δεν ήταν σεβαστό πρόσωπο και η φιλοξενία θεία επιταγή για τον άνθρωπο.

Ο ξένος της ομηρικής εποχής και ο σημερινός μετανάστης

Λαμβάνοντας όμως κάποιος υπόψη τη φιλοξενία που γνωρίζουν οι ξένοι σήμερα στην Ελλάδα, αναρωτιέται τι έγινε η περίφημη πολυθρύλητη ελληνική φιλοξενία των ξένων, των αλλοδαπών, που ως πρόσφατα όλοι την αναγνώριζαν και την επαινούσαν; Τι άραγε συνέβη και οι Έλληνες, αυτοί που οι πρόγονοί τους παρείχαν με τόση αγάπη και στοργή στον ξένο τη φιλοξενία και τη συνέχιζαν και οι νεότεροι ως τα τελευταία χρόνια; Μήπως τους κατέλαβε κι αυτούς η ξενοφοβία, ώστε να βλέπουν στο πρόσωπο κάθε ξένου κι έναν εχθρό, έναν κλέφτη ή και έναν αδίστακτο εγκληματία;
Μια τέτοια γενίκευση και μομφή αδικεί το σύγχρονο Έλληνα. Η Ελλάδα και ο Έλληνας δε λησμόνησαν την πατροπαράδοτη φιλοξενία, ούτε περιφρόνησαν τον ξένιο Δία, αντίθετα, έδειξαν επί χρόνια τώρα μεγάλη ανεκτικότητα και ανθρωπιά απέναντί τους, ώστε και αυτή να συμβάλει, στο μέτρο που την αναλογεί, στη διόγκωση του αριθμού των μεταναστών που βρίσκονται νόμιμα ή παράνομα στην Ελλάδα, ώστε να φτάσουμε σε ένα σημείο, που, αν θέλαμε να συνεχίσουμε την καλή μας διάθεση απέναντί τους, θα έπρεπε η κάθε οικογένεια να φιλοξενεί περισσότερους από ένα ξένους. Κι αν ήταν για δύο τρεις μέρες, όπως συνέβαινε κατά τη αρχαιότητα, ήταν δυνατό να γίνει χωρίς κανένα δισταγμό. Τώρα όμως έτσι που διαμορφώθηκε η κατάσταση είναι παράλογο και ταυτόχρονα αδύνατο να φιλοξενεί κανείς κάποιον για δύο, πέντε και δέκα χρόνια. Αυτό ξεπερνά κάθε λογική.
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει; Οπωσδήποτε τα προβλήματα αυτά δε λύνονται με τη βία. Χρειάζεται διαβούλευση, συναίνεση, αλλά και την ουσιαστική συνδρομή και άλλων λαών ή κρατών, γιατί σε λίγο το δικό μας πρόβλημα θα γίνει και δικό τους. Μπορεί να προταθούν πολλά και διάφορα μέτρα, αλλά το σπουδαιότερο όλων είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες στις πατρίδες των μεταναστών, ώστε να ευνοούν την επιστροφή τους και να τους εγγυώνται πως θα ζήσουν καλύτερα από τη ζωή που κάνουν σήμερα στην Ελλάδα ως νόμιμοι ή παράνομοι μετανάστες. Ο αριθμός τους είναι μεγάλος και η παραμονή στη χώρα διαρκεί για χρόνια, χωρίς καμιά προοπτική για τους ξένους. Η χώρα δεν έχει τη οικονομική δυνατότητα να τους φιλοξενεί για χρόνια. Πρέπει να γυρίσουν πίσω όλοι και να ζήσουν στον τόπο τους αξιοπρεπώς. Μπορεί η πρόταση να είναι αυτονόητη, αλλά είναι αναγκαία και πρέπει να δοθεί μια λύση και μάλιστα γρήγορα. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια πρέπει να προστατευθεί με κάθε τρόπο. Πρώτα ο άνθρωπος και η αξιοπρέπειά του.
Αν στην ομηρική εποχή τον ξένο προστάτευε ο Δίας σήμερα πρέπει να αναλάβει την υποχρέωση αυτή ο άνθρωπος. Είναι ανάγκη. Το επιβάλλει η ανθρωπιά μας και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου σε όποια πλευρά κι αν ανήκει είτε στη μεριά του ξένου είτε του ξενιστή.
*Παραθέτω όλες τις παραπομπές στη λέξη ξείνος (ξείνον, ξείνω, ξείνων, ξείνοις, ξείνους) προς διευκόλυνση κάποιου που θα θελήσει να ασχοληθεί περαιτέρω με το θέμα του ξένου και της φιλοξενίας στην Οδύσσεια του Ομήρου.

(ξείνος α 105, 120, γ 34, 70,355, δ 26, 36, 301, ζ 209, 246, η 32, 160, 162, 166, 190, 227, θ 42, 133,402, 438, ι 268, 270, 478, ν 48, 52, 57, 60 ,ξ 209, 246, 361,414, 443, 489, ο 73, 74, 542 ,π 70, 78, 108, ρ 10, 93, 72, 84, 345, 382, 398, 642, 508, 544,584, σ 106, 222, 416,423, τ 94. 191, 134, 316, 351, 371, υ 129, 295, 305,318, 324 , 382, φ 27, 288, 313, 349 , ω 263, 268, 282. Ξενίη ξ 158, ρ 155, ω 296, 314, 489)



                                                       Δ. K.  ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου