Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η φιλοξενία του Τηλέμαχου από το Νέστορα (γ 34-64)

Ο Τηλέμαχος με το Μέντη (Αθηνά), αναζητώντας πληροφορίες για το αν ζει η πέθανε ο Οδυσσέας, φτάνουν στην Πύλο, όπου βρίσκουν το Νέστορα, βασιλιά της πόλης, να προσφέρει θυσία στον Ποσειδώνα, το θεό της θάλασσας. Οι άνθρωποι του βασιλιά, όταν βλέπουν τους δύο άνδρες να πλησιάζουν, σπεύδουν και τους καλωσορίζουν με χαρά, ενώ ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα, πρώτος αυτός πιάνοντάς τους από το χέρι τους βάζει να κάτσουν μαζί τους στο φαγοπότι, που γινόταν στην ακτή της Πύλου.
«οι δ΄ως ουν ξείνους ίδον, αθροοί ήλθον άπαντες
χερσίν τ’ ησπάζοντο και εδριάασθαι άνωγον.
πρώτος Νεστορίδης Πεισίστρατος εγγύθεν ελθών
αμφοτέρων έλε χείρα και ίδρυσεν παρά δαιτί
κώεσιν εν μαλακοίσιν, επί ψαμάθοις αλίησι,
παρ τε κασιγνήτω Θρασυμήδεϊ και πατέρι ω.»
« Κι ως είδαν τους ξένους, έτρεξαν κοντά του μαζωμένοι
και τους καλωσορίζανε, τους έδειχναν να κάτσουν.
Κι απ’ όλους ο Πεισίστρατος, ο γιος του γέρου, πρώτος
πήγε κοντά τους κι έπιασε τους ξένους απ’ το χέρι
και στο τραπέζι στη σειρά τους έβαλε να κάτσουν,
απάνω σ’ απαλές προβιές, στης θάλασσας την άμμο,
κοντά με τον πατέρα του και με το Θρασυμήδη
τον αδερφό του κι έκοψε δυο μερδικά απ΄τα σπλάχνα
κι ευτύς κρασί τους κέρασε σ’ ένα χρυσό ποτήρι.
Και το ποτήρι δίνοντας στ’ ασπιδοφόρου Δία
την κόρη, τη θεά Αθηνά, της μίλησε έτσι κι είπε.
Δεήσου, ξένε, τώρα εσύ του αφέντη Ποσειδώνα,
που σε θυσία τύχατε δική του να βρεθείτε.
Κι όταν του στάξεις κι ευχηθείς καθώς το θέλει η τάξη,
δώσε να στάξει το γλυκό κρασί κι ο σύντροφός σου,
γιατί κι αυτός προσεύχεται θαρρώ στους αθανάτους.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, των θεών όλοι έχουν την ανάγκη.
Μόν’ είναι αυτός μικρότερος, σαν συνομήλικός μου,
γι’ αυτό θα δώσω το χρυσό ποτήρι πρώτα εσένα».
Έτσι είπε, και της έδωσε στο χέρι το ποτήρι
και χάρηκε η Αθηνά, με τον καλό του τρόπο,
που πρώτα εκείνης πρόσφερε τ’ ολόχρυσο ποτήρι.
Κι αμέσως παρακάλεσε τον Ποσειδώνα κι είπε,
Άκου με, Σαλευτή της γης, και τις ευχές μας όλες
αυτές που σου δεόμαστε μην αρνηθείς να κάμεις.
Δώστε στο γέρο Νέστορα και στα παιδιά του δόξα
και σ΄ όλους χάρισε έπειτα τους άλλους τους Πυλιώτες
την ποθητή ανταπόδοση της ξακουστής θυσίας.
Βοήθα και τον Τηλέμαχο κι εμένα, στην πατρίδα
να πάμε, αφού τελέψει αυτά που θέλει κι ήρθε ξάργου.»
Η σκηνή έχει το δικό της ιδιαίτερο χρώμα. Παρουσιάζει ανάγλυφα τον τρόπο που υποδέχονται τους δυο ξένους ο νεαρός Πεισίστρατος και οι άλλοι. Η τελετή γίνεται στην ακροθαλασσιά προς τιμή του Ποσειδώνα, γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε πως το βασιλικό γένος του Νέστορα έλκει την καταγωγή του από το θεό της θάλασσας.
Ενδιαφέρον στη σκηνή αυτή έχουν τα πρόσωπα. Ο Πεισίστρατος, εκτός από την εγκάρδια υποδοχή που επιφυλάσσει στους δύο επισκέπτες, τους φροντίζει με πολύ ευγένεια και κατά τη διάρκεια του γεύματος. Είναι αυτός που, δίνοντας το ποτήρι στον φίλο του Τηλέμαχου, τον προτρέπει να δεηθεί πρώτος στον Ποσειδώνα, μια και συνέπεσε η παρουσία του με τη θυσία προς το θεό.. Εκείνος(η Αθηνά) χαίρεται για την προτίμηση αυτή και, σηκώνοντας το ποτήρι, παρακαλεί τον Ποσειδώνα να βοηθήσει τον Τηλέμαχο και τον ίδιο να γυρίσει στην πατρίδα, αφού φέρει σε πέρας το σκοπό για τον οποίο ταξιδεύει. Την ίδια ακριβώς δέηση επαναλαμβάνει και ο άπραγος Τηλέμαχος, που προσεύχεται κι αυτός στον Ποσειδώνα. Ζητά να τον βοηθήσει ο θεός, ώστε να πραγματώσει το σκοπό του ταξιδίου του, χωρίς βέβαια να γνωρίζει πως, αν ταλαιπωρείται ο πατέρας του στις θάλασσες, αυτό οφείλεται στην οργή του Ποσειδώνα εναντίον του!
«και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πια απ’ τις σούβλες,
σε μερδικά τα χώρισαν και κάθισαν να φάνε».
Οι δεήσεις στον Ποσειδώνα κάποτε τελειώνουν και οι άνθρωποι αρχίζουν το φαγοπότι. Ο ποιητής όμως με ένα άλμα πηδά και μας περιγράφει το τέλος του γεύματος.
Κι αφού πια τέλος χόρτασαν να τρώνε και να πίνουν, πρώτος τους μίλησε ο Νέστορας και ρώτησε τους ξένους ποιοι είναι και γιατί έχουν φτάσει στην Πύλο, διατρέχοντας τόσους κινδύνους στο ταξίδι.
Στον ‘Ομηρο είναι πάγια αρχή και έτσι συμβαίνει πάντα, προκειμένου για ξένο που φτάνει στην πόλη ή στο παλάτι του άρχοντα. Πρώτα υποδέχονται οι οικοδεσπότες τον ξένο, του παρέχουν στέγη, τροφή και μετά ρωτούν να μάθουν για την πατρίδα του, το όνομά του και την ανάγκη που τον έφερε στο παλάτι ή στη χώρα τους και ανάλογα τον εξυπηρετούν, γιατί θεωρούν τον ξένο προστατευόμενο του ξένιου Δία.
Ο Τηλέμαχος, απαντώντας στην ερώτηση του Νέστορα, του λέγει ότι πατρίδα του είναι η Ιθάκη και αναζητά τον πατέρα του που κάποτε, λένε, κυρίεψε μαζί με το Νέστορα το κάστρο της Τροίας. Η γνωριμία έγινε. Ο γερο-Νέστορας συγκινημένος για τη συνάντηση αυτή, βρίσκει ευκαιρία και αρχίζει να μιλά με κολακευτικά λόγια για τον πατέρα του και τη σχέση που είχαν οι δυο τους στον τρωικό πόλεμο.
«Κανένας δεν τολμούσε εκεί να παραβγεί στη γνώση
με το Δυσσέα, κι ίσος του δε στάθηκε στις τέχνες
άλλος απ’ τον πατέρα σου, αν είσαι γιος του αλήθεια
Ένας μεγάλος θαυμασμός με πιάνει όταν σε βλέπω».
Την άλλη μέρα ο Νέστορας, θέλοντας να ευχαριστήσει τη θεά Αθηνά, γιατί του έφερε στο παλάτι το γιο του φίλου του, τον Τηλέμαχο, δίνει εντολές να ετοιμαστεί γρήγορα θυσία στη θεά και γεύμα στον Τηλέμαχο. Η θεοσέβεια του Νέστορα είναι δεδομένη και ο γέροντας την αποδεικνύει σε κάθε περίσταση.
Στο απόσπασμα αυτό αποκαλύπτεται ένα μόνο μέρος της φιλοξενίας του ξένου. Του προσφέρεται υποδοχή, φαγητό και μετά ενδιαφέρεται ο οικοδεσπότης να ρωτήσει για την ταυτότητά του και το λόγο επίσκεψης στον τόπο του. Σε άλλο σημείο της αφήγησης του μύθου της Οδύσσειας ο ποιητής θα συμπληρώσει το τελετουργικό με άλλα πρόσθετα ενδιαφέροντα από κάθε άποψη στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό στην αφήγησή του να συμπληρώσει τα όσα ο αναγνώστης θα ήθελε να πληροφορηθεί σχετικά με το θέμα αυτό, ώστε να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του γεγονότος στο οποίοι με τόση γοητεία αφηγείται ο ποιητής.
Δημήτρης Κ. Αραμπατζής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου